Ο Κρητικός μεγιστάνας της Γαλικίας

Κωνσταντίνος Κορνιακτός, αρχές του 17ου αι., Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Λβίου, Ουκρανία

Λένε πως όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, κάποιον Έλληνα θα βρεις. Κάποιες φορές η λαϊκή ρήση αυτή επιβεβαιώνεται με τρόπο εντυπωσιακό στα πλέον απροσδόκητα μέρη. Τι θα μπορούσε να συνδέει, άλλωστε, το Ηράκλειο με την ουκρανική Λεόπολη;

Στην πρωτεύουσα της Γαλικίας, την πόλη που οι Ουκρανοί αποκαλούν Λβίου (Львів), οι Πολωνοί Λβουφ, οι γερμανόφωνοι Λέμπεργκ κι οι Ρώσοι Λβοφ, ένα από τα πιο επιβλητικά κτήρια της ιστορικότατης Πλατείας της Αγοράς (ουκρ.: Площа Ринок, πολ.: Rynek we Lwowie) είναι το Μέγαρο Κορνιακτού (Палац Корнякта).

Άποψη της πρωτεύουσας της Γαλικίας/ πηγή Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός γεννήθηκε το 1517 (ή το 1520) στο Ηράκλειο, τον Χάνδακα της ενετοκρατούμενης Κρήτης. Έφηβος ακόμη μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Οι ικανότητές του νεαρού Κρητικού ήταν τόσο μεγάλες που γρήγορα απέκτησε σημαντική περιουσία. Την περιουσία αυτή την αύξησε ακόμη περισσότερο επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του στη Μολδαβία. Στην παραδουνάβια αυτή ηγεμονία ανέλαβε την άσκηση μιας από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες της εποχής: τη διαχείριση τελωνείων και την είσπραξη των αντίστοιχων δασμών για λογαριασμό των υποτελών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ηγεμόνων της περιοχής. Στοχεύοντας πάντα ψηλότερα, ο Κορνιακτός αποφάσισε να μετακινηθεί βορειότερα, χωρίς πάντως να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις του στη Μολδαβία και στην Πόλη. Κι έτσι, κάποια στιγμή, ίσως στα μέσα της δεκαετίας του 1550, βρέθηκε στην πόλη όπου επρόκειτο να ριζώσει, το πολωνικό τότε Λβουφ.

Μέγαρο Κορνιακτού, Λβίου/Λβουφ (πηγή: Wikipedia, χρήστης Gryffindor)

Σε μια εποχή κατά την οποία η πανίσχυρη Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία βρίσκεται στη μέγιστη ακμή της, η Γαλικία αποτελεί τόπο που προσφέρει εξαιρετικές επιχειρηματικές ευκαιρίες. Ήδη ισχυρότατος οικονομικά, ο Κρητικός επιχειρηματίας θα γίνει μέσα σε λίγα χρόνια ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Γαλικία. Τρεις είναι οι κύριοι τομείς δραστηριοτήτων του: πρώτον, το διεθνές εμπόριο διαφόρων προϊόντων (κρασιά, μέλι, υφάσματα, βαμβάκι, δέρματα και γούνες) από και προς την Πολωνία και Λιθουανία, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, τα υπόλοιπα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη Γερμανία. Δεύτερον, η είσπραξη φόρων, τελών και δασμών. Τρίτον, οι τραπεζικές επιχειρήσεις: ο Κορνιακτός δανείζει μεγάλα ποσά όχι μόνο στα μέλη της πολωνικής αριστοκρατίας (szlachta), αλλά και στους ίδιους τους Πολωνούς βασιλείς (μεταξύ των οποίων, στον Σιγισμούνδο Β΄ Αύγουστο). Για τις υπηρεσίες του αυτές ανταμείβεται με τον τίτλο του ευγενούς (1571) και την παραχώρηση σημαντικών φέουδων στη Γαλικία.

Τη δεκαετία του 1570 ξεκινά και η ανέγερση του ιδιωτικού μεγάρου του Κορνιακτού, στην πλατεία της κεντρικής αγοράς του Λβουφ. Τα σχέδια εκπονεί ο Ιταλοπολωνός αρχιτέκτονας Πιοτρ Μπάρμπον (ή Πιέτρο Μπαρμπόνε ή Πιέτρο ντι Μπαρμπόνα), πιθανώς με τη βοήθεια ενός ακόμη Ιταλοπολωνού, του Πάβεου Ζιμιάνιν (ή Πάολο Ρομάνο). Το αναγεννησιακού ρυθμού κτίσμα ολοκληρώνεται πριν από το 1580.

Μέγαρο Κορνιακτού, η εσωτερική αυλή/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Stako (Stanislaw Kosiedowski)

Σε ώριμη ηλικία, το 1575, ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός νυμφεύεται την Άννα Τζεντουσίτσκι, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας ρουθηνικής καταγωγής. Αποκτούν επτά παιδιά, τρεις γιους και τέσσερις κόρες.

Ιδιαιτέρως πιστός, ο Κρητικός μεγιστάνας ενισχύει με κάθε τρόπο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Προβαίνει σε σημαντικές οικονομικές δωρεές, αναζητεί χρηματοδότες μεταξύ κυρίως των Ρουθηνών ευγενών και των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, μεσολαβεί ώστε να εξασφαλισθεί η εύνοια των Πολωνών βασιλέων προς την ορθοδοξία. Πρωτοστατεί στην ίδρυση της Αδελφότητας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και χρηματοδοτεί την ανέγερση σημαντικού μέρους του αρχιτεκτονικού συμπλέγματος του ομώνυμου ναού στο Λβουφ, ο οποίος θεωρείται σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά μνημεία της Ουκρανίας.

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Λβίου/Λβουφ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Πεθαίνει το 1603, έχοντας κατορθώσει να είναι ένας από τους ισχυρότερους, πολιτικά και οικονομικά, ανθρώπους στην Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία. Μετά τον θάνατο του Κορνιακτού, τα παιδιά του ασπάζονται τον καθολικισμό και εκπολωνίζονται πλήρως. Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος, που θα αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πατέρα του, εγκαθίσταται στο οικογενειακό φέουδο του Μπιαουόμποκ (ουκρ.: Μπιλόμποκ) όπου και οικοδομείται το κάστρο του. Θα ζήσει μια ιδιαίτερα ταραχώδη ζωή, εμπλεκόμενος σε συνεχείς και εξαιρετικά βίαιες έριδες με τους Πολωνούς ευγενείς (αρκετοί από τους οποίους τον αντιμετωπίζουν ως ξένο και παρείσακτο), ιδίως δε με τον Στανίσουαφ Σταντνίτσκι, τον (όχι άδικα) επονομαζόμενο και Διάβολο.

Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος (Κονστάντυ Κορνιάκτ), 17ος αι., Μουσείο Ιστορίας του Λβίου

Το Μέγαρο Κορνιακτού θα αγοραστεί το 1640 από τη φημισμένη οικογένεια Σομπιέσκι. Θα αποτελέσει την κατοικία του επιφανέστερου μέλους της, του Πολωνού βασιλέα Ιωάννη Γ΄ Σομπιέσκι, του ανθρώπου που συνέτριψε τις οθωμανικές δυνάμεις έξω από τη Βιέννη το 1683. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πολωνοί εξακολουθούν να ονομάζουν το μέγαρο «Βασιλική Κατοικία στο Λβουφ» (Kamienica Królewska we Lwowie). Σήμερα, το κτήριο στεγάζει το Μουσείο Ιστορίας της πόλης.

Γράμματα από το Μέτωπο

Lettres de la wehrmacht«[Υπάρχει] βεβαίως μια σημαντική διαφορά μεταξύ του αυτουργού και του θύματος του εγκλήματος. Για τον αυτουργό, το έγκλημα είναι ένα στοιχείο της Ιστορίας και όχι η κύρια πλοκή της. Για το θύμα, το έγκλημα είναι η ίδια η Ιστορία.» (Τίμοθυ Σνάυντερ, πρόλογος στο « Lettres de la Wehrmacht » της Μαρί Μουτιέ, σελ. 8)

Στο βιβλίο της «Επιστολές της Βέρμαχτ» που κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο, η νεαρή Γαλλίδα ιστορικός Μαρί Μουτιέ παραθέτει και σχολιάζει περισσότερες από εκατό επιστολές που έγραψαν Γερμανοί στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί (σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις προερχόμενοι εξ εφέδρων) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι επιστολές προέρχονται από το αρχείο του Μουσείου Επικοινωνιών στο Βερολίνο. Αυτές που επελέγησαν να δημοσιευθούν καλύπτουν ολόκληρη τη χρονική διάρκεια κι όλα τα μέτωπα του πολέμου. Παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, σε τρία μέρη που αντιστοιχούν στις κύριες φάσεις του Β΄ ΠΠ: 1939-1941, δηλαδή την εποχή των θριάμβων της Βέρμαχτ, 1942-1943, όταν η πολεμική σύγκρουση φτάνει στον παροξυσμό της, και 1944-1945, εποχή της υποχώρησης και της τελικής ήττας. Σε κάποιες περιπτώσεις, περιλαμβάνονται περισσότερες της μίας επιστολές του ίδιου στρατιώτη, στοιχείο που παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του επιστολογράφου αναλόγως της εξέλιξης του πολέμου.

Τα γράμματα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερες λογοτεχνικές ή φιλοσοφικές αξιώσεις. Οι στρατιώτες της Βέρμαχτ απευθύνονται στα προσφιλή τους πρόσωπα (τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους γονείς και τ’ αδέλφια τους). Γράφουν συνήθως για το φαγητό και τις συνθήκες διαβίωσης, ρωτούν για τα προβλήματα που απασχολούν τους οικείους τους στην καθημερινότητά τους. Ο ίδιος ο πόλεμος εμφανίζεται στις επιστολές με όσο πιο διακριτικό τρόπο γίνεται: οι άνδρες της Βέρμαχτ δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να επιτείνουν την ανησυχία των αγαπημένων τους. Από όλες αυτές τις απόψεις, οι επιστολές καταδεικνύουν το απολύτως ανθρώπινο πρόσωπο των ανδρών που διεξήγαγαν τον πιο φονικό πόλεμο της Ιστορίας.

Οι ελληνικές επιστολές: Τρεις από τις επιστολές παρουσιάζουν ελληνικό ενδιαφέρον. Η επιστολή της 12ης Μαΐου 1941 γράφτηκε στο Λουτράκι από έναν αλεξιπτωτιστή 22 ετών (κεφ. 19, Ένας αλεξιπτωτιστής στην Ελλάδα, σελ. 107-108). Η κύρια έγνοια του είναι ο ανεφοδιασμός κι η εξεύρεση τροφής. Κατά τα λοιπά, αναρωτιέται με κάποια δόση ειρωνίας «πού πρόκειται να προσγειωθούμε στη συνέχεια, ανάμεσα στους Ινδούς ή στους Ζουλού;… Αφού κατακτήσουμε τον Νότιο Πόλο, θα χρειαστεί να πολεμήσουμε και για τον Βόρειο!». Οκτώ ημέρες αργότερα, ο αλεξιπτωτιστής Χουμπέρτους Γκ, της 7ης Μεραρχίας θα σκοτωθεί στη Μάχη της Κρήτης.

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Οι άλλες δύο «ελληνικές» επιστολές ανήκουν στον Καρλ Κ., διδάκτορα φιλοσοφίας από το Μεκλεμβούργο, ο οποίος εργαζόταν ως καθηγητής σε λύκειο (κεφ. 27, Πύρρειος νίκη, σελ. 129-132/ κεφ. 41, Ελληνικά κεράσια, σελ. 177-178). Υπηρετεί σε μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας της Λουφτβάφφε και με την ιδιότητα αυτή βρίσκεται στην Κρήτη αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς. Το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης επιστολής, η οποία γράφτηκε στις 21 Αυγούστου 1941 κι απευθύνεται στη μητέρα του συγγραφέα, είναι αφιερωμένο στους συντρόφους που έπεσαν στη μάχη και στη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν οι Κρητικοί αντάρτες. Οι εκτελέσεις ως αντίποινα παρουσιάζονται με απόλυτη φυσικότητα ως η δέουσα απάντηση, Ωστόσο, ο Καρλ Κ. αφήνει να φανούν και τα πιο λόγια ενδιαφέροντά του: επισημαίνει ότι για να πάει από το σχολείο που χρησιμοποιεί η μονάδα του ως στρατώνα στην πόλη του Ηρακλείου πρέπει να περάσει από το ενετικό φρούριο του λιμανιού. Και στη δεύτερη επιστολή του (16-18 Μαΐου 1942) μνημονεύει τις επισκέψεις του στους αρχαιολογικούς χώρους της Κνωσσού και της Φαιστού.

Βία κι εγκλήματα πολέμου: Η βία και τα εγκλήματα πολέμου εμφανίζονται μάλλον σπάνια στα γράμματα των στρατιωτών και δικαιολογούνται σχεδόν πάντα με τα στερεότυπα της ναζιστικής προπαγάνδας (οι «εκφυλισμένοι» Γάλλοι, οι «βρόμικοι καθυστερημένοι υπάνθρωποι» Σλάβοι, η «ιουδαιοπλουτοκρατία» κ.ο.κ.). Η σφαγή του Μπάμπι Γιαρ, οι χιλιάδες Εβραίοι και Ρώσοι εκτελεσμένοι μνημονεύονται απλώς ως αριθμοί, ως αναγκαία θύματα για την επικράτηση της Νέας Τάξης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποιος στρατιώτης μπορεί να εκφράσει θεωρητικά τη συμπάθειά του για τα βάσανα του Άλλου, αλλά αυτή η συμπάθεια δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πράξεις, μια και το καθήκον επιτάσσει διαφορετικά.

Ενδεικτική της τελευταίας κατηγορίας είναι η επιστολή του Κουρτ Χ., γεννημένου στο Βερολίνο το 1903 και κοσμηματοπώλη εν καιρώ ειρήνης (κεφ. 37, Ο Δεσμοφύλακας, 20 Μαρτίου 1942, σελ. 163-166). Ο Κουρτ Χ. υπηρετεί στο 303ο Τάγμα Πεζικού: βρίσκεται στο Κόβελ της βορειοδυτικής Ουκρανίας και η αποστολή του είναι να φρουρεί Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. Το γράμμα του είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μια ερωτική εξομολόγηση προς τη γυναίκα του Κουρτ, την Ντίτα: ξεκινά με εντελώς ρομαντικό ύφος («Τ’ αστέρια λάμπουν! Διάλεξα το πιο ωραίο, εσένα!») για να εξελιχθεί σε προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου και να ολοκληρωθεί με μια πραγματεία περί συζυγικής πίστης κι απιστίας, διανθισμένη με παραδείγματα. Πιο πριν, όμως, ο Κουρτ Χ. έχει μιλήσει για τα μαρτύρια των αιχμαλώτων κι έχει εγκωμιάσει την αφοσίωση των γυναικών τους, οι οποίες δεν διστάζουν να διανύσουν με τα πόδια τα 500 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Κόβελ από το Κίεβο, μέσα στο χιόνι, το πολικό ψύχος, το σκοτάδι και τους κινδύνους του πολέμου, μόνο και μόνο για να δουν μήπως ο άντρας τους βρίσκεται μεταξύ των αιχμαλώτων, πολλές φορές μάταια, κάποιες άλλες δίχως να έχουν καν τη δυνατότητα να του μιλήσουν έστω και για δυο λεπτά!  Ο δεσμοφύλακας νιώθει συμπόνια, αλλά το καθήκον δεν του επιτρέπει να κάνει κάτι. Και το καθήκον δεν είναι δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Γερμανοί στρατιώτους προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Γερμανοί στρατιώτες προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Αμφισβήτηση: Όποιος αναζητήσει στις επιστολές αυτές στοιχεία αμφισβήτησης του ναζιστικού συστήματος αξιών και του «δίκαιου» χαρακτήρα του πολέμου που διεξάγει η Γερμανία θα απογοητευθεί. Ακόμη και τα γράμματα των τελευταίων μηνών του πολέμου, που αποπνέουν αναμφίβολα μια μοιρολατρική αποδοχή της συντριβής, δεν εκφράζουν κάποια αμφισβήτηση. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη πλειονότητα των επιστολών είναι σύμφωνη με το ιδεώδες πρότυπο του γενναίου στρατιώτη που πάνω απ’ όλα βάζει το καθήκον του προς την πατρίδα. Οι λιγοστές που αποκλίνουν από το πρότυπο αυτό εκφράζουν είτε δυσκολίες προσαρμογής (κάποιος νέος από αριστοκρατική οικογένεια νιώθει να πνίγεται ανάμεσα σε παιδιά λαϊκότερων τάξεων που αδυνατούν να εκτιμήσουν τα ενδιαφέροντά του για τα γράμματα και τις τέχνες) είτε τον προσωπικό φόβο κάποιου για τη ζωή του (χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός στρατιώτη που τελικά λιποτακτεί στους Αμερικανούς ενώ υπηρετεί στην Ιταλία).

Ζωή και πεπρωμένο: Ποιο είναι τελικά το στοιχείο που καθιστά ορισμένες επιστολές πραγματικά συγκλονιστικές; Μα, φυσικά, η συγκυρία και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται. Το γεγονός ότι κάποιες από αυτές είναι και οι τελευταίες του επιστολογράφου, όπως εκείνη που υπαγορεύει ο βαριά τραυματίας στη μητέρα ενός άλλου τραυματισμένου συντρόφου του σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο του Τορν, λίγες μέρες πριν πεθάνει. Πρωτίστως, η αποδοχή του πεπρωμένου, του ενδεχόμενου του θανάτου.

Κάποιες φορές, η στάση αυτή συνοδεύεται από ηρωικές δηλώσεις, από τη διατράνωση της πίστης στα εθνικά ιδεώδη. Όπως ακριβώς στην επιστολή που γράφει την Πρωτοχρονιά του 1945, κάπου στην Τσεχοσλοβακία, ο Άντολφ Ντ. από το Αννόβερο στη γυναίκα του, ενώ το σπίτι τους έχει καταστραφεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (κεφ. 89, Πρωτοχρονιά 1945, σελ. 303-306):

«Όταν θα ξαναβρεθώ κοντά σας, θα τα ξαναχτίσουμε όλα μαζί… Αν πάλι η μοίρα δεν το θελήσει να ξαναγυρίσω, μη με θρηνήσεις, θα έχω δώσει τη ζωή μου για σένα και τα παιδιά, για να μπορέσουν αυτά να μεγαλώσουν σ’ ένα καλύτερο κόσμο κι εσύ να τα συνοδέψεις σ’ ένα λαμπρότερο μέλλον. Οργάνωσε το σπίτι μας σαν να βρίσκομαι πάντα δίπλα σας. Θέλω να συνεχίσετε να ζείτε ευτυχισμένοι και δίχως εμένα…» [ο Άντολφ Ντ. αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς λίγο πριν το τέλος του πολέμου κι είχε την τύχη να επιστρέψει στην οικογένειά του μετά από λίγες μόνο ημέρες αιχμαλωσίας].

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Σε άλλες περιπτώσεις όμως, κι αυτό είναι ακόμη πιο τραγικό, ο στρατιώτης που έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου προσπαθεί να πείσει την οικογένειά του ότι όλα πηγαίνουν καλά, σχεδόν σαν να απουσιάζει απλώς σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι. Χαρακτηριστικά είναι τα τελευταία γράμματα του Αλόις Σ. από το Ζάαρ στη γυναίκα του, ενώ ο στρατιώτης υπηρετεί στο Ανατολικό Μέτωπο, τον Νοέμβριο του 1942 (κεφ. 54, Τα Σκοτάδια, σελ 209-211).

«Ανατολικό Μέτωπο, 25 Νοεμβρίου 1942

Γλυκιά, μικρή μου Φρίντα!

Μια και δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για να σου γράψω γράμμα, αλλά δεν θέλω και να σε κάνω να περιμένεις, σου στέλνω αυτήν την καρτούλα.Είμαι πάντα καλά, το ίδιο ελπίζω και για σας στο σπίτι! Σε φιλώ! Πολλά φιλιά και στα παιδιά μας!

Ο Αλόις σου, ο μπαμπάς σας».

Την ίδια μέρα, ο Κόκκινος Στρατός εξαπολύει μια φοβερή αντεπίθεση κατά των γερμανικών δυνάμεων του θυλάκου του Ρζέφ. Ο Αλόις Σ. πέφτει στο πεδίο της μάχης λίγες ώρες αφότου διαβεβαίωνε τη γυναίκα και τα παιδιά του ότι όλα πήγαιναν καλά…

Η ιστορικός επισημαίνει ότι αυτοί, οι τόσο ανθρώπινοι και τρυφεροί στρατιώτες, ήταν ακριβώς εκείνοι που «διέπραξαν το ανεπανόρθωτο». Η οικειότητα που δημιουργεί η ανάγνωση των επιστολών αυτών αποτελεί ευκαιρία περισυλλογής σχετικά με τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τον διαρκή κίνδυνο επανάληψης μιας δολοφονικής επιχείρησης τέτοιου μεγέθους. «Ο πόλεμος, κατά μείζονα λόγο ο πιο φρικαλέος δυνατός, δεν είναι υπόθεση γραφειοκρατικών μηχανών. Ήταν, είναι και θα είναι υπόθεση ανθρώπων» (σελ. 40).

[Marie MOUTIER, avec la participation de Fanny CHASSAIN-PICHON, préface de Timothy SNYDER «Lettres de la Wehrmacht», Perrin, Παρίσι 2014, 338 σελ.]