Campo de’ Fiori

Το άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο στο Κάμπο ντε’ Φιόρι (πηγή: Wikipedia, χρήστης: RuprechtN)

 

«Στη Ρώμη, στο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,                       

πλακόστρωτο με κρασί ραντισμένο

και πέταλα πατημένα λουλουδιών.

Ρόδινα θαλασσινά στους πάγκους

πλανόδιοι έμποροι ακουμπούν.

Βαριά τσαμπιά σκουρόχρωμο σταφύλι

πέφτουν στων ροδάκινων το χνούδι.

 

Σ’ αυτήν εδώ, την ίδια την πλατεία

έκαψαν τον Τζορντάνο Μπρούνο,

εδώ ο δήμιος άναψε τη φωτιά

από όχλο περίεργο περιτριγυρισμένος.

Και μόλις η φλόγα είχε σβήσει,

γεμίσαν πάλι οι ταβέρνες,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,

στο κεφάλι οι πλανόδιοι κουβαλούσαν.

 

Θυμήθηκα το Κάμπο ντε’ Φιόρι,

στη Βαρσοβία, κοντά στο καρουζέλ,

ένα ηλιόλουστο της άνοιξης δείλι,

υπό τους ήχους εύθυμης μουσικής.

Οι πυροβολισμοί πίσω απ’ του γκέτο τα τείχη

χάνονταν μέσα στην εύθυμη μουσική,

και ανεβαίναν τα ζευγάρια

ψηλά στον γαλάζιο ουρανό.

Βαρσοβία, άνοιξη 1943: Γερμανοί στρατιώτες, πιθανώς άνδρες των Βάφφεν Ες Ες, οδηγούν Εβραίους εκτός του Γκέτο σε ευχερώς εννοούμενο προορισμό.

Κάποιες φορές ο άνεμος

απ’ τα πυρπολημένα σπίτια,

μαύρα έφερνε αποκαΐδια,

που τα έπιαναν οι άνθρωποι στον αέρα,

πηγαίνοντας στο καρουζέλ.

Των κοριτσιών σήκωνε τις φούστες

ο άνεμος αυτός, απ’ τα πυρπολημένα σπίτια.

Γελούσανε τα πλήθη ευτυχισμένα,

τούτη την όμορφη Κυριακή στη Βαρσοβία.

 

Κάποιος το δίδαγμα το ηθικό μπορεί να βρήκε,

πως οι άνθρωποι, στη Βαρσοβία ή στη Ρώμη,

κλείνουν δουλειές, παίζουν, αγαπούν,

περνώντας δίπλα απ’ των μαρτύρων τις πυρές.

Κάποιος άλλος για δίδαγμα βρήκε

την απώλεια της ανθρωπιάς,

τη λησμονιά που τη φλόγα την καλύπτει

πριν καν αυτή να σβήσει.

 

Μα εγώ σκεφτόμουν

αυτών που χάνονται τη μοναξιά,

σκεφτόμουνα πως ο Τζορντάνο,

καθώς ανέβαινε τα σκαλιά προς την πυρά,

σε γλώσσα ανθρώπινη

ούτε μια λέξη δεν βρήκε,

την ανθρωπότητα να αποχαιρετήσει,

τούτη την ανθρωπότητα που τον δρόμο της τραβά.

 

Κρασί ήδη τρέχουνε να βάλουν,

αστερίες να πουλήσουν,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές

χαρούμενοι οι πλανόδιοι θα κουβαλήσουν.

Κι αυτός είχε ήδη φύγει μακριά,

λες και αιώνες είχανε περάσει,

μα εκείνοι λίγο μονάχα περιμέναν,

μετά την αναχώρησή του στην πυρά.

 

Και γι’ αυτούς που χάνονται μονάχοι,

λησμονημένοι ήδη απ’ τον κόσμο,

ξένη γι’ αυτούς η γλώσσα μας έχει γίνει,

σαν γλώσσα πανάρχαιου πλανήτη.

Μέχρι που όλα θρύλος θα είναι πια,

κι έπειτα από πολλά χρόνια,

στο νέο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

σπίθα εξέγερσης θ’ ανάψουν του ποιητή τα λόγια.

 

Βαρσοβία – Πάσχα 1943».

Στο ποίημά του «Κάμπο ντε’ Φιόρι», ο Τσέσουαφ Μίουος συσχετίζει δύο δραματικά γεγονότα: την εκτέλεση, στην ομώνυμη πλατεία της Ρώμης, του Ιταλού φιλοσόφου Τζορντάνο Μπρούνο, ο οποίος κάηκε ζωντανός από την Ιερά Εξέταση λόγω των ιδεών του που χαρακτηρίσθηκαν ως αιρετικές (17 Φεβρουαρίου 1600), και την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας την άνοιξη του 1943. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ποιητής εξεικονίζει την αδιαφορία των πολλών, των ανθρώπων για τους οποίους η ζωή συνεχίζεται παρά τις τραγωδίες που εκτυλίσσονται ακριβώς δίπλα τους.

Τσέσουαφ Μίουος

* Εκ παραδρομής ο Μίουος τιτλοφόρησε το ποίημα του «Campo di Fiori», μολονότι η ακριβής ονομασία της πλατείας στα ιταλικά είναι «Campo de’ Fiori».

** Επιπλέον, άθελά του ο ποιητής υποπίπτει σε έναν αναχρονισμό. Η λαϊκή αγορά τροφίμων στο Κάμπο ντε’ Φιόρι ανάγεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν η πλατεία μεγάλωσε ύστερα από την κατεδάφιση κάποιων κτιρίων. Την εποχή της εκτέλεσης του Μπρούνο οι ταβέρνες υπήρχαν ήδη, όχι όμως η λαϊκή αγορά. Αντιθέτως, το Κάμπο ντε’ Φιόρι ήταν φημισμένο ως χώρος παζαριού αλόγων.

*** Καθόσον γνωρίζω, το ποίημα δεν περιλαμβάνεται σε κάποια από τις συλλογές ποιημάτων του Μίουος που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (Τσέσλαφ ΜΙΛΟΣ «Ποιήματα», μετάφραση Αντ. Μακρυδημήτρης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005 και «Έσχατα Ποιήματα», μετάφραση P. Krupka και Γ. Πετρόπουλος, εκδ. Momentum, 2013).

Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόχειρη και άτεχνη μετάφραση είναι δική μου. Προφανώς αναμετρήθηκα με κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις και τις ικανότητές μου. Όχι μόνο λόγω της δυσκολίας της ποίησης του Μίουος και των ανεπαρκών γνώσεών μου πολωνικής, αλλά κυρίως λόγω της πρόδηλης αδυναμίας μου να γράψω έστω και το παραμικρό σε ποιητικό λόγο.

Η επιθυμία, όμως, να αποτυπώσω το ποίημα στην ελληνική γλώσσα αποδείχθηκε ακατανίκητη.

Ας με συγχωρήσουν όσοι κάνουν τον κόπο να το διαβάσουν.

Ρογήρος (και κατά κόσμον Π. Δ. Π.)

Η αποδόμηση ενός μύθου;

Η Ιρένα Σεντλερόβα σε φωτογραφία του 1942

Η Ιρένα Κσυζανόφσκα, γνωστότερη ως Ιρένα Σέντλερ ή, στα πολωνικά, Ιρένα Σεντλερόβα, γεννήθηκε στη Βαρσοβία στις 15 Φεβρουαρίου του 1910. Η Ιρένα, η οποία σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστή διότι, εργαζόμενη ως κοινωνική λειτουργός στην υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας του Δήμου Βαρσοβίας στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, κατόρθωσε να διασώσει περίπου 2.500 Εβραιόπουλα. Για τον λόγο αυτό, το 1965, της απονέμεται από το Ισραήλ ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών».

Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, η Σεντλερόβα είναι πιστή καθολική και μέλος της AK (Armia Krajowa = Στρατού του Εσωτερικού), δηλαδή της ένοπλης αντιστασιακής οργάνωσης που ήταν πιστή στη φιλοδυτική εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου. Προκειμένου να σώσει τα Εβραιόπουλα από βέβαιο θάνατο, μεταβαίνει η ίδια στο γκέτο της Βαρσοβίας, συνοδευόμενη από τους συνεργάτες της. Διαλέγει συνήθως βρέφη ή παιδιά που λόγω της εξωτερικής εμφάνισής τους μπορούν να παρουσιαστούν ως ορφανά των οποίων οι γονείς ήταν χριστιανοί Πολωνοί. Λένε πως πάντοτε στις αποστολές υπήρχε κι ένα σκυλί: τα γαβγίσματά του κάλυπταν το κλάμα των βρεφών που διέσωζε η Σεντλερόβα. Συλλαμβάνεται και βασανίζεται από την Γκεστάπο. Καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά μέλη της Żegota, της πολωνικής Επιτροπής Βοήθειας προς τους Εβραίους, κατορθώνουν να δωροδοκήσουν τους Γερμανούς και να σώσουν τη Σεντλερόβα, την ίδια την ημέρα για την οποία είχε προγραμματιστεί η εκτέλεσή της! Μετά τον πόλεμο, συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και βασανίζεται από το σταλινικό κομμουνιστικό καθεστώς. Απελευθερώνεται, αφού υποχρεωθεί να γίνει μέλος του Polska Zjednoczona Partia Robotnicza (Πολωνικού Ενωμένου Εργατικού Κόμματος), δηλαδή του πολωνικού κομμουνιστικού κόμματος. Όταν ανακηρύσσεται Δίκαιη μεταξύ των Εθνών, το καθεστώς της απαγορεύει τη μετάβαση στο Ισραήλ. Το 1968, όταν το κόμμα προβαίνει σε μια ευρείας κλίμακας αντισημιτική εκστρατεία, εκείνη παραιτείται.


Η επιστημονική έρευνα, όμως, έχει την «κακή» συνήθεια να καταδεικνύει τις αντιφάσεις και τις ανακρίβειες των μύθων και των επίσημων εθνικών αφηγήσεων. Η Σεντλερόβα δεν είχε καμία σχέση με το πρότυπο του πιστού θρησκευόμενου καθολικού. Ο Στανίσουαφ Κσυζανόφσκι, πατέρας της Ιρένας, ήταν γιατρός, ενεργό μέλος του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και… άθεος. Η Ιρένα βαφτίστηκε καθυστερημένα κι ύστερα από πιέσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η ίδια φέρεται να έχει πλειστάκις εξομολογηθεί ότι ήταν άθρησκη. Είναι μια νέα αριστερή (μέλος κι εκείνη, όπως ο πατέρας της, του σοσιαλιστικού κόμματος) και φεμινίστρια.

Οι γονείς της Ιρένας

Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής, η Ιρένα έχει ουσιαστικά χωρίσει από τον σύζυγό της Μιετσύσουαφ Σέντλερ και ζει τον έρωτα της ζωής της με τον Άνταμ Τσελνίκιερ, Εβραίο που θα κατορθώσει να επιβιώσει με το πλαστό όνομα Στέφαν Σγκσεμπίνσκι. Μετά τον πόλεμο θα χωρίσει κι επίσημα με τον Σέντλερ, θα παντρευτεί τον Τσελνίκιερ/Σγκσεμπίνσκι και θα αποκτήσουν τρία παιδιά (εκ των οποίων το ένα θα φύγει από τη ζωή σε μικρή ηλικία). Ποτέ δεν θα μιλήσει στα παιδιά της για την εβραϊκή καταγωγή του πατέρα τους. Το 1959 θα χωρίσει από τον Τσελνίκιερ… και θα παντρευτεί ξανά τον Σέντλερ!

Κατά τη σταλινική περίοδο, δεν θα υποστεί καμία απολύτως δίωξη. Αντιθέτως, θα διοριστεί από το καθεστώς διευθύντρια των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας στη Βαρσοβία, ενώ θα συμμετάσχει και στις εργασίες της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Το κόμμα δεν έπαψε ποτέ να τη διορίζει σε θέσεις ευθύνης. Πράγματι, το 1968, το κύμα αντισημιτισμού θα την οδηγήσει σε αποξένωση από το κόμμα. Όχι, όμως, και σε παραίτηση. Η Ιρένα εξακολούθησε να είναι μέλος του PZPR έως την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία.

Η δράση της δεν ήταν άγνωστη στην Πολωνία, τόσο επί κομμουνισμού όσο και αργότερα. Η ίδια μιλούσε δημόσια για τη δράση αυτή, χωρίς μάλιστα να διστάζει να τη μεγεθύνει και να τη δραματοποιεί. Στην πραγματικότητα, η Σεντλερόβα δεν συμμετείχε ποτέ προσωπικά σε αποστολές στο γκέτο. Η αποστολή της αφορούσε καθήκοντα διοικητικής μέριμνας, συγκεκριμένα δε την πλαστογράφηση εγγράφων που θα επέτρεπαν τη διαφυγή των Εβραιόπουλων από το γκέτο της Βαρσοβίας.

Ι. Σεντλερόβα, φωτογραφία από τον Δεκέμβριο του 1944


Πώς, όμως, φτάσαμε στον μύθο; Λέγεται πως η ιστορία της Σεντλερόβα έρχεται εκ νέου στην επιφάνεια το 1999, χάρη σε μια εργασία μαθητών και μαθητριών του αμερικανικού λυκείου της Γιούνιοντάουν στο Κάνσας. Εν μέρει αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν αρκεί για να εξηγήσει τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια. Ο μύθος γεννιέται και γιγαντώνεται στην Πολωνία στις αρχές του 21ου αιώνα. Το 2007, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας Λεχ Κατσύνσκι προτείνει στη Γερουσία την ανακήρυξη της Σεντλερόβα ως «Εθνικής Ηρωίδας». Η Γερουσία υπερψηφίζει την πρόταση και προτείνει τη Σεντλερόβα, που βρίσκεται ακόμη εν ζωή, για το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης. Η Ιρένα θα αποβιώσει πλήρης ημερών το 2008, χωρίς Νομπέλ, αλλά έχοντας τύχει κάθε επίσημης τιμής εκ μέρους της κυβέρνησης της χώρας της. Η απόδοση τιμών, άλλωστε, δεν θα σταματήσει με τον θάνατο της ηρωίδας. Το 2018 θα ανακηρυχθεί επίσημα στην Πολωνία ως «έτος Σεντλερόβα».

Ήταν, όμως, εντελώς αθώα όλα αυτά; Η προσπάθεια ανάδειξης της δράσης της Σεντλερόβα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό μια δυναμική απάντηση ενός τμήματος της πολιτικής ελίτ και της πολωνικής κοινωνίας στα «ενοχλητικά» ευρήματα της ιστορικής έρευνας. Το 2001 κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιαν Τόμας ΓκροςSąsiedzi: Historia zagłady żydowskiego miasteczka” («Γείτονες: Μια Ιστορία Εξόντωσης Εβραϊκής Κοινότητας»), το οποίο αφηγείται και αναλύει τα γεγονότα που συνέβησαν στο Γεντβάμπνε, μια κωμόπολη στην ανατολική Πολωνία, στις 10 Ιουλίου 1941. Το Γεντβάμπνε βρισκόταν στο τμήμα εκείνο της Πολωνίας που κατέλαβε η ΕΣΣΔ τον Σεπτέμβριο του 1939, βάσει των μυστικών πρωτοκόλλων του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ. Έχει ήδη ξεκινήσει η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα κι ο Κόκκινος Στρατός υποχωρεί. Πριν καν φθάσουν στο Γεντβάμπνε οι δυνάμεις της Βέρμαχτ, οι χριστιανοί κάτοικοί του συγκεντρώνουν τους Εβραίους της κωμόπολης στην κεντρική πλατεία. Τους κακοποιούν, τους υποχρεώνουν να κατεβάσουν ένα άγαλμα του Λένιν που βιαστικά είχε φτιάξει το σοβιετικό καθεστώς και τους οδηγούν σε έναν αχυρώνα, όπου θα τους κάψουν όλους ζωντανούς. Το Γεντβάμπνε δεν ήταν κάποιο μεμονωμένο περιστατικό

Γιαν Τόμας Γκρος (Collège de France, Παρίσι, Φεβρουάριος 2019), φωτογραφία: a. zielinska

Το βιβλίο του Γκρος αποτελεί τη θρυαλλίδα που θα οδηγήσει σε ένα πραγματικό κίνημα ιστορικής έρευνας, με σκοπό να καταδειχθεί μια σύνθετη αλήθεια: στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, ο χριστιανικός πληθυσμός της Πολωνίας δεν είχε απλώς ρόλο «μάρτυρα των γεγονότων», στη χειρότερη περίπτωση, ή «αρωγού των Εβραίων συμπολιτών», στην καλύτερη. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες έδρασε ενεργά συμβάλλοντας στην υλοποίηση της Σοά!

Η ανάδειξη μιας τέτοιας ιστορικής αλήθειας δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη από μέρους των οπαδών ενός «πατριωτικού ιστορικού αφηγήματος», το οποίο προωθεί και το PiS (Prawo i Sprawiedliwość = Δίκαιο και Δικαιοσύνη), κόμμα το οποίο κατέχει και σήμερα την εξουσία στην Πολωνία. Για τον λόγο αυτόν, είναι σκόπιμη και, τελικώς, απαραίτητη η προώθηση μιας ιστορίας απολύτως σύμφωνης με το επίσημο εθνικό αφήγημα. Η περίπτωση της Ιρένας Σεντλερόβα φαίνεται ιδανική για την επίτευξη του στόχου αυτού.

Ήταν πράγματι ηρωική η δράση της Σεντλερόβα στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής; Διακινδύνευσε την ίδια τη ζωή της; Είναι άξια του τίτλου της Δίκαιης Μεταξύ των Εθνών; Η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα είναι ανεπιφύλακτα καταφατική. Ταυτόχρονα, όμως, είναι απαραίτητο να καταγραφεί η ιστορική πραγματικότητα, με τον δυσνόητα σύνθετο χαρακτήρα, τις επιφυλάξεις και τα ερωτηματικά της. Είναι απαραίτητο, μια και διαφορετικά θα διατρέχουμε πάντοτε τον κίνδυνο να ξαναζήσουμε μια φρίκη που πιστεύουμε ότι ανήκει στο παρελθόν.

[βλ. Anna Bikont „Sendlerowa. W ukryciu”, εκδ. Wydawnictwo Czarne, Wołowiec, 2017 και «  Irena Sendler, une Juste “révisitée”, σε Audrey Kichelewski, Judith Lyon-Caen, Jean-Charles Szurek και Annette Wieviorka « Les Polonais et la Shoa, une nouvelle école historique » εκδ. CNRS, Παρίσι, 2019, σελ. 219-226]

Τέλος άδοξο και ατυχές…

Η αυλαία έπεσε βεβαίως με κάποιαν επιδεξιότητα, όπως αρμόζει όταν αποφαίνονται ειδικοί. Πολλοί, άλλωστε, ήταν εκείνοι που διατείνονταν ότι για τέτοια θέματα δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη έχουν μόνον οι επαΐοντες. Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό: αφορά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μιας κοινωνίας και τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζονται οι προτεραιότητες αυτές.

Τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης ήταν πολλαπλώς άτυχα. Κατά πρώτον, αναγόμενα στην Ύστερη Αρχαιότητα, δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε στο εθνικό παραϊστορικό αφήγημα ούτε στο φαντασιακό περί Αρχαιότητας που διαμόρφωσαν και εν συνεχεία μας μετέδωσαν οι διάφοροι δυτικοί αρχαιολάτρες του 18ου και του 19ου αιώνα. Δεν υπήρχαν ούτε Μεγαλέξανδροι ούτε Αθηναϊκές Δημοκρατίες. Δεν μπορούσαν καν να σωθούν με την επίκληση κάποιου παραμυθιού με δράκο, όπως αυτό των «ξένων που μας ζηλεύουν, μας φθονούν και κλέβουν τα μνημεία μας». Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί υποστηρικτές της διάσωσης των ευρημάτων προτιμούσαν να κάνουν λόγο, κάπως αδέξια, για «βυζαντινά μνημεία», μήπως και συγκινήσουν τίποτε ευαίσθητους πατριδόψυχους. Για τους ίδιους λόγους, η επιχειρηματολογία των υπέρμαχων της κατ’ ουσίαν καταστροφής των αρχαιοτήτων ολίσθησε γρήγορα από το λογικοφανές («δεν είναι δυνατό μερικά αρχαία να θέτουν σε κίνδυνο την υλοποίηση ενός έργου απαραίτητου για μια σύγχρονη μεγαλούπολη») στη χονδροειδή υποτίμηση και τους χυδαίους αφορισμούς («Σιγά το πράγμα! Κι εγώ άμα σκάψω στην αυλή μου θα βρω τέτοια αρχαία!», «Και τι θα πάθουμε με μια κολόνα λιγότερη;»).

Εν συνεχεία, οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης είχαν την ατυχία να μην αποτελούν μεμονωμένα ευρήματα: δεν ήταν ένα περίτεχνο γλυπτό, δυο ψηφιδωτά, μια τοιχογραφία, πράγματα που προκαλούν ευκολότερα το ενδιαφέρον του κοινού. Αποτελούσαν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Ωστόσο, όπως σοφά επισήμαινε κάποτε ο Αντρέ Μαλρώ, η διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς δεν μπορεί να περιορίζεται στη διατήρηση μεμονωμένων μνημείων, αλλά επιτάσσει τη διατήρηση συνόλων. Στην περίπτωσή μας, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα είχε την ευκαιρία να περπατήσει στους δρόμους του κέντρου μιας πόλης της Ύστερης Αρχαιότητας, μιας τετραρχικής πρωτεύουσας, της μητρόπολης του ελληνικού χώρου και των Βαλκανίων.

Κάποιος θα έλεγε ότι με τη στάση μας καταδεικνύεται ο προνεοτερικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας. Κάποιος άλλος, με λιγότερες αναστολές, θα υποστήριζε ότι η κοινωνία αυτή έχει από καιρό κάνει τις θεμελιώδεις επιλογές της, που δεν είναι άλλες από την αναζήτηση του βραχυπρόθεσμου κέρδους και την αρπαχτή. Για τον λόγο αυτό και δεν θα ωφελούσε σε τίποτε η επιχειρηματολογία με όρους μάντζμεντ και μάρκετιν, η υπόμνηση του brand name «Ελλάδα», που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ιστορική κληρονομιά της, η επισήμανση του αυτονόητου, ότι δηλαδή το ίδιο το οικονομικό συμφέρον μας επιβάλλει τη διάσωση και την ανάδειξη μνημείων.

Κατά τα λοιπά, μπορούμε πάντοτε να φαντασιωνόμαστε Μεγαλέξανδρους στην Αμφίπολη, να ζητούμε την επιστροφή των Ελγινείων, να επικαλούμαστε το ένδοξο παρελθόν και, παράλληλα, να ονειρευόμαστε ότι από την οικονομική κρίση θα μας βγάλουν οι εκατοντάδες νεοφυείς επιχειρήσεις που θα πωλούν λογισμικό στους «κουτόφραγκους». Να πιστεύουμε, δηλαδή, ότι στην έρημο που οι ίδιοι δημιουργήσαμε θα φυτρώσει δάσος τροπικό.

Μπορεί και να είναι έτσι. Δεν είμαι ειδικός για να σας το πω.

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 19 Δεκεμβρίου 2019]

Η (άτακτη;) υποχώρηση του δημόσιου χώρου

Το ταχυδρομικό μέγαρο στην Πλατεία Αμίλιους πριν από τα έργα (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης MMFE)

Σε παλαιότερες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαμε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι επιλογές των λουξεμβουργιανών ελίτ ενέχουν τον κίνδυνο να καταστήσουν τη χώρα λιγότερο φιλόξενη σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο απ’ ό,τι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Ένα παράδειγμα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι μεμονωμένο, καταδεικνύει ότι τον ίδιο κίνδυνο διατρέχει και το ίδιο το αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας της χώρας.

Πριν από μερικά χρόνια η Πλατεία Αμίλιους αποτελούσε χώρο κατεξοχήν δημόσιο. Εκεί βρίσκονταν το κέντρο διοικητικών υπηρεσιών του δήμου, το οποίο εξυπηρετούσε τους πολίτες, η αστυνομία, το ταχυδρομικό μέγαρο και, βέβαια, οι στάσεις των λεωφορείων. Η πλατεία δεν ήταν ακριβώς όμορφη. Τα τελευταία νεοκλασσικά και λοιπά κτίρια υψηλής αισθητικής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα παραδίνονταν στις μπουλντόζες κι έδιναν τη θέση τους σε απρόσωπα κτίρια γραφείων που μετά από μια δεκαετία μόλις έδειχναν ήδη κακογερασμένα. Ήταν ωστόσο ένας χώρος φιλόξενος για τους κατοίκους και τους επισκέπτες. Οι στάσεις των λεωφορείων ήταν λειτουργικές, διέθεταν στέγαστρα, παρείχαν στον πολίτη τη δυνατότητα να περιμένει σε συνθήκες ανθρώπινες. Η αισθητική του χώρου διασωζόταν από το υπέροχο ταχυδρομικό μέγαρο, έργο του αρχιτέκτονα Σωσθένη Βάις στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τέλος, η πλατεία αποτελούσε την πύλη εισόδου στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Ο ανοιχτός της χώρος σε προσκαλούσε να προχωρήσεις και να επισκεφθείς τα πολύ ομορφότερα σημεία που σε περίμεναν στη συνέχεια του δρόμου σου.

Την ίδια στιγμή ο Δήμος Λουξεμβούργου εκπονούσε το σχέδιο που, σύμφωνα με τους εμπνευστές του θα έφερνε την Πόλη του Λουξεμβούργου στον 21ο αιώνα. Ποιον, όμως, 21ο αιώνα και με βάση ποιες ακριβώς αντιλήψεις; Το φαραωνικό σχέδιο, το οποίο η πόλη θα ανέθετε σε κάποιον διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα κατόπιν διαγωνισμού, προέβλεπε ένα τεράστιο συγκρότημα το οποίο θα κάλυπτε όχι μόνον τον χώρο της Πλατείας Αμίλιους, αλλά θα συνεπαγόταν και την απαλλοτρίωση σειράς κτιρίων επί του Μπουλβάρ Ρουαγιάλ, και το οποίο θα περιελάμβανε εμπορικό κέντρο, πολυώροφο γκαράζ και διαμερίσματα κατοικιών. Οι διαγωνισμοί προκηρύχθηκαν και διενεργήθηκαν, ο σχεδιασμός ανατέθηκε στον Βρετανό σερ Νόρμαν Φόστερ, οι εργολάβοι ορίστηκαν. Το κέντρο της πόλης μετατράπηκε για μια πενταετία σε ένα κακάσχημο αχανές εργοτάξιο, με αίσθηση Βερολίνου του 1945. Ανυπολόγιστη η ζημιά για τα καταστήματα κι εστιατόρια της περιοχής. Απίστευτη η ταλαιπωρία των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης. Το σύστημα των δημόσιων συγκοινωνιών μεταρρυθμίσθηκε ριζικά. Το κοινό των στάσεων της πλατείας μεταφέρθηκε σε δύο στάσεις, Μπουλβάρ Ρουαγιάλ-Αμίλιους και Ίδρυμα Πεσκατόρ, συνωστιζόμενο σε στενά πεζοδρόμια, περιμένοντας κάτω από τη βροχή, το χιόνι ή τον ήλιο, σχηματίζοντας ουρές μήκους 500 μέτρων. Οι άνθρωποι διαγκωνίζονταν για να κατορθώσουν να φτάσουν στο απρόβλεπτο σημείο όπου στάθμευε το λεωφορείο που περίμεναν, αγωνίζονταν να αποφύγουν ποδηλάτες και οδηγούς ηλεκτρικών πατινιών που θεωρούσαν ότι είναι οι απόλυτοι κύριοι του πεζοδρομίου κι αποφάσιζαν να επιταχύνουν μέσα στο πλήθος…

Η νέα μορφή της πλατείας (πηγή: ιστότοπος του νέου συγκροτήματος royal-hamilius, http://www.royal-hamilius.lu)]

Και κάποια στιγμή το έργο ολοκληρώθηκε. Ένα μαμούθ από γυαλί και μέταλλο. Κρύο. Όχι ιδιαιτέρως όμορφο. Με την παραδοξότητα να διακόπτεται από μια γερασμένη πολυκατοικία (της οποίας δεν συμφώνησαν όλοι οι ιδιοκτήτες με την απαλλοτρίωση) της δεκαετίας του 1970 για να συνεχιστεί μετά… Ένας γίγαντας που κρύβει το όμορφο ταχυδρομικό μέγαρο. Οι μόνοι που θα έχουν τη δυνατότητα να το θαυμάζουν είναι οι ένοικοι των διαμερισμάτων τους συγκροτήματος. Άνθρωποι που πλήρωσαν κοντά 20 χιλιάδες ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, χωρίς μάλιστα να αποκτούν πλήρη κυριότητα, αλλά στο πλαίσιο απλώς εμφυτευτικής μίσθωσης ισχύος 100 ετών. Οι υπόλοιποι θα μπορούν απλώς να το βλέπουν μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της στενής οδού την οποία καταδέχτηκε να παραχωρήσει το συγκρότημα ανάμεσα στα δύο μέρη του. Πράσινο δεν υπάρχει πουθενά, εκτός από την οροφή του εμπορικού κέντρου. Κι αν αναρωτιέστε μήπως κέρδισε κάτι ο καταναλωτής, η απάντηση φοβούμαι ότι δεν θα είναι ενθαρρυντική. Το τμήμα βιβλίων της Φνακ είναι θλιβερά μικρό. Οι νέες Γκαλλερί Λαφαγιέτ άνοιξαν διατυμπανίζοντας τη συνεργασία τους με γνωστό λουξεμβουργιανό κατάστημα πώλησης ενδυμάτων. Σε τελική ανάλυση προσφέρουν αυτά που ήδη έβρισκε ο καταναλωτής και πριν…

Η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε κι η γεύση που αφήνει είναι μάλλον πικρή. Το ελάχιστο και σχετικό κέρδος δεν αντισταθμίζει την ταλαιπωρία πέντε δύσκολων χρόνων ούτε, κατά μείζονα λόγο, τις απώλειες για τον πολίτη. Ο δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Το άτομο αντιμετωπίζεται λιγότερο ως πολίτης και πολύ περισσότερο ως πελάτης-καταναλωτής. Το Βασιλικό Βουλεβάρτο από πύλη εισόδου στο ιστορικό κέντρο μετατράπηκε σε τείχος που διώχνει τον επισκέπτη κάνοντάς τον να αισθανθεί παρείσακτος. Η ίδια η πόλη χάνει την ιστορική της συνέχεια, απεμπολεί το παρελθόν της. Είναι λογικό όταν, βάσει πνεύματος νεοπλουτισμού, τα πρότυπα είναι το Μανχάταν και το Ντουμπάι.

Παραφράζοντας ελαφρώς την κατακλείδα του άρθρου που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για την ανάρτηση, οι επιλογές αυτές είναι ουσιωδώς πολιτικές. Όσο, όμως, οι άνθρωποι βρίσκουν φτηνά επώνυμα ρούχα, σημεία φόρτισης του κινητού τους και σάντουιτς με αβοκάντο δεν υπάρχει περίπτωση να αναλογισθούν τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν τις δυτικές κοινωνίες του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα.

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 15 Δεκεμβρίου 2019]

Brava gente!

Ιταλοί Μπερσαλιέροι στο Στάλινο (σημερινό Ντονιέτσκ) της ανατολικής Ουκρανίας

Όψη 1η

«Η νύχτα των Χριστουγέννων έπεσε πάνω από τη λευκή έκταση. Συγκλόνιζε και σπάραζε την καρδιά, όπως μπορούν να νιώσουν μοναχά οι στρατιώτες στα χαρακώματα, μακριά από κάθε αγαθό, σκορπισμένοι μέσα στη σιωπή, δίπλα στ’ αστέρια…» [Τζούλιο Μπεντέσκι «Centomila gavette di ghiaccio»]

«Όταν μπήκαμε στη Νίκαια ήταν προφανές ότι οι Γάλλοι μάς υποδέχτηκαν με ένα συναίσθημα χειρότερο από το μίσος, την περιφρόνηση. Δεν σταματούσαν να λένε ότι το μοναδικό αήττητο γαλλικό στράτευμα ήταν η Στρατιά των Άλπεων που μας είχε νικήσει στο πεδίο της μάχης. Διατείνονταν ότι οι Ιταλοί δεν θα έμεναν στη Γαλλία παρά μόνο λίγους μήνες. Κι έλεγαν κοροϊδευτικά ότι οι Μπερσαλιέροι που έφτασαν φορώντας φτερά στα καπέλα θα έφευγαν με το φτερό στον κ…» [λοχαγός Μπρόκι, αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών του ιταλικού στρατού, Νοέμβριος 1942]

Το στερεότυπο για τον Ιταλό στρατιώτη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παραπέμπει σε ένα μάλλον συμπαθητικό τύπο που παίζει μαντολίνο, τραγουδά και φλερτάρει τις κοπέλες. Οι επιδόσεις του στο πεδίο της μάχης απέχουν πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν αξιοσημείωτες. Σύμμαχοι και αντίπαλοι μιλούν υποτιμητικά για τις ικανότητές του.

Εκ πρώτης όψεως, τα ιστορικά γεγονότα επιβεβαιώνουν τις εντύπωση αυτή. Ήττα στις Άλπεις από τις δυνάμεις ενός γαλλικού στρατού που ήδη έχει συντριβεί από τη Βέρμαχτ, στραπάτσο στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, αποτυχίες στη Βόρειο Αφρική. Μια προσεκτικότερη ματιά, ωστόσο, αποκαλύπτει μια αλήθεια πιο σύνθετη. Αν οι ιταλικές επιδόσεις στον πόλεμο δεν είναι λαμπρές, αυτό δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη σε κάποια εγγενή αδυναμία ή αδιαφορία για το αιματηρό «άθλημα» του πολέμου. Η όχι ιδιαίτερα προικισμένη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, η προβληματική διοικητική μέριμνα κι ο πλημμελής εξοπλισμός εξηγούν πολλά (οι υποτιθέμενες μηχανοκίνητες -autotrasportate- μονάδες του ιταλικού στρατού είχαν τόσο μεγάλες ελλείψεις σε οχήματα που οι στρατιώτες που υπηρετούσαν σ’ αυτές τις αποκαλούσαν autoscarpe, σαν να έλεγαν, δηλαδή, ότι το μόνο μηχανοκίνητο στοιχείο της μονάδας ήταν τα παπούτσια των ίδιων των φαντάρων).

Στην πραγματικότητα, ο ιταλικός στρατός ήταν ένα στράτευμα όπως όλα τ’ άλλα. Είχε κι αυτός να επιδείξει πράξεις ηρωϊσμού, ακριβώς όπως και το δικό του παθητικό το βάρυναν εγκλήματα πολέμου.

—————————————————————————–

Η φασιστική Ιταλία συμμετείχε στην προσπάθεια του Χίτλερ να πραγματοποιήσει το παράλογο σχέδιο κατάκτησης της ΕΣΣΔ με ένα εκστρατευτικό σώμα (ARMIR) που αριθμούσε περίπου 250.000 άνδρες. Οι μισοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.

Μολονότι συνήθως οι ιταλικές δυνάμεις αποτελούσαν εύκολη λεία για τον Κόκκινο Στρατό, σε κάποιες περιπτώσεις οι Ιταλοί πολέμησαν με απαράμιλλη ανδρεία. Τον Ιανουάριο του 1943, ενώ η 6η Στρατιά του Πάουλους εξοντώνεται πολιορκημένη στο Σταλινγκράντ, τρεις ορεινές μεραρχίες (Γιούλια, Κουνεένσε και Τριντεντίνα) επιλέγουν την αυτοθυσία ώστε να καταστήσουν δυνατή την υποχώρηση των συμπολεμιστών τους, Γερμανών και Ιταλών, από την περιοχή του Ντον.

Η υποχώρηση του ιταλικού πεζικού στην περιοχή του ποταμού Ντον

«Προτίμησαν να δώσουν φονικές μάχες οπισθοφυλακής, την ώρα που παρενοχλούνταν διαρκώς από παρτιζάνους, παρά να παραδοθούν. Με τίμημα μεγάλες απώλειες, διέσχισαν 350 χιλιόμετρα πεζοί, μέσα στο χιόνι και το κρύο, με θερμοκρασίες χαμηλότερες από 30, 40, ακόμα και 50 βαθμούς υπό το μηδέν, χωρίς οχήματα, χωρίς εφόδια, χωρίς αντιαρματικά όπλα, χωρίς αεροπορική κάλυψη, χωρίς ασυρμάτους.» [Hubert Heyriès σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2015, σελ. 205 επ., ειδικ. σελ. 219-220]

«Έβλεπα να περνά μπροστά μου μια ατέλειωτη φάλαγγα φαντασμάτων, μορφών που δεν είχαν πια τίποτε το ανθρώπινο. Προχωρούσαν τρεκλίζοντας, παραπατώντας, σέρνοντας τα πόδια τους στο χιόνι, σιωπηλοί. Η όψη αυτών των σκαμμένων, αποστεωμένων προσώπων, το βλέμμα που διάβαζε κάποιος σε αυτά τα κοκκινισμένα μάτια, τα χαμένα σε παραισθήσεις, έδιναν την εντύπωση μια παρέλασης πλασμάτων τα οποία, έχοντας υποστεί ένα παρατεταμένο μαρτύριο, είχαν χάσει το φως της λογικής». [λοχαγός Τζιοβάννι Μπαττίστα Στούκι, 31 Ιανουαρίου 1943]

Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό του Κόκκινου Στρατού και να ξεφύγουν, Ανάμεσά τους, ο Τζούλιο Μπεντέσκι, που υπηρετούσε ως ανθυπίατρος στην 3η Ορεινή Μεραρχία «Γιούλια» και ο οποίος περιέγραψε γλαφυρά το έπος των συμπολεμιστών του στο μυθιστόρημα «Centomila gavette di ghiaccio» [(«Εκατό χιλάδες παγωμένες καραβάνες»), εκδ. Mursia, Μιλάνο, 1963]

Εξώφυλλο του βιβλίου του Μπεντέσκι

[ο Μπεντέσκι δεν ήταν, βέβαια, κάποιος άγιος. Ιδεολογικά κοντά στο φασιστικό κόμμα, προτίμησε το θέρος του 1943 να συνταχθεί με την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία. Μεταπολεμικά καταδικάστηκε σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και εκτόπιση στη Σικελία.]

Όψη 2η

Όταν γίνεται λόγος για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό είναι γνωστά: Δίστομο, Καλάβρυτα, ενδεχομένως μαζί με την Κάντανο ή το Κοντομαρί, τους μαρτυρικούς τόπους των σφαγών στην Κρήτη που προηγήθηκαν χρονικά εκείνων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτουργός ήταν η Βέρμαχτ. Και είναι δύσκολο να ξεχαστούν τα δράματα αυτά. Το ίδιο το ελληνικό κράτος τιμά με κάθε επισημότητα τη μνήμη των θυμάτων, ενώ φορείς και άτομα συνεχίζουν να διεκδικούν πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία. Πόσοι, όμως, θυμούνται ή γνωρίζουν το Δομένικο;

Ακριβώς όπως ο τόσο υποτιμημένος ιταλικός στρατός είχε να επιδείξει ανδραγαθήματα, ομοίως βαρύνεται και με εγκλήματα πολέμου. Όχι σπάνια η εικόνα του ως στρατού κατοχής δεν ήταν σύμφωνη με το στερεότυπο του ευγενικού στρατεύματος του οποίου τα σοβαρότερα εγκλήματα ήταν η διατάραξη κοινής ησυχίας, από τις καντάδες των στρατιωτών του, και το φλερτ στα κορίτσια των υπό κατοχή περιοχών.

Η σφαγή στο Δομένικο είναι, ίσως, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Νωρίς το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 1943 μια ιταλική φάλαγγα πέφτει σε ενέδρα ανταρτών του ΕΛΑΣ έξω από το χωριό Δομένικο της επαρχίας Ελασσόνας. Στη συμπλοκή που ακολουθεί σκοτώνονται 9 Ιταλοί στρατιώτες. Η απάντηση της 24ης Μεραρχίας Πεζικού «Πινερόλο» η οποία στρατοπεδεύει στη Λάρισα και την οποία διοικεί ο στρατηγός Τσέζαρε Μπενέλλι είναι άμεση. Λίγες ώρες μετά το συμβάν, οι άνδρες της μπαίνουν στο Δομένικο και αρχίζουν να πυρπολούν τα σπίτια του χωριού. Συγκεντρώνουν τον πληθυσμό στην πλατεία και ξεχωρίζουν όλους τους άρρενες μεταξύ 14 και 80 ετών, τους οποίους και εκτελούν στη συνέχεια σε διάφορα σημεία. Οι επιχειρήσεις συνεχίζονται και την επομένη με τον εντοπισμό και την εκτέλεση όσων είχαν ξεφύγει από την πρώτη μαζική σύλληψη. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ανέρχεται, τουλάχιστον, στα 150.

Η σφαγή στο Δομένικο

Η σφαγή στο Δομένικο είναι ίσως το πιο αιματηρό συμβάν, αλλά δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Ανάλογες σφαγές διαπράττονται στην Τσαρίτσανη, τον Δομοκό και τα Φάρσαλα, χωρίς να ξεχνούμε τις εκτελέσεις κρατουμένων στο στρατόπεδο της Λάρισας. Ανάλογη είναι η συμπεριφορά των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων και εκτός Ελλάδας. Στις αρχές του 1942, ο στρατηγός Μάριο Ροάττα (που διατέλεσε δύο φορές αρχηγός γενικού επιτελείου), τότε διοικητής των ιταλικών δυνάμεων σε Σλοβενία και Δαλματία, εκδίδει την αριθ. 3C εγκύκλιο, πραγματικό εγχειρίδιο καταστολής του ανταρτοπολέμου, με την οποία επιβάλλει τη χρήση σκληρών αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού. Η εγκύκλιος αυτή δεν έμεινε, βεβαίως, ανεφάρμοστη. Τέλος, στη Βόρεια Αφρική, τα θύματα είναι συνήθως άμαχοι προερχόμενοι από τον ιθαγενή πληθυσμό και αιχμάλωτοι Ινδοί στρατιώτες του βρετανικού στρατού.

Στρατηγός Μάριο Ροάττα

Το καλοκαίρι του 1943, μετά την ανατροπή του καθεστώτος Μουσσολίνι, η Ιταλία βρέθηκε στο στρατόπεδο των συμμάχων. Μεταπολεμικά, δεν έπρεπε να θιγεί σε καμία περίπτωση το κύρος ενός πυλώνα του δυτικού κόσμου. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε ιταλική Νυρεμβέργη. Το ιταλικό κράτος διέγραψε τα εγκλήματα πολέμου από τη συλλογική ιστορική μνήμη, το ίδιο δε έπραξαν κι οι κυβερνήσεις των χωρών των θυμάτων. Όλα ξεχάστηκαν. Το ντοκιμαντέρ του Τζοβάνι Ντονφραντσέσκο «La guerra sporca di Mussolin» («Ο βρόμικος πόλεμος του Μουσσολίνι») προβλήθηκε το 2008 στο History Channel. Στην Ιταλία κανένας τηλεοπτικός σταθμός δεν ενδιαφέρθηκε ή δεν θέλησε να το προβάλει.

Brava gente… αλλά ο ιταλικός στρατός συμπεριφέρθηκε όπως κάθε στρατός κατοχής. Βίαια και ενίοτε εγκληματικά.

[πηγές: Hubert Heyriès σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2015, σελ. 205 επ./ Lidia Santarelli «Muted violence: Italian war crimes in occupied Greece«, Journal of Modern Italian Studies τ. 9, αριθ. 3, 2004, σελ. 280 επ./ Davide Rodogno σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale, volume 2», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2017, σελ. 183 επ.]

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 27 Νοεμβρίου και 30 Νοεμβρίου 2019]

Ανατομία μιας εκλογικής αποτυχίας

Δύσκολα μπορεί να αντισταθεί κάποιος στον πειρασμό να επιχειρήσει να εξηγήσει τους λόγους της παταγώδους (για κόμμα εξουσίας) αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρωεκλογές, η οποία τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σχεδόν βέβαιη απώλεια της εξουσίας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Το ουσιωδώς χρήσιμο σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι να μη ληφθούν υπόψη στοιχεία που ικανοποιούν ιδεολογικά ή συναισθηματικά τον γράφοντα, αλλά μόνον όσα απορρέουν από τη λογική ανάλυση των πραγμάτων. Για τον λόγο αυτό, αφετηρία της ανάλυσης είναι η παραδοχή ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις πρακτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης (κάτι που για εμένα προσωπικά αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο, μολονότι γνωρίζω ότι οι περισσότεροι θα διαφωνήσετε). Ομοίως, δεν πρόκειται να ληφθούν υπόψη στοιχεία που άπτονται της προσωπικότητας πολιτικών (λ.χ. ο α΄ είναι ψεύτης, ενώ ο β΄ ειλικρινής – ο α΄ εμφορείται από κοινωνικές ευαισθησίες, ενώ ο β΄ είναι αναίσθητος στα βάσανα του λαού), διότι κατά βάθος τέτοιου είδους πεποιθήσεις δεν καθορίζουν τις εκλογικές προτιμήσεις των ψηφοφόρων, παρά τις περί του αντιθέτου πεποιθήσεις. Ας δούμε, επομένως, τα στοιχεία που μετά βεβαιότητος ζημίωσαν τις εκλογικές επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος (Ι), εκείνα που ενδεχομένως του προκάλεσαν φθορά (ΙΙ) και, τέλος, τους στερούμενους σημασίας παράγοντες (ΙΙΙ).

Ι.   Οι βεβαιότητες.

  1. Η νομοτελειακή φθορά κάθε κυβέρνησης (α), ιδίως μιας κυβέρνησης σε εποχή μνημονίων και οικονομικής επιτήρησης (β).

α. Ο εκλογέας ψηφίζει με βασικό κίνητρο να τιμωρήσει εκείνον που τον κυβέρνησε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, συνήθως με αλαζονεία, αδεξιότητα και (όπως τουλάχιστον ο ψηφοφόρος αισθάνεται) αδικία. Κοινοτοπία αφόρητη, αλλά ποιος σας είπε ότι οι κοινοτοπίες δεν εκφράζουν μέρος, τουλάχιστον, της αλήθειας; Στην «Πόλη των Φαντασμάτων», ο Μαζάουερ γράφει ότι, όταν ο σουλτάνος ανακαλούσε τον εκάστοτε πασά της Σαλονίκης με σκοπό να τον μεταθέσει, στους δρόμους της πόλης έστηναν γιορτή και πανηγύρι, μια και θα έφευγε «ο πιο ανίκανος και διεφθαρμένος πασάς που είχε γνωρίσει η Θεσσαλονίκη». Λίγους μήνες μετά τον διορισμό του νέου πασά, εκείνοι που γιόρταζαν ήταν πλέον πεπεισμένοι ότι ο νέος ήταν ακόμη πιο ανίκανος και διεφθαρμένος από τον παλιό. Έτσι, όμως, πάνε τα πράγματα.

β.   Το όπλο μιας κυβέρνησης για να αντισταθμίσει τις απώλειες αυτές είναι, βέβαια, οι παροχές προς τον λαό, συνήθως προς το τέλος της θητείας, όσο πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές. Τα περιθώρια για παροχές, όμως, στην εποχή της οικονομικής επιτήρησης είναι πολύ μικρά. Χρειάζεται μεγάλη επιδεξιότητα (επικοινωνιακή και ουσιαστική) για να αντλήσει μια κυβέρνηση όφελος από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέβη κάτι τέτοιο, εκτός των άλλων διότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδινε διαρκώς την εντύπωση ότι πατούσε σε δύο βάρκες.

  1. Πατώντας σε δύο βάρκες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετώπιζε απλώς τον περιορισμό που ανέκυπτε από την ανάγκη τήρησης των όσων επέτασσαν τα μνημόνια. Έπρεπε να αποδεχθεί και μια αναγκαιότητα: αν ήθελε να εδραιωθεί ως κόμμα εξουσίας στο πλαίσιο μιας δυτικής δημοκρατίας, θα έπρεπε οπωσδήποτε να μεταλλαχθεί σε κεντροαριστερό κόμμα (δεν λέω σοσιαλδημοκρατικό, διότι όπως, πάνε τα πράγματα, πιο εύκολα τη βγάζει καθαρή αυτός που έχει βεβαρυμένο με ανθρωποκτονία ποινικό μητρώο, παρά εκείνος που διακηρύσσει ότι είναι σοσιαλδημοκράτης), ξεχνώντας τη ριζοσπαστική ρητορική και τις αντίστοιχες στοχεύσεις. Η προσπάθεια συμβιβασμού μεταξύ της ανάγκης να επιδειχθεί πολιτικός ρεαλισμός και εκείνης που ήθελε να διασωθούν έστω και τα προσχήματα αριστεροσύνης οδήγησε σε παλινωδίες, ανεπιτυχείς συμβιβασμούς και αδεξιότητες.

  • Ενώ θα μπορούσε να προβάλλει διαρκώς ότι αποδείχθηκε η συνεπέστερη κυβέρνηση ως προς την τήρηση των μνημονιακών απαιτήσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ ομφαλοσκοπούσε επαναλαμβάνοντας ότι «το πρόγραμμα αυτό δεν είναι δικό μας». Όταν άρχισε να διακινεί το αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια ήταν πολύ αργά. Κι ό,τι έλεγε, δεν το έλεγε με πειστικό, για το εκλογικό σώμα, τρόπο.
  • Επιχειρώντας να τηρήσει τις μνημονιακές απαιτήσεις ακολούθησε την πεπατημένη των ελληνικών κυβερνήσεων, δηλαδή την υπερφορολόγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να απογοητεύσει τα, εν ευρεία εννοία, μεσαία στρώματα που του χάρισαν τη νίκη το 2015. Όταν είχε την ευκαιρία να προβεί σε κάποιες παροχές, η αριστερή λογική επέβαλε να ενισχυθούν οι πλέον αδύναμες οικονομικά τάξεις. Δεν είναι παράλογο, δεν είναι ανήθικο (το αντίθετο, μάλλον), αλλά πρακτικά ζημίωσε και μάλιστα σοβαρά την κυβέρνηση. Όταν ο «μεγαλοσυνταξιούχος» των 800 ευρώ ανακάλυπτε ότι αυτό που του διαφήμιζαν ως 13η σύνταξη αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο της συνήθους μηνιαίας σύνταξής του, ήταν λογικό να εκλάβει την κίνηση ως κοροϊδία. Με μια διαφορετική προσέγγιση (και επικοινωνιακή) ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να περιορίσει τις ζημιές, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.

Ο διχασμός προσωπικότητας είχε και άλλες σοβαρές επιπτώσεις, τόσο σε επίπεδο πολιτικών συμμαχιών όσο και στελέχωσης της διοίκησης.

  1. Επιζήμιες συμμαχίες.

Το πνεύμα πολιτικού ρεαλισμού υπερίσχυσε στον τομέα αυτό σε τέτοιο βαθμό που ο ρεαλισμός κατέληγε να είναι κυνισμός και μάλιστα όχι πολύ επιδέξιος. Δεν θα σταματήσω να γράφω πόσο ολέθρια ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ η αφύσικη συμμαχία με τους Αν.Έλ. Ο αντίλογος είναι ότι χωρίς αυτούς δεν θα κυβερνούσε ποτέ. Μπορεί (αν και δεν είμαι πεπεισμένος για αυτό). Στην πράξη, όμως, η πολιτική συμμαχία αυτή ζημίωσε τρομακτικά τον ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο αξιοπιστίας, επικοινωνιακής διαχείρισης και (πρωτίστως) κυβερνητικής αποτελεσματικότητας. Όταν το έργο αυτό έφτασε στο τέλος του, το διαδέχθηκε μια πρακτική ψευδοοππορτουνιστικών συμμαχιών με ρετάλια κομμάτων γραφικών και με κατόχους της σφραγίδας κομμάτων με μηδενική απήχηση στο εκλογικό σώμα.

Το μόνο που απομένει είναι να βρεθεί ο ευφάνταστος συγγραφέας κάποιας Ουχρονίας στο πλαίσιο της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίζει κυβέρνηση με το Ποτάμι και/ή το ΚΙΝΑΛ, παρακάμπτοντας και το δράμα του αρχικού εξαμήνου της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

  1. Προβληματική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.

Η αποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης κρίνεται συνήθως σε επίπεδο μεσαίων (και μεγαλομεσαίων) στελεχών του κρατικού μηχανισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε κάποιες κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, μόνο που δεν ήταν καθόλου επαρκείς. Η ανάγκη να ικανοποιηθούν οι ευκαιριακοί ή λιγότερο ευκαιριακοί πολιτικοί σύμμαχοι οδηγούσε και στην τοποθέτηση σε κρίσιμες θέσεις ανθρώπων που υποδείκνυαν κάθε λογής προβληματικοί συνεταίροι (Αν.Έλ., κατάλοιπα του ΠΑΣΟΚ ή της καραμανλικής ΝΔ κ.ο.κ.). Ποτέ δεν επικράτησε η αντίληψη ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν άνθρωποι με επαρκή επαγγελματική κατάρτιση για τις θέσεις που επρόκειτο να καλύψουν. Η ειρωνεία έγκειται στο ότι το κυβερνών κόμμα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί πολύ καλύτερα προς τον σκοπό αυτό τη δεξαμενή στελεχών και συμπαθούντων.

[η προφανής δικαιολογία είναι η ομολογουμένως κακή συναφώς παράδοση των ελληνικών κομμάτων εξουσίας. Τις καλύτερες επιδόσεις σε επίπεδο στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού τις είχε το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Τότε, όμως, «λεφτά υπήρχαν» (πραγματικά ή δανεικά), οπότε μπορούσαν να συνυπάρχουν επαγγελματικά στελέχη και αδηφάγα κομματικά].

ΙΙ.   Οι αμφίβολοι παράγοντες

  1. Η τραγωδία στο Μάτι: σε περιπτώσεις τέτοιας έκτασης τραγωδιών, μια κυβέρνηση φέρει αντικειμενική ευθύνη, ακόμη κι αν αποδείξει ότι έπραξε εν προκειμένω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Η ευθύνη ενισχύεται όταν δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο κι όταν οι επικοινωνιακοί χειρισμοί είναι το λιγότερο αδέξιοι. Εντούτοις, οι τραγωδίες αυτές επιδρούν σε επίπεδο πρωτίστως συναισθηματικό: όσοι δεν επρόκειτο να ψηφίσουν ποτέ ΣΥΡΙΖΑ εδραίωσαν την πεποίθηση ότι η επιλογή τους είναι ορθή. Όσοι, πάλι, επρόκειτο να τον ψηφίσουν, επιχείρησαν να εκλογικεύσουν τα δεδομένα και να ικανοποιηθούν με το επιχείρημα ότι «όποια κυβέρνηση και να ήταν δεν θα κατόρθωνε κάτι καλύτερο». Μένουν οι αναποφάσιστοι. Ατυχώς, η ανίχνευση ψυχολογικών διαθέσεων είναι εξαιρετικά δυσχερής. Για πόσους η συγκεκριμένη τραγωδία αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την επιλογή στις εκλογές; Αν λάβουμε υπόψη το μοναδικό πρόσφατο ανάλογο παράδειγμα, όχι για πολλούς: το 2007, οι καταστροφικές πυρκαγιές ήταν εντελώς πρόσφατες, πλην όμως δεν φαίνεται να προκάλεσαν ουσιαστική φθορά στην απερχόμενη κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία και εξασφάλισε την επανεκλογή της.
  2. Η συμφωνία των Πρεσπών: η ΝΔ ακολούθησε με επιτυχία την τακτική του παραδοσιακού ελληνικού εθνικισμού. Και φαίνεται να ενίσχυσε τα ποσοστά της στη Βόρεια Ελλάδα. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η συγκεκριμένη περιοχή ήταν παραδοσιακά για τον ΣΥΡΙΖΑ χώρος χαμηλών επιδόσεων. Τα αποτελέσματα της προηγούμενης Κυριακής δείχνουν ότι το «Μακεδονικό» έφθειρε μεν την παρούσα κυβέρνηση, όχι όμως και σε βαθμό αποφασιστικό.

ΙΙΙ.   Παράγοντες που δεν άσκησαν επιρροή.

Αναφερόμαστε στη θεωρία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε τις αρχές της Αριστεράς, δεν άσκησε πραγματικά αριστερή πολιτική, δεν εφήρμοσε το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», δεν ήρθε σε ρήξη με την ΕΕ κ.λπ. Ωραία όλα αυτά, μόνο που οι εκλογείς οι οποίοι χάρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ δύο φορές την πρωτιά το 2015 δεν είχαν τέτοιες προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε Μέρα25, Πλεύση Ελευθερίας και ΛΑΕ θα συγκέντρωναν ποσοστό περί το 40 %. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούσε τέτοιου είδους γραμμή θα διεκδικούσε κάποιο μονοψήφιο ποσοστό (αν τα πράγματα συνεχίζονταν φυσιολογικά σε μια χώρα που θα είχε διακτινιστεί σε περίεργη τροχιά κάπου στο σύμπαν).

Όπως διαπιστώνετε, ούτε καν εξετάζω το ζήτημα του «επικοινωνιακού πολέμου» που φέρεται να δέχθηκε η νυν κυβέρνηση. Το 2015 τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Δεν λέω ότι δεν είχε κάποια σημασία η πολεμική δύο ομίλων ΜΜΕ, απλώς νομίζω ότι δεν ήταν αυτή το καθοριστικό στοιχείο για τις εξελίξεις.

Μια τελευταία επισήμανση. Η εσπευσμένη προκήρυξη πρόωρων εκλογών μετά τα αποτελέσματα της 26ης Μαΐου συνιστά κίνηση πανικού. Δίνει την εντύπωση ότι κάποιοι πιστεύουν ότι κάθε μέρα επιφέρει και περαιτέρω μείωση των ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος. Εκτός κι αν υπάρχει πρόγραμμα κομμάντο για την αντιστροφή της διαπιστωμένης τάσης. Ως τέτοιο δεν εννοώ, φυσικά, το να αρχίσουν άπαντες οι συμπαθούντες το κυβερνών κόμμα να αναρτούν κείμενα που θα μας προειδοποιούν για τις συμφορές που συνεπάγεται η άνοδος της ΝΔ στην εξουσία. Εννοώ ένα πρόγραμμα που θα εκπλήξει ευχάριστα τους αναποφάσιστους *. [το οποίο, προς το παρόν, δεν βλέπω, βέβαια]

*Λ.χ., όσον αφορά το ζήτημα της επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων: να ενθάρρυνε η κυβέρνηση τα ανώτατα δικαστήρια να επιλέξουν μόνα τους ηγεσία, δεσμευόμενη ότι θα σεβαστεί την επιλογή τους και θα προβεί σε ανάλογη πρόταση προς τον ΠτΔ. Πώς, όμως, να βρεθεί τέτοια φαντασία;

Επιμύθιο: Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε καταρχήν μια ελληνική κυβέρνηση όπως όλες οι άλλες, τι θα έκανε εντύπωση σε όποιον εξετάσει τα πεπραγμένα της στο μέλλον; Κατά την άποψή μου, ένα διττό παράδοξο (εκ πρώτης όψεως).

1. Αποδείχθηκε η πιο συνεπής μνημονιακή κυβέρνηση στα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Θα αντιταχθεί το εύλογο επιχείρημα ότι δεν είχε κι άλλη επιλογή, αν ήθελε να κυβερνήσει. Πιθανότατα. Ας δούμε τότε και αυτά στα οποία είχε μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας.

2. Ήταν η κυβέρνηση που επιδίωξε με τον μεγαλύτερο ζήλο και συνέπεια την υλοποίηση διεθνών σχεδίων που εκπονήθηκαν υπερατλαντικά ή είχαν τις ευλογίες της υπερδύναμης (και των περισσότερων Ευρωπαίων εταίρων).

– Σε ό,τι αφορά το ουκρανικό ζήτημα, στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του Ποροσένκο, δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τη Μόσχα, υποστήριξε το σχέδιο δημιουργίας της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας (που υλοποίησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο), σκοπός του οποίου ήταν να συγκεντρωθεί μεγάλο μέρος από τα διάσπαρτα κομμάτια του ουκρανικού εκκλησιαστικού παζλ και να μειωθεί η επιρροή του μοσχοβίτικου πατριαρχείου.

– Έκλεισε επιτυχώς το ζήτημα της σχετικής με την ονομασία διένεξης με την ΠΓΔΜ (και νυν Βόρεια Μακεδονία) με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

– Συμμετείχε πρόθυμα και ενεργώς σε όλες τις διεθνείς πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Πολωνία, αναβιώνοντας το κατά Πιουσούτσκι σχέδιο της «Διαθαλάσσιας Συμμαχίας» (Międzymorze).

Τα υπόλοιπα μου φαίνονται πιο εφήμερα…

[δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ΦΜΠ, στις 2 Ιουνίου 2019]

 

Μια πρόχειρη και κάπως βιωματική εισαγωγή στο «Δικό μας Αίμα» του Γιώργου Ιωάννου

«Πρόσεξε να μην τους πεις πως ορισμένες φορές οι πόλεις ακολουθούν η μία την άλλη στον ίδιο τόπο και με το ίδιο όνομα, γεννιούνται και πεθαίνουν δίχως να γνωρίζει η μία την άλλη, δίχως να συγκοινωνούν μεταξύ τους. Κάποτε ως και τα ονόματα των κατοίκων μένουν τα ίδια, κι ο ήχος των φωνών τους, και τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Οι θεοί, όμως, που ζουν πέρα από τα ονόματα και πάνω από τους τόπους έχουν φύγει δίχως να πουν λέξη κι άλλοι έχουν πάρει τη θέση τους».

[Ίταλο Καλβίνο «Οι Αόρατες Πόλεις», 1972, απόσπασμα που παραθέτει ο Μ. Μαζάουερ στη «Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων», 2004]

Ι.   Πρέπει να είμαι ο πλέον ακατάλληλος άνθρωπος για να κάνω την εισαγωγή σε ένα βιβλίο νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όσοι με γνωρίζουν καλά, γνωρίζουν ότι δεν είμαι κι ο πλέον επιμελής αναγνώστης της ημέτερης λογοτεχνικής παραγωγής. Υπήρχαν, όμως, και υπάρχουν πάντα κι οι εξαιρέσεις. Ο Γιώργος Ιωάννου καταλέγεται σ’ αυτές.

Η γνωριμία μου με το έργο του Ιωάννου ανάγεται, δίχως καμία πρωτοτυπία, στα σχολικά μου χρόνια. Κάτι πρέπει να διδασκόμασταν από αυτό. Κι ο φιλόλογός μας μιλούσε αρκετά επαινετικά για τον Θεσσαλονικιό λογοτέχνη. Ίσως και να τον γνώριζε και προσωπικά, αλλά πάνε πια πολλά χρόνια και η μνήμη μου δεν με βοηθά για να απαντήσω με βεβαιότητα. Έπειτα, ο συγγραφέας ζούσε τότε κι είχαμε την ευκαιρία να τον δούμε σε τηλεοπτικές εκπομπές να μιλά για το έργο και για την πόλη του. Φαινόταν ενδιαφέρων άνθρωπος, το δίχως άλλο. Αλλά κι ο γραπτός του λόγος, άμεσος και ζωντανός, σε κέρδιζε μάλλον εύκολα. Τέλος, έγραφε πρωτίστως για τη Θεσσαλονίκη. Κι αυτό ήταν για μένα το πιο σημαντικό.

Για κάποιον που μεγάλωνε στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980, η Θεσσαλονίκη ασκούσε ακατανίκητη γοητεία, περιβαλλόταν από μυστήριο, αποκτούσε φήμη διαστάσεων σχεδόν μυθολογικών. Η Αθήνα ήταν μια μεγαλούπολη απομονωμένη και μονοπολιτισμική, άρχων και φορέας της ιδεολογίας και της νοοτροπίας του νεότερου ελληνικού κράτους. Αν κάπως έστρεφε το βλέμμα της προς τα έξω, αυτό προς το οποίο κοίταζε ήταν η δυτική Ευρώπη. Μια Ευρώπη, όμως, μακρινή κι εξιδανικευμένη, περισσότερο είδωλο παρά πραγματικότητα, κάτι το ιδωμένο μέσα από το πρίσμα πολλαπλών συμπλεγμάτων. Η Θεσσαλονίκη, με όλη την παρακμή της (ή, ίσως, και για αυτό), ήταν κάτι το διαφορετικό.

Σε κάποια από τις επισκέψεις μου στη Θεσσαλονίκη, ενήλικος πια, ανέβηκα στη Μονή Βλατάδων, εκτός των άλλων και για να θαυμάσω τη μαγευτική θέα που προσφέρει. Ενώ μας περιέβαλλαν οχυρώσεις βυζαντικές, ενετικές κι οθωμανικές, η ματιά μας έφτανε στον Θερμαϊκό. Η πόλη απλωνόταν στα πόδια μας. Ανάμεσα στις θλιβερές νεοελληνικές πολυκατοικίες (οι οποίες στη Θεσσαλονίκη ίσως και να δείχνουν ακόμη πιο θλιβερές), ξεχώριζαν ρωμαϊκά ερείπια και βυζαντινοί ναοί. Ακριβώς μπροστά μας, τα σπίτια της κάποτε τουρκικής Άνω Πόλης. Από κάποιο από αυτά άρχισαν ξαφνικά να ακούγονται αμανέδες. Η πόλη ήταν πράγματι διαφορετική. Κάτω από το βερνίκι της συμπρωτεύουσας, πέρα από τον ραγδαίο εξελληνισμό της και τη δραματική αλλαγή της πληθυσμιακής της σύνθεσης, έφερε πάνω της τα σημάδια του παρελθόντος. Το βλέμμα της έμοιαζε να στρέφεται προς τα Βαλκάνια και την Ανατολή.

ΙΙ.   Ο Γιώργος Ιωάννου γεννιέται στη Θεσσαλονίκη το 1927, παιδί προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. Σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Ύστερα από ένα σύντομο διάστημα, κατά το οποίο υπηρετεί ως βοηθός στο Πανεπιστήμιο, εργάζεται ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης σε ιδιωτικά και δημόσια σχολείο. Το 1971 εγκαταλείπει τη γενέτειρά του για να εγκατασταθεί στην Αθήνα, εργαζόμενος στο Υπουργείο Παιδείας.

Ο Ιωάννου ασχολήθηκε με πολλά: ποίηση, έργα για παιδιά, λαογραφικές μελέτες, μεταφράσεις της αρχαιοελληνικής και λατινικής γραμματείας, επιμέλεια εκδόσεων και έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών. Το είδος, όμως, στο οποίο κυρίως διακρίθηκε ήταν το πεζογράφημα, είδος υβριδικό μεταξύ του δοκιμίου και της διήγησης των ψυχικών καταστάσεων του αφηγητή. Εξέδωσε συνολικά 12 συλλογές πεζογραφημάτων, από το «Για ένα Φιλότιμο» (1964) και τη «Σαρκοφάγο» (1971) ως την «Πρωτεύουσα των Προσφύγων» (1984).

Το νήμα της ζωής του κόβεται πρόωρα το 1985, εξαιτίας των επιπλοκών εγχείρησης προστάτη. Εγχείρησης η οποία χαρακτηριζόταν ως «απλή επέμβαση ρουτίνας».

ΙΙΙ.   «Το Δικό μας Αίμα» είναι η τέταρτη κατά σειρά έκδοσης συλλογή πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου και αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα της γραφής του και της θεματολογίας του. Περιλαμβάνει 17 πεζογραφήματα, τα οποία είχαν δημοσιευθεί σε πρωτόλεια μορφή στην εφημερίδα «Καθημερινή» και τα οποία ο συγγραφέας ξαναδούλεψε πριν από την έκδοσή τους στη συλλογή, το 1978. Θέμα όλων είναι, φυσικά, η Θεσσαλονίκη, κυρίως η Θεσσαλονίκη των παιδικών, εφηβικών και φοιτητικών χρόνων του συγγραφέα, δηλαδή των δεκαετιών του 1930 και του 1940, αλλά όχι μόνο. Ο Ιωάννου γράφει για τις συνοικίες της προπολεμικής Θεσσαλονίκης και τη ζωή σ’ αυτές («Εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον»), το προσφυγικό στοιχείο («Η παρέλαση των προσφύγων»), τα χρόνια της κατοχής («Το δικό μας αίμα», «Θεσσαλονίκη: 25 Μαρτίου 1944») και την απελευθέρωση («Η παραπεταμένη απελευθέρωση»), τον αφανισμό των Εβραίων της πόλης («Το ξεκλήρισμα των Εβραίων») ή για τα φοιτητικά του χρόνια και τις αναμνήσεις από τους καθηγητές του στο ΑΠΘ («Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Τα πενήντα χρόνια του»), φτάνοντας μέχρι τους πρόσφατους τότε σεισμούς που είχαν πλήξει την συμπρωτεύουσα («Για τις περιβόητες πολυκατοικίες», «Απογραφή ζημιών») *.

Ο λόγος του Ιωάννου είναι απλός, άμεσος και βιωματικός. Κατά τον ίδιο «καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να γραφεί όταν ο λόγος δεν έχει βιωματικό βάρος και όταν ο λογοτέχνης δεν τον έχει ψηλαφίσει με την ψυχή και το πνεύμα του». Στα πεζογραφήματα που περιλαμβάνει «Το Δικό μας Αίμα», ο Ιωάννου είναι απολύτως πιστός στην αρχή αυτή. Η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως θέματος μοιάζει απολύτως φυσική, με τον συγγραφέα να φτάνει μέχρι του σημείου να γράψει:

«Παρομοιάζω το σώμα μου με την πόλη αυτή – είναι, άλλωστε, η γενέτειρά μου και προς αυτήν πάντοτε κατατείνω. Τόσο τυραννικά διακατέχομαι, ώστε, πράγμα αστείο ίσως, νιώθω καμιά φορά να χαράζεται η τοπογραφία της απάνω μου, με τα σημάδια της, τα σχήματα και τα χρώματά της». [«Με τα σημάδια της απάνω μου», σελ. 183].

Όποτε το επιθυμεί, ο συγγραφέας γίνεται ειρωνικός, σαρκαστικός και καυστικός (λ.χ. «Η Πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου» σελ. 46 επ., όπου μιλά για τις μετονομασίες αναλόγως των πολιτικών μεταβολών, «Η παραπεταμένη απελευθέρωση», σελ. 108, για τους αστούς που την τελευταία στιγμή βγάζουν στα μπαλκόνια τις σημαίες των συμμάχων), κάποιες φορές με τρόπο ανεπανάληπτα μεγαλειώδη:

«Μια καθυστερημένη διαδήλωση πλησίαζε από τα βάθη της Εγνατίας, το ανταριασμένο Βαρδάρι. Έστριψαν γοργά από τη Βενιζέλου για το Διοικητήριο, θαρρείς για να προλάβουνε τη νύχτα. Θά ’ταν καμιά διακοσαριά, σκελετωμένοι και κουρελήδες. Έμοιαζαν κρατούμενοι από το στρατόπεδο Παύλου Μελά. Κραύγαζαν ξέφρενα, φανατικά, κουνούσαν τη γροθιά με ορμή τόση, που νόμιζες πως θα τους φύγει προς τον ουρανό το χέρι. Τεράστιες παντιέρες ολοκόκκινες, καμωμένες από αλεξίπτωτα γερμανικά, χαϊδεύαν τα κουρεμένα κεφάλια. Για πού τραβούσαν τέτοια ώρα οι κολασμένοι αυτοί; “Πολύ κόκκινο, πολύ”, φιθύρισε κάποιος δίπλα μου. Τον ήξερα αυτόν, και με ήξερε, γι’ αυτό άλλωστε, μουρμούριζε μέσα στ’ αυτί μου. Πριν λίγες μέρες έλεγε θριαμβικά: “Ήρθε η ώρα που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια”. Τώρα, οι κουρελήδες αυτοί με την ανατριχιαστική λύσσα τους θολώναν κάπως το σχέδιο για τα χρυσά κουτάλια. Όμως η ιδέα, η σύλληψη της ιδέας, παρά τα τρεμοσβησίματά της, αποδείχτηκε κατά βάση σωστή. Το Σχέδιο Μάρσαλ, καθώς και όλα τα παρόμοια σχέδια, χάρισαν σ’ αυτόν και τους επιτήδειους ομοίους τους όχι μονάχα τα χρυσά κουτάλια, μα και τα χρυσά πιρούνια και τα χρυσά μαχαίρια, ακόμα και τις αλυσίδες τις ολόχρυσες.

Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο απλό ούτε τόσο απαλό το τέλος.» [«Η παραπεταμένη απελευθέρωση», σελ. 112]

Αν κάπου φαίνεται η ηλικία των κειμένων, αυτό, όπως ξαναδιαβάζω το βιβλίο 30 και περισσότερα χρόνια μετά, είναι στην έλλειψη πολιτικής ορθότητας. Πνεύμα πατριωτικό οδηγεί τον συγγραφέα να εξυμνεί την ελληνική φυλή. Συλλήβδην οι ξένοι υποτιμούνται. Απέχθεια φανερώνεται για τους διάφορους κατακτητές της πόλης, από τους Ενετούς και τους Τούρκους ως τους Γερμανούς. Ακόμη κι όταν μιλά για τους Εβραίους (κι ο Ιωάννου είναι από τους πρώτους που έγραψαν για τον αφανισμό του εβραϊκού στοιχείου της Θεσσαλονίκης, για το πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκε πάνω στο εβραϊκό νεκροταφείο) δεν αποφεύγει κάποια σχόλια που σήμερα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως υποτιμητικά. Ο Ιωάννου δεν έχει κανένα πρόβλημα να φανερώσει την απέχθειά του για το «καταπιεστικό κράτος των Αθηνών», να μιλήσει υποτιμητικά για τους προερχόμενους από την Παλαιά Ελλάδα και ειδικά τους Μοραΐτες (κι όταν θέλει να μειώσει τους Δυτικομακεδόνες τους χαρακτηρίζει ως «Μοραΐτες» της Βόρειας Ελλάδας!).

Αυτά, όμως, περισσότερο φανερώνουν ότι ο συγγραφέας, όπως ήταν λογικό, ήταν άνθρωπος της εποχής του, παρά τον χαρακτηρίζουν. Άλλωστε, το απόσπασμα που παραθέτει στο τέλος του  «Με τα σημάδια της απάνω μου» (σελ. 195) δεν είναι, εκτός από όλα τα άλλα, κι ένας ύμνος στο διαπολιτισμικό παρελθόν της πόλης;

«Μαζί σαπίζουμε, Νύμφη του Θερμαϊκού. Είσαι Νύμφη και είμαι Νυμφίος. Και είσαι η γενέτειρά μου. Εσύ, βέβαια, κάποτε θα ξανανιώσεις, όταν όλα αυτά τα μπετά ξαναγίνουνε, έτσι ή αλλιώς, χώματα. Και στον καιρό της νέας δόξας σου, της νέας αναγέννησής σου, αν είσαι η μάνα, η ανά, η μάικω, ή η μάντρε, εμάς, Μπαγιάτιδες και Γιουνάνιδες, Αποικιστές κι Αποίκους, που όμως φέρνουμε τις ουλές και τα σφραγίσματά σου, μη μας πατικώσεις μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά, όπως τόσο καλά ξέρεις, αλλά να μας ξαναθυμηθείς, να μας πεις υιούς σου και να μας εξυψώσεις».

* Το πεζογράφημα της συγκεκριμένης συλλογής που διαφέρει από τα υπόλοιπα είναι μάλλον το «Βουκουρέστι, αχ Βουκουρέστι», στο οποίο αφιέρωσε πρόσφατη ανάρτησή του ο Νίκος Σαραντάκος. Όπως σημειώνει ο Ν. Σ., πρόκειται για το μόνο από τα διηγήματα του βιβλίου που δεν είναι «πολεογραφικό», «αφού διηγείται ιστορίες ανθρώπων πιο πολύ και όχι της πόλης». Είναι, άλλωστε, το πιο σύνθετο από τα πεζογραφήματα, καθώς έχει διττή θεματολογία: σε πρώτο επίπεδο, ο κομμουνισμός, ή μάλλον η φοβία για τον κομμουνισμό. Σε δεύτερο (και ουσιαστικότερο) επίπεδο, η ελευθερία στον έρωτα.

[το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση στο εν λόγω βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου στο πλαίσιο συνάντησης της Ελληνικής Λέσχης Ανάγνωσης Λουξεμβούργου (Ε.Λέ.Α.Λ.), στις 17 Μαΐου 2019]

Ο Κρητικός μεγιστάνας της Γαλικίας

Κωνσταντίνος Κορνιακτός, αρχές του 17ου αι., Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Λβίου, Ουκρανία

Λένε πως όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, κάποιον Έλληνα θα βρεις. Κάποιες φορές η λαϊκή ρήση αυτή επιβεβαιώνεται με τρόπο εντυπωσιακό στα πλέον απροσδόκητα μέρη. Τι θα μπορούσε να συνδέει, άλλωστε, το Ηράκλειο με την ουκρανική Λεόπολη;

Στην πρωτεύουσα της Γαλικίας, την πόλη που οι Ουκρανοί αποκαλούν Λβίου (Львів), οι Πολωνοί Λβουφ, οι γερμανόφωνοι Λέμπεργκ κι οι Ρώσοι Λβοφ, ένα από τα πιο επιβλητικά κτήρια της ιστορικότατης Πλατείας της Αγοράς (ουκρ.: Площа Ринок, πολ.: Rynek we Lwowie) είναι το Μέγαρο Κορνιακτού (Палац Корнякта).

Άποψη της πρωτεύουσας της Γαλικίας/ πηγή Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός γεννήθηκε το 1517 (ή το 1520) στο Ηράκλειο, τον Χάνδακα της ενετοκρατούμενης Κρήτης. Έφηβος ακόμη μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Οι ικανότητές του νεαρού Κρητικού ήταν τόσο μεγάλες που γρήγορα απέκτησε σημαντική περιουσία. Την περιουσία αυτή την αύξησε ακόμη περισσότερο επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του στη Μολδαβία. Στην παραδουνάβια αυτή ηγεμονία ανέλαβε την άσκηση μιας από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες της εποχής: τη διαχείριση τελωνείων και την είσπραξη των αντίστοιχων δασμών για λογαριασμό των υποτελών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ηγεμόνων της περιοχής. Στοχεύοντας πάντα ψηλότερα, ο Κορνιακτός αποφάσισε να μετακινηθεί βορειότερα, χωρίς πάντως να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις του στη Μολδαβία και στην Πόλη. Κι έτσι, κάποια στιγμή, ίσως στα μέσα της δεκαετίας του 1550, βρέθηκε στην πόλη όπου επρόκειτο να ριζώσει, το πολωνικό τότε Λβουφ.

Μέγαρο Κορνιακτού, Λβίου/Λβουφ (πηγή: Wikipedia, χρήστης Gryffindor)

Σε μια εποχή κατά την οποία η πανίσχυρη Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία βρίσκεται στη μέγιστη ακμή της, η Γαλικία αποτελεί τόπο που προσφέρει εξαιρετικές επιχειρηματικές ευκαιρίες. Ήδη ισχυρότατος οικονομικά, ο Κρητικός επιχειρηματίας θα γίνει μέσα σε λίγα χρόνια ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Γαλικία. Τρεις είναι οι κύριοι τομείς δραστηριοτήτων του: πρώτον, το διεθνές εμπόριο διαφόρων προϊόντων (κρασιά, μέλι, υφάσματα, βαμβάκι, δέρματα και γούνες) από και προς την Πολωνία και Λιθουανία, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, τα υπόλοιπα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη Γερμανία. Δεύτερον, η είσπραξη φόρων, τελών και δασμών. Τρίτον, οι τραπεζικές επιχειρήσεις: ο Κορνιακτός δανείζει μεγάλα ποσά όχι μόνο στα μέλη της πολωνικής αριστοκρατίας (szlachta), αλλά και στους ίδιους τους Πολωνούς βασιλείς (μεταξύ των οποίων, στον Σιγισμούνδο Β΄ Αύγουστο). Για τις υπηρεσίες του αυτές ανταμείβεται με τον τίτλο του ευγενούς (1571) και την παραχώρηση σημαντικών φέουδων στη Γαλικία.

Τη δεκαετία του 1570 ξεκινά και η ανέγερση του ιδιωτικού μεγάρου του Κορνιακτού, στην πλατεία της κεντρικής αγοράς του Λβουφ. Τα σχέδια εκπονεί ο Ιταλοπολωνός αρχιτέκτονας Πιοτρ Μπάρμπον (ή Πιέτρο Μπαρμπόνε ή Πιέτρο ντι Μπαρμπόνα), πιθανώς με τη βοήθεια ενός ακόμη Ιταλοπολωνού, του Πάβεου Ζιμιάνιν (ή Πάολο Ρομάνο). Το αναγεννησιακού ρυθμού κτίσμα ολοκληρώνεται πριν από το 1580.

Μέγαρο Κορνιακτού, η εσωτερική αυλή/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Stako (Stanislaw Kosiedowski)

Σε ώριμη ηλικία, το 1575, ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός νυμφεύεται την Άννα Τζεντουσίτσκι, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας ρουθηνικής καταγωγής. Αποκτούν επτά παιδιά, τρεις γιους και τέσσερις κόρες.

Ιδιαιτέρως πιστός, ο Κρητικός μεγιστάνας ενισχύει με κάθε τρόπο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Προβαίνει σε σημαντικές οικονομικές δωρεές, αναζητεί χρηματοδότες μεταξύ κυρίως των Ρουθηνών ευγενών και των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, μεσολαβεί ώστε να εξασφαλισθεί η εύνοια των Πολωνών βασιλέων προς την ορθοδοξία. Πρωτοστατεί στην ίδρυση της Αδελφότητας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και χρηματοδοτεί την ανέγερση σημαντικού μέρους του αρχιτεκτονικού συμπλέγματος του ομώνυμου ναού στο Λβουφ, ο οποίος θεωρείται σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά μνημεία της Ουκρανίας.

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Λβίου/Λβουφ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Πεθαίνει το 1603, έχοντας κατορθώσει να είναι ένας από τους ισχυρότερους, πολιτικά και οικονομικά, ανθρώπους στην Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία. Μετά τον θάνατο του Κορνιακτού, τα παιδιά του ασπάζονται τον καθολικισμό και εκπολωνίζονται πλήρως. Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος, που θα αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πατέρα του, εγκαθίσταται στο οικογενειακό φέουδο του Μπιαουόμποκ (ουκρ.: Μπιλόμποκ) όπου και οικοδομείται το κάστρο του. Θα ζήσει μια ιδιαίτερα ταραχώδη ζωή, εμπλεκόμενος σε συνεχείς και εξαιρετικά βίαιες έριδες με τους Πολωνούς ευγενείς (αρκετοί από τους οποίους τον αντιμετωπίζουν ως ξένο και παρείσακτο), ιδίως δε με τον Στανίσουαφ Σταντνίτσκι, τον (όχι άδικα) επονομαζόμενο και Διάβολο.

Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος (Κονστάντυ Κορνιάκτ), 17ος αι., Μουσείο Ιστορίας του Λβίου

Το Μέγαρο Κορνιακτού θα αγοραστεί το 1640 από τη φημισμένη οικογένεια Σομπιέσκι. Θα αποτελέσει την κατοικία του επιφανέστερου μέλους της, του Πολωνού βασιλέα Ιωάννη Γ΄ Σομπιέσκι, του ανθρώπου που συνέτριψε τις οθωμανικές δυνάμεις έξω από τη Βιέννη το 1683. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πολωνοί εξακολουθούν να ονομάζουν το μέγαρο «Βασιλική Κατοικία στο Λβουφ» (Kamienica Królewska we Lwowie). Σήμερα, το κτήριο στεγάζει το Μουσείο Ιστορίας της πόλης.

Θύματα του… Κιουτσούκ-Καϊναρτζή

Τάταροι συγκρούονται με δυνάμεις της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, πιθανώς στα μέα του 17ου αιώνα - πίνακας του Πολωνού Γιούλιους Κόσσακ 19ος αι.

Τάταροι συγκρούονται με δυνάμεις της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, πιθανώς στα μέσα του 17ου αιώνα – πίνακας του Πολωνού Γιούλιους Κόσσακ 19ος αι.

Η Ιστορία των Τατάρων της Κριμαίας αποτελεί μάλλον τυπική περίπτωση εθνότητας που υπήρξε κυρίαρχη σε ορισμένο τόπο, πριν βρεθεί στη θέση του υποτελούς.

Η εθνογένεσή τους και η δημιουργία του χανάτου τους συνιστούν μακρόχρονες διαδικασίες που ξεκινούν στα τέλη του 13ου αιώνα (όταν κάποιες τουρκόφωνες φυλές που βρίσκονται υπό την κυριαρχία της μογγολικής Χρυσής Ορδής μετακινούνται προς δυσμάς), για να αποκρυσταλλωθούν κατά τη διάρκειά του 15ου. Η ανθρώπινη πρώτη ύλη της εθνογένεσης είναι οι Τούρκοι Κιπτσάκ, γνωστοί μας και με τα ονόματα Κουμάνοι ή Πολοφτσοί, που αφομοιώνουν στο πέρασμά τους στοιχεία από το εθνοτικό μωσαϊκό των περιοχών που κατακτούν. Τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας: η σταδιακή απεξάρτηση από τη Χρυσή Ορδή, η εγκατάλειψη του σαμανισμού/ ανιμισμού και ο συνακόλουθος εξισλαμισμός, η εκδίωξη των τελευταίων δυνάμεων που ασκούσαν κάποια μορφή κυριαρχίας σε εδάφη της Κριμαίας, δηλαδή των Βυζαντινών και των Γενουατών.

Τάταρος έφιππος τοξότης (σχέδιο του Βάτσουαφ Παβλίσακ, 1866-1905)

Τάταρος έφιππος τοξότης (σχέδιο του Βάτσουαφ Παβλίσακ, 1866-1905)

Περίπου το 1420, οι Τάταροι της Κριμαίας κάλεσαν τον Χατζί Γκιράι, έναν τσενγκισχανίδη που ζούσε εξόριστος στη Λιθουανία, να διοικήσει την περιοχή και του έδωσαν τον τίτλο του χάνου. Η δυναστεία των Γκιράι επρόκειτο να ηγεμονεύσει στο κριμαϊκό χανάτο για τους επόμενους τρεις και πλέον αιώνες. Η εγκαθίδρυσή της οφείλει πολλά σε παιχνίδια συμμαχιών με τις μεγάλες δυνάμεις του ισλάμ και πιο συγκεκριμένα στην υποστήριξη της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Οσμανλήδες καθίστανται επικυρίαρχοι του χανάτου της Κριμαίας. Ενώ, όμως, έχουν λόγο στη διαδοχή (που κατά κανόνα προκαλεί διαμάχες κι εμφύλιους πολέμους μεταξύ των Τατάρων), η εποπτεία τους είναι μάλλον χαλαρή κι επιτρέπει στο χανάτο να ασκεί πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.

Μπαχτσίσαράυ: τα ανάκτορα των χάνων της Κριμαίας

Ο 16ος αιώνας συνιστά το απόγειο της ισχύος του Χανάτου της Κριμαίας που εμφανίζεται ως νόμιμος κυρίαρχος των ισλαμικών περιοχών της ανατολικής Ευρώπης και ειδικά του Χανάτου του Καζάν, ενώ ταυτόχρονα πλουτίζει από το εμπόριο σκλάβων. Το 1571 οι ταταρικές δυνάμεις του Ντεβλέτ Α΄ Γκιράι λεηλατούν τη Μόσχα του Ιβάν Δ΄ του Τρομερού κι επιστρέφουν στην Κριμαία με δεκάδες χιλιάδες σκλάβους. Την επόμενη χρονιά, όμως, συντρίβονται από τον στρατό της Μοσχοβίας στη Μάχη του Μολοντί. Από το σημείο αυτό και πέρα, η ισορροπία δυνάμεων αντιστρέφεται προς όφελος των Ρώσων και ξεκινά περίοδος παρακμής για το ταταρικό χανάτο, παρακμή την οποία εντείνει η ταυτόχρονη εξασθένιση της μεγάλης προστάτιδας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο τσάρος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός συγχαίρει τον πρίγκιπα Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Βοροτίνσκι για τη νίκη του στη Μάχη του Μολοντί.

Ο τσάρος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός συγχαίρει τον πρίγκιπα Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Βοροτίνσκι για τη νίκη του στη Μάχη του Μολοντί.

Το χανάτο της Κριμαίας θα εξακολουθήσει να έχει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ανατολής και τον 17ο αιώνα. Την εποχή της εξέγερσης του Μπογκντάν Χμελνίτσκι θα συνταχθούν με τους Κοζάκους εναντίον των Πολωνών, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση των πρώτων στη μάχη του Ζόφτι Βόντι (1648), πριν αλλάξουν στρατόπεδο πληροφορούμενοι τη συμμαχία του αταμάνου των Κοζάκων με τους Ρώσους. Ωστόσο η δύναμή του αδυνατίζει όλο και περισσότερο την ώρα που οι αντίπαλοί του ενισχύονται. Η παρακμή δεν είναι αναστρέψιμη.

Σαχίν Γκιράι, ο τελευταίος Τάταρος Χάνος της Κριμαίας

Σαχίν Γκιράι, ο τελευταίος Τάταρος Χάνος της Κριμαίας

Η τελευταία πράξη του δράματος ξεκινά με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774. Με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή η τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία αναγνωρίζεται ως επικυρίαρχος της Κριμαίας. Λίγο αργότερα, το 1783, κι εκμεταλλευόμενη μιαν ακόμη εμφύλια σύγκρουση για τη διαδοχή στο χανάτο, η Αικατερίνη Β΄ εύρισκε την ευκαιρία για να προσαρτήσει οριστικά κι αμετάκλητα την Κριμαία στην αυτοκρατορία της. Ο τελευταίος χάνος της Κριμαίας, ο Σαχίν Γκιράι, τελείωνε άδοξα τη σταδιοδρομία του, εξόριστος στη Ρόδο (εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς ως προδότης). Οι Τάταροι υποβιβάζονταν από τη θέση της κυρίαρχης εθνότητας σ’ εκείνην της υποτελούς, ενώ η περιοχή τους αποικίζονταν από Ρώσους, Ουκρανούς, Γερμανούς κι Έλληνες του Πόντου.

Τάταρος μουλάς (από το βιβλίο του Γκούσταφ-Τέοντορ Πάουλι "Εθνογραφική περιγραφή των λαών της Ρωσίας", Πετρούπολη 1862)

Τάταρος μουλάς (από το βιβλίο του Γκούσταφ-Τέοντορ Πάουλι «Εθνογραφική περιγραφή των λαών της Ρωσίας», Πετρούπολη 1862)

Περίπου 160 χρόνια αργότερα, εν μέσω του γερμανοσοβιετικού πολέμου, ορισμένες ταταρικές ελίτ έκριναν ότι συντασσόμενοι με τους Γερμανούς κατακτητές θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη θέση της εθνότητάς τους. Η συνεργασία αυτή είχε πολύ ακριβό τίμημα. Στις 11 Μαΐου 1944, μόλις δύο ημέρες μετά την ανακατάληψη της Σεβαστούπολής και την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης της Κριμαίας, η κυβερνητική επιτροπή άμυνας της ΕΣΣΔ αποφασίζει την εκτόπιση του συνόλου του ταταρικού πληθυσμού της Κριμαίας λόγω συνεργασίας με τον εχθρό και τη μεταφορά του στην Κεντρική Ασία (κυρίως στο Ουζμπεκιστάν)! Η διαταγή θα εκτελεστεί μέσα σε τρεις ημέρες (18-21 Μαΐου) με τον γνωστό ζήλο (και την επίσης συνήθη έλλειψη προγραμματισμού). Με την ολοκλήρωση της επιχείρησης ποσοστό μεγαλύτερο του 40 % των εκτοπισμένων θα έχει χάσει τη ζωή του.

Η ιστορία των Τάταρων της Κριμαίας δεν διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη μιας σειράς εθνοτήτων της ΕΣΣΔΑ που κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τον εχθρό. Καλμούκοι, Βαλκάριοι, Καρατσάι, Τσετσένοι, Γερμανοί του Βόλγα. Η εθνότητά τους αποκαταστάθηκε συλλογικά από την κατηγορία το 1967 (οι Γερμανοί του Βόλγα είχαν αποκατασταθεί το 1964). Σε αντίθεση με άλλες εθνότητες δεν τους επετράπη να επιστρέψουν στα πατρογονικά εδάφη τους παρά μόνον στα χρόνια της διακυβέρνησης Γκορμπατσόφ (στους Γερμανούς του Βόλγα δεν επετράπη ποτέ κάτι τέτοιο).

Η τραγική ειρωνία συνίσταται στο ότι η μοίρα των Τατάρων δεν θα άλλαζε κατ’ ανάγκη αν στον πόλεμο επικρατούσαν οι Ναζί! Η Κριμαία αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση για τους Γερμανούς: ολόκληρος ο πληθυσμός της θα εκτοπιζόταν, ακόμη κι οι Τάταροι που είχαν συνεργαστεί με ζήλο με τους κατακτητές, προκειμένου η χερσόνησος να μετατραπεί σε γερμανική Ριβιέρα (ως κι ο ίδιος ο Χίτλερ ονειρευόταν να περάσει την εποχή της σύνταξής του σε κάποια έπαυλη της Κριμαίας!). Για να θεμελιωθεί η διεκδίκηση, ο θεωρητικός του ναζιστικού καθεστώτος Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ υποστήριζε ότι η Κριμαία ήταν περιοχή που ανήκε στο παρελθόν στους Γότθους: για τον λόγο αυτό, άλλωστε, θα μετονομαζόταν σε Gotenland!

Οι σχέσεις εξουσιαστών κι εξουσιαζομένων είναι πάντα σκληρές κι αμείλικτες, κατά μείζονα λόγο όταν ερμηνεύονται με όρους εθνοτικούς. Και γίνονται ακόμη πιο απάνθρωπες στα χρόνια των πολέμων.

Και, τελικά, αν οι αντιπαραθέσεις των ισχυρών φέρνουν κάποτε στην επιφάνεια τις εθνικές τραγωδίες ορισμένων, υπάρχουν πάντα ιστορίες που δεν θα τις διηγηθεί ποτέ κανείς. Όπως αυτή των Ρομά της Κριμαίας που για αιώνες υπήρξαν οι βοσκοί και οι τεχνίτες των Τάταρων κυρίαρχων. Η ιστορία τους, όμως, δεν ενδιαφέρει, κατά πως φαίνεται, κανέναν.

Μπουλγκάκοφ και Σίμονοφ – Βίοι όχι ακριβώς παράλληλοι

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

I. Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ ήταν μάλλον δυστυχισμένος άνθρωπος. Εκεί που το είχε σχεδόν βέβαιο πως με το έργο του θα καθιερωνόταν στο λογοτεχνικό στερέωμα ως ο Μεγάλος Ρώσος Λογοτέχνης του 20ού αιώνα, διαπίστωνε πως είχε λογαριάσει δίχως τη λογοκρισία. Ό,τι και να έδινε κρινόταν ακατάλληλο προς δημοσίευση. Μα είναι αλήθεια πως κι αυτός ο ίδιος, ο πρώην στρατιωτικός ιατρός από το Κίεβο με το μονόκλ, το παπιγιόν και την εμφάνιση εν γένει αστού δανδή, δεν βοηθούσε ιδιαίτερα την υπόθεσή του.

Το πρώτο του μυθιστόρημα έφερε τον εύγλωττο τίτλο «Η Λευκή Φρουρά» . Πραγματευόταν τα δραματικά γεγονότα στο Κίεβο κατά το χρονικό διάστημα 1918-1920, όταν η ουκρανική πρωτεύουσα είχε αλλάξει χέρια τουλάχιστον δεκαπέντε φορές. Το έργο αυτό, διασκευασμένο σε θεατρικό υπό τον τίτλο «Ημέρες των Τουρμπίν», ανέβηκε το 1926 στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σκηνοθετημένο από τον μεγάλο Στανισλάφσκι. Αποθεώθηκε από το κοινό, αλλά η καθεστωτική κριτική υπήρξε λυσσαλέα: «έργο αστικής ηθικής και ιδεολογίας», «αντεπαναστατικό, εξιδανικεύει τους Λευκούς». Ο ίδιος ο Στάλιν το επέκρινε δημόσια (μολονότι το είχε παρακολουθήσει δεκαπέντε φορές!), ενώ τελικά το θεατρικό χαρακτηρίσθηκε κι επίσημα ως απαγορευμένο.

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Ο Μπουλγκάκοφ είχε πλέον απογοητευτεί. Άρχισε να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του φωναχτά σε φίλους και γνωστούς και να διατείνεται ότι ίσως να ήταν καλύτερα να πάει να ζήσει κάπου αλλού, σε κάποια χώρα όπου τουλάχιστον τα βιβλία του θα δημοσιεύονταν κι η αξία του ίσως και να αναγνωριζόταν. Και κάποια ημέρα χτυπά το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς αυτοπροσώπως!

«- Τι πληροφορούμαι, πολίτη Μπουλγκάκοφ! Μα, επιθυμείτε στ’ αλήθεια να εγκαταλείψετε τη Σοβιετική Ένωση;

Η αλήθεια είναι πως ένας Ρώσος συγγραφέας δεν μπορεί να ζήσει μακριά από την πατρίδα του.

Ά, πολύ ωραία, Μπουλγκάκοφ. Πολύ ωραία! Λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει. Θα δουλέψετε και πάλι στο Θέατρο Τέχνης ως βοηθός σκηνοθέτη, ίσως κι αλλού ως λιμπρετίστας για όπερες. Για τη δημοσίευση των έργων σας, θα δούμε εν καιρώ.»

Ι. Β. Στάλιν

Ι. Β. Στάλιν

Ο Στάλιν τήρησε την υπόσχεσή του κι ίσως έκανε και κάτι παραπάνω. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1931, παρακολουθεί μαζί με την ακολουθία του, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και σε ειδική παράσταση, το θεατρικό του Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς Αφινογκένοφ «Ο Φόβος». Ο συγγραφέας είναι ένθερμος κομμουνιστής, υπόδειγμα προλετάριου λογοτέχνη κι αγαπημένος του καθεστώτος. Το συγκεκριμένο έργο θα χαρακτηρισθεί ως το αριστούργημά του.

Ο Γεωργιανός δικτάτορας, όμως, έχει άλλη άποψη. Το έργο δεν του αρέσει καθόλου. Απόλυτο φέσι. Υπόδειγμα βαρεμάρας κι έλλειψης έμπνευσης. Γυρίζει και λέει στους υπεύθυνους του θεάτρου: «Εντελώς απογοητευτικό. Απαράδεκτο! Πρέπει να σας θυμίσω ότι έχετε στο ρεπερτόριό σας ένα εξαιρετικό έργο, τις Ημέρες των Τουρμπίν του Μπουλγκάκοφ. Γιατί δεν το ανεβάζετε ξανά

Στις 15 Ιανουαρίου 1932, η διεύθυνση του θεάτρου γνωστοποιούσε στον έκπληκτο Μπουλγκάκοφ ότι οι «Ημέρες των Τουρμπίν» θα ανέβαιναν ξανά. Οι παραστάσεις στη Μόσχα επρόκειτο να συνεχιστούν για εννέα ολόκληρες σαιζόν (χωρίς να λάβουμε υπόψη τις πολυάριθμες περιοδείες στην επαρχία).

Ως εκεί, όμως…

II. Νεότερος κατά 24 χρόνια του Μπουλγκάκοφ, ο Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ (που οι γονείς του τον είχαν βαφτίσει Κύριλλο) ήταν παιδί ευγενών. Τα ίχνη του πατέρα του, ανώτατου αξιωματικού του τσαρικού στρατού, χάθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 κάπου στην Πολωνία, εκεί όπου είχε καταφύγει συμμετέχοντας, κατά πάσα πιθανότητα, στις προσπάθειες ανατροπής του καθεστώτος των Μπολσεβίκων. Ο ευφυής νεαρός Σίμονοφ είχε βάλει σκοπό του όχι απλώς να ενταχθεί στη σοβιετική κοινωνία, αλλά να πετύχει πραγματικά στη ζωή του. Για τον λόγο αυτό, παρά τις έντονες αντιδράσεις της μητέρας και των συγγενών του, αποφάσισε να γραφτεί σε νυχτερινό τεχνικό λύκειο και να δουλεύει τα πρωινά σε εργοστάσιο. Μόνον έτσι θα μπορούσε να φοιτήσει σε κάποια από τις επίλεκτες πανεπιστημιακές σχολές, όπως στη φημισμένη Κρατική Σχολή Λογοτεχνίας της Μόσχας, στην οποία κι έγινε αργότερα δεκτός. Γνώριζε πολύ καλά πως για να παραμείνει μέλος της ελίτ θα έπρεπε να αλλάξει ταξική ταυτότητα κι από αριστοκράτης να μεταμορφωθεί σε προλετάριος, έστω και μόνο για τους τύπους.

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ο Σίμονοφ υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός λογοτέχνης. Το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») έγινε το αγαπημένο των ανδρών του Κόκκινου Στρατού που πολέμησαν τους Γερμανούς εισβολείς. Αρκετά αργότερα, με το μυθιστόρημά του «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί» («Живые и мёртвые») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Την εποχή του ταραχώδους γάμου του με τη δημοφιλέστατη ηθοποιό Βαλεντίνα Σερόβα, ενσάρκωσε μαζί με την τότε σύζυγό του το απόλυτο glamour της σταλινικής ΕΣΣΔ. Ισχυρός άνδρας της Εταιρίας Σοβιετικών Λογοτεχνών κι αρχισυντάκτης διάφορων λογοτεχνικών εντύπων, ο Σίμονοφ, χάρη και στις διασυνδέσεις του με το καθεστώς και την προσωπική φιλία του με τον Στάλιν, είχε τεράστια δύναμη.

III. Ο Μπουλγκάκοφ δούλευε και ξαναδούλευε το μυθιστόρημα που επρόκειτο να είναι το τελευταίο του. Τα χειρόγραφα της πρώτης εκδοχής του έργου αυτού κατέληξαν στη σόμπα του μοσχοβίτικου διαμερίσματος του λογοτέχνη. Ακολούθησαν άλλες τρεις. Την τελευταία από αυτές ο Μπουλγάκοφ πάσχιζε να την τελειοποιήσει σχεδόν μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1940, από κάποια εκφυλιστική πάθηση των νεφρών. Την τελική μορφή του μυθιστορήματος τη χρωστάμε μάλλον στη χήρα του λογοτέχνη, τη Γελένα Σεργκέγεβνα Μπουλγκάκοβα (Σιλόφσκαγια).

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Μετά από αυτό, τα χειρόγραφα του μυθιστορήματος, που έφεραν πάνω τους τα ίχνη της μορφίνης, εξάρτηση στην οποία είχε ξανακυλήσει ο λογοτέχνης στην προσπάθειά του να απαλύνει τους πόνους της αρρώστιάς του, ξαναμπήκαν στα συρτάρια του γραφείου του εκλιπόντος όπου και θα παρέμεναν για πολλά χρόνια. Είναι αλήθεια πως το βιβλίο δεν είχε ουσιαστικές ελπίδες δημοσίευσης στη σταλινική ΕΣΣΔ. Χωρίς να είναι ευθέως ανατρεπτικό, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» («Мастер и Маргарита») ήταν ένα μυθιστόρημα αρκετά παράξενο, υπερβολικά ελαφρύ και ταυτόχρονα υπερβολικά σοβαρό για τις καθεστωτικές αντιλήψεις: ο διάβολος ο ίδιος επισκέπτεται μαζί με την ακολουθία του τη σταλινική Μόσχα κι αναστατώνει τους λογοτεχνικούς κύκλους της. Όλα αυτά μέχρι να προσελκύσει στον ιστό των δαιμονικών σχεδίων του την όμορφη και μυστηριώδη Μαργαρίτα και τον παράνομο έρωτά της, έναν περιθωριακό διανοούμενο που εκείνη αποκαλεί Μαιτρ κι ο οποίος έχει γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Πόντιο Πιλάτο. Στο επίκεντρο του έργου βρίσκονται οι βασανιστικές ασάφειες της ηθικής και της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

IV. Από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, ο Σίμονοφ έβαλε σκοπό να εξοφλήσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή, να εξιλεωθεί για όλους τους συμβιβασμούς που είχε κάνει στα χρόνια του σταλινισμού προκειμένου να παραμείνει επιτυχημένος κι ισχυρός. Πάσχιζε για την έκδοση απαγορευμένων βιβλίων, βοηθούσε οικονομικά συγγραφείς που είχαν υποστεί διώξεις από το καθεστώς. Όταν το 1965 οι φίλοι του διοργάνωσαν επίσημη τελετή για τον εορτασμό των 50ών γενεθλίων του, ο Σίμονοφ ανέβηκε στο βήμα κι εκφώνησε τον παρακάτω λόγο:

«Σε τέτοιες περιστάσεις, όταν κάποιος συμπληρώνει πενήντα χρόνια ζωής, είναι φυσικό οι άνθρωποι να θυμούνται κυρίως τα καλά που έχει κάνει. Θα ήθελα απλώς να πω στους παριστάμενους, στους συντρόφους μου που ήρθαν, ότι ντρέπομαι για πολλά από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, να πω ότι δεν ήταν καλά όλα όσα έχω κάνει, το γνωρίζω, και να πω ότι δεν συμπεριφέρθηκα πάντα σύμφωνα με τις υψηλότερες ηθικές αρχές, ούτε τις πολιτικές ή τις ανθρώπινες. Υπάρχουν στη ζωή μου πράγματα που δεν τα θυμούμαι με ικανοποίηση, περιπτώσεις στις οποίες δεν ενήργησα με αρκετή θέληση, με αρκετό θάρρος. Το γνωρίζω. Και δεν τα λέω όλα αυτά με σκοπό κάποιας μορφής εξιλέωση, γιατί αυτή είναι προσωπική υπόθεση ενός ανθρώπου, αλλά απλώς επειδή όταν κάποιος θυμάται θέλει να αποφύγει την επανάληψη των ιδίων σφαλμάτων. Θα προσπαθήσω να μην τα επαναλάβω. Από εδώ και πέρα, όποιο κι αν είναι το κόστος, δεν θα επαναλάβω τους ηθικούς συμβιβασμούς που κάποτε έκανα

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

V. Η Γελένα Μπουλγκάκοβα γνώριζε προσωπικά τον Σίμονοφ (και πιο πριν τη μητέρα του συγγραφέα). Το 1956 τον όρισε υπεύθυνο για τη διαχείριση του αρχείου του εκλιπόντος συζύγου της. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Σίμονοφ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να επιτύχει τη δημοσίευση του «Μαιτρ και Μαργαρίτα». Έπεισε πρώτα τη χήρα του Μπουλγκάκοφ να δεχτεί ενδεχόμενες περικοπές που θα επέβαλλε η λογοκρισία. Έπειτα, έδωσε τα χειρόγραφα στη δεύτερη από τις τέσσερις συζύγους του, τη Γεβγκένιγια (Ζένια) Λάσκινα, η οποία εργαζόταν τότε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Μασκβά». Το έντυπο αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα στις αρχές του μπρεζνιεφικού καθεστώτος. Η ύλη του είχε καταντήσει βαρετή (οτιδήποτε ενδιαφέρον δεν μπορούσε να περάσει από τη λογοκρισία) και οι συνδρομές είχαν πέσει κατακόρυφα. Η Λάσκινα μίλησε για το σχέδιο δημοσίευσης του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» στον αρχισυντάκτη Γεβγκένι Ποπόφκιν, ο οποίος δίσταζε να προχωρήσει. Απευθύνθηκαν τελικά σε ένα συνταξιούχο συντάκτη του εντύπου, ο οποίος είχε εργαστεί παλιότερα για χρόνια ως λογοκριτής και στη συνέχεια, ως αρχισυντάκτης εντύπων, επιτύγχανε πάντα τη δημοσίευση των κειμένων που υπέβαλλε προς έγκριση. Το μυθιστόρημα, αφού κόπηκε περίπου το 10 % και τροποποιήθηκε άλλο ένα 15 % της ύλης του, εγκρίθηκε! Δημοσιεύθηκε στο «Μασκβά» σε δύο μέρη (στο τελευταίο τεύχος του 1966 και το πρώτο του 1967), γνωρίζοντας απίστευτη επιτυχία. Τα τεύχη εξαντλήθηκαν, οι συνδρομές στο περιοδικό απογειώθηκαν.

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Για να γιορτάσουν την επιτυχία, ο Σίμονοφ κι η Λάσκινα ετοίμασαν σε τρία αντίτυπα ένα πρόχειρο βιβλίο με το πλήρες κείμενο του μυθιστορήματος. Κράτησαν ο καθένας από ένα αντίτυπο κι έδωσαν το τρίτο στη Γελένα Μπουλγκάκοβα. Λίγους μήνες μετά, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» εκδιδόταν στη Δύση με όλα τα αποσπάσματα που είχε αφαιρέσει η λογοκρισία. Η πρώτη πλήρης, μη λογοκριμένη, έκδοση του έργου στην ΕΣΣΔ θα κυκλοφορούσε το 1973. «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» θα γινόταν αντικείμενο λατρείας από το σοβιετικό (και όχι μόνο) κοινό.

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

[πηγή, για τις προσπάθειες του Σίμονοφ να αποκαταστήσει το έργο του Μπουλγκάκοφ: Orlando FIGES «The Whisperers (Private life in Stalin’s Russia)», Allen Lane 2007/ Penguin 2008]

Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς…

Σεπτέμβριος 1921: ο βαρόνος Ρομάν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ αιχμάλωτος των Μπολσεβίκων

Σεπτέμβριος 1921: ο βαρόνος Ρομάν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ αιχμάλωτος των Μπολσεβίκων

Ο βαρόνος Ρόμπερτ Νίκολάι Μαξιμίλιαν (Ρομάν) Φιόντοροβιτς φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ γεννήθηκε στο Γκρατς της Αυστρίας στις 29 Δεκεμβρίου 1885 (με το νέο ημερολόγιο), ενώ οι γονείς του περιηγούνταν στην Ευρώπη. Ήταν παιδί μιας από τις τέσσερις πιο αριστοκρατικές γερμανικές οικογένειες της Λιβονίας (των παράκτιων περιοχών της Λεττονίας και της Εσθονίας με τις μεγάλες γερμανικές παροικίες και τις συνδεδεμένες με τη Χανσεατική Ένωση πόλεις). Μεγάλωσε στο Ρεβάλ (σημ. Τάλλινν) μέχρι το διαζύγιο των γονιών του και στη συνέχεια στα κτήματα της μητέρας του κοντά στη εσθονική πρωτεύουσα. Φοίτησε στην Πετρούπολη, πρώτα στη σχολή ναυτικών δοκίμων κι έπειτα στην αυτοκρατορική στρατιωτική ακαδημία. Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως αξιωματικός στην ανατολική Σιβηρία, πέραν της Βαϊκάλης, και την Εξωτερική Μογγολία. Την εποχή εκείνη γεννιέται η μεγάλη του αγάπη για τους νομάδες της Ανατολής, Μπουριάτες και Μογγόλους, και τη θιβετιανή εκδοχή του βουδισμού.

Ο βαρόνος σε παιδική ηλικία

Ο βαρόνος σε παιδική ηλικία

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο Ανατολικό (για τους Δυτικούς) Μέτωπο όπου διακρίθηκε και τιμήθηκε με παράσημα ανδρείας. Οι εκθέσεις των ανωτέρων του έκαναν λόγο για έναν ιδιαίτερα γενναίο, πλην όμως παρορμητικό κι απείθαρχο αξιωματικό. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 και την παραίτηση του τσάρου, ο βαρόνος φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ πολέμησε στο Μέτωπο του Καυκάσου κατά των Οθωμανών. Τότε γνώρισε τον συνάδελφό του Γκριγκόρι Μιχάιλοβιτς Σεμιόνοφ, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της Βαϊκάλης, ήταν φιλομοναρχικός όπως ο βαρόνος, κι είχε τον ίδιο εκρηκτικό χαρακτήρα. Με την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία καταφεύγουν στην ανατολική Σιβηρία και οργανώνουν στρατιωτική δύναμη για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές. Είναι όμως τόσο ανυπότακτοι που προτιμούν να δράσουν αυτόνομα, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την εξουσία του ναυάρχου Αλεξάντρ Κολτσάκ, επικεφαλής των δυνάμεων των Λευκών στη ρωσική Άπω Ανατολή.

Νεαρός αξιωματικός

Νεαρός αξιωματικός

Το όνειρο του φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ ήταν διττό: αφενός η παλινόρθωση των Ρομανώφ, αφετέρου η… αναβίωση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος πίστευε ότι ήταν μετενσάρκωση του Τσενγκίς Χαν. Κι έτσι, το φθινόπωρο του 1920 αφήνει τον Σεμιόνοφ και κατευθύνεται προς τη Μογγολία με στράτευμα από Ρώσους, Μογγόλους, Μπουριάτες και Θιβετιανούς. Πολιορκεί τη μογγολική πρωτεύουσα Ουργκά (ή Ιχ Χουρέε, σημερινή Ούλαν Μπατάαρ) και την καταλαμβάνει τον Φεβρουάριο του 1921 διώχνοντας τους Κινέζους. Ενθρονίζει τον λαμαϊστή ηγέτη Μπογκντ Χαν και προσπαθεί να οργανώσει το νέο μογγολικό κράτος.

Μπογκντ Χαν

Μπογκντ Χαν

Έχει ξεχάσει να υπολογίσει την ισχύ των Μπολσεβίκων, οι οποίοι, τον Ιούλιο του 1921, διώχνουν τον βαρόνο από την Ουργκά. Ο Ρομάν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ καταφεύγει στην Μπουριατία και προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του για να αντεπιτεθεί. Προδομένος, όμως, από τους στρατιώτες και τους φίλους του, συλλαμβάνεται από τους Μπολσεβίκους στις 20 Αυγούστου. Μεταφέρεται στο Νοβονικολάγιεφσκ (νυν Νοβοσιμπίρσκ) όπου, μετά από παρωδία δίκης (η οποία διήρκεσε, πάντως, περισσότερες από έξι ώρες) κρίνεται ένοχος αντεπαναστατικής δράσης και προδοσίας κι εκτελείται το ίδιο βράδυ (15 Σεπτεμβρίου 1921).

Φίλοι κι εχθροί τον αποκαλούσαν με το προσωνύμιο ο «Τρελός Βαρόνος» εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς του. Οι δεύτεροι μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι το πάθος του για την Ανατολή, διέδιδαν απίστευτες φήμες; ξερίζωνε, έλεγαν, τις καρδιές των αιχμάλωτων εχθρών του και τις τοποθετούσε σε κύπελλα φτιαγμένα από ανθρώπινα κρανία, προκειμένου να τις προσφέρει στους παράξενους θεούς του!
Με τον τρόπο αυτό, στον ιδιόμορφο οριενταλισμό του βαρόνου φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ, οι αντίπαλοί του απαντούσαν μ’ έναν αντίστροφο γκροτέσκο οριενταλισμό.

La Forbie

Μεσαιωνική μικρογραφία που απεικονίζει τη Μάχη της Φορμπί

Μεσαιωνική μικρογραφία που απεικονίζει τη Μάχη της Φορμπί

Στην Ιστορία των χριστιανικών κρατών της Συρίας-Παλαιστίνης, η μάχη που δόθηκε στη Φορμπί στις 17 και 18 Οκτωβρίου 1244 επέχει θέση καταστροφής ανάλογης με τη συμφορά στο Χαττίν. Αποδεικνύει, επίσης, τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα της ισορροπίας δυνάμεων και των συμμαχιών στη μεσαιωνική Μέση Ανατολή που καμία σχέση δεν έχουν με το στερεότυπο της μονοσήμαντης αντιπαλότητας χριστιανών και μουσουλμάνων. Στη μάχη αυτή πολέμησαν μαζί οι δυνάμεις του χριστιανικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και εκείνες των εμιράτων της Χομς και της Δαμασκού αντιμετωπίζοντας τα στρατεύματα του σουλτανάτου της Αιγύπτου.

Η συμμαχία που συνάφθηκε στην Ιόππη (Γιάφα) στις αρχές του καλοκαιριού του 1244 ανάμεσα στα χριστιανικά κράτη, τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα και τα εμιράτα της Χομς, της Δαμασκού και του Κεράκ και της Υπεριορδανίας είχε διττή εξήγηση. Αφενός, οι μουσουλμάνοι εμίρηδης επιδίωκαν να ελέγξουν την ισχύ του Αγιουβίδη σουλτάνου της Αιγύπτου ας-Σαλίχ, διασφαλίζοντας την ίδια την ύπαρξη των ηγεμονιών τους. Αφετέρου, στην ευρύτερη περιοχή είχε πλέον εισέλθει ένας απροσδόκητος αποσταθεροποιητικός παράγοντας του οποίου η δράση ήταν ουσιαστικά ανεξέλεγκτη: επρόκειτο για τους Χωρέσμιους μισθοφόρους.

Η επικράτεια των σάχηδων της Χωρεσμίας, περ. 1190-1220 (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Arab League)

Η επικράτεια των σάχηδων της Χωρεσμίας, περ. 1190-1220 (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Arab League)

Οι σάχηδες της Χωρεσμίας, μέλη μιας τουρκοπερσικής δυναστείας, αυτονομήθηκαν σταδιακά από τους Σελτζουκίδες σουλτάνους της Βαγδάτης. Στις αρχές του 13ου αιώνα, ο σάχης Αλάα αντ-ντιν Μουχάμμαντ κυβερνούσε μια αχανή αυτοκρατορία που απλωνόταν από τις ακτές του Περσικού Κόλπου ως το βορειοανατολικό άκρο της Υπερωξιανής. Η ακμή αυτή είχε σύντομη διάρκεια: το 1220 οι μογγολικές ορδές του Τσενγκίς Χαν συνέτριβαν τα στρατεύματα του άτυχου σάχη. Όσοι γλίτωσαν από την οργή των Μογγόλων, ακολούθησαν τον γιο του σάχη, τον Τζαλάλ αντ-ντιν, στη φυγή του στο Αζερμπαϊτζάν, προσπαθώντας να αντισταθούν. Μετά τη δολοφονία του τελευταίου σάχη της Χωρεσμίας (1231), τα στρατεύματα αυτά κατέληξαν να αποτελούν μια περιπλανώμενη δύναμη ατάκτων που λεηλατούσε τις περιοχές από τις οποίες περνούσε. Κάπως έτσι οι Χωρέσμιοι έφτασαν στη Μέση Ανατολή. Τυπικά υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον στρατό του σουλτανάτου της Αιγύπτου, στην πράξη όμως λυμαίνονταν τα εδάφη των χριστιανικών κρατών και των ισλαμικών εμιράτων με σκοπό τη λαφυραγώγηση.

Mort_de_Muhammad_Hwârazmshâh

«Ο θάνατος του σάχη Μουχάμμαντ» – Χεράτ, περ. 1430, εικονογράφηση του Σαΰφ Αλ Βαχιντί στο χρονικό «Τζαμί αλ Ταβαρίχ» του Ρασίντ αντ-ντιν Χαμαντανί

Στις 11 Ιουλίου οι Χωρέσμιοι εμφανίστηκαν έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Από το 1229 και τη συνθήκη που είχε συνάψει ο Φρειδερίκος Β΄ των Χοχενστάουφεν με τον σουλτάνο Αλ Καμίλ, η πόλη βρισκόταν υπό χριστιανική διοίκηση. Η φρουρά αμύνθηκε σθεναρά, αλλά όταν πια κατέστη σαφές ότι δεν επρόκειτο να φτάσουν ενισχύσεις συνθηκολόγησε. Στις 23 Αυγούστου, έξι με εφτά χιλιάδες χριστιανοί εγκατέλειπαν τις εστίες τους. Οι Χωρέσμιοι κατέστρεψαν και λεηλάτησαν, βεβήλωσαν τον Πανάγιο Τάφο και τα μνήματα των Λατίνων βασιλέων.

Στα σταυροφορικά κράτη κηρύχθηκε επιστράτευση για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος των Χωρέσμιων και του στρατού του αιγυπτιακού σουλτανάτου. Στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας συγκεντρώθηκαν όλοι οι ιππότες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και πολλοί ακόμη από την Κομητεία της Τρίπολης και το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Τα μεγάλα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα, οι Ναΐτες, οι Ιωαννίτες και οι Τεύτονες Ιππότες, συμμετείχαν με πάνω από 300 ιππότες το καθένα κι ακόμη περισσότερους υπαξιωματικούς και ελαφρά οπλισμένους πεζικάριους. Επικεφαλής των χριστιανικών δυνάμεων ορίστηκε ο Βάλθερος Δ΄ Βριέννιος, κόμης της Ιόππης κι ανεψιός του πρώην βασιλιά Ιωάννη Βριέννιου, μολονότι ο Φίλιππος του Μονφόρ, άρχοντας της Τύρου, ήταν κατά πολύ αξιότερός του στα ζητήματα του πολέμου. Το στράτευμα (περισσότεροι από 10.000 άνδρες) ήταν το μεγαλύτερο που είχαν συγκεντρώσει οι Φράγκοι της Μέσης Ανατολή από την εποχή του Χαττίν και του πολέμου με τον Σαλαδίνο. Σύντομα έφτασαν κι οι δυνάμεις των συμμάχων μουσουλμάνων: ήρθαν ο Αλ Μανσούρ Ιμπραίμ, εμίρης της Χομς, με τον στρατό του, το στράτευμα του εμίρη της Δαμασκού Αλ Σάλιχ Ισμαήλ, ο οποίος δεν συμμετείχε στην εκστρατεία αυτοπροσώπως, κι ο Αλ Νάσιρ Νταούντ, ηγεμόνας του Κεράκ και της Υπεριορδανίας, με τους Βεδουίνους ιππείς του.

Πιθανό οικόσημο του Βάλθερου Βριέννιου, κόμη της Ιόππης

Πιθανό οικόσημο του Βάλθερου Βριέννιου, κόμη της Ιόππης

Τις δυνάμεις του αντιπάλου τις διοικούσε ένας νεαρός Μαμελούκος αξιωματικός, ο Ρουκν αντ-ντιν Μπαϊμπάρς Μπουντουκνταρί. Ήταν Τούρκος Κιπτσάκ, ανήκε δηλαδή σε κάποια από εκείνες τις φυλές που ζούσαν νομαδικά στην Κριμαία, το Κουμπάν και τις στέπες του Βόλγα. Οι Κιπτσάκ δεν είχαν προσηλυτιστεί στο ισλάμ, οπότε οι μουσουλμάνοι δουλέμποροι δεν κωλύονταν να τους αιχμαλωτίζουν και να τους πωλούν ως σκλάβους. Ο Μπαϊμπάρς αιχμαλωτίστηκε παιδί και βρέθηκε δούλος στη Δαμασκό. Ένας Μαμελούκους εμίρης, ο Μπουντουκντάρ, πρόσεξε τις ικανότητές του και τον έστειλε για στρατιωτική εκπαίδευση στη φρουρά του σουλτάνου στο Κάιρο. Ο Μπαϊμπάρς ήταν ψηλός, με γαλανά μάτια, σκούρο δέρμα και στεντόρεια φωνή. Το 1244 βρισκόταν στην αρχή μιας λαμπρής σταδιοδρομίας που επρόκειτο να τον φέρει το 1260 στον θρόνο, ως τέταρτο Μαμελούκο σουλτάνο της Αιγύπτου.

Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Γάζας, κοντά σ΄ ένα χωριό που οι Φράγκοι ονόμαζαν Λα Φορμπί κι οι μουσουλμάνοι Χερμπίγια. Στο πολεμικό συμβούλιο των συμμάχων ο Αλ Μανσούρ συμβούλεψε τον Βάλθερο Βριέννιο να κρατήσει στάση αναμονής: οι Αιγύπτιοι κι οι Χωρέσμιοι μισθοφόροι τους βρίσκονταν μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους και δεν θα άντεχαν ένα μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς. Εάν επέλεγαν να επιτεθούν πρώτοι, τότε και πάλι οι σύμμαχοι θα έπρεπε να περιμένουν: οι Χωρέσμιοι δεν φημίζονταν για την πειθαρχία τους ούτε για τις ικανότητές τους όσον αφορά την τακτική: κάποια στιγμή θα άφηναν ακάλυπτες τις τακτικές δυνάμεις τους αιγυπτιακού στρατεύματος. Ο Βριέννιος, όμως, ήταν αμετάπειστος. Οι σύμμαχοι έπρεπε να επιτεθούν αμέσως, είχαν άλλωστε αριθμητική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους.

Στις 17 Οκτωβρίου οι Φράγκοι ιππότες επιχείρησαν επανειλημμένα με εφόδους να διασπάσουν τις τάξεις του αιγυπτιακού στρατού. Δεν τα κατάφεραν. Όλες τους οι επιθέσεις αποκρούστηκαν. Την επομένη ημέρα δόθηκε η καθοριστική μάχη. Στο δεξί άκρο του συμμαχικού στρατεύματος παρατάχθηκαν οι Φράγκοι ιππότες, έπειτα οι στρατοί της Χομς και της Δαμασκού και στα αριστερά οι Βεδουίνοι του Αλ Νάσιρ Νταούντ. Οι αρχικές επελάσεις του φραγκικού ιππικού αναχαιτίσθηκαν και πάλι απ’ τον στρατό του Μπαϊμπάρς. Έπειτα άρχισαν την άγρια εφόρμησή τους οι Χωρέσμιοι με στόχο το κέντρο των συμμάχων. Οι δυνάμεις του Αλ Μανσούρ άντεξαν, όχι όμως κι εκείνες του εμιράτου της Δαμασκού που τράπηκαν σε υποχώρηση και παρέσυραν μαζί τους και το στράτευμα του Αλ Νάσιρ. Οι Φράγκοι, κινδυνεύοντας να περικυκλωθούν από τη συντονισμένη επίθεση Αιγύπτιων και Χωρέσμιων, επιχείρησαν μια έφοδο απελπισίας. Συνετρίβησαν κι αποδεκατίστηκαν. Η καταστροφή ήταν ασύλληπτη. Τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα ιδίως είχαν πληρώσει βαρύτατο φόρο αίματος: σώθηκε μόνο το ένα δέκατο από τους Ναΐτες και τους Ιωαννίτες που πολέμησαν, ενώ από τους Τεύτονες ιππότες μόλις 3 επέστρεψαν στη βάση τους. Ο Αρμάνδος του Περιγκόρ, μάγιστρος των Ναϊτών, έπεσε στο πεδίο της μάχης. Ο μέγας μάγιστρος των Ιωαννιτών, ο Γουλιέλμος του Σατωνέφ, αιχμαλωτίστηκε, όπως κι ο κόμης της Ιόππης Βάλθερος Βριέννιος.

Το τέμενος του Μπαϊμπάρς στο Κάιρο (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Fryed peach)

Το τέμενος του Μπαϊμπάρς στο Κάιρο (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Fryed peach)

Οι νικητές δεν εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τον θρίαμβό τους. Μακριά από τη βάση τους, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Ασκάλωνα και την Ιόππη κι έπειτα αποχώρησαν. Για τους Φράγκους, όμως, οι απώλειες ήταν τέτοιες που τα σταυροφορικά κράτη δεν επρόκειτο να συνέλθουν ποτέ από τη συμφορά της Φορμπί. Όπως σημείωνε ο Στήβεν Ράνσιμαν «η καταστροφή της Γάζας στέρησε από τους Φράγκους όλα τα επισφαλή κέρδη που είχαν αποκομίσει χάρη στη διπλωματία τις τελευταίες δεκαετίες». Επιπλέον, για κράτη που αντιμετώπιζαν χρόνιο κι οξύτατο πρόβλημα λειψανδρίας, οι τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αναπληρωθούν. Το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ μπορεί να είχε μπροστά του σχεδόν μισό αιώνα ζωής, το τέλος του, όμως, είχε ήδη αποφασισθεί. Απλώς η εκτέλεση της ποινής είχε ανασταλεί προσωρινά.

Πηγές: Steven RUNCIMAN  «A History of the Crusades – vol. 3, The Kingdom of Acre and the Later Crusades», Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1954, γαλλ. έκδοση «Histoire des Croisades», Tallandier, Παρίσι 2006, ειδ. σελ. 849-852/ Joshua PRAWER «Histoire du Royaume Latin de Jérusalem», CNRS Editions, Παρίσι 2007 (2η έκδοση, αρχική το 1969), ειδ. σελ. 308-313.

 

Πού πηγαίνουν τ’ αστέρια σαν σβήσουν;

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова - муза и трагедия Константина Симонова

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова

Η Βαλεντίνα Βασίλιεβνα Σερόβα γεννήθηκε στους δίδυμους αστερισμούς της επιτυχίας και της τραγωδίας. Για δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια υπήρξε η απόλυτη σταρ του σοβιετικού θεάτρου και κινηματογράφου. Κι έπειτα ακολούθησε η βασανιστική συνεχής παρακμή. Παντρεύτηκε δύο διασημότητες της εποχής της. Χήρεψε από τον πρώτο άντρα της ακριβώς στην επέτειο του γάμου τους. Η σχέση της με τον δεύτερο ξεκίνησε παθιασμένα για να εκφυλιστεί σε αδιαφορία και αποξένωση, ενώ η ίδια βυθιζόταν όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό. Πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες πριν συμπληρώσει το 58ο έτος της ζωής της.

Η Βαλεντίνα γεννιέται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, στις 23 Δεκεμβρίου 1917, κόρη της ηθοποιού Κλάβντιγια Πολοβίκοβα και του μηχανικού Βασίλι Πολοβίκ. Ζει τα πρώτα χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά της στην Ουκρανία. Σε ηλικία έξι ετών ακολουθεί τη μητέρα της στη Μόσχα, όπου έχει εγκατασταθεί η δεύτερη για λόγους καρριέρας. Ακριβώς χάρη στη μητέρα της παίζει από μικρή ηλικία διάφορους παιδικούς ρόλους σε θεατρικά έργα. Το 1934 κερδίζει ένα μικρό κινηματογραφικό ρόλο, αλλά η σκηνή της κόβεται τελικά στο μοντάζ της ταινίας. Αρχίζει να γίνεται δημοφιλής χάρη στις εμφανίσεις της στο θέατρο (σε ρεπερτόριο μάλλον ελαφρύ). Περίπου την ίδια εποχή, ο πατέρας της συλλαμβάνεται και καταλήγει σε κάποιο από τα στρατόπεδα του Γκουλάγκ.

Η Βαλεντίνα γνωρίζει κι ερωτεύεται τον Ανατόλι Κονσταντίνοβιτς Σερόφ, διάσημο πιλότο που είχε δακριθεί στον Ισπανικό Εμφύλιο. Παντρεύονται στις 11 Μαΐου 1938. Η ευτυχία τους δεν θα διαρκέσει πολύ. Την ημέρα της πρώτης επετείου του γάμου τους, ο Σερόφ σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής πτήσης κι ενώ η Βαλεντίνα είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο Ανατόλι Σερόφ ο νεότερος θα γεννηθεί τον Σεπτέμβριο του 1939 χωρίς να γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του.

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος Repin.info, όπ. π.)

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος repin.info, όπ. π.)

Κ. Μ. Σίμονοφ

Κ. Μ. Σίμονοφ

Την τραγωδία, όμως, θα τη συνοδέψει η επιτυχία στον κινηματογράφο, κυρίως σε κομεντί και μελό ταινίες, ξεκινώντας από το  «Κορίτσι με χαρακτήρα», το 1939. Και, στο μεταξύ, ξεσπά ο πόλεμος. Τη γνωρίζει και την ερωτεύεται παράφορα ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ, ο άνθρωπος που με το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο ακριβή και γλαφυρό τρόπο τα συναισθήματα του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού στο Μέτωπο. Αρχικά, η Σερόβα αποκρούει το φλερτ του Σίμονοφ. Λέγεται ότι την εποχή εκείνη ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Κονσταντίν Ροκοσσόφσκι. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία, η Σερόβα υπέβαλε τον καψούρη Σίμονοφ στην πλέον ακραία ταπείνωση, αναθέτοντάς του να παραδώσει ο ίδιος μια ερωτική επιστολή της στον στρατηγό. Η σχέση Σερόβα και Ροκοσσόφσκι, αν υποτεθεί ότι υπήρξε, τερματίστηκε γρήγορα, μια και, καθώς λένε, παρενέβη ο Στάλιν αυτοπροσώπως: υπενθύμισε στον Ροκοσσόφσκι ότι ήταν παντρεμένος κι ότι δεν θα έδινε και το καλύτερο παράδειγμα αν μαθευόταν ότι ένας από τους καλύτερους στρατηγούς του Κόκκινου Στρατού διατηρεί εξωσυζυγική σχέση!

Η επιμονή του Σίμονοφ ανταμείβεται. Το 1943, η Βαλεντίνα τον παντρεύεται! Την ίδια χρονιά, πρωταγωνιστεί στο φιλμ «Περίμενέ με» των Μπορίς Ιβανόφ και Αλεξάντρ Στόλπερ, σε σενάριο του ίδιου του Σίμονοφ (η ταινία εμπνέεται… χαλαρά από το ομώνυμο ποίημά του). Οι δυο τους περιοδεύουν στα διάφορα μέτωπα του πολέμου για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού.

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

Με το θριαμβευτικό για την ΕΣΣΔ τέλος του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», η Σερόβα και ο Σίμονοφ είναι το πιο διάσημο σοβιετικό ζευγάρι. Ζουν στη Μόσχα σε συνθήκες χλιδής (για τα δεδομένα της χώρας και της εποχής) και ενσαρκώνουν το απόλυτο glamour της σταλινικής περιόδου. Η Σερόβα πρωταγωνιστεί και σε ταινίες μεγαλύτερων καλλιτεχνικών αξιώσεων (όπως η κινηματογραφική βιογραφία του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Μιχαήλ Γκλίνκα, το 1946). Μόνο που όλα αυτά αποδεικνύονται μια τεράστια ψευδαίσθηση που δεν θα αργήσει να θρυμματιστεί… Ο Σίμονοφ αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στο συγγραφικό του έργο και στα καθήκοντά του στην Εταιρία Σοβιετικών Συγγραφέων και στη διεύθυνση και αρχισυνταξία των μεγαλύτερων λογοτεχνικών εντύπων. Η Σερόβα αρχίζει να βρίσκει αγχολυτικό καταφύγιο στο ποτό. Ο Σίμονοφ, κατά τα λοιπά άνθρωπος με βαθύτατες ευαισθησίες, ο οποίος όμως έχει μάθει να αντιμετωπίζει με πειθαρχία κάθε αντιξοότητα της ζωής, δεν συγχωρεί στη σύζυγό του την αδυναμία της να διαχειριστεί την επιτυχία και μια, κατά τα φαινόμενα, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Η σχέση τους δηλητηριάζεται κι από το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ να έχει καλές σχέσεις με τον γιο της Σερόβα από τον πρώτο της γάμο, τον Ανατόλι. Στο τέλος, κατορθώνει να κλείσει τον μικρό Τόλια σε κάποιο ορφανοτροφείο πέρα από τα Ουράλια!

Το 1950, ο λογοτέχνης και η ηθοποιός αποκτούν την κόρη τους Μάσα. Αντί, όμως, η γέννηση του παιδιού να βελτιώσει τη σχέση τους, επιταχύνει την κατάρρευσή της. Ο Σίμονοφ διακόπτει πολύ γρήγορα κάθε επικοινωνία με το κοριτσάκι (σχεδόν μέχρι την ενηλικίωσή της αρνιόταν να τη δει και να την παρουσιάσει στους συγγενείς του). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατορθώνει να αφαιρέσει την επιμέλειά της κι από την ίδια τη Βαλεντίνα (η Μάσα ανατράφηκε από τη μητέρα της Βαλεντίνας). Το 1957 εκδίδεται το διαζύγιο κι από εκεί και πέρα η σταδιοδρομία της Σερόβα παίρνει την κάτω βόλτα.

Τα προβλήματά της με το ποτό επιδεινώνονται διαρκώς. Χάνει πρόβες και παραστάσεις, απολύεται από το ένα θέατρο μετά το άλλο. Τραγική ειρωνεία: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 η μοναδική απασχόληση της Σερόβα ήταν ένας ρόλος σε θεατρικό του τέως συζύγου της [«Άνθρωποι της Ρωσίας» («Русские люди»)]. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν σε μια ταινία του 1973.

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

Ο γιος της, μεγαλωμένος στο αφιλόξενο περιβάλλον του ορφανοτροφείου, κατέληξε μπλεγμένος με τον υπόκοσμο και βαριά αλκοολικός. Έζησε μεταξύ αναμορφωτηρίων, στρατοπέδων και φυλακών, πριν το αλκοόλ κόψει το νήμα της ζωής του το 1975.

Λίγους μήνες αργότερα, το βράδυ της 11ης προς τη 12η Δεκεμβρίου 1975, η Βαλεντίνα Σερόβα βρισκόταν νεκρή στο διαμέρισμά της στη Μόσχα. Τα αίτια του θανάτου της δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ. Πάνω στο φέρετρό της υπήρχε μια ανθοδέσμη με 58 τριαντάφυλλα. Ήταν το τελευταίο δώρο του Κονσταντίν Σίμονοφ προς τον μεγάλο έρωτα της ζωής του.

[πηγές: Βικιπαίδεια/ ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости: «Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова», 23.6.2013/ Orlando Figes «The Whisperers: Private Life in Stalin’s Russia», 2007]

Στα 200 π.Χ.

Ανάγλυφο με σκηνή συμποσίου, εποχή του Ασσύριου ηγεμόνα Ασσουρμπανιπάλ

Ανάγλυφο με σκηνή συμποσίου, εποχή του Ασσύριου ηγεμόνα Ασσουρμπανιπάλ

Μια σελίδα από κάποιον τουριστικό οδηγό τύπου Lonely Planet στα 200 π.Χ.

Μεσοποταμία – Βαβυλώνα: πού θα φάτε

«Το κουτούκι του Γιλγαμές: (Ιερειών της Αστάρτης και Ναβοπολάσαρ 7/ 9:00-22:00, κουζίνα: 12:00-21:00) Στην ανατολική όχθη του Ευφράτη, μετά τον ναό της Αστάρτης και στον δρόμο προς τη νέα πόλη και το ελληνικό θέατρο, στην καρδιά του βαβυλωνιακού «Σίτυ», βρίσκεται ένας από τους θεσμούς της τοπικής γαστρονομίας. Διακόσμηση λιτή, αλλά κομψή, όπως αρμόζει στον ιστορικό και κλασσικό χαρακτήρα ενός καταστήματος που μετρά αιώνες ζωής. Μία μεγάλη και μια μικρότερη αίθουσα, συν μερικά σεπαρέ. Διακριτικός φωτισμός. Μέλη του ιερατείου του ναού του Μπελ-Μαρδούκ και του Ναού της Θεμελίωσης Ουρανού και Γης (Ζιγκουράτ Ετεμενάνκι) που μετά τις πρωινές θυσίες και τις διοικητικές υποχρεώσεις τους εκμεταλλεύονται το μεσημεριανό διάλειμμα, στελέχη από τους επιχειρηματικούς οίκους Εγκιμπί και Μουρασού (που έχουν τα κεντρικά γραφεία τους στη συνοικία), Έλληνες διοικητικοί από τη γειτονική Σελεύκεια του Τίγρη και Πέρσες γαιοκτήμονες αποτελούν τους τακτικούς θαμώνες του Γιλγαμές.

Το εμβληματικό πιάτο του καταστήματος είναι το θεσπέσιο κατσικάκι στη γάστρα με ποικιλία λαχανικών. Θα ήταν, όμως, κρίμα να περιοριστείτε στο συγκεκριμένο πιάτο. Λεπτοκομμένες φέτες από αρνάκι μαγειρεμένες με δυόσμο κι άρκευθο, συνοδευόμενες από κριθάρι, βοδινό με γλυκόριζα λεμονάτο, αγριόχηνα μαριναρισμένη σε ξύδι από ρόδι και μαγειρεμένη με κρεμμύδι, σκόρδο, δυόσμο και φασκόμηλο κι εκπληκτική πίτα με κομμάτια αγριόχηνας, πιτσούνια, σιναπόσπορο, ρόκα και κανέλα αποτελούν μερικά από τα εξαιρετικά πιάτα που θα βρείτε στον Γιλγαμές. Οι χορτοφάγοι ας δοκιμάσουν το πιλάφι με ψητό κριθάρι και μυρωδικά. Για γλυκό, τεράστια ποικιλία από μερσού, τρουφάκια ή πιτάκια σε διάφορες γεύσεις (με χουρμά και καρύδι, με σύκα, σταφύλια, μήλα ή με γλυκά τυριά από παραγωγούς της περιοχής).

Πολύ καλό χουρμαδόκρασο που μπορείτε να δοκιμάσετε και σαν απεριτίφ. Το κατάστημα λειτουργεί και ως μικροζυθοποιία παράγοντας τη δική του εξαιρετική μπίρα (έιλ, για την ακρίβεια), τιμώντας τη μακρόχρονη βαβυλωνιακή παράδοση στον τομέα. Ασύγκριτα καλύτερη από τις διάφορες εμφιαλωμένες μπίρες βιομηχανικής παραγωγής (Βαβέλ ή Ενκιντού) που θα βρείτε αλλού. Σαφώς ικανοποιητική κάβα κρασιών, κυρίως συριακών (όπως επιβάλλει κι η ελληνική πελατεία του εστιατορίου): πολύ καλά κόκκινα και λευκά από μικρούς παραγωγούς της Σελεύκειας της Πιερίας και της Απάμειας.

Η επιτυχία του Γιλγαμές μάλλον επιβάλλει την κράτηση. Τιμές ανάλογες της ποιότητας. Υπολογίστε μισή σελευκιδική ή παρθική δραχμή για το πλήρες γεύμα δύο ατόμων (με ποτά)».

Επιγραφή σφηνοειδούς γραφής με μαγειρική συνταγή

Επιγραφή σφηνοειδούς γραφής με μαγειρική συνταγή

Οι κιονίσκοι του Μελκάρτ (ή η άλλη, λιγότερο γνωστή, «Στήλη της Ροζέττης»)

Ο κιονίσκος του Μουσείου του Λούβρου/ πηγή: Magnus Manske - Wikipedia

Ο κιονίσκος του Μουσείου του Λούβρου/ πηγή: Magnus Manske – Wikipedia

 

Στα τέλη του 17ου αιώνα, είχε διαδοθεί στους κύκλους των Ευρωπαίων λογίων η φήμη ότι στη Μάλτα υπήρχε ένα ζεύγος κιονίσκων που πιθανώς κρατούσε το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση του φοινικικού αλφαβήτου και της φοινικικής γλώσσας. Κύριος υπεύθυνος για τη διάδοση της πληροφορίας αυτής ήταν το δίκτυο διοίκησης του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου, στην κυριαρχία του οποίου βρισκόταν την εποχή εκείνη το Αρχιπέλαγος της Μάλτας.

Οι κιονίσκοι ήταν γνωστό στοιχείο της φοινικικής τέχνης. Οι δύο συγκεκριμένοι, όμως, δεν ήταν απλώς ενεπίγραφοι, αλλά έφεραν δίγλωσση επιγραφή, στα φοινικικά και τα αρχαία ελληνικά. Κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα πότε, πού και πώς είχαν βρεθεί. Ένας θρύλος ήθελε να έχουν βρεθεί στα τέλη του 15ου αιώνα στο ψαροχώρι Μάρσασλοκκ, όπου υπήρχε ένας μεγάλος ναός του Μελκάρτ/ Ηρακλή. Κάποιος ιερωμένος είχε ισχυριστεί ότι οι κιονίσκοι βρίσκονταν στην είσοδο της έπαυλης του Μαλτέζου ιστορικού Ιωάννη Φραγκίσκου Αμπέλα, στη Μάρσα. Άλλοι υποστήριζαν ότι το ζεύγος των κιονίσκων είχε βρεθεί στο νησί Γκόζο.

Το 1687 αντίγραφα του κειμένου των επιγραφών στάλθηκαν στον Ιωαννίτη ιππότη Βαρθολομαίο του Πότσο, στη Βερόνα. Παραδόθηκαν σε ένα Βερονέζο ευγενή, τον Φραγκίσκο Σπαραβιέρο, ο οποίος λίγα χρόνια μετά δημοσίευσε το ελληνικό κείμενο της επιγραφής. Το 1741, ο Γάλλος λόγιος Μισέλ Φουρμόν επιχείρησε να μεταφράσει το φοινικικό κείμενο, χωρίς επιτυχία. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο Ιωαννίτης ιππότης Γκυγιό ντε Μαρν δημοσίευσε τα κείμενα της επιγραφής στις δύο γλώσσες, χωρίς να προσπαθήσει να τα μεταφράσει. Το 1758, ο ηγούμενος Ιωάννης-Ιάκωβος Μπαρτελεμύ κατόρθωνε να αποκρυπτογραφήσει το φοινικικό κείμενο με σχεδόν απόλυτη επιτυχία. Η εργασία του δημοσιεύθηκε το 1764. Η φοινικική γλώσσα μπορούσε πια να αποκαλύψει όλα τα μυστικά της στους ερευνητές. Το 1782. ο Μέγας Μάγιστρος των Ιωαννιτών Εμμανουήλ του Ροάν-Πολντύκ προσέφερε τον έναν από τους δύο κιονίσκους στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το έργο του ηγούμενου Μπαρτελεμύ. Ο κιονίσκος αυτός βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο, ενώ ο δεύτερος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μάλτας, στη Βαλλέττα.

Το φοινικικό κείμενο της επιγραφής/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

Το φοινικικό κείμενο της επιγραφής/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

Το κείμενο της επιγραφής αποτελείται από την αφιέρωση δύο αδελφών, πιθανότατα από την Τύρο, στον θεό Μελκάρτ, τον οποίο ταύτιζαν με τον δικό μας Ηρακλή.

«lʾdnn lmlqrt bʿl ṣr ʾš ndrʿbd[k] ʿbdʾšr wʾḥy ʾsršmršn bn ʾsršmr bn ʿbdʾšr kšmʿqlm ybrkm» [«Στον Κύριό μας, τον Μελκάρτ, τον άρχοντα της Τύρου, αφιερώνεται από τον δούλο του, τον Αμπντόσιρ (= δούλο του Οσίριδος) και από τον αδελφό του τον Οσιρσαμάρ (= τον ευλογημένο από τον Όσιρη), γιους του Οσιρσαμάρ, γιου του Αμπντόσιρ, επειδή εισάκουσε τις προσευχές τους! Είθε να τους ευλογεί!»]

Η επιγραφή στα ελληνικά έχει ως εξής: Το ελληνικό κείμενο της επιγραφής των Κιονίσκων του Μελκάρτ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

Το ελληνικό κείμενο της επιγραφής των Κιονίσκων του Μελκάρτ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

«Διονύσιος καὶ Σαραπίων οἱ Σαραπίωνος Τύριοι Ἡρακλεῖ ἀρχηγέτει».

Το περιεχόμενο της δίγλωσσης επιγραφής (που χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ.) επιβεβαιώνει τον υψηλότατο βαθμό του πολιτισμικού συγκρητισμού που χαρακτήριζε ανέκαθεν τις φοινικικές κοινωνίες. Αμφότεροι οι δωρητές φέρουν ονόματα που μνημονεύουν ένα θεό της Αιγύπτου. Στην εξελληνισμένη μορφή των ονομάτων τους, όμως, προτιμούν να παραπέμψουν στον Διόνυσο και τον Σέραπη. Κι όλα αυτά, χωρίς να ξεχνάμε την παραδοσιακή ταύτιση του πολιούχου της Τύρου με τον Ηρακλή.

Ρέκβιεμ για την Τρόικα;

Σύμβολο μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας, που οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μαρασμό και συρρίκνωση και μέρος του πληθυσμού σε εξαθλίωση, η «Τρόϊκα» αποτελεί κόκκινο πανί για αρκετούς Έλληνες, όπως και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο ρεαλιστική είναι, όμως, η επιθυμία να απαλλαγεί αμέσως η χώρα από την εποπτεία της;

Έχει εκφρασθεί η άποψη ότι κάτι τέτοιο ίσως είναι δυνατό σε νομικό επίπεδο, μέσω της αμφισβήτησης της νομιμότητάς της έναντι του πρωτογενούς και παράγωγου ενωσιακού δικαίου. Η άποψη αυτή, ωστόσο, είναι αμφιλεγόμενη τόσο σε νομικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Το ουσιώδες ζήτημα, όσον αφορά την τρόικα δεν είναι η νομιμότητά της, η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με ιδιαιτέρως βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας: η σύσταση του εν λόγω μηχανισμού προβλέφθηκε από συγκεκριμένες πράξεις και νομοθετικά κείμενα της Ένωσης (σημειωτέον ότι το άρθρο 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 2 Φεβρουαρίου 2012 διατήρησε την τρόικα ως εποπτική λύση και για τις μεταγενέστερες περιπτώσεις βοήθειας προς κράτη-μέλη, κάτι που διαπιστώθηκε και στην περίπτωση της Κύπρου). Επιπροσθέτως, τυχόν αποκλίσεις από το ενωσιακό δίκαιο θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογηθούν με την επίκληση των έκτακτων συνθηκών στις οποίες η τρόικα οφείλει την ύπαρξή της: επρόκειτο για θεσμό που έπρεπε να στηθεί βιαστικά στην προσπάθεια άμεσης αντιμετώπισης μιας σοβαρής διατάραξης της οικονομίας κράτους μέλους.

Στη συνέχεια, δεν είναι βέβαιος ο τρόπος με τον οποίο θα ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί η νομιμότητά της. Μπορεί, άραγε, να γίνει δεκτό ότι χωρεί ευθεία προσφυγή ιδιώτη ή κράτους-μέλους; Και ποια ακριβώς πράξη θα προσβληθεί; Επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, το οποίο αποφαίνεται ως πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης επί ορισμένων θεμάτων, απέρριψε πρόσφατα σειρά προσφυγών που είχαν ασκήσει φυσικά και νομικά πρόσωπα κατά του Μνημονίου που υπέγραψαν η Κύπρος και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ). Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, πλην όμως, στην περίπτωση του κυπριακού μνημονίου, αποφάνθηκε ότι, καθόσον ούτε η Κύπρος ούτε ο ΕΜΣ «περιλαμβάνονται στα θεσμικά ή άλλα όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης […] δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων που εγκρίνουν από κοινού» (απόφαση T‑289/13, Ledra Advertising Ltd).

Απομένει, ως «ασφαλής» λύση, η υποβολή στο Δικαστήριο της ΕΕ σχετικής αίτησης προδικαστικής απόφασης από κάποιο ελληνικό δικαστήριο. Ποια θα ήταν, όμως, και στην περίπτωση αυτή τα προδικαστικά ερωτήματα; Θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν και τη νομιμότητα του ίδιου του οργάνου παρακολούθησης της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη χρηματοπιστωτική συνδρομή ή το λογικότερο θα ήταν να ζητηθεί απάντηση σχετικά με το αν είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο συγκεκριμένες προβλέψεις των μνημονίων (λ.χ. σχετικές με το εργατικό δίκαιο); Όποια κι αν είναι η απάντηση, η διαδικασία είναι χρονοβόρα. Θα χρειαστεί, υπό τις καλύτερες συνθήκες, περίπου ένα έτος για την έκδοση μιας απόφασης με αβέβαιο αποτέλεσμα, ενώ οι πολιτικές ανάγκες απαιτούν ταχύτατες λύσεις.

Η αποδοχή, όμως, της τυπικής νομιμότητας του μηχανισμού, είτε ως βεβαιότητα είτε ως πιθανότητα, δεν συνεπάγεται ότι ο συγκεκριμένος μηχανισμός παρακολούθησης πρέπει να αναχθεί περίπου σε τοτέμ της δημοσιονομικής σταθερότητας και να παρουσιασθεί ως η «καλύτερη δυνατή λύση». Κάτι τέτοιο θα παρέβλεπε τόσο τον ad hoc χαρακτήρα της ως θεσμού όσο και τις σοβαρές αντιρρήσεις που έχουν εκφρασθεί όχι μόνο για τη δημοκρατική νομιμοποίησή της, αλλά και για την αποτελεσματικότητά της από αμιγώς τεχνοκρατική άποψη.

Στην πραγματικότητα, το ζήτημα της τρόικας είναι πρωτίστως πολιτικό. Και οι αντιρρήσεις δεν προέρχονται μόνο από την Ελλάδα ή την Αριστερά. Εκτός από τη γνωστή έκθεση και το συνακόλουθο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Μάρτιος 2014), ορισμένες από τις σοβαρότερες ενστάσεις έχουν προβληθεί από τον νυν πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,  Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ.

Την άνοιξη του 2014, και στο ίδιο το πρόγραμμά του ως υποψηφίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ο Γιουνκέρ υποστήριζε: «Στο μέλλον, θα πρέπει να μπορέσουμε να αντικαταστήσουμε την τρόικα με μια δομή που θα διαθέτει ευρύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση και θα πρέπει να λογοδοτεί σε μεγαλύτερο βαθμό για τις πράξεις της, δομή που θα βασίζεται στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και θα υπόκειται σε ενισχυμένο κοινοβουλευτικό έλεγχο, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο».

Στις 16 Ιανουαρίου 2015, σε ομιλία του στο Στρασβούργο προς τους σπουδαστές της γαλλικής εθνικής σχολής δημόσιας διοίκησης (ENA), ο πρόεδρος της Επιτροπής επαναλάμβανε: «οι μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης που είχαμε ως τώρα στη διάθεσή μας δεν ήταν ιδιαιτέρως δημοκρατικοί. Υποστήριζα ανέκαθεν ότι πρέπει να προσθέσουμε μια δόση δημοκρατίας στην τρόικα». Κατόπιν, επανέφερε στον προβληματισμό το νομικό επιχείρημα περί συμβατού χαρακτήρα με τις Συνθήκες της ΕΕ, αναφερόμενος στις πρόσφατες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα του ΔΕΕ Π. Κρουθ-Βιγιαλόν στην υπόθεση Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14), σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κρατών μελών από την ΕΚΤ: κατά τον Ισπανό γενικό εισαγγελέα, η ΕΚΤ δεν μπορεί να καθορίζει το πρόγραμμα και ταυτόχρονα να ελέγχει την εφαρμογή του. Ως εκ τούτου, είναι εκ των πραγμάτων πιθανό να οδηγηθούμε σε τροποποίηση της μορφής του εποπτικού μηχανισμού. «Τούτο αποτελεί ένδειξη περί του ότι η τρόικα, με τη μορφή που γνωρίσαμε, μέχρι σήμερα δεν πρέπει να έχει πολύ μέλλον μπροστά της».

Τούτων δοθέντων, μπορούμε να ευελπιστούμε ότι η τρόικα θα… εξαερωθεί στο προσεχές μέλλον; Μια τέτοια προσδοκία παραβλέπει το πόσο δύσκολο θα είναι για τα ισχυρότερα κράτη-μέλη (και ειδικά τη Γερμανία), αλλά και για την ίδια την Ένωση να παραδεχθούν ότι έσφαλαν όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Η παραδοχή αυτή θα είναι κατά μείζονα λόγο δυσχερής, εάν φανεί ότι οδηγήθηκαν σ’ αυτήν υπό την πίεση της αριστερής κυβέρνησης ενός κράτους-μέλους με σοβαρότατες οικονομικές δυσχέρειες.

Είναι, συνεπώς, εξαιρετικά πιθανό, εάν η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να απαλλαγεί από την τρόικα, να κληθεί συντόμως να της δώσει εκ νέου όρκο πίστης. Παράδοξο και μάλιστα ιδιαιτέρως ενοχλητικό! Σε αυτό το παιχνίδι τύπου και ουσίας, όμως, στο οποίο είναι εξαιρετικά δυσχερές να διακρίνει κάποιος τι άπτεται του πρώτου και τι της δεύτερης, το παράδοξο ενδέχεται, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μια ενδεχόμενη συμφωνία, που θα προέβλεπε ρητά την επανεξέταση σε καθορισμένο χρόνο της μορφής του μηχανισμού παρακολούθησης; Είναι ωστόσο παράτολμο να διακινδυνεύσει κάποιος οποιαδήποτε πρόβλεψη, ειδικά σε μια περίοδο που οι βεβαιότητες μοιάζουν να αμφισβητούνται από τα γεγονότα.

[Γράφτηκε για τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 8ης Φεβρουαρίου 2015]

Προσωπικά δεδομένα…

Φραντς Κόνραντ φον Χέτσεντορφ, πορτραίτο φιλοτεχνημένο από τον Χέρμανν Τόργκλερ, 1915

Φραντς Κόνραντ φον Χέτσεντορφ, πορτραίτο φιλοτεχνημένο από τον Χέρμανν Τόργκλερ, 1915

Οι μεγάλες μεταβολές είναι έργο σχεδόν αόρατων δυνάμεων, συλλογικών κι απρόσωπων, που επενεργούν υπόγεια στις ανθρώπινες κοινωνίες σε βάθος χρόνου. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, όταν επιχειρείται να εξηγηθούν συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, η προσωπικότητα των πρωταγωνιστών τους είναι πάντα άξια προσοχής.

Στο δαιδαλώδες πλέγμα των πολλαπλών κέντρων εξουσίας της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, εκεί κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα, η φιλοπόλεμη σκληρή γραμμή ενσαρκωνόταν κυρίως από έναν άνθρωπο: τον Φραγκίσκο Ξαβέριο Ιωσήφ Κορράδο βαρόνο του Χέτσεντορφ (Franz Xaver Josef Conrad von Hötzendorf), αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της αυτοκρατορίας.

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στρατιωτικών, ο φον Χέτσεντορφ γεννήθηκε το 1852 στο Πέντσινγκ, ένα προάστιο της Βιέννης. Ακολούθησε κι εκείνος στρατιωτική σταδιοδρομία και διακρίθηκε τόσο ως διοικητής μονάδων όσο και ως καθηγητής στρατιωτικών σχολών και θεωρητικός της τακτικής και της στρατηγικής, φτάνοντας, το 1902, στον βαθμό του στρατάρχη. Το 1886 είχε νυμφευθεί την κατά οκτώ χρόνια νεότερή του Βιλελμίνη λε Μπω, με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους.

Ο φον Χέτσεντορφ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φυσιογνωμία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ή παράξενη (πράγμα που τελικά ίσως και να είναι το ίδιο). Η ψυχική ισορροπία του ήταν ιδιαίτερα εύθραυστη. Μετά τον πρόωρο θάνατο της συζύγου του, το 1905, έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Έφτασε μέχρι του σημείου να σκέφτεται μήπως θα ήταν καλύτερο να παραιτηθεί από τη θέση του στο στράτευμα. Η συνηθέστερη διαφυγή του από τη θλίψη ήταν οι συχνές εκδρομές του στα βουνά: περνούσε ώρες ολόκληρες σχεδιάζοντας απότομες δασωμένες πλαγιές. Ο διορισμός του το 1906 στη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου θα πρέπει να έδωσε, προσωρινά έστω, τέλος στις αμφιβολίες του.

Βιργινία φον Ράινινγκχάους

Βιργινία φον Ράινινγκχάους

Κι έπειτα… ήρθε ο έρωτας. Το 1907, σε κάποια δεξίωση, γνώρισε τη Βιργινία (Τζίνα) φον Ράινινγκχάους, σύζυγο ενός Βιεννέζου βιομηχάνου. Την επομένη την επισκεπτόταν στην έπαυλή της: «Είμαι παράφωρα ερωτευμένος μαζί σας κι η μόνη σκέψη που έχω στο μυαλό μου είναι ότι πρέπει να γίνετε γυναίκα μου»! Η έκπληκτη Τζίνα προσπάθησε να του εξηγήσει ότι υπήρχε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: ο επταπλός δεσμός με τον σύζυγό της και τα έξι παιδιά τους. Αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποθαρρύνει τον πενηνταπεντάχρονο στρατιωτικό που ως θεωρητικός πίστευε ότι η επίθεση είναι ό,τι καλύτερο. Μια μέρα αργότερα, ένας υπασπιστής του επισκεπτόταν την φον Ράινινγκχάους για να τη συμβουλέψει ότι, δεδομένης της εύθραυστης ψυχικής υγείας του επιτελάρχη, καλό θα ήταν η κυρία βιομηχάνου να μην του στερήσει κάθε ελπίδα! Λίγες μέρες μετά, ο Κόνραντ φον Χέτσεντορφ επέστρεφε για να δηλώσει στην Τζίνα ότι αν τον απέρριπτε θα υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του αρχηγού του γενικού επιτελείου και θα ιδιώτευε. Μπροστά στον ερωτικό εκβιασμό, βρέθηκε τελικά μια συμβιβαστική λύση: η Τζίνα θα συνέχιζε να ζει με τον άντρα της και τα παιδιά τους, αλλά με την πρώτη ευκαιρία θα είχε κατά νου τον φον Χέτσεντορφ.

Και η ευκαιρία δεν άργησε να εμφανισθεί. Ο κύριος φον Ράινινγκχάους, άλλωστε, είχε πολλές ερωμένες για να ξεχαστεί. Κι αν ήθελε να παρηγορηθεί δεν είχε παρά να δει τα νούμερα στις επικερδείς συμβάσεις προμήθειας των ενόπλων δυνάμεων τις οποίες του χάριζε η απιστία της συζύγου του.

hotzendorff1248575145_65Ο Κόνραντ φον Χέτσεντορφ είχε ανακαλύψει το νόημα της ζωής. Έγραφε στην αγαπημένη του ερωτικές επιστολές κάθε ημέρα. Επειδή όμως δεν μπορούσε να τις στείλει δίχως να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον όχι μόνο δύο οικογενειών, αλλά κι ολόκληρης της αυτοκρατορίας, επέλεξε να τις συγκεντρώνει σε ένα ημερολόγιο το οποίο ονόμασε «Ημερολόγιο των μαρτυρίων μου». Από το 1907 έως το 1915 έγραψε στην Τζίνα περισσότερες από τρεις χιλιάδες επιστολές, κάποιες από τις οποίες ξεπερνούσαν τις εξήντα σελίδες. Κι ήταν τέτοια η ψύχωση με τον ερωτικό δεσμό του που όταν, χρόνια αργότερα, ανοίχτηκε το προσωπικό αρχείο του, βρέθηκαν πάμπολλα αποκόμματα εφημερίδων με διαφημίσεις για αντιρυτιδικές κρέμες κι αντρικά καλλυντικά.

Επειδή αυτό που είχε σημασία για τον φον Χέτσεντορφ ήταν ο παράνομος δεσμός του, εκείνος δεν είχε κανένα ενδοιασμό να υποστηρίζει ακραίες θέσεις στην επαγγελματική ζωή του. Σε καθένα από τα πολλά διπλωματικά ζητήματα που ταλάνιζαν την αυτοκρατορία ο φον Χέτσεντορφ έδινε πάντα την ίδια απάντηση: πόλεμος! Πόλεμος κατά του Βασιλείου της Σερβίας, πόλεμος κατά του Μαυροβουνίου, πόλεμος κατά της Ρουμανίας και της τσαρικής Ρωσίας, πόλεμος ακόμη κι εναντίον της τυπικά συμμάχου Ιταλίας. Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου ήταν δαρβινιστής: πίστευε ότι τόσο οι ανθρώπινες κοινωνίες όσο και η διεθνής κοινότητα αποτελούν πεδίο συγκρούσεων από τις οποίες μόνον οι ισχυρότεροι μπορούν να επιβιώσουν.

Δεν ήταν κι ένθερμος οπαδός της δυαρχίας που είχε καθιερώσει ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ. Οι Ούγγροι τού προκαλούσαν έντονη δυσπιστία. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που είχε εγκάρδιες σχέσεις με τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, πρίγκιπα διάδοχο της αυτοκρατορίας. Ούτε ότι ο Υπουργός Εξωτερικών Αλόις Λέξα φον Έρενταλ καταλεγόταν ανάμεσα στους αντιπάλους του. Εκείνος ήταν, άλλωστε, που πρότεινε στον αυτοκράτορα να απολύσει τον φον Χέτσεντορφ εξαιτίας των αναίτια φιλοπολεμικών απόψεών του. Τον Δεκέμβριο του 1911 ο αυτοκράτορας και αποστολικός μονάρχης απήλλασσε τον ήρωά μας από τα καθήκοντά του. Προσωρινά μόνο, όπως επρόκειτο να αποδειχτεί. Ένα χρόνο αργότερα, ο αρχιδούκας έπειθε τον θείο του να διορίσει εκ νέου τον Φον Χέτσεντορφ αρχηγό του γενικού επιτελείου. Ο φον Έρενταλ, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1912, είχε αποδημήσει σε άλλους τόπους εξαιτίας μιας καλπάζουσας λευχαιμίας.

Κάπως έτσι, ο Φον Χέτσεντορφ δεν σταματούσε να ονειρεύεται τον πόλεμο, τον πόλεμο που θα του έδινε την ευκαιρία να επιστρέψει σαν ήρωας και να κερδίσει για πάντα την καρδιά της αγαπημένης του Τζίνας, βουλώνοντας τα στόματα του κοινωνικού περίγυρου. Στα άρθρα του σε εφημερίδες, στις επίσημες αναφορές και τα υπομνήματα που συνέτασσε, ξεκινούσε πάντα υπερήφανα με την ίδια φράση:  «Θα υποστηρίξω εν προκειμένω την άποψη που πάντα υποστήριζα». Κι η άποψη αυτή ήταν ο πόλεμος. Μόνο κατά τη διάρκεια του 1913, πρότεινε ως μόνη λύση τον πόλεμο κατά της Σερβίας σε τουλάχιστον 25 έγγραφα!

Ο φον Χέτσεντορφ στο γραφείο του, 1914

Ο φον Χέτσεντορφ στο γραφείο του στο Γενικό Επιτελείο, 1914

Και κάποια στιγμή ο πόλεμος έφτασε! Κι είχε γι’ αφορμή τη δολοφονία του αρχιδούκα, του αγαπητού φίλου και προστάτη. Κι ο αρχηγός του επιτελείου έπρεπε τώρα να παίρνει αποφάσεις από τις οποίες θα κρίνονταν ζωές. Χιλιάδες ζωές. Αποφάσεις που πολλοί μετά από χρόνια θα υποστήριζαν ότι ήταν καταστροφικές. Μα ο φον Χέτσεντορφ δεν πρέπει να το ένιωθε έτσι. Άλλωστε, το 1915 κατόρθωνε να παντρευτεί την αγαπημένη του, παρά τις έντονες αντιδράσεις των γιων του και των παιδιών της φον Ράινινγκχάους.

Σε κάθε περίπτωση, πλήρωσε υψηλό τίμημα για τις επιλογές του. Δύο γιοι του σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών. Είδε την αγαπημένη του αυτοκρατορία να διαλύεται.

Πέθανε στις 25 Αυγούστου 1925 στο Μπαντ Μέργκεντχάιμ της Γερμανίας ενώ ακολουθούσε πρόγραμμα λουτροθεραπείας. Στην κηδεία του, στις 2 Σεπτεμβρίου, εκατό χιλιάδες Βιεννέζοι τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία. Η Τζίνα πληροφορήθηκε την ύπαρξη του ημερολογίου του δεύτερου συζύγου της με τις τρεις χιλιάδες ερωτικές επιστολές μόνον αφότου εκείνος δεν βρισκόταν πια στη ζωή.

[Πηγές: Christopher Clark The Sleepwalkers: how Europe went to war in 1914, εκδ. Allen Lane, Λονδίνο 2012 και Penguin Books, Λονδίνο 2013, σελ. 101 επ. (ελληνική έκδοση: «Οι Υπνοβάτες: πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914», εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος)/ Lawrence Sondhaus: «Franz Conrad von Hötzendorf. Architect of the apocalypse» Humanity Press, Βοστώνη 2000/ Wikipédia/ Virginia „Gina“ Laura Antonia Gräfin Conrad von Hötzendorf «Mein Leben mit Conrad von Hötzendorf», Λειψία 1935]

Ιστορίες κι αμαρτίες;

Μάιος 1941: Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη [φωτογραφία: Arthur Conry/ ψηφιοποίηση: Wiki-Ed]

Μάιος 1941: Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη [φωτογραφία: Arthur Conry/ ψηφιοποίηση: Wiki-Ed]

Και ξαφνικά το ελληνόφωνο Διαδίκτυο πήρε φωτιά! Αιτία (ή αφορμή) η αναγόρευση του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Α. Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Η επίσημη τελετή αναβλήθηκε (κι έγινε τελικά υπό συνθήκες σχεδόν μυστικότητας) εξαιτίας αντιδράσεων, μια και ο ιστορικός κατηγορήθηκε ότι στο έργο του για τη Μάχη της Κρήτης επιχειρεί να συμψηφίσει τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η Βέρμαχτ στη Κρήτη με την κρητική αντίσταση. Ακολούθησε πραγματική διαδικτυακή μάχη μεταξύ αντιπάλων κι υπερασπιστών του Ρίχτερ, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ξέφυγε από κάθε λογική, την ώρα που η μια πλευρά εξαπέλυε κατηγορίες οι οποίες ξεκινούσαν από τον ιστορικό αναθεωρητισμό για να φτάσουν σε αυτήν του απολογητή του ναζισμού, ενώ οι εκπρόσωποι της άλλης επιδίδονταν σε ασκήσεις πραγματικού (όσο και αφελούς) αναθεωρητισμού («και γιατί να προβάλουν αντίσταση στους Γερμανούς αντί να κάτσουν στ’ αβγά τους;») ή απροκάλυπτου ρατσισμού σε βάρος των Κρητικών. Τελικά, πόσο δικαιολογημένη ήταν όλη αυτή η φασαρία;

Χάιντς Α. Ρίχτερ

Χάιντς Α. Ρίχτερ

Γεννημένος στο Χαϊλμπρόν της Βυρτεμβέργης το 1939, ο Ρίχτερ σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Μαννχάιμ. Κύριο αντικείμενο των μελετών του είναι η Ιστορία της (μητροπολιτικής) Ελλάδας και της Κύπρου κατά τον 20ό αιώνα. Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων για την περίοδο αυτή, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά: η διδακτορική διατριβή του αφορούσε την Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα από το 1936 έως το 1946, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με θέματα όπως ο βρετανικός επεμβατισμός στα ελληνικά πράγματα, η Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιστορία της Κύπρου από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Εθνική Αντίσταση κ.ο.κ. Είναι επίσης συνιδρυτής του επιστημονικού περιοδικού Θέτις που ασχολείται με την αρχαιοελληνική Ιστορία και την αρχαιολογία στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το 2011 κυκλοφόρησε η μονογραφία του για τη Μάχη της Κρήτης με τίτλο Operation Merkur: Die Eroberung der Insel Kreta im Mai 1941, η οποία κυκλοφόρησε μεταφρασμένη στα ελληνικά την ίδια χρονιά ως «Η Μάχη της Κρήτης» και η οποία φαίνεται ότι προκάλεσε τις αντιδράσεις στις οποίες αναφερθήκαμε.

Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί πολύτιμη πηγή στοιχείων ειδικά σε ό,τι αφορά τους λόγους που οδήγησαν τη ναζιστική Γερμανία στην απόφαση να καταλάβει το νησί, καθώς και τη δράση της Βέρμαχτ τόσο στο πλαίσιο της Επιχείρησης Ερμής όσο και μετά την κατάληψη της Κρήτης. Είναι αλήθεια ότι στις προσωπικές κρίσεις του, ο Ρίχτερ φαίνεται να διάκειται από μάλλον ευμενή στάση όσον αφορά τη Βέρμαχτ, ενώ αρκετά εμφανής είναι και η επικριτική στάση του ως προς τον ρόλο των Βρετανών (θέμα το οποίο δεν συζητήθηκε καθόλου στις ελληνικές διαδικτυακές αψιμαχίες). Ως προς το πρώτο ζήτημα, πράγματι επισημαίνει τη σχέση μεταξύ σκληρότητας της κρητικής αντίστασης και βιαιότητας των γερμανικών αντιποίνων, εκτιμώντας ότι η πρώτη εξηγεί και εν μέρει (αλλά μόνον εν μέρει) δικαιολογεί τη δεύτερη. Επιπλέον, ο Ρίχτερ επιχειρεί να στηρίξει την εκ μέρους του δικαιολόγηση της στάσης της Βέρμαχτ στο νομικό πεδίο: η αντίσταση των Κρητικών είναι τέτοια που απαλλάσσει τον γερμανικό στρατό από την υποχρέωση τήρησης των κανόνων του δικαίου του πολέμου. Τέλος, δείχνει εκτίμηση προς το πρόσωπο του Κουρτ Στούντεντ, του Γερμανού στρατηγού που ήταν επικεφαλής των δυνάμεων που μετείχαν στην Επιχείρηση Ερμής και οποίος ανέλαβε στη συνέχεια τη στρατιωτική διοίκηση του νησιού. Ο Στούντεντ, όμως, εμπλέκεται σε δύο υποθέσεις που βάσιμα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα πολέμου: την εκτέλεση αμάχων στο Κοντομαρί και την Καταστροφή της Καντάνου.

Richter Battle of CreteΗ Μαχη της Κρητης

 

 

 

 

 

 

 

 

Αρκούν οι παραπάνω απόψεις για να προσαφθεί στον Χ. Α. Ρίχτερ η κατηγορία του ιστορικού αναθεωρητισμού και, ακόμη χειρότερα, να εμφανισθεί ως απολογητής του ναζισμού; Ας επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τα δεδομένα με σχετική ψυχραιμία.

Γερμανοί στρατιώτες μπροστά στους τάφους νεκρών συντρόφων τους [πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0848 / CC-BY-SA]

Γερμανοί στρατιώτες μπροστά στους τάφους νεκρών συντρόφων τους [πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0848 / CC-BY-SA]

Πράγματι, οι γερμανικές δυνάμεις στην Κρήτη βρέθηκαν αντιμέτωπες εκτός από τις τακτικές βρετανικές κι ελληνικές δυνάμεις και με μια εξαιρετικά σθεναρή αντίσταση του γηγενούς πληθυσμού. Είναι επίσης γεγονός ότι υπήρξαν και περιπτώσεις βίας που μπορεί να εκπλήττουν δυσάρεστα: πρόκειται για πράξεις τελετουργικής σκύλευσης του νεκρού εχθρού με τον διττό σκοπό του εκφοβισμού των επιζώντων αντιπάλων και της εκδίκησης για την εισβολή στα πατρογονικά εδάφη. Οι πρακτικές αυτές είναι αρχαίες όσο και ο πόλεμος μεταξύ ανθρώπων και ευεξήγητες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Η γερμανική αντίδραση, τόσο στην αρχική στάση των Κρητικών όσο και στη συνεχιζόμενη αντίστασή τους, ήταν μια σειρά από αντίποινα βιαιότητας πρωτοφανούς για τη «Δυτική» Ευρώπη. Αντίστοιχα εγκλήματα πολέμου διαπράχθηκαν σε χώρες της Δύσης μόνον προς το τέλος της γερμανικής κατοχής και υπό την πίεση της προέλασης των συμμαχικών δυνάμεων (αφαιρούμε προς το παρόν από την εξίσωση τα μαζικά εγκλήματα πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο, μια και πρόκειται για μια διαφορετική ιστορία που ξεπερνά την πιο νοσηρή ανθρώπινη φαντασία).

Από τη σφαγή στο Κοντομαρί [πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-166-0525-39 / Weixler, Franz Peter / CC-BY-SA]

Από τη σφαγή στο Κοντομαρί [πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-166-0525-39 / Weixler, Franz Peter / CC-BY-SA]

Αποτελεί ιστορικό αναθεωρητισμό η προσπάθεια του Ρίχτερ να εξηγήσει τη βιαιότητα της Βέρμαχτ εμφανίζοντάς την ως αντίδραση στην κρητική αντίσταση; Όχι, γιατί το επιχείρημα δεν είναι νέο: ήταν η κύρια γραμμή άμυνας των Γερμανών στρατιωτικών που κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη. Εκτός από παλαιό, το επιχείρημα υπήρξε και αρκετά αποτελεσματικό, τουλάχιστον για εκείνους που αιχμαλωτίστηκαν από τους δυτικούς συμμάχους. Ο Στούντεντ καταδικάστηκε από βρετανικό στρατοδικείο σε πενταετή κάθειρξη για εγκλήματα σε βάρος Βρετανών αιχμαλώτων. Δεν καταδικάστηκε για τα εγκλήματα των οποίων θύματα υπήρξαν άμαχοι, ούτε κι οι Βρετανοί δέχτηκαν το αίτημα έκδοσής του που είχε υποβάλει η Ελλάδα. Τελικά ο Στούντεντ εξέτισε λιγότερα από τρία χρόνια κι αποφυλακίστηκε για «ιατρικούς λόγους» (πέθανε σε ηλικία 88 ετών το 1978). Φαίνεται ότι μόνον η ελληνική δικαιοσύνη καταδίκασε Γερμανούς στρατιωτικούς για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη με θύματα αμάχους: λ.χ. για το Ολοκαύτωμα της Βιάννου καταδικάστηκε το 1947 κι εκτελέστηκε το 1947 στην Αθήνα ο «Χασάπης της Κρήτης» στρατηγός πεζικού Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ (είχε αιχμαλωτισθεί στην Ανατολική Πρωσία από τους Σοβιετικούς οι οποίοι τον εξέδωσαν στην Ελλάδα), Μαζί του εκτελέστηκε, για το σύνολο των γερμανικών εγκλημάτων πολέμου στην Κρήτη, κι ο (αποστρατευθείς λόγω ψυχολογικών προβλημάτων) στρατηγός αλεξιπτωτιστών Μπρούνο Μπρώυερ (αυτός μάλλον από ατυχία και πληρώνοντας κυρίως για τα εγκλήματα άλλων).

Κουρτ Στούντεντ

Κουρτ Στούντεντ

Είναι θεμιτή η στάση ενός ιστορικού, κατά μείζονα λόγο Γερμανού, ο οποίος κρίνει με σχετική επιείκεια τη δράση της Βέρμαχτ; Κατά τη γνώμη μου είναι, εφόσον δεν παραμορφώνει πραγματικά περιστατικά, δεν αλλοιώνει τα ιστορικά στοιχεία και διευκρινίζει με απόλυτη σαφήνεια πότε εκφέρει υποκειμενικές κρίσεις. Σε γενικές γραμμές, οι προϋποθέσεις αυτές μάλλον συντρέχουν στην περίπτωση του βιβλίου του Ρίχτερ (λ.χ. οι επίμαχες απόψεις του παρατίθενται σε χωριστό κεφάλαιο, αφού έχουν εκτεθεί τα γεγονότα). Σε παλαιότερη συνέντευξή του (πριν την έκδοση του βιβλίου για τη Μάχη της Κρήτης), ο Ρίχτερ είχε δηλώσει τα εξής: «Καθόσον με αφορά, παρουσιάζω τα ιστορικά γεγονότα και κατόπιν προσπαθώ να τα ερμηνεύσω. Αυτό που έχει πραγματικά μεγάλη σημασία είναι να παρουσιάσω τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο ώστε όποιος τα διαβάσει να έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε συμπεράσματα που ίσως να είναι διαφορετικά από τα δικά μου. Και φυσικά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ένα πράγμα. Δεν υπάρχει μία και μοναδική ιστορική αλήθεια. Αυτή αποτελεί το άθροισμα όλων των αληθινών ιστοριών». Το βιβλίο του απευθύνεται στον στοιχειωδώς πεπαιδευμένο αναγνώστη ιστορικών συγγραμμάτων, ο οποίος μπορεί να φιλτράρει τις απόψεις του ιστορικού, διαχωρίζοντάς τες από τα στοιχεία και κρίνοντας αν θα τις αποδεχθεί ή θα τις απορρίψει.

Τούτου δοθέντος, η υπό κρίση άποψη του Γερμανού ιστορικού δεν είναι δυνατόν να με βρεί σύμφωνο. Όποια κι αν είναι η μορφή αντίστασης σε έναν εισβολέα δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει τα αντίποινα του δεύτερου που πληρούν τον ορισμό του εγκλήματος πολέμου. Η προσωπική διαφωνία μου, όμως, δεν θα με οδηγήσει σε συνολική απόρριψη του έργου του ιστορικού ούτε στη διατύπωση κατηγοριών (εντός κι εκτός εισαγωγικών).

Είναι θεμιτή η απόφαση του Πανεπιστημίου Κρήτης να τιμήσει έναν ιστορικό με απόψεις αμφιλεγόμενες για αρκετούς: Δεν ξέρω αν μου πέφτει λόγος κι άλλωστε, για λόγους αρχής, τάσσομαι υπέρ της αυτονομίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Υπενθυμίζω, πάντως, ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε ήδη τιμήσει τον Χ. Α. Ρίχτερ, απονέμοντάς του, το 2000, τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα.

Είναι θεμιτές οι αντιδράσεις των Κρητικών που αισθάνονται προσβεβλημένοι από τις απόψεις του Γερμανού ιστορικού; Νομίζω πως ναι (ακόμη κι αν θεωρώ υπερβολικό τον τρόπο εκδήλωσής τους). Εφόσον έτσι έκριναν, έχουν κάθε δικαίωμα να εκφράσουν τη διαφωνία τους (εντός λογικών ορίων). Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω ότι οι διαφωνία επί ιστορικών θεμάτων πρέπει να εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο.

Τι θεωρώ αθέμιτο σε όλη αυτήν την ιστορία; Τις παρεκτροπές κάποιων δήθεν υπερασπιστών του ιστορικού. Μιλώ για εκείνους που δίχως καθόλου αναστολές εξέφρασαν ένα χυδαίο ρατσισμό σε βάρος συλλήβδην των Κρητικών, λατρεύοντας τα πιο απεχθή στερεότυπα και αναγορεύοντας τη συλλογική ευθύνη ως μέτρο υπέρτατης κρίσης. Συνοδεύοντας τις «απόψεις» τους αυτές με θεωρίες περί μάταιου κι επιζήμιου χαρακτήρα της οποιασδήποτε αντίστασης στον κατακτητή δεν υπονόμευσαν μόνο τον υποτιθέμενο στόχο τους, αλλά κι απέδειξαν ότι αδυνατούν να κατανοήσουν θεμελιώδεις αρχές της ηθικής και, φυσικότατα, της Ιστορίας.

Να ελπίσουμε, άραγε, ότι την επόμενη φορά που θα ανακύψει διαμάχη σχετικά με κάποιο σύγγραμμα Ιστορίας θα υπάρξει περισσότερη ψυχραιμία και λογική;

Γράμματα από το Μέτωπο

Lettres de la wehrmacht«[Υπάρχει] βεβαίως μια σημαντική διαφορά μεταξύ του αυτουργού και του θύματος του εγκλήματος. Για τον αυτουργό, το έγκλημα είναι ένα στοιχείο της Ιστορίας και όχι η κύρια πλοκή της. Για το θύμα, το έγκλημα είναι η ίδια η Ιστορία.» (Τίμοθυ Σνάυντερ, πρόλογος στο « Lettres de la Wehrmacht » της Μαρί Μουτιέ, σελ. 8)

Στο βιβλίο της «Επιστολές της Βέρμαχτ» που κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο, η νεαρή Γαλλίδα ιστορικός Μαρί Μουτιέ παραθέτει και σχολιάζει περισσότερες από εκατό επιστολές που έγραψαν Γερμανοί στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί (σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις προερχόμενοι εξ εφέδρων) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι επιστολές προέρχονται από το αρχείο του Μουσείου Επικοινωνιών στο Βερολίνο. Αυτές που επελέγησαν να δημοσιευθούν καλύπτουν ολόκληρη τη χρονική διάρκεια κι όλα τα μέτωπα του πολέμου. Παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, σε τρία μέρη που αντιστοιχούν στις κύριες φάσεις του Β΄ ΠΠ: 1939-1941, δηλαδή την εποχή των θριάμβων της Βέρμαχτ, 1942-1943, όταν η πολεμική σύγκρουση φτάνει στον παροξυσμό της, και 1944-1945, εποχή της υποχώρησης και της τελικής ήττας. Σε κάποιες περιπτώσεις, περιλαμβάνονται περισσότερες της μίας επιστολές του ίδιου στρατιώτη, στοιχείο που παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του επιστολογράφου αναλόγως της εξέλιξης του πολέμου.

Τα γράμματα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερες λογοτεχνικές ή φιλοσοφικές αξιώσεις. Οι στρατιώτες της Βέρμαχτ απευθύνονται στα προσφιλή τους πρόσωπα (τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους γονείς και τ’ αδέλφια τους). Γράφουν συνήθως για το φαγητό και τις συνθήκες διαβίωσης, ρωτούν για τα προβλήματα που απασχολούν τους οικείους τους στην καθημερινότητά τους. Ο ίδιος ο πόλεμος εμφανίζεται στις επιστολές με όσο πιο διακριτικό τρόπο γίνεται: οι άνδρες της Βέρμαχτ δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να επιτείνουν την ανησυχία των αγαπημένων τους. Από όλες αυτές τις απόψεις, οι επιστολές καταδεικνύουν το απολύτως ανθρώπινο πρόσωπο των ανδρών που διεξήγαγαν τον πιο φονικό πόλεμο της Ιστορίας.

Οι ελληνικές επιστολές: Τρεις από τις επιστολές παρουσιάζουν ελληνικό ενδιαφέρον. Η επιστολή της 12ης Μαΐου 1941 γράφτηκε στο Λουτράκι από έναν αλεξιπτωτιστή 22 ετών (κεφ. 19, Ένας αλεξιπτωτιστής στην Ελλάδα, σελ. 107-108). Η κύρια έγνοια του είναι ο ανεφοδιασμός κι η εξεύρεση τροφής. Κατά τα λοιπά, αναρωτιέται με κάποια δόση ειρωνίας «πού πρόκειται να προσγειωθούμε στη συνέχεια, ανάμεσα στους Ινδούς ή στους Ζουλού;… Αφού κατακτήσουμε τον Νότιο Πόλο, θα χρειαστεί να πολεμήσουμε και για τον Βόρειο!». Οκτώ ημέρες αργότερα, ο αλεξιπτωτιστής Χουμπέρτους Γκ, της 7ης Μεραρχίας θα σκοτωθεί στη Μάχη της Κρήτης.

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Οι άλλες δύο «ελληνικές» επιστολές ανήκουν στον Καρλ Κ., διδάκτορα φιλοσοφίας από το Μεκλεμβούργο, ο οποίος εργαζόταν ως καθηγητής σε λύκειο (κεφ. 27, Πύρρειος νίκη, σελ. 129-132/ κεφ. 41, Ελληνικά κεράσια, σελ. 177-178). Υπηρετεί σε μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας της Λουφτβάφφε και με την ιδιότητα αυτή βρίσκεται στην Κρήτη αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς. Το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης επιστολής, η οποία γράφτηκε στις 21 Αυγούστου 1941 κι απευθύνεται στη μητέρα του συγγραφέα, είναι αφιερωμένο στους συντρόφους που έπεσαν στη μάχη και στη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν οι Κρητικοί αντάρτες. Οι εκτελέσεις ως αντίποινα παρουσιάζονται με απόλυτη φυσικότητα ως η δέουσα απάντηση, Ωστόσο, ο Καρλ Κ. αφήνει να φανούν και τα πιο λόγια ενδιαφέροντά του: επισημαίνει ότι για να πάει από το σχολείο που χρησιμοποιεί η μονάδα του ως στρατώνα στην πόλη του Ηρακλείου πρέπει να περάσει από το ενετικό φρούριο του λιμανιού. Και στη δεύτερη επιστολή του (16-18 Μαΐου 1942) μνημονεύει τις επισκέψεις του στους αρχαιολογικούς χώρους της Κνωσσού και της Φαιστού.

Βία κι εγκλήματα πολέμου: Η βία και τα εγκλήματα πολέμου εμφανίζονται μάλλον σπάνια στα γράμματα των στρατιωτών και δικαιολογούνται σχεδόν πάντα με τα στερεότυπα της ναζιστικής προπαγάνδας (οι «εκφυλισμένοι» Γάλλοι, οι «βρόμικοι καθυστερημένοι υπάνθρωποι» Σλάβοι, η «ιουδαιοπλουτοκρατία» κ.ο.κ.). Η σφαγή του Μπάμπι Γιαρ, οι χιλιάδες Εβραίοι και Ρώσοι εκτελεσμένοι μνημονεύονται απλώς ως αριθμοί, ως αναγκαία θύματα για την επικράτηση της Νέας Τάξης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποιος στρατιώτης μπορεί να εκφράσει θεωρητικά τη συμπάθειά του για τα βάσανα του Άλλου, αλλά αυτή η συμπάθεια δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πράξεις, μια και το καθήκον επιτάσσει διαφορετικά.

Ενδεικτική της τελευταίας κατηγορίας είναι η επιστολή του Κουρτ Χ., γεννημένου στο Βερολίνο το 1903 και κοσμηματοπώλη εν καιρώ ειρήνης (κεφ. 37, Ο Δεσμοφύλακας, 20 Μαρτίου 1942, σελ. 163-166). Ο Κουρτ Χ. υπηρετεί στο 303ο Τάγμα Πεζικού: βρίσκεται στο Κόβελ της βορειοδυτικής Ουκρανίας και η αποστολή του είναι να φρουρεί Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. Το γράμμα του είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μια ερωτική εξομολόγηση προς τη γυναίκα του Κουρτ, την Ντίτα: ξεκινά με εντελώς ρομαντικό ύφος («Τ’ αστέρια λάμπουν! Διάλεξα το πιο ωραίο, εσένα!») για να εξελιχθεί σε προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου και να ολοκληρωθεί με μια πραγματεία περί συζυγικής πίστης κι απιστίας, διανθισμένη με παραδείγματα. Πιο πριν, όμως, ο Κουρτ Χ. έχει μιλήσει για τα μαρτύρια των αιχμαλώτων κι έχει εγκωμιάσει την αφοσίωση των γυναικών τους, οι οποίες δεν διστάζουν να διανύσουν με τα πόδια τα 500 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Κόβελ από το Κίεβο, μέσα στο χιόνι, το πολικό ψύχος, το σκοτάδι και τους κινδύνους του πολέμου, μόνο και μόνο για να δουν μήπως ο άντρας τους βρίσκεται μεταξύ των αιχμαλώτων, πολλές φορές μάταια, κάποιες άλλες δίχως να έχουν καν τη δυνατότητα να του μιλήσουν έστω και για δυο λεπτά!  Ο δεσμοφύλακας νιώθει συμπόνια, αλλά το καθήκον δεν του επιτρέπει να κάνει κάτι. Και το καθήκον δεν είναι δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Γερμανοί στρατιώτους προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Γερμανοί στρατιώτες προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Αμφισβήτηση: Όποιος αναζητήσει στις επιστολές αυτές στοιχεία αμφισβήτησης του ναζιστικού συστήματος αξιών και του «δίκαιου» χαρακτήρα του πολέμου που διεξάγει η Γερμανία θα απογοητευθεί. Ακόμη και τα γράμματα των τελευταίων μηνών του πολέμου, που αποπνέουν αναμφίβολα μια μοιρολατρική αποδοχή της συντριβής, δεν εκφράζουν κάποια αμφισβήτηση. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη πλειονότητα των επιστολών είναι σύμφωνη με το ιδεώδες πρότυπο του γενναίου στρατιώτη που πάνω απ’ όλα βάζει το καθήκον του προς την πατρίδα. Οι λιγοστές που αποκλίνουν από το πρότυπο αυτό εκφράζουν είτε δυσκολίες προσαρμογής (κάποιος νέος από αριστοκρατική οικογένεια νιώθει να πνίγεται ανάμεσα σε παιδιά λαϊκότερων τάξεων που αδυνατούν να εκτιμήσουν τα ενδιαφέροντά του για τα γράμματα και τις τέχνες) είτε τον προσωπικό φόβο κάποιου για τη ζωή του (χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός στρατιώτη που τελικά λιποτακτεί στους Αμερικανούς ενώ υπηρετεί στην Ιταλία).

Ζωή και πεπρωμένο: Ποιο είναι τελικά το στοιχείο που καθιστά ορισμένες επιστολές πραγματικά συγκλονιστικές; Μα, φυσικά, η συγκυρία και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται. Το γεγονός ότι κάποιες από αυτές είναι και οι τελευταίες του επιστολογράφου, όπως εκείνη που υπαγορεύει ο βαριά τραυματίας στη μητέρα ενός άλλου τραυματισμένου συντρόφου του σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο του Τορν, λίγες μέρες πριν πεθάνει. Πρωτίστως, η αποδοχή του πεπρωμένου, του ενδεχόμενου του θανάτου.

Κάποιες φορές, η στάση αυτή συνοδεύεται από ηρωικές δηλώσεις, από τη διατράνωση της πίστης στα εθνικά ιδεώδη. Όπως ακριβώς στην επιστολή που γράφει την Πρωτοχρονιά του 1945, κάπου στην Τσεχοσλοβακία, ο Άντολφ Ντ. από το Αννόβερο στη γυναίκα του, ενώ το σπίτι τους έχει καταστραφεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (κεφ. 89, Πρωτοχρονιά 1945, σελ. 303-306):

«Όταν θα ξαναβρεθώ κοντά σας, θα τα ξαναχτίσουμε όλα μαζί… Αν πάλι η μοίρα δεν το θελήσει να ξαναγυρίσω, μη με θρηνήσεις, θα έχω δώσει τη ζωή μου για σένα και τα παιδιά, για να μπορέσουν αυτά να μεγαλώσουν σ’ ένα καλύτερο κόσμο κι εσύ να τα συνοδέψεις σ’ ένα λαμπρότερο μέλλον. Οργάνωσε το σπίτι μας σαν να βρίσκομαι πάντα δίπλα σας. Θέλω να συνεχίσετε να ζείτε ευτυχισμένοι και δίχως εμένα…» [ο Άντολφ Ντ. αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς λίγο πριν το τέλος του πολέμου κι είχε την τύχη να επιστρέψει στην οικογένειά του μετά από λίγες μόνο ημέρες αιχμαλωσίας].

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Σε άλλες περιπτώσεις όμως, κι αυτό είναι ακόμη πιο τραγικό, ο στρατιώτης που έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου προσπαθεί να πείσει την οικογένειά του ότι όλα πηγαίνουν καλά, σχεδόν σαν να απουσιάζει απλώς σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι. Χαρακτηριστικά είναι τα τελευταία γράμματα του Αλόις Σ. από το Ζάαρ στη γυναίκα του, ενώ ο στρατιώτης υπηρετεί στο Ανατολικό Μέτωπο, τον Νοέμβριο του 1942 (κεφ. 54, Τα Σκοτάδια, σελ 209-211).

«Ανατολικό Μέτωπο, 25 Νοεμβρίου 1942

Γλυκιά, μικρή μου Φρίντα!

Μια και δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για να σου γράψω γράμμα, αλλά δεν θέλω και να σε κάνω να περιμένεις, σου στέλνω αυτήν την καρτούλα.Είμαι πάντα καλά, το ίδιο ελπίζω και για σας στο σπίτι! Σε φιλώ! Πολλά φιλιά και στα παιδιά μας!

Ο Αλόις σου, ο μπαμπάς σας».

Την ίδια μέρα, ο Κόκκινος Στρατός εξαπολύει μια φοβερή αντεπίθεση κατά των γερμανικών δυνάμεων του θυλάκου του Ρζέφ. Ο Αλόις Σ. πέφτει στο πεδίο της μάχης λίγες ώρες αφότου διαβεβαίωνε τη γυναίκα και τα παιδιά του ότι όλα πήγαιναν καλά…

Η ιστορικός επισημαίνει ότι αυτοί, οι τόσο ανθρώπινοι και τρυφεροί στρατιώτες, ήταν ακριβώς εκείνοι που «διέπραξαν το ανεπανόρθωτο». Η οικειότητα που δημιουργεί η ανάγνωση των επιστολών αυτών αποτελεί ευκαιρία περισυλλογής σχετικά με τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τον διαρκή κίνδυνο επανάληψης μιας δολοφονικής επιχείρησης τέτοιου μεγέθους. «Ο πόλεμος, κατά μείζονα λόγο ο πιο φρικαλέος δυνατός, δεν είναι υπόθεση γραφειοκρατικών μηχανών. Ήταν, είναι και θα είναι υπόθεση ανθρώπων» (σελ. 40).

[Marie MOUTIER, avec la participation de Fanny CHASSAIN-PICHON, préface de Timothy SNYDER «Lettres de la Wehrmacht», Perrin, Παρίσι 2014, 338 σελ.]

Ο «άγιος» Γκινφόρ (παράξενες δοξασίες του Μεσαίωνα… κι όχι μόνο)

Από το Livre de Chasse (1387-1389), του Γκαστόν Φεμπύς, κόμητος της Φουά

Από το Livre de Chasse (1387-1389), του Γκαστόν Φεμπύς, κόμητος της Φουά

Όπως μας λέει ο θρύλος, ο Γκινφόρ ήταν το λαγωνικό ενός καστελλάνου της περιοχής των Ντομπ, όχι πολύ μακριά από τη Λυών (πιθανώς του καστελλάνου του Βιγιάρ-λε-Ντομπ). Μια μέρα, ο καστελλάνος φεύγει από τον πύργο του, αφήνοντας το μωρό του μαζί με τον Γκινφόρ. Επιστρέφοντας το απόγευμα βλέπει έντρομος την κούνια του μωρού άδεια κι αναποδογυρισμένη και τον σκύλο μέσα στα αίματα. Πιστεύοντας ότι ο σκύλος κατασπάραξε το βρέφος, βγάζει το ξίφος του και σκοτώνει τον δύστυχο Γκινφόρ στη στιγμή. Τότε ακούει το κλάμα του μωρού του, ανακαλύπτει δίπλα ένα νεκρό φίδι και συνειδητοποιεί ότι το σκυλί όχι μόνο δεν είχε επιχειρήσει να κάνει κακό στο μωράκι, αλλά το προστάτεψε από θανάσιμο κίνδυνο. Συντετριμμένος, ο καστελλάνος αντιλαμβάνεται το μέγεθος του σφάλματός του. Παίρνει το άψυχο σώμα του ηρωϊκού Γκινφόρ και το θάβει στο κοντινό δάσος. Έπειτα φυτεύει ένα δεντράκι πάνω απ’ το σημείο του τάφου, ώστε όλοι να θυμούνται πού ακριβώς αναπαύεται το γενναίο σκυλί. Η φήμη του Γκινφόρ εξαπλώνεται και γεννιέται ένας πραγματικός θρύλος. Οι χωρικοί των γύρω περιοχών πιστεύουν ότι έχει θαυματουργές ιδιότητες: το νεκρό σκυλί μετατρέπεται σε άγιο προστάτη των άρρωστων κι ανάπηρων βρεφών.

Ο Στέφανος του Μπουρμπών γεννήθηκε μεταξύ του 1180 και του 1190 στην Μπελλβίλ, πάντα στην περιοχή της Λυών. Το 1217, στο Παρίσι, εισέρχεται στο τάγμα των Δομινικανών. Το 1223 ονομάζεται γενικός ιεροκήρυκας κι αρχίζει να διατρέχει ολόκληρη την ανατολική Γαλλία, από τη Λυών ως τη Λωρραίνη, κι από τη Βουργουνδία μέχρι το Ρουσσιγιόν, κηρύττοντας τον Λόγο του Θεού κι αναζητώντας αιρέσεις και παρεκκλίνουσες δοξασίες. Μεταξύ άλλων, ο Στέφανος γίνεται ένας από τους πρώτους ιεροεξεταστές, σχεδόν αμέσως μετά τη συγκρότηση του σώματος (1231). Προς το τέλος της σταδιοδρομίας του, συγγράφει μια εκτεταμένη συλλογή από παραβολές και άλλες ιστορίες ηθικοπλαστικού περιεχομένου, χρήσιμες για το κήρυγμα ενός ιερωμένου. Πρόκειται για το «Tractatus de diversis materiis predicabilibus» (περ. 1250). Στο βιβλίο του, περιγράφει και την παράδοξη (και εντελώς αιρετική για εκείνον) λατρεία του «αγίου» Γκινφόρ.

Δάσος του Saint-Guignefort στη Ντομπ (φωτογραφία του χρήστη της Wikipédia Cú Faoil)

Δάσος του Saint-Guignefort στη Ντομπ (φωτογραφία του χρήστη της Wikipédia Cú Faoil)

«Πολλές γυναίκες που είχαν άρρωστα ή ανάπηρα παιδιά τα έφερναν σε εκείνο το μέρος. Σ’ ένα κάστρο καλούσαν μια μάγισσα, η οποία δίδασκε στις γυναίκες την τελετή, τις πληροφορούσε τι θα έπρεπε να προσφέρουν και τις μάθαινε τα λόγια της επίκλησης προς τους δαίμονες. Έπειτα τις οδηγούσε στο σημείο του τάφου. Όταν έφταναν εκεί έριχναν αλάτι κι έκαναν κι άλλες προσφορές στους δαίμονες. Κρεμούσαν τα ρουχαλάκια του μωρού στα κλαδιά του δέντρου που ήταν δίπλα τους και κάρφωναν από ένα καρφί στον κορμό καθενός από τα άλλα δέντρα. Ύστερα, η μάνα και η μάγισσα περνούσαν το γυμνό βρέφος μέσα από το άνοιγμα που σχηματιζόταν ανάμεσα σε δυο κορμούς δέντρων και το έδιναν η μία στην άλλη ενιά φορές. Προέβαιναν στη δαιμονική επίκληση κι ικέτευαν τα ξωτικά να δεχτούν το άρρωστο κι ασθενικό μωρό και να τους δώσουν το δικό τους, γερό, στρουμπουλό και υγιές. Έπαιρναν, τέλος, το μωρό και, κάτω από ένα δέντρο, το απέθεταν γυμνό πάνω στο στρώμα που σχημάτιζαν τα ρούχα του. Πλάι στο κεφάλι του τοποθετούσαν δύο κηροπήγια, τα οποία τα στερέωναν στον κορμό του δέντρου που βρισκόταν από πάνω τους

Καθώς η λατρεία του σκυλιού εξαπλώνεται, ο Στέφανος του Μπουρμπών φτάνει στη Ντομπ, πιθανώς το 1235. Διατάσσει την εκταφή του Γκινφόρ και καίει τα οστά του, όπως και το δεντράκι που είχε φυτρώσει πάνω από τον τάφο. Πιστεύει ότι μετά από αυτό, θα πάψει κι η λατρεία του «αγίου» Γκινφόρ. Πλανάται. Οι χωρικοί θα συνεχίσουν να ζητούν τη βοήθεια του σκυλιού για να θεραπευτούν τα άρρωστα παιδιά τους. Η παράδοση θα μείνει ζωντανή μέχρι τη δεκαετία του 1930.

"Ο Μοναχός και η Μάγισσα"

«Ο Μοναχός και η Μάγισσα»

– Η παράξενη αυτή ιστορία θα εμπνεύσει τη Γαλλίδα σκηνοθέτρια Συζάν Σιφφμάν (1929-2001), επί σειρά ετών συνεργάτιδα του Φρανσουά Τρυφφώ, η οποία θα την επιλέξει ως θέμα της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας της. Στον «Μοναχό και τη Μάγισσα» Le Moine et la Sorcière », αγγλικός τίτλος «The Sorceress»), που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1987, ο Στέφανος του Μπουρμπών (Τσεκύ Καρυό) φτάνει σ’ ένα χωριό της Ντομπ αποφασισμένος να ξεριζώσει κάθε δοξασία ή συμπεριφορά που δεν είναι σύμφωνη με το δόγμα της Εκκλησίας. Έχοντας την εντύπωση ότι ξεμπέρδεψε με τη βδελυρή λατρεία του σκυλιού, ανακαλύπτει τον ιδανικό ένοχο στο πρόσωπο της Έλντας (Κριστίν Μπουασσόν), μιας νεαρής γυναίκας που ζει στο δάσος και θεραπεύει τους χωρικούς με βότανα. Στην προσπάθειά του να καταδικάσει την Έλντα ως μάγισσα, ο Στέφανος έρχεται σε σύγκρουση με ολόκληρη την κοινωνία του χωριού, περιλαμβανομένου και του ιερέα του (Ζαν Καρμέ). Στην ουσία, πρόκειται για τη μάχη ανάμεσα στο «λόγιο» επίσημο ιδεολογικό πρότυπο που θέλει να επιβάλει η εξουσία και στις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες.

(- ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τον μύθο του αγίου Γκινφόρ απηχεί και μια σκηνή από τη γνωστή παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων «Η Λαίδη και ο Αλήτης». Στην ταινία του Γουώλτ Ντίσνευ, ο Αλήτης σώζει το μωράκι των κυρίων της Λαίδης από έναν αρουραίο. Εκεί, φυσικά, το τέλος είναι ευτυχές)

Πηγές: – Jean-Claude SCHMITT  « Le saint lévrier. Guinefort, guérisseur d’enfants depuis le XIIIe siècle », Flammarion, Παρίσι 1979, τελευταία έκδοση 2004.

– Laure VERDON « Le Moyen Âge : 10 siècles d’idées reçues », Le Cavalier Bleu, Παρίσι 2013, σελ. 95, 108.

Η αμερικανική αφίσα της ταινίας "Ο Μοναχός και η Μάγισσα"

Η αμερικανική αφίσα της ταινίας «Ο Μοναχός και η Μάγισσα»

[με ειδική αφιέρωση στον Δύτη και στον Γρηγόρη Στ. και τους Κυνοκέφαλούς του]