Η αποδόμηση ενός μύθου;

Η Ιρένα Σεντλερόβα σε φωτογραφία του 1942

Η Ιρένα Κσυζανόφσκα, γνωστότερη ως Ιρένα Σέντλερ ή, στα πολωνικά, Ιρένα Σεντλερόβα, γεννήθηκε στη Βαρσοβία στις 15 Φεβρουαρίου του 1910. Η Ιρένα, η οποία σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστή διότι, εργαζόμενη ως κοινωνική λειτουργός στην υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας του Δήμου Βαρσοβίας στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, κατόρθωσε να διασώσει περίπου 2.500 Εβραιόπουλα. Για τον λόγο αυτό, το 1965, της απονέμεται από το Ισραήλ ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών».

Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, η Σεντλερόβα είναι πιστή καθολική και μέλος της AK (Armia Krajowa = Στρατού του Εσωτερικού), δηλαδή της ένοπλης αντιστασιακής οργάνωσης που ήταν πιστή στη φιλοδυτική εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου. Προκειμένου να σώσει τα Εβραιόπουλα από βέβαιο θάνατο, μεταβαίνει η ίδια στο γκέτο της Βαρσοβίας, συνοδευόμενη από τους συνεργάτες της. Διαλέγει συνήθως βρέφη ή παιδιά που λόγω της εξωτερικής εμφάνισής τους μπορούν να παρουσιαστούν ως ορφανά των οποίων οι γονείς ήταν χριστιανοί Πολωνοί. Λένε πως πάντοτε στις αποστολές υπήρχε κι ένα σκυλί: τα γαβγίσματά του κάλυπταν το κλάμα των βρεφών που διέσωζε η Σεντλερόβα. Συλλαμβάνεται και βασανίζεται από την Γκεστάπο. Καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά μέλη της Żegota, της πολωνικής Επιτροπής Βοήθειας προς τους Εβραίους, κατορθώνουν να δωροδοκήσουν τους Γερμανούς και να σώσουν τη Σεντλερόβα, την ίδια την ημέρα για την οποία είχε προγραμματιστεί η εκτέλεσή της! Μετά τον πόλεμο, συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και βασανίζεται από το σταλινικό κομμουνιστικό καθεστώς. Απελευθερώνεται, αφού υποχρεωθεί να γίνει μέλος του Polska Zjednoczona Partia Robotnicza (Πολωνικού Ενωμένου Εργατικού Κόμματος), δηλαδή του πολωνικού κομμουνιστικού κόμματος. Όταν ανακηρύσσεται Δίκαιη μεταξύ των Εθνών, το καθεστώς της απαγορεύει τη μετάβαση στο Ισραήλ. Το 1968, όταν το κόμμα προβαίνει σε μια ευρείας κλίμακας αντισημιτική εκστρατεία, εκείνη παραιτείται.


Η επιστημονική έρευνα, όμως, έχει την «κακή» συνήθεια να καταδεικνύει τις αντιφάσεις και τις ανακρίβειες των μύθων και των επίσημων εθνικών αφηγήσεων. Η Σεντλερόβα δεν είχε καμία σχέση με το πρότυπο του πιστού θρησκευόμενου καθολικού. Ο Στανίσουαφ Κσυζανόφσκι, πατέρας της Ιρένας, ήταν γιατρός, ενεργό μέλος του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και… άθεος. Η Ιρένα βαφτίστηκε καθυστερημένα κι ύστερα από πιέσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η ίδια φέρεται να έχει πλειστάκις εξομολογηθεί ότι ήταν άθρησκη. Είναι μια νέα αριστερή (μέλος κι εκείνη, όπως ο πατέρας της, του σοσιαλιστικού κόμματος) και φεμινίστρια.

Οι γονείς της Ιρένας

Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής, η Ιρένα έχει ουσιαστικά χωρίσει από τον σύζυγό της Μιετσύσουαφ Σέντλερ και ζει τον έρωτα της ζωής της με τον Άνταμ Τσελνίκιερ, Εβραίο που θα κατορθώσει να επιβιώσει με το πλαστό όνομα Στέφαν Σγκσεμπίνσκι. Μετά τον πόλεμο θα χωρίσει κι επίσημα με τον Σέντλερ, θα παντρευτεί τον Τσελνίκιερ/Σγκσεμπίνσκι και θα αποκτήσουν τρία παιδιά (εκ των οποίων το ένα θα φύγει από τη ζωή σε μικρή ηλικία). Ποτέ δεν θα μιλήσει στα παιδιά της για την εβραϊκή καταγωγή του πατέρα τους. Το 1959 θα χωρίσει από τον Τσελνίκιερ… και θα παντρευτεί ξανά τον Σέντλερ!

Κατά τη σταλινική περίοδο, δεν θα υποστεί καμία απολύτως δίωξη. Αντιθέτως, θα διοριστεί από το καθεστώς διευθύντρια των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας στη Βαρσοβία, ενώ θα συμμετάσχει και στις εργασίες της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Το κόμμα δεν έπαψε ποτέ να τη διορίζει σε θέσεις ευθύνης. Πράγματι, το 1968, το κύμα αντισημιτισμού θα την οδηγήσει σε αποξένωση από το κόμμα. Όχι, όμως, και σε παραίτηση. Η Ιρένα εξακολούθησε να είναι μέλος του PZPR έως την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία.

Η δράση της δεν ήταν άγνωστη στην Πολωνία, τόσο επί κομμουνισμού όσο και αργότερα. Η ίδια μιλούσε δημόσια για τη δράση αυτή, χωρίς μάλιστα να διστάζει να τη μεγεθύνει και να τη δραματοποιεί. Στην πραγματικότητα, η Σεντλερόβα δεν συμμετείχε ποτέ προσωπικά σε αποστολές στο γκέτο. Η αποστολή της αφορούσε καθήκοντα διοικητικής μέριμνας, συγκεκριμένα δε την πλαστογράφηση εγγράφων που θα επέτρεπαν τη διαφυγή των Εβραιόπουλων από το γκέτο της Βαρσοβίας.

Ι. Σεντλερόβα, φωτογραφία από τον Δεκέμβριο του 1944


Πώς, όμως, φτάσαμε στον μύθο; Λέγεται πως η ιστορία της Σεντλερόβα έρχεται εκ νέου στην επιφάνεια το 1999, χάρη σε μια εργασία μαθητών και μαθητριών του αμερικανικού λυκείου της Γιούνιοντάουν στο Κάνσας. Εν μέρει αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν αρκεί για να εξηγήσει τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια. Ο μύθος γεννιέται και γιγαντώνεται στην Πολωνία στις αρχές του 21ου αιώνα. Το 2007, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας Λεχ Κατσύνσκι προτείνει στη Γερουσία την ανακήρυξη της Σεντλερόβα ως «Εθνικής Ηρωίδας». Η Γερουσία υπερψηφίζει την πρόταση και προτείνει τη Σεντλερόβα, που βρίσκεται ακόμη εν ζωή, για το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης. Η Ιρένα θα αποβιώσει πλήρης ημερών το 2008, χωρίς Νομπέλ, αλλά έχοντας τύχει κάθε επίσημης τιμής εκ μέρους της κυβέρνησης της χώρας της. Η απόδοση τιμών, άλλωστε, δεν θα σταματήσει με τον θάνατο της ηρωίδας. Το 2018 θα ανακηρυχθεί επίσημα στην Πολωνία ως «έτος Σεντλερόβα».

Ήταν, όμως, εντελώς αθώα όλα αυτά; Η προσπάθεια ανάδειξης της δράσης της Σεντλερόβα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό μια δυναμική απάντηση ενός τμήματος της πολιτικής ελίτ και της πολωνικής κοινωνίας στα «ενοχλητικά» ευρήματα της ιστορικής έρευνας. Το 2001 κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιαν Τόμας ΓκροςSąsiedzi: Historia zagłady żydowskiego miasteczka” («Γείτονες: Μια Ιστορία Εξόντωσης Εβραϊκής Κοινότητας»), το οποίο αφηγείται και αναλύει τα γεγονότα που συνέβησαν στο Γεντβάμπνε, μια κωμόπολη στην ανατολική Πολωνία, στις 10 Ιουλίου 1941. Το Γεντβάμπνε βρισκόταν στο τμήμα εκείνο της Πολωνίας που κατέλαβε η ΕΣΣΔ τον Σεπτέμβριο του 1939, βάσει των μυστικών πρωτοκόλλων του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ. Έχει ήδη ξεκινήσει η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα κι ο Κόκκινος Στρατός υποχωρεί. Πριν καν φθάσουν στο Γεντβάμπνε οι δυνάμεις της Βέρμαχτ, οι χριστιανοί κάτοικοί του συγκεντρώνουν τους Εβραίους της κωμόπολης στην κεντρική πλατεία. Τους κακοποιούν, τους υποχρεώνουν να κατεβάσουν ένα άγαλμα του Λένιν που βιαστικά είχε φτιάξει το σοβιετικό καθεστώς και τους οδηγούν σε έναν αχυρώνα, όπου θα τους κάψουν όλους ζωντανούς. Το Γεντβάμπνε δεν ήταν κάποιο μεμονωμένο περιστατικό

Γιαν Τόμας Γκρος (Collège de France, Παρίσι, Φεβρουάριος 2019), φωτογραφία: a. zielinska

Το βιβλίο του Γκρος αποτελεί τη θρυαλλίδα που θα οδηγήσει σε ένα πραγματικό κίνημα ιστορικής έρευνας, με σκοπό να καταδειχθεί μια σύνθετη αλήθεια: στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, ο χριστιανικός πληθυσμός της Πολωνίας δεν είχε απλώς ρόλο «μάρτυρα των γεγονότων», στη χειρότερη περίπτωση, ή «αρωγού των Εβραίων συμπολιτών», στην καλύτερη. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες έδρασε ενεργά συμβάλλοντας στην υλοποίηση της Σοά!

Η ανάδειξη μιας τέτοιας ιστορικής αλήθειας δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη από μέρους των οπαδών ενός «πατριωτικού ιστορικού αφηγήματος», το οποίο προωθεί και το PiS (Prawo i Sprawiedliwość = Δίκαιο και Δικαιοσύνη), κόμμα το οποίο κατέχει και σήμερα την εξουσία στην Πολωνία. Για τον λόγο αυτόν, είναι σκόπιμη και, τελικώς, απαραίτητη η προώθηση μιας ιστορίας απολύτως σύμφωνης με το επίσημο εθνικό αφήγημα. Η περίπτωση της Ιρένας Σεντλερόβα φαίνεται ιδανική για την επίτευξη του στόχου αυτού.

Ήταν πράγματι ηρωική η δράση της Σεντλερόβα στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής; Διακινδύνευσε την ίδια τη ζωή της; Είναι άξια του τίτλου της Δίκαιης Μεταξύ των Εθνών; Η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα είναι ανεπιφύλακτα καταφατική. Ταυτόχρονα, όμως, είναι απαραίτητο να καταγραφεί η ιστορική πραγματικότητα, με τον δυσνόητα σύνθετο χαρακτήρα, τις επιφυλάξεις και τα ερωτηματικά της. Είναι απαραίτητο, μια και διαφορετικά θα διατρέχουμε πάντοτε τον κίνδυνο να ξαναζήσουμε μια φρίκη που πιστεύουμε ότι ανήκει στο παρελθόν.

[βλ. Anna Bikont „Sendlerowa. W ukryciu”, εκδ. Wydawnictwo Czarne, Wołowiec, 2017 και «  Irena Sendler, une Juste “révisitée”, σε Audrey Kichelewski, Judith Lyon-Caen, Jean-Charles Szurek και Annette Wieviorka « Les Polonais et la Shoa, une nouvelle école historique » εκδ. CNRS, Παρίσι, 2019, σελ. 219-226]

Τέλος άδοξο και ατυχές…

Η αυλαία έπεσε βεβαίως με κάποιαν επιδεξιότητα, όπως αρμόζει όταν αποφαίνονται ειδικοί. Πολλοί, άλλωστε, ήταν εκείνοι που διατείνονταν ότι για τέτοια θέματα δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη έχουν μόνον οι επαΐοντες. Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό: αφορά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μιας κοινωνίας και τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζονται οι προτεραιότητες αυτές.

Τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης ήταν πολλαπλώς άτυχα. Κατά πρώτον, αναγόμενα στην Ύστερη Αρχαιότητα, δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε στο εθνικό παραϊστορικό αφήγημα ούτε στο φαντασιακό περί Αρχαιότητας που διαμόρφωσαν και εν συνεχεία μας μετέδωσαν οι διάφοροι δυτικοί αρχαιολάτρες του 18ου και του 19ου αιώνα. Δεν υπήρχαν ούτε Μεγαλέξανδροι ούτε Αθηναϊκές Δημοκρατίες. Δεν μπορούσαν καν να σωθούν με την επίκληση κάποιου παραμυθιού με δράκο, όπως αυτό των «ξένων που μας ζηλεύουν, μας φθονούν και κλέβουν τα μνημεία μας». Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί υποστηρικτές της διάσωσης των ευρημάτων προτιμούσαν να κάνουν λόγο, κάπως αδέξια, για «βυζαντινά μνημεία», μήπως και συγκινήσουν τίποτε ευαίσθητους πατριδόψυχους. Για τους ίδιους λόγους, η επιχειρηματολογία των υπέρμαχων της κατ’ ουσίαν καταστροφής των αρχαιοτήτων ολίσθησε γρήγορα από το λογικοφανές («δεν είναι δυνατό μερικά αρχαία να θέτουν σε κίνδυνο την υλοποίηση ενός έργου απαραίτητου για μια σύγχρονη μεγαλούπολη») στη χονδροειδή υποτίμηση και τους χυδαίους αφορισμούς («Σιγά το πράγμα! Κι εγώ άμα σκάψω στην αυλή μου θα βρω τέτοια αρχαία!», «Και τι θα πάθουμε με μια κολόνα λιγότερη;»).

Εν συνεχεία, οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης είχαν την ατυχία να μην αποτελούν μεμονωμένα ευρήματα: δεν ήταν ένα περίτεχνο γλυπτό, δυο ψηφιδωτά, μια τοιχογραφία, πράγματα που προκαλούν ευκολότερα το ενδιαφέρον του κοινού. Αποτελούσαν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Ωστόσο, όπως σοφά επισήμαινε κάποτε ο Αντρέ Μαλρώ, η διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς δεν μπορεί να περιορίζεται στη διατήρηση μεμονωμένων μνημείων, αλλά επιτάσσει τη διατήρηση συνόλων. Στην περίπτωσή μας, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα είχε την ευκαιρία να περπατήσει στους δρόμους του κέντρου μιας πόλης της Ύστερης Αρχαιότητας, μιας τετραρχικής πρωτεύουσας, της μητρόπολης του ελληνικού χώρου και των Βαλκανίων.

Κάποιος θα έλεγε ότι με τη στάση μας καταδεικνύεται ο προνεοτερικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας. Κάποιος άλλος, με λιγότερες αναστολές, θα υποστήριζε ότι η κοινωνία αυτή έχει από καιρό κάνει τις θεμελιώδεις επιλογές της, που δεν είναι άλλες από την αναζήτηση του βραχυπρόθεσμου κέρδους και την αρπαχτή. Για τον λόγο αυτό και δεν θα ωφελούσε σε τίποτε η επιχειρηματολογία με όρους μάντζμεντ και μάρκετιν, η υπόμνηση του brand name «Ελλάδα», που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ιστορική κληρονομιά της, η επισήμανση του αυτονόητου, ότι δηλαδή το ίδιο το οικονομικό συμφέρον μας επιβάλλει τη διάσωση και την ανάδειξη μνημείων.

Κατά τα λοιπά, μπορούμε πάντοτε να φαντασιωνόμαστε Μεγαλέξανδρους στην Αμφίπολη, να ζητούμε την επιστροφή των Ελγινείων, να επικαλούμαστε το ένδοξο παρελθόν και, παράλληλα, να ονειρευόμαστε ότι από την οικονομική κρίση θα μας βγάλουν οι εκατοντάδες νεοφυείς επιχειρήσεις που θα πωλούν λογισμικό στους «κουτόφραγκους». Να πιστεύουμε, δηλαδή, ότι στην έρημο που οι ίδιοι δημιουργήσαμε θα φυτρώσει δάσος τροπικό.

Μπορεί και να είναι έτσι. Δεν είμαι ειδικός για να σας το πω.

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 19 Δεκεμβρίου 2019]

Η (άτακτη;) υποχώρηση του δημόσιου χώρου

Το ταχυδρομικό μέγαρο στην Πλατεία Αμίλιους πριν από τα έργα (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης MMFE)

Σε παλαιότερες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαμε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι επιλογές των λουξεμβουργιανών ελίτ ενέχουν τον κίνδυνο να καταστήσουν τη χώρα λιγότερο φιλόξενη σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο απ’ ό,τι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Ένα παράδειγμα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι μεμονωμένο, καταδεικνύει ότι τον ίδιο κίνδυνο διατρέχει και το ίδιο το αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας της χώρας.

Πριν από μερικά χρόνια η Πλατεία Αμίλιους αποτελούσε χώρο κατεξοχήν δημόσιο. Εκεί βρίσκονταν το κέντρο διοικητικών υπηρεσιών του δήμου, το οποίο εξυπηρετούσε τους πολίτες, η αστυνομία, το ταχυδρομικό μέγαρο και, βέβαια, οι στάσεις των λεωφορείων. Η πλατεία δεν ήταν ακριβώς όμορφη. Τα τελευταία νεοκλασσικά και λοιπά κτίρια υψηλής αισθητικής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα παραδίνονταν στις μπουλντόζες κι έδιναν τη θέση τους σε απρόσωπα κτίρια γραφείων που μετά από μια δεκαετία μόλις έδειχναν ήδη κακογερασμένα. Ήταν ωστόσο ένας χώρος φιλόξενος για τους κατοίκους και τους επισκέπτες. Οι στάσεις των λεωφορείων ήταν λειτουργικές, διέθεταν στέγαστρα, παρείχαν στον πολίτη τη δυνατότητα να περιμένει σε συνθήκες ανθρώπινες. Η αισθητική του χώρου διασωζόταν από το υπέροχο ταχυδρομικό μέγαρο, έργο του αρχιτέκτονα Σωσθένη Βάις στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τέλος, η πλατεία αποτελούσε την πύλη εισόδου στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Ο ανοιχτός της χώρος σε προσκαλούσε να προχωρήσεις και να επισκεφθείς τα πολύ ομορφότερα σημεία που σε περίμεναν στη συνέχεια του δρόμου σου.

Την ίδια στιγμή ο Δήμος Λουξεμβούργου εκπονούσε το σχέδιο που, σύμφωνα με τους εμπνευστές του θα έφερνε την Πόλη του Λουξεμβούργου στον 21ο αιώνα. Ποιον, όμως, 21ο αιώνα και με βάση ποιες ακριβώς αντιλήψεις; Το φαραωνικό σχέδιο, το οποίο η πόλη θα ανέθετε σε κάποιον διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα κατόπιν διαγωνισμού, προέβλεπε ένα τεράστιο συγκρότημα το οποίο θα κάλυπτε όχι μόνον τον χώρο της Πλατείας Αμίλιους, αλλά θα συνεπαγόταν και την απαλλοτρίωση σειράς κτιρίων επί του Μπουλβάρ Ρουαγιάλ, και το οποίο θα περιελάμβανε εμπορικό κέντρο, πολυώροφο γκαράζ και διαμερίσματα κατοικιών. Οι διαγωνισμοί προκηρύχθηκαν και διενεργήθηκαν, ο σχεδιασμός ανατέθηκε στον Βρετανό σερ Νόρμαν Φόστερ, οι εργολάβοι ορίστηκαν. Το κέντρο της πόλης μετατράπηκε για μια πενταετία σε ένα κακάσχημο αχανές εργοτάξιο, με αίσθηση Βερολίνου του 1945. Ανυπολόγιστη η ζημιά για τα καταστήματα κι εστιατόρια της περιοχής. Απίστευτη η ταλαιπωρία των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης. Το σύστημα των δημόσιων συγκοινωνιών μεταρρυθμίσθηκε ριζικά. Το κοινό των στάσεων της πλατείας μεταφέρθηκε σε δύο στάσεις, Μπουλβάρ Ρουαγιάλ-Αμίλιους και Ίδρυμα Πεσκατόρ, συνωστιζόμενο σε στενά πεζοδρόμια, περιμένοντας κάτω από τη βροχή, το χιόνι ή τον ήλιο, σχηματίζοντας ουρές μήκους 500 μέτρων. Οι άνθρωποι διαγκωνίζονταν για να κατορθώσουν να φτάσουν στο απρόβλεπτο σημείο όπου στάθμευε το λεωφορείο που περίμεναν, αγωνίζονταν να αποφύγουν ποδηλάτες και οδηγούς ηλεκτρικών πατινιών που θεωρούσαν ότι είναι οι απόλυτοι κύριοι του πεζοδρομίου κι αποφάσιζαν να επιταχύνουν μέσα στο πλήθος…

Η νέα μορφή της πλατείας (πηγή: ιστότοπος του νέου συγκροτήματος royal-hamilius, http://www.royal-hamilius.lu)]

Και κάποια στιγμή το έργο ολοκληρώθηκε. Ένα μαμούθ από γυαλί και μέταλλο. Κρύο. Όχι ιδιαιτέρως όμορφο. Με την παραδοξότητα να διακόπτεται από μια γερασμένη πολυκατοικία (της οποίας δεν συμφώνησαν όλοι οι ιδιοκτήτες με την απαλλοτρίωση) της δεκαετίας του 1970 για να συνεχιστεί μετά… Ένας γίγαντας που κρύβει το όμορφο ταχυδρομικό μέγαρο. Οι μόνοι που θα έχουν τη δυνατότητα να το θαυμάζουν είναι οι ένοικοι των διαμερισμάτων τους συγκροτήματος. Άνθρωποι που πλήρωσαν κοντά 20 χιλιάδες ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, χωρίς μάλιστα να αποκτούν πλήρη κυριότητα, αλλά στο πλαίσιο απλώς εμφυτευτικής μίσθωσης ισχύος 100 ετών. Οι υπόλοιποι θα μπορούν απλώς να το βλέπουν μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της στενής οδού την οποία καταδέχτηκε να παραχωρήσει το συγκρότημα ανάμεσα στα δύο μέρη του. Πράσινο δεν υπάρχει πουθενά, εκτός από την οροφή του εμπορικού κέντρου. Κι αν αναρωτιέστε μήπως κέρδισε κάτι ο καταναλωτής, η απάντηση φοβούμαι ότι δεν θα είναι ενθαρρυντική. Το τμήμα βιβλίων της Φνακ είναι θλιβερά μικρό. Οι νέες Γκαλλερί Λαφαγιέτ άνοιξαν διατυμπανίζοντας τη συνεργασία τους με γνωστό λουξεμβουργιανό κατάστημα πώλησης ενδυμάτων. Σε τελική ανάλυση προσφέρουν αυτά που ήδη έβρισκε ο καταναλωτής και πριν…

Η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε κι η γεύση που αφήνει είναι μάλλον πικρή. Το ελάχιστο και σχετικό κέρδος δεν αντισταθμίζει την ταλαιπωρία πέντε δύσκολων χρόνων ούτε, κατά μείζονα λόγο, τις απώλειες για τον πολίτη. Ο δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Το άτομο αντιμετωπίζεται λιγότερο ως πολίτης και πολύ περισσότερο ως πελάτης-καταναλωτής. Το Βασιλικό Βουλεβάρτο από πύλη εισόδου στο ιστορικό κέντρο μετατράπηκε σε τείχος που διώχνει τον επισκέπτη κάνοντάς τον να αισθανθεί παρείσακτος. Η ίδια η πόλη χάνει την ιστορική της συνέχεια, απεμπολεί το παρελθόν της. Είναι λογικό όταν, βάσει πνεύματος νεοπλουτισμού, τα πρότυπα είναι το Μανχάταν και το Ντουμπάι.

Παραφράζοντας ελαφρώς την κατακλείδα του άρθρου που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για την ανάρτηση, οι επιλογές αυτές είναι ουσιωδώς πολιτικές. Όσο, όμως, οι άνθρωποι βρίσκουν φτηνά επώνυμα ρούχα, σημεία φόρτισης του κινητού τους και σάντουιτς με αβοκάντο δεν υπάρχει περίπτωση να αναλογισθούν τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν τις δυτικές κοινωνίες του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα.

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 15 Δεκεμβρίου 2019]

Πού πηγαίνουν τ’ αστέρια σαν σβήσουν;

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова - муза и трагедия Константина Симонова

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова

Η Βαλεντίνα Βασίλιεβνα Σερόβα γεννήθηκε στους δίδυμους αστερισμούς της επιτυχίας και της τραγωδίας. Για δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια υπήρξε η απόλυτη σταρ του σοβιετικού θεάτρου και κινηματογράφου. Κι έπειτα ακολούθησε η βασανιστική συνεχής παρακμή. Παντρεύτηκε δύο διασημότητες της εποχής της. Χήρεψε από τον πρώτο άντρα της ακριβώς στην επέτειο του γάμου τους. Η σχέση της με τον δεύτερο ξεκίνησε παθιασμένα για να εκφυλιστεί σε αδιαφορία και αποξένωση, ενώ η ίδια βυθιζόταν όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό. Πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες πριν συμπληρώσει το 58ο έτος της ζωής της.

Η Βαλεντίνα γεννιέται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, στις 23 Δεκεμβρίου 1917, κόρη της ηθοποιού Κλάβντιγια Πολοβίκοβα και του μηχανικού Βασίλι Πολοβίκ. Ζει τα πρώτα χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά της στην Ουκρανία. Σε ηλικία έξι ετών ακολουθεί τη μητέρα της στη Μόσχα, όπου έχει εγκατασταθεί η δεύτερη για λόγους καρριέρας. Ακριβώς χάρη στη μητέρα της παίζει από μικρή ηλικία διάφορους παιδικούς ρόλους σε θεατρικά έργα. Το 1934 κερδίζει ένα μικρό κινηματογραφικό ρόλο, αλλά η σκηνή της κόβεται τελικά στο μοντάζ της ταινίας. Αρχίζει να γίνεται δημοφιλής χάρη στις εμφανίσεις της στο θέατρο (σε ρεπερτόριο μάλλον ελαφρύ). Περίπου την ίδια εποχή, ο πατέρας της συλλαμβάνεται και καταλήγει σε κάποιο από τα στρατόπεδα του Γκουλάγκ.

Η Βαλεντίνα γνωρίζει κι ερωτεύεται τον Ανατόλι Κονσταντίνοβιτς Σερόφ, διάσημο πιλότο που είχε δακριθεί στον Ισπανικό Εμφύλιο. Παντρεύονται στις 11 Μαΐου 1938. Η ευτυχία τους δεν θα διαρκέσει πολύ. Την ημέρα της πρώτης επετείου του γάμου τους, ο Σερόφ σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής πτήσης κι ενώ η Βαλεντίνα είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο Ανατόλι Σερόφ ο νεότερος θα γεννηθεί τον Σεπτέμβριο του 1939 χωρίς να γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του.

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος Repin.info, όπ. π.)

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος repin.info, όπ. π.)

Κ. Μ. Σίμονοφ

Κ. Μ. Σίμονοφ

Την τραγωδία, όμως, θα τη συνοδέψει η επιτυχία στον κινηματογράφο, κυρίως σε κομεντί και μελό ταινίες, ξεκινώντας από το  «Κορίτσι με χαρακτήρα», το 1939. Και, στο μεταξύ, ξεσπά ο πόλεμος. Τη γνωρίζει και την ερωτεύεται παράφορα ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ, ο άνθρωπος που με το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο ακριβή και γλαφυρό τρόπο τα συναισθήματα του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού στο Μέτωπο. Αρχικά, η Σερόβα αποκρούει το φλερτ του Σίμονοφ. Λέγεται ότι την εποχή εκείνη ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Κονσταντίν Ροκοσσόφσκι. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία, η Σερόβα υπέβαλε τον καψούρη Σίμονοφ στην πλέον ακραία ταπείνωση, αναθέτοντάς του να παραδώσει ο ίδιος μια ερωτική επιστολή της στον στρατηγό. Η σχέση Σερόβα και Ροκοσσόφσκι, αν υποτεθεί ότι υπήρξε, τερματίστηκε γρήγορα, μια και, καθώς λένε, παρενέβη ο Στάλιν αυτοπροσώπως: υπενθύμισε στον Ροκοσσόφσκι ότι ήταν παντρεμένος κι ότι δεν θα έδινε και το καλύτερο παράδειγμα αν μαθευόταν ότι ένας από τους καλύτερους στρατηγούς του Κόκκινου Στρατού διατηρεί εξωσυζυγική σχέση!

Η επιμονή του Σίμονοφ ανταμείβεται. Το 1943, η Βαλεντίνα τον παντρεύεται! Την ίδια χρονιά, πρωταγωνιστεί στο φιλμ «Περίμενέ με» των Μπορίς Ιβανόφ και Αλεξάντρ Στόλπερ, σε σενάριο του ίδιου του Σίμονοφ (η ταινία εμπνέεται… χαλαρά από το ομώνυμο ποίημά του). Οι δυο τους περιοδεύουν στα διάφορα μέτωπα του πολέμου για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού.

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

Με το θριαμβευτικό για την ΕΣΣΔ τέλος του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», η Σερόβα και ο Σίμονοφ είναι το πιο διάσημο σοβιετικό ζευγάρι. Ζουν στη Μόσχα σε συνθήκες χλιδής (για τα δεδομένα της χώρας και της εποχής) και ενσαρκώνουν το απόλυτο glamour της σταλινικής περιόδου. Η Σερόβα πρωταγωνιστεί και σε ταινίες μεγαλύτερων καλλιτεχνικών αξιώσεων (όπως η κινηματογραφική βιογραφία του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Μιχαήλ Γκλίνκα, το 1946). Μόνο που όλα αυτά αποδεικνύονται μια τεράστια ψευδαίσθηση που δεν θα αργήσει να θρυμματιστεί… Ο Σίμονοφ αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στο συγγραφικό του έργο και στα καθήκοντά του στην Εταιρία Σοβιετικών Συγγραφέων και στη διεύθυνση και αρχισυνταξία των μεγαλύτερων λογοτεχνικών εντύπων. Η Σερόβα αρχίζει να βρίσκει αγχολυτικό καταφύγιο στο ποτό. Ο Σίμονοφ, κατά τα λοιπά άνθρωπος με βαθύτατες ευαισθησίες, ο οποίος όμως έχει μάθει να αντιμετωπίζει με πειθαρχία κάθε αντιξοότητα της ζωής, δεν συγχωρεί στη σύζυγό του την αδυναμία της να διαχειριστεί την επιτυχία και μια, κατά τα φαινόμενα, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Η σχέση τους δηλητηριάζεται κι από το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ να έχει καλές σχέσεις με τον γιο της Σερόβα από τον πρώτο της γάμο, τον Ανατόλι. Στο τέλος, κατορθώνει να κλείσει τον μικρό Τόλια σε κάποιο ορφανοτροφείο πέρα από τα Ουράλια!

Το 1950, ο λογοτέχνης και η ηθοποιός αποκτούν την κόρη τους Μάσα. Αντί, όμως, η γέννηση του παιδιού να βελτιώσει τη σχέση τους, επιταχύνει την κατάρρευσή της. Ο Σίμονοφ διακόπτει πολύ γρήγορα κάθε επικοινωνία με το κοριτσάκι (σχεδόν μέχρι την ενηλικίωσή της αρνιόταν να τη δει και να την παρουσιάσει στους συγγενείς του). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατορθώνει να αφαιρέσει την επιμέλειά της κι από την ίδια τη Βαλεντίνα (η Μάσα ανατράφηκε από τη μητέρα της Βαλεντίνας). Το 1957 εκδίδεται το διαζύγιο κι από εκεί και πέρα η σταδιοδρομία της Σερόβα παίρνει την κάτω βόλτα.

Τα προβλήματά της με το ποτό επιδεινώνονται διαρκώς. Χάνει πρόβες και παραστάσεις, απολύεται από το ένα θέατρο μετά το άλλο. Τραγική ειρωνεία: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 η μοναδική απασχόληση της Σερόβα ήταν ένας ρόλος σε θεατρικό του τέως συζύγου της [«Άνθρωποι της Ρωσίας» («Русские люди»)]. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν σε μια ταινία του 1973.

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

Ο γιος της, μεγαλωμένος στο αφιλόξενο περιβάλλον του ορφανοτροφείου, κατέληξε μπλεγμένος με τον υπόκοσμο και βαριά αλκοολικός. Έζησε μεταξύ αναμορφωτηρίων, στρατοπέδων και φυλακών, πριν το αλκοόλ κόψει το νήμα της ζωής του το 1975.

Λίγους μήνες αργότερα, το βράδυ της 11ης προς τη 12η Δεκεμβρίου 1975, η Βαλεντίνα Σερόβα βρισκόταν νεκρή στο διαμέρισμά της στη Μόσχα. Τα αίτια του θανάτου της δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ. Πάνω στο φέρετρό της υπήρχε μια ανθοδέσμη με 58 τριαντάφυλλα. Ήταν το τελευταίο δώρο του Κονσταντίν Σίμονοφ προς τον μεγάλο έρωτα της ζωής του.

[πηγές: Βικιπαίδεια/ ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости: «Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова», 23.6.2013/ Orlando Figes «The Whisperers: Private Life in Stalin’s Russia», 2007]

Γενέθλια πόλη

Φωτογραφία του Άρη Καλαντίδη, Μάρτιος 2014

Φωτογραφία του Άρη Καλαντίδη, Μάρτιος 2014

Είναι δυνατό και, κυρίως, θεμιτό να γράψει για την Αθήνα κάποιος που την έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια; Όχι πάρα πολλά, αλλά αρκετά για να χάσει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τις συνεχείς αλλαγές και μεταλλάξεις της, για να μην μπορεί πλέον να πιάσει τον σφυγμό της; Ίσως, όμως, αυτό να μην είναι παρά ένα ψευτοδίλημμα. Γράφουμε με άνεση, χωρίς κανένα ενδοιασμό, για πόλεις τις οποίες δεν έχουμε καν επισκεφτεί, πιθανότατα επειδή στην περίπτωση αυτή δεν αισθανόμαστε καμία υποχρέωση απέναντι στην αλήθεια. Γιατί να διστάσουμε, επομένως, να μιλήσουμε για ένα κομμάτι της ζωής μας; Η απόσταση στον χώρο και τον χρόνο δεν συνεπάγεται απώλεια μνήμης.

Σε ποια Αθήνα αναφερόμαστε, όμως; Σ’ αυτήν που βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Αθηναίων ή σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα; Στην Αθήνα των παιδικών και νεανικών χρόνων, με άλλο μέγεθος και χαρακτηριστικά από τη σημερινή, ή σ’ αυτήν που τείνει να καταλάβει ολόκληρο το λεκανοπέδιο οδηγώντας σε μια παράδοξη σύμπτωση του σύγχρονου αστικού ιστού με την επικράτεια της αρχαίας πόλης, αστική και αγροτική μαζί; Στην Αθήνα των εποχών της ανάπτυξης και της ευημερίας, αληθινής ή επίπλαστης, ή σ’ αυτήν της κρίσης με τις πληγές και τις ελπίδες της; Στην Αθήνα της Ιστορίας και του μακρινού ή πρόσφατου παρελθόντος ή σ’ αυτήν του αύριο; Προφανώς σε όλες αυτές και σε πολλές ακόμη που γνώρισα ή που ουδέποτε κατόρθωσα να ζήσω.

Η Αθήνα είναι πρωτίστως ο τόπος των αναμνήσεων που όλες γίνονται γλυκές με το πέρασμα του χρόνου. Ο πρώτος περίπατος στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, τη Στοά του Αττάλου και το Θησείο, η αίσθηση της σύνδεσης με την Ιστορία. Οι αμέτρητες φορές που ανηφόρισα τη Βαλτετσίου ή την Ακαδημίας με προορισμό το σχολείο κι αργότερα τη σχολή. Οι νύχτες, όταν η φαντασία μπορεί να κάνει το αστικό τοπίο ομορφότερο απ’ ό,τι είναι. Η χαρά της ανακάλυψης της ζωής σε όλες τις πτυχές της. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα, σημαντικά ή καθημερινά. Όλα συνδέονται με την Αθήνα.

Η πόλη όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες είναι σαν την οικογένεια: δεν τη διαλέγεις και δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να την αγαπήσεις, όποια κι αν είναι, εκτός κι αν θες να επιλέξεις τη διαρκή δυστυχία. Και, για να είμαι ειλικρινής, για πολλά χρόνια η σχέση μου με την πόλη δεν χαρακτηριζόταν ακριβώς από αισθήματα έρωτα δίχως επιφυλάξεις. Την έβρισκα μάλλον άσχημη, άναρχη στην ανάπτυξή της, χωρίς «παλιά πόλη» κι αληθινό «ιστορικό κέντρο», χωρίς σαφή ταυτότητα και πραγματική Ιστορία, πέρα από κάποιες απομονωμένες νησίδες στις οποίες, συνήθως, το τουριστικό στοιχείο έπνιγε το ιστορικό. Στην Αθήνα δεν έβρισκες την ιστορική συνέχεια που χαρακτηρίζει κάποιες ευρωπαϊκές πόλεις, το παρελθόν, κατά περίπτωση, είχε χαθεί ή κρυφτεί, δεν ήταν τόσο σημαντικό για να αφήσει το αποτύπωμά του ή δεν μπορούσε να συνδεθεί με τη σύγχρονη ζωή της πόλης. Βέβαια, είναι αδύνατο μια πόλη να μη δείχνει την Ιστορία της. Στην περίπτωση της πρωτεύουσας η εικόνα αυτή έλλειψης κι ασυνέχειας οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι, ύστερα από ένα ένδοξο μακρινό παρελθόν, η πόλη βρέθηκε για αιώνες στην περιφέρεια αυτοκρατοριών κι αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία από την εκάστοτε κεντρική εξουσία. Με χρόνο ουσιαστικής ύπαρξης που με το ζόρι έφτανε τους δύο αιώνες, η σύγχρονη Αθήνα δεν ήταν κάτι άλλο από έναν καθρέφτη του νεότερου ελληνικού κράτους και των δυσκολιών του. Εν μέρει, όμως… Η υπόλοιπη ευθύνη ανήκει στις ατυχέστατες επιλογές οικιστικής ανάπτυξης κατά την μεταπολεμική περίοδο. Κάποτε, είχα διαβάσει αποσπάσματα από το ημερολόγιο ενός Γερμανού αξιωματικού των κατοχικών δυνάμεων: περιέγραφε με ενθουσιασμό την Αθήνα σαν ένα μικρό μεσογειακό Παρίσι. Αυτήν την πόλη δεν τη γνώρισα ποτέ, μόνο να τη φανταστώ προσπάθησα βλέποντας τα λίγα νεοκλασικά που σώθηκαν από σύμπτωση.     

Φυσικά, σε όλα αυτά τα χρόνια αγάπησα γωνιές της Αθήνας. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος ότι τις αγάπησα πραγματικά για αυτό που ήταν ή επειδή στο μυαλό μου υποκρινόμουν ότι έπρεπε ν’ ανήκουν στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μόσχα ή το Λος Άντζελες.

Κι έπειτα έφυγα για μια πρώτη φορά. Ερωτεύτηκα άλλες πόλεις, αγάπησα αυτές στις οποίες έζησα. Ξαναέφυγα, μάλλον οριστικά, σε μια στιγμή που είχα αρχίσει ν’ αποδέχομαι ότι θα περνούσα την υπόλοιπη ενήλικη ζωή μου στην πόλη αυτή. Σταδιακά, απωθημένα εξαφανίστηκαν κι επιθυμίες ικανοποιήθηκαν, καταστάσεις απομυθοποιήθηκαν. Άργησα, αλλά συνειδητοποίησα ότι μπορούσα πλέον ν’ αγαπήσω ανυπόκριτα την πραγματική Αθήνα. Επειδή με την πόλη μ’ ενώνουν άρρηκτοι δεσμοί, αλλά κι επειδή μια άσχημη με χαρακτήρα μπορεί να έχει τελικά γοητεία.

Επειδή πέρα από την υποκειμενική αντίληψη περί αισθητικής, η ταυτότητα μιας πόλης είναι η ζωή, η δυναμική κι οι άνθρωποί της. Και η Αθήνα εμπεριέχει όλες τις δυνατότητες, τις αρετές και τις παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας σαφώς μεγεθυμένες. Γοητευτική ή αποκρουστική, είναι αδύνατο να μην προκαλεί έντονα αισθήματα. Από υποκειμενική άποψη, πάλι, είναι η πόλη όπου ζουν πολλοί από τους ανθρώπους που θεωρώ σημαντικούς στη ζωή μου. Ακόμη και τώρα που βρίσκομαι μακριά της, η Αθήνα εξακολουθεί να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι. Δύσκολο να δοθεί μεγαλύτερος έπαινος σε μια πόλη.

[14 Μαρτίου 2014]

ΥΓ: Δεν ξέρω γιατί ποτέ δεν έγραψα κάτι για την Αθήνα. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να γράψω κάτι. Μάλλον επειδή ποτέ δεν γράφω για προσωπικά θέματα στα ιστολόγιά μου. Σε κάθε περίπτωση, μένω με την αίσθηση ότι παρέδωσα μια μέτρια γυμνασιακή έκθεση. 😉

Πρωτοχρονιά;

Η εικόνα για τον Ιανουάριο, από τις "Très Riches Heures du duc de Berry" (15ος αι.) - ο εορτασμός στον οποίο μετέχουν ο δούκας και η ακολουθία του δεν είναι βέβαια της Πρωτοχρονιάς, αλλά των Θεοφανίων

Η εικόνα για τον Ιανουάριο, από τις «Très Riches Heures du duc de Berry» (15ος αι.) – ο εορτασμός στον οποίο μετέχουν ο δούκας και η ακολουθία του δεν είναι βέβαια της Πρωτοχρονιάς, αλλά των Θεοφανίων

Η συνήθεια να γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου δεν αποτελεί παράδοση ούτε οικουμενική ούτε και τόσο παλιά. Και, μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να σας μιλήσω για την ανοιξιάτικη Βαβυλωνιακή Πρωτοχρονιά και να σας στείλω να αγγίξετε το χέρι του αγάλματος του θεού Μπέλ-Μαρδούκ.

Ακόμη, όμως, και στη χριστιανικότατη Δύση έως τους Νεότερους Χρόνους δεν υπήρχε ομοφωνία ως προς το σημείο έναρξης του έτους. Στη μεσαιωνική Γαλλία των Καπετιδών, για παράδειγμα, η Πρωτοχρονιά συνέπιπτε κατά κανόνα με την Κυριακή του Πάσχα (γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα έτη άνισης διάρκειας)! Το «κατά κανόνα» έχει την αξία του, δότι σε διάφορες περιοχές υπήρχαν ταυτόχρονα διαφορετικές παραδόσεις, κι έτσι κάποιοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά μαζί με τα Χριστούγεννα (Λυών), ενώ άλλοι μαζί με τον Ευαγγελισμό. Ό,τι «καλύτερο» για τους σημερινούς ιστορικούς του Μεσαίωνα που αντιμετωπίζουν πραγματικές σπαζοκεφαλιές όταν πρέπει να εκτιμήσουν τη χρονολογία που συναντούν σε ένα κείμενο της εποχής! Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις πηγές, η Σύνοδος της Τρουά, στο πλαίσιο της οποίας αναγνωρίσθηκε επίσημα το Τάγμα των Ναϊτών, συγκλήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1128. Στη Γαλλική Καμπανία, όμως, ακολουθούσαν την παράδοση να αλλάζουν χρόνο την ημέρα του Ευαγγελισμού (25.3). Άρα η σωστή χρονολογία για μας είναι το 1129!

Όσον αφορά τη Γαλλία, η επιβολή της 1ης Ιανουαρίου ως ημερομηνίας έναρξης του νέου έτους οφείλεται σε έδικτο του Καρόλου Θ΄ (1564), ενώ για το σύνολο της καθολικής χριστιανοσύνης σε απόφαση της Αγίας Έδρας (1622). Υπήρξε φυσικά στη Γαλλία και το επαναστατικό διάλειμμα (1792-1806), όταν η χρονιά άρχιζε την 1η του Τρυγητή (vendémiaire), δηλαδή στις δικές μας 22 Σεπτέμβρη.

[Facebook, 2 Ιανουαρίου 2014]

Επόμενος σταθμός: Πάτνα, Μπιχάρ…

Τις ημέρες αυτές της παραμονής μου στα πάτρια εδάφη είχα την ευτυχία να συναλλαγώ εκ νέου με υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου. Ξεκίνησα από το ληξιαρχείο κάποιου δήμου για να ζητήσω ένα πιστοποιητικό. Έκανα τη δουλειά μου μέσα σε δύο λεπτά της ώρας (περιλαμβανομένης της – ανύπαρκτης εν προκειμένω – αναμονής). Το πιστοποιητικό μού είχε παραδοθεί πριν καν υπογράψω την αίτηση! Αίσθηση Ευρώπης σε αυτό που οι περισσότεροι θεωρούμε άντρο διαφθοράς. Αλλά η χαρά μου κράτησε μόλις πέντε λεπτά, όσα μου χρειάστηκαν για να φθάσω στη ΔΟΥ μου. Εκεί βρέθηκα σε ένα άλλον σύμπαν, εξόχως τριτοκοσμικό. Η εικόνα παρέπεμπε σε ινδικό τρένο, μάλλον άλλης εποχής.

Μέρες που είναι, λοιπόν, ας δώσω μιαν ευχή στους ανθρώπους που λαμβάνουν αποφάσεις στο ΥπΟικ, ειδικώς στη ΓΓ Εσόδων ή όπου αλλού. Επιβάλλετε ό,τι επιβάλλετε σε φόρους και τέλη, βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει ώστε να καταστήσετε την καταβολή τους όσο γίνεται ευχερέστερη. Πάρτε παραδείγματα από αυτήν την άτιμη τη Δύση που επικαλείσθε, είτε ως παράδειγμα προς μίμηση είτε ως «κακιά δανείστρια» που σας αναγκάζει να παίρνετε «δυσάρεστα μέτρα». Θα δείτε ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι από αυτούς τους παρωχημένους που διαλέγετε. Και θα δείτε και τα έσοδά σας να αυξάνονται. Και αφήστε επιτέλους αυτό το παιχνίδι με τις προθεσμίες και τις παρατάσεις. Τάξτε ευθύς εξαρχής προθεσμίες γενναιόδωρες, αντί για τις τσιγγούνικες που θα παρατείνετε μια και δυο φορές όταν θα διαπιστώσετε ότι δεν έχει συγκεντρωθεί το ποσό που είχατε προϋπολογίσει, ενώ ενδιαμέσως θα έχετε δηλώσει πανηγυρικά (ή θα έχετε «τιτιβίσει» ) ότι «δεν θα δοθεί καμία παράταση».

Κι αφού θα βάλετε το μυαλό σας σε λειτουργία, θα σκεφτείτε επιτέλους κι άλλα πράγματα. Όπως για παράδειγμα ότι η μείωση του ΕΦΚ σε πετρέλαιο θέρμανσης και καύσιμα θα σας αποφέρει απίστευτα περισσότερα έσοδα. Για τον απλό λόγο ότι οι συντελεστές που επιβάλατε οδηγούν σε σχεδόν μηδενικές καταναλώσεις, αφού υπερβαίνουν βάναυσα τη φοροδοτική ικανότητα του μέσου ανθρώπου.

Εάν, βεβαίως, πιστεύετε βάσιμα ότι ο Έλληνας καίει ό,τι σαββούρα βρει από επιλογή, γιατί γουστάρει να αναπνέει δηλητήριο και να ξεχαρμανιάζει κι όχι γιατί το πετρέλαιο θέρμανσης είναι ακριβό λόγω φόρων, μπορείτε να αγνοήσετε τις ευχές μου. Το ίδιο ισχύει κι εφόσον ο στόχος δεν είναι η αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων, αλλά η έσχατη ταπείνωση του φορολογούμενου.

Σε κάθε περίπτωση, καλή χρονιά!

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook την 31η Δεκεμβρίου 2013 – αναδημοσιεύθηκε στο Portal στις 6 Ιανουαρίου 2014]

Περί του δανεισμού μουσειακών εκθεμάτων

Ο Έφηβος της Μοτύης

Ο Έφηβος της Μοτύης

Έχουμε επανειλημμένα επικρίνει την ανεύθυνη πολιτική του ΥπΠο που συνίσταται στον συνεχή δανεισμό μουσειακών εκθεμάτων πρώτης γραμμής, χωρίς να τηρείται ούτε κατ’ όνομα η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας και με ανόητα επαχθείς όρους δανεισμού (π.χ. το Ελληνικό Δημόσιο επιβαρύνεται συνήθως με τα μεταφορικά έξοδα και τα έξοδα ασφάλισης). Έχει επίσης επισημανθεί η αδήριτη ανάγκη τα ελληνικά μουσεία να ακολουθήσουν επιθετική πολιτική προκειμένου να προσελκύσουν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ημεδαπών κι αλλοδαπών επισκεπτών. Αυτό προϋποθέτει την απρόσκοπτη λειτουργία των μουσείων μας (κι όχι το σπουδαιότερο από αυτά να έχει μόλις το 1/3 των αιθουσών του ανοιχτό στο κοινό) και την πάση θυσία αποτροπή του ενδεχομένου αποψίλωσης, ιδίως όσον αφορά τα εμβληματικά εκθέματά τους (για ποιο λόγο να έρθει κάποιος στη χώρα μας για μουσειακό τουρισμό, όταν οι αρχαιότητές της θα βρίσκονται μεταξύ Κλήβελαντ και Νέας Υόρκης;).

Αντονέλλο της Μεσσήνης "ο Ευαγγελισμός"

Αντονέλλο της Μεσσήνης «ο Ευαγγελισμός»

Κάποιοι γείτονες αποδεικνύονται πολύ λιγότερο ψοφοδεείς από τους δικούς μας υπεύθυνους. Η Περιφέρεια Σικελίας αποφάσισε να σταματήσει τον δανεισμό στην αλλοδαπή των σημαντικότερων έργων τέχνης που εκτίθενται σε σικελικά μουσεία. Η απόφαση ελήφθη διότι «ο δανεισμός σε μουσεία της αλλοδαπής ουδόλως αποδείχθηκε επωφελής για τη Σικελία«, ενώ «δεν τηρήθηκε ο όρος της αμοιβαιότητας από τα δανειζόμενα μουσειακά ιδρύματα, τα οποία συνήθως προσφέρουν σε αντάλλαγμα έργα κατώτερης πολιτιστικής αξίας και φήμης«. Επισημαίνεται ότι η διατήρηση των εκθεμάτων θα προσελκύσει περισσότερους τουρίστες, βοηθώντας τα σικελικά μουσεία να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση, ενώ για όσα εκθέματα επιτραπεί ο δανεισμός τους μελλοντικά, προβλέπεται ότι τα ασφάλιστρα και τα μεταφορικά θα βαρύνουν αποκλειστικώς τον δανειζόμενο.

Μεταξύ των έργων τέχνης που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτών των οποίων απαγορεύεται εφεξής ο δανεισμός καταλέγονται αριστουργήματα όπως ο Έφηβος της Μοτύης (πιθανώς λάφυρο των Καρχηδονίων όταν κατέστρεψαν τον Σελινούντα), το αρχαιοελληνικό άγαλμα θεάς από τη Μοργαντίνη, ο «Ευαγγελισμός της Παρθένου» του Αντονέλλο της Μεσσήνης ή η «Προσκύνηση των Ποιμένων» του Καραβάτζο.

[Facebook, 27 Νοεμβρίου 2013]

Το Πολυτεχνείο και η σημασία του

Ποια μπορεί να είναι σήμερα η σημασία του Πολυτεχνείου, σαράντα ακριβώς χρόνια μετά τη φοιτητική εξέγερση που υπήρξε το κατεξοχήν σύμβολο της αντίστασης μέρους του ελληνικού λαού στην επαίσχυντη δικτατορία των συνταγματαρχών; Δεν έχει ξεθωριάσει η αξία του κάτω από το βάρος του χρόνου, τις σφοδρές επικρίσεις των οποίων αποτελεί αντικείμενο η ίδια η έννοια της Μεταπολίτευσης, την αμφιλεγόμενη δράση ορισμένων από τους πρωταγωνιστές του; Κι όμως, το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, ίσως μάλιστα περισσότερο από ποτέ.

Πρώτον, το Πολυτεχνείο είναι πάντα σημαντικό επειδή η ιδεολογία στην οποία αντιστάθηκαν σθεναρά οι φοιτητές όχι μόνο δεν έχει εκλείψει, αλλά βρίσκεται σε φάση επικίνδυνης αναζωπύρωσης. Αφενός, επειδή σήμερα ένα αμιγώς νεοναζιστικό κόμμα βρίσκεται εντός του Κοινοβουλίου μας και παρά τα όσα έχουν συμβεί, τις δολοφονίες, τις ποινικές διώξεις, τις αποφάσεις περί άρσεως βουλευτικής ασυλίας, φαίνεται ότι χαίρει της υποστήριξης ενός διόλου ευκαταφρόνητου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας κι εμφανίζει ποσοστά ως προς την πρόθεση ψήφου που αγγίζουν, αν δεν υπερβαίνουν, το 10 %. Αφετέρου επειδή η ιδεολογία της ακροδεξιάς και του αυταρχισμού κερδίζουν διαρκώς έδαφος μεταξύ των παραδοσιακών πολιτικών χώρων. Η ελληνική πολιτική ζωή κινείται σταθερά προς το συντηρητικότερο και αυταρχικό, προσεγγίζοντας τις θέσεις της παραδοσιακής ακροδεξιάς. Μέσω διαφόρων επικοινωνιακών στρατηγημάτων, η Αριστερά στηλιτεύεται συλλήβδην ως δήθεν «άκρο» (ενώ ουδείς διανοήθηκε, για παράδειγμα, να χαρακτηρίσει ως ακραίο το σύνολο της δεξιάς παράταξης), την ώρα που πρακτικές αμφίβολης συνταγματικότητας και δημοκρατικότητας εφαρμόζονται όλο και συχνότερα και απολαύουν της επιδοκιμασίας αρκετών.

Δεύτερον, το Πολυτεχνείο είναι σημαντικό διότι από άποψη συμβολισμού αποτελεί το ιδρυτικό γεγονός της νεότερης ελληνικής δημοκρατίας. Της καλύτερης που είχαμε ποτέ. Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πριν τη Μεταπολίτευση σχεδόν για το μισό του ελληνικού λαού δεν ήταν δυνατή η πλήρης ένταξη στην κοινωνία κι ότι πολιτικοί που (κατά τα λοιπά, δικαίως) έφεραν τον τίτλο του διανοούμενου μιλούσαν χωρίς ενδοιασμούς για τους «νέους Παρθενώνες» του ελληνισμού, υπονοώντας τους τόπους εξορίας και μαρτυρίου συμπατριωτών τους.

Το Πολυτεχνείο, επομένως, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και σημαντικό ακριβώς γιατί σήμερα έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα οργανωμένο σχέδιο απαξίωσης της Μεταπολίτευσης. Με όλα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες της, όμως, η Μεταπολίτευση είναι συνώνυμη της δημοκρατίας. Είναι παράλογο να της καταλογίζονται όλες οι παθογένειες που κατατρύχουν την ελληνική πολιτική και κοινωνία, ενώ πρόκειται για εγγενή χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νεότερου ελληνικού κράτους που υφίστανται από την ίδρυσή του. Η Μεταπολίτευση δεν έφερε ούτε το πελατειακό κράτος ούτε την προώθηση των «ημετέρων», ούτε το δυσλειτουργικό Δημόσιο ή τον παρασιτικό, κρατικοδίαιτο, ιδιωτικό τομέα. Όλα αυτά προϋπήρχαν.

Μόνο που η επιχειρούμενη απαξίωση της Μεταπολίτευσης δεν είναι αθώα, δεν αποτελεί απλώς πεπλανημένη εκτίμηση. Στοχεύει τελικά στην απαξίωση της δημοκρατίας. Εμμέσως αθωώνει το δικτατορικό καθεστώς, τον αυταρχισμό και τις ανελεύθερες πρακτικές του. Επιτρέπει σε κάποιους να ευαγγελίζονται δημοσίως την περιστολή των ατομικών ελευθεριών ή ανερυθρίαστα να παρομοιάζουν χουντικούς δολοφόνους με ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Επιχειρεί να μας υποχρεώσει να λησμονήσουμε τα ουσιώδη στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Για αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους πρέπει να τιμούμε την αντίσταση των φοιτητών, το Νοέμβρη του 1973. Μολονότι, τυπικώς «συνιστούσε παράνομη βία».  

[Γράφτηκε για ToPortal όπου και δημοσιεύθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2013]

Σοβιετική δημοκρατία του Λουξεμβούργου;

Tις τελευταίες ημέρες, καθώς το ελληνόφωνο διαδικτυακό «χωριό» είχε χωριστεί σε αντίπαλα στρατόπεδα εξαιτίας της λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές, άρχισε να αναπαράγεται σχεδόν μαζικά ένα κείμενο που υποτίθεται ότι μας πληροφορεί για τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων στις χώρες της ΕΕ. Πηγή του κειμένου φαίνεται να είναι άρθρο που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας τον Ιανουάριο του 2009. Από περιέργεια, θέλησα να δω τι ανέφερε για τη χώρα στην οποία διαμένω εδώ και χρόνια και διαπίστωσα ότι αναγράφονταν τα εξής: «Λουξεμβούργο: Δευτέρα-Σάββατο: 06.00-20.00 και Κυριακή 06.00-13.00». Ακόμη και χωρίς προσωπική γνώση της κατάστασης, κάποιος θα παραξενευόταν με την ιδέα εμπορικών καταστημάτων που είναι ανοιχτά από τις 6 το πρωί. Λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της πείρας ήταν σαφές ότι τα παρατιθέμενα στοιχεία δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

Η εφημερίδα επισήμαινε ότι τα στοιχεία προέρχονταν από την EuroCommerce, μια ευρωπαϊκή ένωση επιχειρήσεων χονδρικού και λιανικού εμπορίου. Πράγματι, στον ιστότοπο της επαγγελματικής ένωσης αυτής υπάρχει σχετικό αρχείο με τα επίμαχα στοιχεία. Μόνο που συνοδεύεται από δήλωση αποποίησης ευθύνης και υπόμνηση ότι τα όποια στοιχεία παρατίθενται απλώς για ενημέρωση.

***

Ποια είναι η αλήθεια; Στο Λουξεμβούργο, το ζήτημα του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων ρυθμίζεται με απόφαση της οικείας δημοτικής αρχής. Η απόφαση εκδίδεται κατόπιν διαβουλεύσεως με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (τοπικό εμπορικό επιμελητήριο, σύλλογοι εμποροϋπαλλήλων, ενώσεις καταναλωτών). Όσον αφορά την Πόλη του Λουξεμβούργου, τα εμπορικά λειτουργούν τη Δευτέρα μόνο το απόγευμα (14.00-18.00), ενώ από την Τρίτη έως και το Σάββατο από τις 9 το πρωί έως τις 6 το απόγευμα. Τα μεγάλα σουπερμάρκετ που βρίσκονται σε εμπορικά κέντρα έχουν τη δυνατότητα να είναι ανοιχτά με ωράριο 8.00-20.00. Όσον αφορά τη λειτουργία τις Κυριακές, κάποια σουπερμάρκετ είναι ανοιχτά από τις 8 το πρωί μέχρι τις 12 το μεσημέρι. Ειδικά τα εμπορικά καταστήματα, βάσει σχετικά πρόσφατης απόφασης (Νοέμβριος 2012), έχουν πλέον τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να είναι ανοιχτά από τις 14.00 έως τις 18.00 την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα, από τον Απρίλιο μέχρι και τον Οκτώβριο (επτά ημέρες συνολικά). Στις ημέρες αυτές πρέπει να προστεθούν και οι οκτώ ετησίως ημερομηνίες κατά τις οποίες τα καταστήματα ανοίγουν εκ παραδόσεως την Κυριακή. Και αυτές οι ημερομηνίες είναι σαφώς καθορισμένες με τρόπο δεσμευτικό για όλες τις επιχειρήσεις: πρόκειται για την πρώτη Κυριακή καθεμιάς από τις δύο περιόδους εκπτώσεων, τις τέσσερις Κυριακές που προηγούνται των Χριστουγέννων, την τρίτη Κυριακή του Μαρτίου (για τις «ανοιξιάτικες αγορές») και την τρίτη Κυριακή του Οκτωβρίου, όταν, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, αγοράζεται το καινούριο παλτό για τον χειμώνα.

Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από το παράδειγμα του Λουξεμβούργου, το οποίο, ανεξαρτήτως του μικρού μεγέθους της χώρας, είναι όλως ενδεικτικό των όσων ισχύουν στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης; Πράγματι παρατηρείται τάση διεύρυνσης του ωραρίου λειτουργίας, η οποία όμως δεν επιφέρει άναρχες ή ριζικές μεταβολές. Πράγματι αναγνωρίζεται ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του κύκλου εργασιών, αλλά όχι με τρόπο εντυπωσιακό. Σε καμία περίπτωση το μέτρο δεν παρουσιάζεται ως κεφαλαιώδους σημασίας για την οικονομία και την κοινωνία γενικότερα. Και, βέβαια, όλα αυτά συνοδεύονται από τη δέσμευση ότι θα τηρηθεί ευλαβικά η ισχύουσα εργατική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τα προβλεπόμενα για τα σχετικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Σε πιο θεσμικό επίπεδο, επισημαίνεται ότι το ζήτημα το ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων δεν καταλείπεται βεβαίως στην αυτορρύθμιση, όπως διατείνονται κάποιες φωνές στη χώρα μας, αλλά εξακολουθεί να ρυθμίζεται σχολαστικά από δημόσια αρχή. Σχολαστικά, όμως, δεν σημαίνει και αυθαίρετα. Το παράδειγμα του Μεγάλου Δουκάτου μας υπενθυμίζει μια σειρά από χρήσιμες έννοιες που φαίνεται πως έχουν λησμονηθεί στην καθ’ ημάς Ανατολή: αποκέντρωση, εκχώρηση αρμοδιοτήτων στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερομένους.

Στην πραγματικότητα, η περί αυτορρύθμισης εμμονή ενέχει μια πλάνη που δεν είναι αμελητέας σημασίας. Κάθε ζήτημα που αφορά το κοινωνικό σύνολο (και η λειτουργία καταστημάτων που απευθύνονται στο κοινό είναι ένα από αυτά) δεν μπορεί να επιλύεται με τρόπο άναρχο, ως άτακτη παράθεση ατομικών συμφερόντων. Η λύση πρέπει να είναι η συνισταμένη όλων αυτών, καθοριζομένη κατά τον πλέον ωφέλιμο για το σύνολο τρόπο. Εν προκειμένω, υπάρχουν τέσσερις εμπλεκόμενοι παράγοντες: επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, καταναλωτές και Δημόσιο. Το τελευταίο είναι αυτό που νομιμοποιείται, ως εκφραστής του κοινωνικού συνόλου, να εντοπίσει το σημείο ισορροπίας και να επιλύσει τις όποιες συγκρούσεις συμφερόντων.

Αυτονόητα όλα αυτά, αλλά όχι στη χώρα μας, όπου το άνοιγμα των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές παρουσιάζεται ως σπουδαίο αναπτυξιακό μέτρο, μείζων μεταρρύθμιση ή ως κίνηση υψηλού συμβολισμού με παραπομπή… στις ατομικές ελευθερίες. Θα ήταν σκληρό να υπενθυμίσει κάποιος το γνωστό «όπου φτωχός κι η μοίρα του». Εάν, πάντως, η πενία δεν νοηθεί με σημασία αποκλειστικά οικονομική, ίσως η διαπίστωση να είναι κι ακριβής.

***

Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Οκτώβρη, βρέθηκα σ’ ένα εστιατόριο της πόλης. Παρά τον θαυμάσιο καιρό, το κατάστημα δεν είχε στρώσει τα τραπέζια στον εξωτερικό του χώρο. Ρώτησα τον σερβιτόρο κι εκείνος μου απάντησε τα εξής: «Κι εμείς θα το θέλαμε, αλλά η άδεια που μας έχει χορηγήσει ο δήμος μάς επιτρέπει να τα στρώνουμε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου μόνον». Αναρωτήθηκα αν τελικά ζω στην τελευταία σοβιετική δημοκρατία της Ευρώπης. Ήμουν τόσο ταραγμένος που βγαίνοντας νόμιζα ότι στο δρόμο κυκλοφορούσαν μόνο Λάντα και Τράμπαντ. Έπειτα, θυμήθηκα ότι τα ίδια περίπου ισχύουν και σε όλες τις γειτονικές χώρες. Και, παρατηρώντας προσεκτικότερα, διαπίστωσα ότι τα αυτοκίνητα έφεραν συχνά μερικά από τα εταιρικά εμβλήματα που συμβολίζουν την (επαπειλούμενη) ευημερία του Δυτικού Κόσμου!

Τα πράγματα είναι πιο απλά, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι οι ατομικές επιθυμίες και συμφέροντα δεν συμπίπτουν πάντα με αυτά της κοινωνίας συνολικά κι ότι δεν είναι θεμιτό τα πρώτα να επιβάλλονται στα δεύτερα.

[Γράφτηκε για τα Ενθέματα και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 10ης Νοεμβρίου 2013]

Περί Σωκράτους

Μια κι έγινε λόγος για τη στάση του Σωκράτη κατόπιν της καταδίκης του… [Κ. Δουζίνας «Η ανθρωπότητα γεννιέται με ανυπακοή… Ο Σωκράτης παραβιάζει την ορθοδοξία της Αθήνας και πεθαίνοντας βάζει τον θεμέλιο λίθο της φιλοσοφίας»/ Π. Μανδραβέλης «ο Σωκράτης με την απόφασή του να πιει το κώνειο, παρά την καταφανώς άδικη απόφαση του δικαστηρίου, ήθελε να διδάξει στους νέους την αξία της υποταγής στους νόμους της Δημοκρατίας»], οφείλω να ομολογήσω ότι το ζήτημα της αποτίμησης της στάσης αυτής υπερβαίνει τις δυνατότητές μου. Όχι μόνο γιατί κρίνω ότι οι γνώσεις μου περί φιλοσοφίας δεν είναι ικανοποιητικές αλλά και γιατί τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι επαρκή. Γνωρίζουμε τον Σωκράτη του Πλάτωνα κι εκείνον του Ξενοφώντα κι εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Δεν μας λείπουν μόνον οι αντικειμενικές μαρτυρίες για το πρόσωπο, αλλά και για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις ειδικές συνθήκες της υπόθεσης της δίκης και των όσων ακολούθησαν.

Ίσως θα ήταν πιο δόκιμο να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε το αντίστροφο ερώτημα. Όχι δηλαδή να ερμηνεύσουμε ψυχολογικά τη στάση του προσώπου (εγχείρημα εξαιρετικά δυσχερές ακόμη και για σύγχρονά μας γεγονότα,πόσο μάλλον για κάτι που συνέβη πριν 2.400 χρόνια) αλλά να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους η Αθηναϊκή Δημοκρατία καταδίκασε τον φιλόσοφο.

Καταρχάς, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση περίπτωσης: μια πόλη που μόλις έχει περάσει μια διπλή τραυματική εμπειρία, έναν καταστροφικό πόλεμο που τελειώνει με ταπεινωτική ήττα και την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος εξαιτίας της τυραννίας των Τριάκοντα. Κι ένα πρόσωπο που ποτέ δεν έκρυψε τις φιλίες του με διάφορους ολιγαρχικούς και την εχθρότητά του προς το πληγωμένο κι εύθραυστο πολίτευμα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, μια εύλογη ερμηνεία είναι η εξής: η αναγκαία ομόνοια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας επετεύχθη χάρη μέσω μιας γενικής αμνηστίας η οποία συνεπαγόταν κι απαιτούσε για να καταστεί αποτελεσματική μια αντίστοιχη καθολική αμνησία. Η διδασκαλία του Σωκράτη παραβίαζε επομένως τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εδραίωση και διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Περισσότερο από κάποια συγκεκριμένη κατηγορία, η τελική καταδίκη του ήταν αποτέλεσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.

Για περισσότερα, θα άξιζε να ανατρέξει κανείς στο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, πρόσφατο βιβλίο του Paulin Ismard «L’Evénement Socrate», εκδ. Flammarion, 2013 (παρουσίαση στη Monde και στο L’Histoire).

[Facebook, 25 Οκτωβρίου 2013]

 

Περί βίας

Η επικινδυνότητα του γενικού αφορισμού

Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι η βία αποτελεί διαχρονικό στοιχείο των ανθρώπινων κοινωνιών, είτε στο εσωτερικό τους είτε στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι επίσης σαφές ότι, γενικά κι αφηρημένα, δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση μεταξύ «καλής» και «κακής» βίας. Εξ ορισμού η άσκηση βίας αποτελεί δυσάρεστη και απευκταία κατάσταση.

Η πραγματικότητα, εντούτοις, είναι πολύ πιο σύνθετη. Τούτο διαπιστώνεται και βάσει των όχι λίγων προσπαθειών να δικαιολογηθούν μορφές βίας. Για τη σημαντικότερη από αυτές, τον πόλεμο, πολλοί και διάφοροι, τουλάχιστον από την εποχή του Αυγουστίνου της Ιππώνος (τέλη 4ου αιώνα), έχουν επιχειρήσει να θεμελιώσουν θεωρητικά την έννοια του «δίκαιου πολέμου», εξηγώντας τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις.

Κατ’ αναλογία και όσον αφορά τις σχέσεις εντός ορισμένης κοινωνίας, είναι γενικά αποδεκτό ότι, υπό όρους, υφίσταται νομίμως ασκούμενη βία από τα ειδικώς εντεταλμένα όργανα της Πολιτείας. Ομοίως, η άσκηση βίας ως νόμιμη άμυνα αποτελεί λόγο που αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα πράξης. Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στη δικαιολόγηση της βίας υπεισέρχεται κι ένας μεταβλητός παράγοντας: η ταυτότητα του εκάστοτε φορέα εξουσίας. Έτσι, πράξεις αντίστασης σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς, οι οποίες θα αντιμετωπιστούν από αυτό ως παράνομη άσκηση βίας, θα δικαιολογηθούν μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Για τους λόγους αυτούς, αφορισμοί όπως «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» στερούνται τελικά νοήματος. Εκτός των άλλων, ενδέχεται να υπονοούν μια αυθαίρετη εξομοίωση πράξεων εντελώς ανομοιογενών που δεν έχουν καν την ίδια βαρύτητα:  βία ασκούμενη στο πλαίσιο ένοπλης σύγκρουσης (μεταξύ κρατικών οντοτήτων ή εμφύλιας), υπέρβαση ορίων από όργανα της πολιτείας, οργανωμένη πολιτική βία, τρομοκρατία, διάχυτες “μαζικές” ταραχές, παρεκτροπές στο πλαίσιο διαδηλώσεων ή ενεργειών περιβαλλοντικού ακτιβισμού κ.ο.κ.

Ο γενικός αφορισμός καθίσταται δε κατά μείζονα λόγο αλυσιτελής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπαγορεύεται αποκλειστικά από πολιτικές (αν όχι αμιγώς κομματικές) σκοπιμότητες. Δεν εκφέρεται επειδή αποσκοπεί στην καταπολέμηση της βίας, αλλά επειδή στοχεύει στην εξουδετέρωση πολιτικών αντιπάλων. Υπό τους όρους αυτούς, καταλήγει να είναι επικίνδυνος για την πολιτειακή ομαλότητα και την κοινωνική ειρήνη.

[συμμετοχή στο αφιέρωμα του ιστότοπου Popaganda στο θέμα της βίας (21 Οκτωβρίου 2013) – στους συμμετέχοντες είχε τεθεί το εξής ερώτημα: «Η βία είναι συστατικό κομμάτι κάθε κοινωνίας; Κι αν ναι, πώς θα την ορίζατε»; Στο 1ο μέρος απάντησαν: ελληνάκι, Άκης Γαβριηλίδης, Niemands Rose, OldBoy, Ρογήρος και το Βυτίο/ Στο 2ο μέρος (23 Οκτωβρίου 2013): Χρ. Κάσδαγλης, Μιχ. Κωνσταντάτος, Ανδρ. Πετρουλάκης, Δημ. Κ. Ψυχογιός και Θοδ. Ρακόπουλος]

Παγκόσμια ηγεμονία και προσωπικά δεδομένα

Εάν η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων, την ώρα που το Δημόσιο των ΗΠΑ ακροβατεί για να αποφύγει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, εάν η αμερικανική στρατιωτική ισχύς αντιμετωπίζεται από κάποιους σαν «ξεπερασμένο μέσο επιβολής», η ηγεμονία της υπερδύναμης δεν μπορεί να τεθεί σοβαρά εν αμφιβόλω όταν οι ΗΠΑ ελέγχουν κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο τις νέες τεχνολογίες και ιδίως αυτές που σχετίζονται με τη διάδοση της πληροφορίας. Επικοινωνούμε αυτή τη στιγμή στο πλαίσιο ενός ΜΚΔ που ανήκει σε εταιρία εδρεύουσα στην Καλιφόρνια, διατηρούμε ιστολόγιο χάρη σε κάποιον πάροχο από τις ΗΠΑ, χρησιμοποιούμε αμερικανικές μηχανές διαδικτυακής αναζήτησης και αμερικανικό λογισμικό. Όλες αυτές οι καλές εταιρίες χρησιμοποιούν τα προσωπικά δεδομένα μας με μόνους περιορισμούς αυτούς (τους λίγους) που τους επιβάλλει η νομοθεσία της πολιτείας της έδρας τους και η ομοσπονδιακή νομοθεσία των ΗΠΑ.

Από την πλευρά της, η νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία προσωπικών δεδομένων είναι ξεπερασμένη (το σώμα της ανάγεται στη δεκαετία του 1990, δηλ. στην προ της διάδοσης του Διαδικτύου εποχή) και μάλλον όχι ιδιαιτέρως ικανή για να προστατεύσει τους Ευρωπαίους χρήστες του Διαδικτύου. Εκτός της υστέρησης ως προς την παρακολούθηση των συχνά ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, η νομοθεσία αυτή πάσχει και για έναν πρόσθετο λόγο: ο τότε νομοθέτης είχε παραβλέψει ότι το κρίσιμο ζήτημα για την αποτελεσματική προστασία θα ήταν αυτό του εφαρμοστέου δικαίου. Οι αμερικανικές εταιρίες οχυρώνονται πίσω από τη νομοθεσία της έδρας τους (ή την επίσης ευνοϊκή για τα συμφέροντά τους νομοθεσία της χώρας έδρας της ευρωπαϊκής θυγατρικής τους) για να αποκρούσουν την εφαρμογή ενωσιακών κανόνων προστασίας του χρήστη. Θα θυμάστε ίσως την περίπτωση του ΦΜΠ στη Γερμανία: το ΜΚΔ ζητούσε συστηματικά από τους Γερμανούς χρήστες να διατηρούν λογαριασμούς μόνο με την πραγματική ταυτότητά τους, μολονότι η γερμανική νομοθεσία ρητώς επιτρέπει τη χρήση του Διαδικτύου με ψευδώνυμο. Όταν χρήστης προσέφυγε στην αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων του ομόσπονδου κράτους της κατοικίας του (Σλέσβιχ-Χολστάιν), το ΦΜΠ επικαλέστηκε την αμερικανική και την (άκρως «φιλελεύθερη») ιρλανδική νομοθεσία.

Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την προστασία του Ευρωπαίου χρήστη είναι φυσικά το να καταστεί εφαρμοστέο το ενωσιακό δίκαιο από τη στιγμή που η εταιρία, ανεξαρτήτως έδρας, απευθύνεται σε Ευρωπαίους καταναλωτές και παρέχει υπηρεσίες εντός της Ευρώπης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει πολύ απλά με τον χαρακτηρισμό των σχέσεων ως συμβατικών και την εφαρμογή του αντίστοιχου κανονισμού για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Μπορεί βεβαίως να γίνει και με ειδική προς τούτο νομοθεσία, όπως επέλεξε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία έχει ετοιμάσει μια ογκώδη δέσμη για τη μεταρρύθμιση της ενωσιακής νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Το σχέδιο αυτό αντιμετωπίζει διαρκή εμπόδια. Κάποια κράτη μέλη δεν θέλουν να γίνει κάτι που θα στεναχωρήσει τον υπερατλαντικό εξάδελφο ή προστάτη ούτε να χάσουν τον επικερδή μεταπραττικό τους ρόλο. Παρά την αισιοδοξία της επιτρόπου Ρέντινγκ, η οποία πιστεύει ότι η δέσμη θα έχει εγκριθεί εντός του έτους, εύλογοι είναι οι φόβοι για υποχωρήσεις της τελευταίας στιγμής που θα ξεδοντιάσουν το φιλόδοξο σχέδιο.

Επομένως, όταν ανησυχείτε για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σας υπάρχουν αποτελεσματικότεροι τρόποι αντίδρασης από την επικόλληση του γνωστού κειμένου (που αν ακολουθηθούν οι οδηγίες του το μόνο αποτέλεσμα θα είναι να μη μπορούν να δουν τις φωτογραφίες που αναρτάτε οι δικοί σας φίλοι). Μπορείτε να υποστηρίξετε την πρωτοβουλία της Επιτροπής (ακόμη κι αν για δικούς σας λόγους δεν τη συμπαθείτε ).

[Ανάρτηση στο Facebook (8 Οκτωβρίου 2013) – δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο ToPortal στις 10 Οκτωβρίου 2013]

Εξαιρέσεις από τη διαθεσιμότητα

«- Κύριε Χ, δεν ξέρω πώς ακριβώς να σας το πω, αλλά, να, η υποψηφιότητά σας είναι κάπως αδύναμη. Βλέπω ότι η διατριβή σας «Μετάφραση αραβικών συγγραμμάτων προς τη λατινική στο Τολέδο του 12ου αιώνα» όχι απλώς υποστηρίχθηκε σε περιφερειακό παρισινό πανεπιστήμιο, αλλά βαθμολογήθηκε και μ’ ένα σκέτο «très honorable», χωρίς «félicitations du jury». Κι αφήνω στην άκρη την έλλειψη συνάφειας του γνωστικού αντικειμένου με τα καθήκοντα της θέσης για την οποία είστε υποψήφιος.
-Μα, έχω συγγραφικό έργο, έχω δημοσιεύσει πάνω από 20 άρθρα σε αναγνωρισμένα επιστημονικά περιοδικά.
– Δεν αρκεί! Οι συνυποψήφιοί σας έχουν μεταδιδακτορικά κι υφηγεσίες και μάλιστα όχι όπου κι όπου. Διδακτικό έργο τουλάχιστον;
– Έχω εργασθεί για τρία χρόνια ως maître de conf στο Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας στην Αμιένη.
– Στη γαλλική επαρχία; Πολύ λίγο. Λυπούμαι, κύριε.»

[από τα πρακτικά της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού για την πρόσληψη σχολικών φυλάκων στον Δήμο Άνω Κωλοπετεινίτσας-Ερατοσθένους]

Και μετά έχετε αμφιβολίες για το ότι μας ψεκάζουν; [κι αν όχι εμάς, πάντως τους συντάκτες των τελευταίων νομοσχεδίων]

Στη σημερινή ειδησεογραφία διαβάζω ότι μεταξύ των «βελτιώσεων» του πολυνομοσχεδίου καταλέγεται κι η εξής: «Εξαιρούνται από τη διαθεσιμότητα οι δημοτικοί αστυνόμοι και οι σχολικοί φύλακες που έχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών«.

Πόσες πιθανότητες σωτηρίας δίνετε εσείς σε μια κοινωνία που απασχολεί διδάκτορες ως σχολικούς φύλακες;

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 16 Ιουλίου 2013]

Σκόρπιες σημειώσεις για την ΕΡΤ

Τεντυμποϊσμός;

«Επειδή η εγκληματική βλακεία δεν μπορεί να ονομάζεται ούτε ηγετική αποφασιστικότητα ούτε μεταρρύθμιση. Επειδή πολύ ακούγεται και γράφεται ο ισχυρισμός ότι το κλείσιμο της ΕΡΤ αποτελούσε αναγκαία κίνηση που ανταποκρίνεται στη λογική, ενώ όσοι αντιδρούν σ’ αυτό είναι υποστηρικτές «ακραίων κομμάτων που αντιπροτείνουν μονάχα μια μελοδραματική αφήγηση»… λέω να υποβάλω μερικά απλά ερωτήματα. Πόσο ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο από την παύση λειτουργίας ενός κερδοφόρου φορέα (διότι άλλο πράγμα το είμαι καταρχήν αντίθετος στο ειδικό τέλος κι άλλο το καμώνομαι πως αυτό δεν υπάρχει); Πόσο ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο από την αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων της ΕΡΤ ΑΕ κι από τις αποζημιώσεις προς το απολυμένο προσωπικό της; Διαπραγματεύτηκε το Ελληνικό Δημόσιο, ως φυσικός διάδοχος της ΕΡΤ ΑΕ, τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών διοργανώσεων που κατείχε ο καταργηθείς φορέας; Καταβλήθηκε κάποιο αντίτιμο από τους ιδιωτικούς φορείς που μετέδωσαν ήδη κάποια τέτοια γεγονότα (όπως τον τρίτο τελικό του πρωταθλήματος μπάσκετ και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών Ποδοσφαίρου); Ποια είναι ακριβώς η ζημία του Ελληνικού Δημοσίου στις περιπτώσεις αυτές (αντίτιμο που κατέβαλε η ΕΡΤ ΑΕ στις διοργανώτριες αρχές ή στους όποιους δικαιούχους, μη πραγματοποιηθέντα έσοδα από διαφημίσεις κ.λπ.);

Πέρα από την πολιτική και πολιτιστική ανάγκη ύπαρξης δημόσιας τηλεόρασης, πέρα από την αυτοτελή αξία της συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας, οι υπέρμαχοι της λογικής ζητούν και στοιχεία κι αριθμούς. Υπολογισμούς κόστους κάθε απόφασης. Τα υπόλοιπα επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης δεν είναι παρά ιδεοληψίες και παραμύθια γραμμένα από ατάλαντο συγγραφέα.

Όταν σπάζεις αυγά πετώντας τα σε τοίχους και σε περαστικούς δεν φτιάχνεις ομελέτα. Η ταπεινή φιλοδοξία του μαγείρου δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί ποτέ με τον τρόπο αυτό. Το μόνο που μένει είναι ο τεντυμποϊσμός.» [ανάρτηση στο Facebook, 16 Ιουνίου 2013]

 

Δημιουργική ερμηνεία δικαστικών αποφάσεων

«Είναι εντυπωσιακό το πώς η πολιτική ιδεολογία και η προσκόλληση σε ό,τι θεωρήθηκε επιθυμητό αποτέλεσμα οδηγούν ανθρώπους, μερικοί εκ των οποίων διαθέτουν πτυχίο νομικής, σε δραματική παρανάγνωση αποφάσεων δικαιοδοτικών οργάνων. Μυριάδες αυτόκλητων ειδικών γνωμοδότησαν επί της πολυαναμενόμενης προσωρινής διαταγής του Προέδρου του ΣτΕ με αποκλειστική πηγή πληροφοριών το ρεπορτάζ δημοσιογράφου. Χωρίς να έχουν δει την προσωρινή διαταγή, χωρίς να έχουν διαβάσει την αίτηση ακυρώσεως (αφού όλοι «προσφυγή» την έλεγαν) και τα αιτήματα για τη λήψη προσωρινών/ ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να ξέρουν ποια ακριβώς ήταν η προσβαλλόμενη πράξη (ή οι προσβαλλόμενες πράξεις) της διοίκησης, χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να διαβάσουν το άρθρο 52 του ΠΔ 18/1989, όπως έχει αντικαταστάθεί με τις διατάξεις του άρθρου 35 του νόμου 2721/1999 και να θυμηθούν τι ακριβώς κρίνεται σε τέτοιες διαδικασίες.

Διάβασα τόσες φορές ότι το «ΣτΕ αποφάνθηκε υπέρ της νομιμότητας και συνταγματικότητας» της ΠΝΠ και της επίμαχης ΚΥΑ (ή το αντίθετο). Όλα αυτά για μια προσωρινή διαταγή (που δεν είναι καν η απόφαση περί αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης, την οποία εκδίδει η Επιτροπή της παρ. 2 του άρθρου 52). Μάλλον ξεχάσαμε τα νομικά μας αναμένοντας κρίση επί της ουσίας από προσωρινή διαταγή.

Άρα ή πολλά πεντάρια κι αντιγραφή είχε πέσει στο Διοικητικό ή πέρασαν τα χρόνια και θεωρούμε κι αμαρτία ν’ ανοίξουμε κανένα βιβλίο ή μας τυφλώνει η ιδεοληψία μας. Διαλέξτε!» [ανάρτηση στο Facebook, 17 Ιουνίου 2013]

 

Υποχρέωση

«Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει.» (Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 95, παρ. 5)[ανάρτηση στο Facebook, 18 Ιουνίου 2013]

 

Διευκρινίσεις;

«Τα δικαστήρια (και δη τα ανώτατα) ΔΕΝ παρέχουν διευκρινίσεις επί των αποφάσεών τους. Ναι, καλοί μου φίλοι, το καταλάβατε… και οι «διευκρινίσεις» που δημοσιεύθηκαν σε ΜΜΕ το βράδυ της Δευτέρας ήταν πλαστές. Τώρα αν εγώ αν μιλήσω για γατάκια που το παίζουν νομικοί και αναλύουν αποφάσεις κατά το δοκούν θα είμαι εριστικός, έ; Δεν θα μιλήσω, λοιπόν… φαίνεται ότι αυτοί όταν δίκαζαν υπόθεση στην Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ έπαιρναν «επίσημες διευκρινίσεις».

Μη μιλάς για Ευρώπη όταν οι πρακτικές σου παραπέμπουν στη Νότια Βαλκανική του προπερασμένου αιώνα (και πιο παλιά).» [ανάρτηση στο Facebook, 19 Ιουνίου 2013]

Ρέκβιεμ για μια δημόσια υπηρεσία;

Πάμπλο Πικάσο "Στούντιο καλλιτέχνη με μαρμάρινο μπούστο", 1925

Χάρη στην κρατική τηλεόραση είχα κατορθώσει να δω, στην παιδική κι εφηβική μου ηλικία, όλες σχεδόν τις ταινίες που είχαν ως τότε σημαδέψει την ιστορία του κινηματογράφου. Από τον Μουρνάου ως τον Βέντερς κι από τον Αϊζενστάιν ως τον Ταρκόφσκι. Βισκόντι, Φελλίνι, Τρυφώ, Ντράγιερ και Μπέργκμαν. Παρακολούθησα κλασικά θεατρικά έργα και συναυλίες. Τηλεοπτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων, από το Μοναστήρι της Πάρμας του Σταντάλ ως το Μαγικό Βουνό και τον Δρα Φάουστους του Τόμας Μαν. Είδα τις σειρές του BBC, το Εγώ ο Κλαύδιος και τους Πτολεμαίους. Παρακολούθησα τον Βίνσεντ Πράις στα περισσότερα από τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόου. Το Τρίτο Πρόγραμμα του κρατικού ραδιοφώνου μου έδωσε την ευκαιρία να ακούω κλασσική μουσική κάθε μέρα κι όχι μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα. Και στο κρατικό ραδιόφωνο πρωτάκουσα τα περισσότερα ονόματα της μουσικής που επρόκειτο να αγαπήσω.

Η ΕΡΤ ήταν βέβαια κι άλλα πολλά. Ήταν μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας και εξυπηρέτησης ημετέρων. Ήταν ακόμη οι υπεράριθμοι, οι αργόμισθοι. Μάλλον. Αλλά ποιος τολμά να πει την αλήθεια; Ποιος έχει το θάρρος να πει ότι οι μεγάλες σπατάλες της ΕΡΤ οφείλονταν στην προσπάθειά της να μιμηθεί την ιδιωτική τηλεόραση, να αμείβει πέραν πάσης λογικής «αστέρια» της σκουπιδοκουλτούρας ή διαπλεκόμενους καλλιτέχνες (εντός κι εκτός εισαγωγικών), να επιδοτεί γενναιόδωρα ποδοσφαιρικές και καλαθοσφαιρικές εταιρίες;

Σκοπός της κρατικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης δεν μπορεί να είναι το κέρδος. Είναι το να καθιστά προσιτά στο σύνολο του κοινού έργα και δημιουργίες που δεν πρόκειται ποτέ να προβληθούν από ιδιωτικούς φορείς. Να δώσει την ευκαιρία στον καθένα να ξεφύγει από τα υποπροϊόντα μαζικής κατανάλωσης που προσφέρουν οι διάφοροι τομείς της βιομηχανίας του θεάματος.

Η κυβέρνησή μας είναι τελικά ειλικρινής. Καθιστά σαφείς τις προτεραιότητές της: η εξοικονόμηση πόρων αφορά ως τώρα αποκλειστικά τον πολιτισμό και το πνεύμα. Και γιατί όχι άλλωστε; Οι άβουλοι καταναλωτές πολιτιστικών σκουπιδιών είναι τα ιδανικά συστατικά μιας αποχαυνωμένης μάζας.

Πολλά μπορούν να λεχθούν για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση έλαβε και έθεσε σε εφαρμογή την τελευταία απόφασή της. Για την προσφυγή, χωρίς προδήλως να συντρέχουν οι απαιτούμενες από το Σύνταγμα προϋποθέσεις, στην επονείδιστη πρακτική της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, που με τις διάφορες ονομασίες που έφερε κατά το παρελθόν (αναγκαστικός νόμος, αναγκαστικό ή νομοθετικό διάταγμα) έχει συνδεθεί με ανώμαλες πολιτειακά περιόδους της Ιστορίας μας. Για την παντελή έλλειψη ακόμη και της πιο πρόχειρης μελέτης περί εξοικονόμησης πόρων, ενώ επρόκειτο για φορέα που είχε μειώσει δραστικά το προσωπικό και τις μισθολογικές δαπάνες του κι ήταν, έστω και χάρη στο ειδικό τέλος, κερδοφόρος.

Αλήθεια, σε τι τιμή εξακολουθεί το ελληνικό δημόσιο να αγοράζει ορθοπεδικά υλικά, φίλτρα αιμοκάθαρσης και βηματοδότες; Πόσα ξοδεύει για τις αμέτρητες γενικές και ειδικές γραμματείες, περίεργους φορείς κι επιτροπές ή για κατ’ όνομα «τεχνοκράτες», που δεν είναι παρά κομματάρχες υπουργών και πρωθυπουργών;

Ναι, το ξέρω. Θα συσταθεί νέα ΕΡΤ (κάτι σαν τον Νέο Πανιώνιο). Είμαι βέβαιος ότι θα στελεχωθεί βάσει 100% κομματικών και ρουσφετολογικών κριτηρίων κι ότι θα προσφέρει πολιτισμό επιπέδου τηλεοπτικών γλαστρών και φραπελιάς.

Η κυβερνητική απόφαση, όμως, δεν αφορά μόνον τον πολιτισμό. Επιχειρεί να επιβάλει καθεστώς ακραίας πόλωσης, καλώντας τους πολίτες να επιλέξουν στρατόπεδο μεταξύ «πρωτοπορίας» (όπου καταλέγεται μια αρπακτική οικονομική ελίτ που ακολουθεί μεθόδους ρώσου ολιγάρχη συνδυασμένες με αυτές Βαλκάνιου πλιατσικολόγου) και «οπισθοδρομικών» δυνάμεων, προσκολλημένων σε «ξεπερασμένες και επιζήμιες» αξίες, όπως είναι ο σεβασμός στο δημοκρατικό πολίτευμα και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Ευτυχώς, η επιτυχία του εγχειρήματος αυτού κάθε άλλο παρά βέβαιη είναι. Τόσο η πρωτοφανής ευαισθητοποίηση του κοινού αμέσως μετά την αυθαίρετη απόφαση όσο και οι αντιδράσεις συμπαράστασης σε ολόκληρη την Ευρώπη αποτελούν βάσιμους λόγους αισιοδοξίας. Ακόμα και στους δύσκολους καιρούς μας, η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερη αξία.

[ξεκίνησε σαν σχόλιο στο Facebook, στις 11 Ιουνίου 2013, δηλαδή το βράδυ που έκλεισε η ΕΡΤ. Γράφτηκε στην παρούσα μορφή για τα Ενθέματα και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 17ης Ιουνίου 2013]

Λίγο πιο πέρα απ’ την αρένα των εικονικών μονομαχιών

Τα όσα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία δεν χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από κάποια μοναδικότητα. Ανάλογα φαινόμενα συναντούμε στις περισσότερες δυτικές χώρες. Κάποιοι, ωστόσο, έχουν βαλθεί να αποδείξουν ότι η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη, τουλάχιστον εν μέρει. Γιατί τελικά υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα κι έγκειται στον στρεβλό τρόπο με τον οποίο πολλοί αντιλαμβάνονται και σχολιάζουν την επικαιρότητα.

Αναφέρομαι (κι ας μην ήθελα καθόλου να σχολιάσω το θέμα αυτό) στη γνωστή υπόθεση της διπλής μαστεκτομής στην οποία υποβλήθηκε για προληπτικούς λόγους η Αντζελίνα Τζολί και, κυρίως, σε όσα γράφτηκαν σχετικά στη χώρα μας. Πώς είναι δυνατόν αυτό το θέμα να αντιμετωπισθεί ως ευκαιρία πολιτικής αντιπαράθεσης και ξεκαθαρίσματος προσωπικών λογαριασμών μεταξύ γραφιάδων και πιστών τους; Πώς καταφέραμε να το κάνουμε ζήτημα σύγκρουσης «μνημονιακών» κι «αντιμνημονιακών» ή αυτοπροσδιοριζόμενων ως «υπεύθυνων» πανέτοιμων να στηλιτεύσουν με βαρύ οπλισμό την «ανευθυνότητα» όσων έκαναν το λάθος να διατυπώσουν γνώμη διαφορετική από τη δική τους; Θα τρελαθούμε εντελώς, καθώς φαίνεται, ή μάλλον έχουμε ήδη τρελαθεί.

Η ηθοποιός άσκησε την ελευθερία της να διαθέτει το σώμα της όπως αυτή κρίνει. Πήρε μια απόφαση δύσκολη (να υποβληθεί σε μια σειρά επώδυνων ιατρικών πράξεων), κρίνοντας ότι ήταν η καλύτερη για την υγεία της. Της πρέπει σεβασμός. Ουδείς έχει δικαίωμα να της υποδείξει τι θα έπρεπε να κάνει. Και, ναι, η πρόσβαση στις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης και, ακόμη περισσότερο, σε υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με τα πλέον πρόσφατα επιτεύγματα της έρευνας είναι εν πολλοίς και ταξική υπόθεση. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ αυτές. Όμως, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να αναδειχθεί αυτός ο ταξικός χαρακτήρας. Δεν μου φαίνεται πρέπον τώρα, ειδικά με αυτόν τον τρόπο, πώς να το κάνουμε… Από την άλλη, οι διθύραμβοι περί «ηρωίδας» είναι υπερβολικοί. Μια προσωπική απόφαση επί ζητήματος υγείας, η οποία λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον του ατόμου και της οικογένειάς του, δεν αποτελεί «ηρωισμό», τουλάχιστον όχι όπως τον αντιλαμβάνονται ορισμένοι. Με άλλα λόγια, πάλι χάσαμε την ουσία της υπόθεσης.

Η ιστορία αυτή φέρνει στην επιφάνεια δύο ζητήματα.

Το πρώτο αφορά την δέουσα ιατρικώς αντιμετώπιση της γενετικής προδιάθεσης για σοβαρά νοσήματα. Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει; Πόσο μπορεί να προβληθεί μια μέθοδος αντιμετώπισης ως η βέλτιστη εν γένει, όταν η κάθε περίπτωση έχει τη μοναδικότητά της και οι όποιες κατηγοριοποιήσεις είναι εξαιρετικά περίπλοκες για να αποτελέσουν θέμα συζήτησης σε κοινωνία και ΜΜΕ; Το βέβαιο είναι ότι η απόφαση της Αμερικανίδας ηθοποιού καταδεικνύει μια σοβαρή διαφοροποίηση σε επιστημονικό και κοινωνικό επίπεδο μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Στις ΗΠΑ ιατρική και κοινωνία φαίνεται να προτιμούν τις πιο επιθετικές λύσεις, ακόμη κι αν δεν έχει αποδειχθεί η ορθότητά τους. Θυμάμαι πρόσφατη απόφαση ατόμου το οποίο, μαθαίνοντας ότι έχει αυξημένη προδιάθεση να αναπτύξει καρκίνο στο πάγκρεας, προτίμησε να το αφαιρέσει, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του ως διαβητικό. Αντιθέτως, η ιατρική κοινότητα στην Ευρώπη είναι εξαιρετικά επιφυλακτική σε σχέση με τις επιθετικές αμερικανικές λύσεις.

«Πρόκειται για χαρακτηριστικά αμερικανική αντίδραση την οποία θεωρώ υπερβολική. Στην Ευρώπη δεν υιοθετούμε την ίδια ακριβώς προσέγγιση. Πρόκειται για ακραία περίπτωση άσκησης προληπτικής ιατρικής που δεν τελεί σε σχέση αναλογικότητας με τον κίνδυνο εμφάνισης του νοσήματος» (Μαρί-Πωλ Προστ-Χάινις, διευθύντρια του Αντικαρκινικού Ιδρύματος Λουξεμβούργου και προφανώς όχι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΜΕ).

Διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά και σίγουρα δεν έχουν σχέση ούτε με ηρωίδες ούτε με εκπροσώπους της ανάλγητης πλουτοκρατίας. Η εύλογη απορία είναι η εξής: είναι σωστό μια διασημότητα να προβάλλει ως ενδεδειγμένη μια ιατρική πράξη αμφισβητούμενης επιστημονικά σκοπιμότητας;

Το δεύτερο ζήτημα είναι ταυτόχρονα νομικό και κοινωνικό. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ εκκρεμεί διαφορά σχετική με τη δυνατότητα εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ιατρικής έρευνας να κατοχυρώνουν ανθρώπινο γενετικό υλικό και τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας (υπόθεση AssociationforMolecularPathology κατά MyriadGenetics)! Είναι σαφές ότι το ενδεχόμενο νομικής προστασίας και παροχής δικαιωμάτων που απορρέουν από διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα καταστήσει τα τεστ γενετικής προδιάθεσης τόσο ακριβά που η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν θα έχει καμιά ελπίδα πρόσβασης σ’ αυτά. Να ποια είναι τα πραγματικά σημαντικά ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν με τον πιο καθοριστικό τρόπο τη ζωή πολλών ανθρώπων. Κι οι απαντήσεις στα διλήμματα (προστασία νόμιμων και θεμιτών εμπορικών δικαιωμάτων ή προστασία της υγείας και με ποιους όρους) δεν είναι καθόλου απλές. Πώς θα σταθμισθούν δύο έννομα αγαθά με τον πιο δίκαιο τρόπο στο πλαίσιο κοινωνιών με συγκεκριμένες δομές και αντιλήψεις;

Αυτός είναι ο προβληματισμός που η υπόθεση της Αντζελίνας Τζολί θα μπορούσε να αναδείξει και στη χώρα μας. Αντ’ αυτού προτιμήσαμε, ως συνήθως, να επιδοθούμε σε ανταλλαγές υποτιμητικών χαρακτηρισμών, αφορισμούς και δηλώσεις με στόχο τον εντυπωσιασμό. Ας περιοριστούμε λοιπόν στον χαβαλέ του ποιος τα λέει καλύτερα και πιο υπεύθυνα κι ας απολαύσουμε λογοτέχνες, δημοσιογράφους κι άλλους πολλούς στις εικονικές αρένες των μονομαχιών τους (που όλο και περισσότερο θυμίζουν τους θρυλικούς σικέ αγώνες κατς που διεξάγονταν παλαιότερα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας).

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 17 Μαΐου 2013]

Κόστος και προτεραιότητες

Μας έλεγαν και συνεχίζουν να μας λένε ότι «ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας«. Μάλιστα! Για αυτό, φαίνεται, η Ιταλία, που δεν έχει καθόλου μνημεία, ανέπτυξε βιομηχανία. 😉 [η άλλη ανάγνωση είναι ότι σε μια χώρα που δεν παράγει ούτε συνδετήρες από κάπου έπρεπε να πιαστούμε]. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ο αφελής, ποια θα ήταν τα αποτελέσματα για τον ελληνικό τουρισμό:

αν η Ελλάδα ακολουθούσε με συνέπεια κι επιμονή μια πολιτική προχωρημένης οικολογικής ευαισθησίας σε θέματα προστασίας περιβάλλοντος και «πουλούσε» την εικόνα αυτή στο εξωτερικό (δεν βλέπω πού θα ήταν το κακό).

– αν αποφάσιζε επιτέλους να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στα αρχαιολογικά και λοιπά ιστορικά μνημεία της. Αν ας πούμε η Θεσσαλoνίκη αναδείκνυε τα ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία της, αντί να τα έχει αφήσει θαμμένα ανάμεσα σε αισθητικά πανάθλιες πολυκατοικίες των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Ή αν, τώρα, έδινε στους επισκέπτες της την ευκαιρία να περπατήσουν σε έναν αληθινό δρόμο της Ύστερης Αρχαιότητας.

Ναι ξέρω, οι συνέπειες θα ήταν οικονομικά ολέθριες…

Όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων και προοπτικής. Έτσι αποτιμάται και το όποιο κόστος. Αλλά στη χώρα της αντιπαροχής και της αρπαχτής για μνημεία θα μιλάμε τώρα;

Ερμηνείες α λα ελληνικά;

Σαν Τζιμινιάνο, Τοσκάνη

Εάν υπάρχει ένας τρόπος ερμηνείας του αποτελέσματος των πρόσφατων ιταλικών εκλογών που να είναι μετά βεβαιότητος πεπλανημένος, αυτός είναι ο «ελληνικός«. Αναφέρομαι στην τάση πολλών να ερμηνεύουν τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα λες κι η Ιταλία είναι ίδια ακριβώς με την Ελλάδα, οι αντίστοιχες κοινωνίες δεν έχουν καθόλου διαφορές, οι καθοριστικές παραδόσεις, το παρελθόν και η νοοτροπία είναι πράγματα πανομοιότυπα και, φυσικά, οι συσχετισμοί εξουσίας ίδιοι. Όχι λίγοι προχωρούν ακόμη παραπέρα και ταυτίζουν τους Ιταλούς πολιτικούς με τους Έλληνες ομολόγους τους. Η διαδικασία είναι απλούστατη: αντικαθιστούμε το όνομα του Ιταλού πολιτικού με αυτό του Έλληνα που εμείς  θεωρούμε ότι του ταιριάζει κι έχουμε έτοιμη την ανάλυση, αυτήν δηλαδή που κάναμε για την Ελλάδα σε περιστάσεις που εμείς κρίνουμε παρεμφερείς (για να μην πω όμοιες). Με τη λογική αυτή, ο Μόντι γίνεται Παπαδήμος κι ο Γκρίλλο μεταμφιέζεται σε Καμμένο, άμα δεν του επιφυλάξουμε τον ρόλο του Τσίπρα για να αναδείξουμε τον Καβαλιέρε σαν… νέο Καμμένο! Φαντάζομαι ότι το βλέπετε και μόνοι σας, η ανάλυση αυτή, που τόσο πολύ έπαιξε σε ΜΜΕ και Διαδίκτυο (προβαλλόμενη μάλιστα από ανθρώπους σοβαρούς) είναι για τα σκουπίδια, ή έστω για την επιθεώρηση (επιπέδου Σεφερλή και κάτω). Ας της κάνουμε, έστω, τη χάρη να την αντιμετωπίσουμε κάπως σοβαρά. Αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι το σφάλμα που ενέχει είναι διττό. Αφενός, προβάλλει κρίσεις για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα που είναι αυθαίρετες, μια κι ο καθένας βγάζει λάδι τις συμπάθειές του και καταδικάζει αυτούς που αντιπαθεί. Αφετέρου, προβάλλει τις ελληνικές αντιλήψεις σε ένα άλλο περιβάλλον. Κι όσο κι αν η Ιταλία είναι μεσογειακή χώρα, όπως η Ελλάδα, όσο κι αν η συγκυρία της κρίσης αφορά και τις δύο χώρες, οι όποιες προσπάθειες ταύτισής τους είναι εντελώς άστοχες.

Καταρχάς και σε επίπεδο εντελώς επιφανειακό, η ταύτιση των βασικών πολιτικών πρωταγωνιστών δεν περπατά. Ο Μπέππε Γκρίλλο (που είναι απείρως καλύτερος κωμικός από τον οποιονδήποτε Λαζόπουλο) απορρίπτει συλλήβδην το ιταλικό πολιτικό σύστημα ως διεφθαρμένο, αλλά νομιμοποιείται να το κάνει διότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος του (ενώ ο κάθε Καμμένος είναι παιδί του κομματικού σωλήνα που υπηρέτησε κόμμα εξουσίας σε ολόκληρη την πολιτική σταδιοδρομία του), και είναι σαφέστατα ευρωσκεπτικιστής (οπότε δεν μπορεί να είναι… «Τσίπρας»). Ο Μπερλουσκόνι είναι μεν καραγκιόζης, αλλά αυθεντικά και χαρισματικά (όπως δεν υπήρξε κανένας Έλληνας πολιτικός εξουσίας), πράγμα όπως και να το κάνουμε δύσκολο. Και βεβαίως είναι αυτόφωτα επιτυχημένος, δεν ήταν ανεπάγγελτος (όπως ο μέσος Έλληνας πολιτικός πρώτης γραμμής) ούτε γιος κάποιου. Και μιλάμε για πραγματική επιτυχία. Χυδαίος και ανήθικος, βεβαίως, αλλά επιτυχημένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης ποδοσφαιρικής ομάδας και πολιτικός: έχει να επιδείξει την πλέον μακρόχρονη πρωθυπουργική θητεία στην μεταπολεμική Ιταλία (σχεδόν 4 χρόνια) και, όταν ολόκληρη η Ιταλία συνασπίσθηκε εναντίον του, χρειάστηκε να καταμετρούν τις ψήφους για τρεις μήνες μέχρι να διαπιστωθεί ότι τελικά είχε χάσει για λίγο την επανεκλογή του. Κι όλα αυτά για να επιστρέψει δριμύτερος δυο χρόνια μετά. Δεν είναι σήμερα που καταλαβαίνουμε ότι πολιτικά είναι εφτάψυχος. Την ίδια ώρα, ο βασικός υποψήφιος για τον ρόλο του «Έλληνα Μπερλουσκόνι» έχει προλάβει να ρίξει στον γκρεμό έναν όμιλο επιχειρήσεων, έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο και μια ολόκληρη χώρα (μικρή έστω), οπότε έχει καεί πριν καν βγει στο πολιτικό σκηνικό. Κατά τα λοιπά, ό,τι και να κάνουμε, ο Μπερσάνι… ΠΑΣΟΚ δεν είναι με τίποτε. Κι όσο για τον «άνθρωπο των τραπεζών» Μόντι, εγώ θυμάμαι ότι στη Σύνοδο του Ιουνίου είχε το θάρρος να προβάλει διεκδικήσεις για μια πιο εύλογη και δίκαιη αντιμετώπιση της κρίσης. Πράγμα που κανένας Έλληνας πολιτικός δεν έκανε ποτέ, μια και οι δύο βασικοί ρόλοι του σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν είτε να κάθεται σε μια γωνιά περιμένοντας τους άλλους ν’ αποφασίσουν για τη χώρα του είτε ξεκινούσε το λογύδριο του βλαχοδήμαρχου, κάνοντας τους ομότιμούς του να αναρωτιούνται από που ξεφύτρωσε αυτό το φρούτο.

Έπειτα, ας μη γελιόμαστε. Ως μέγεθος η Ιταλία δεν συγκρίνεται με την αγαπημένη μας πατρίδα. Μιλάμε για χώρα που παράγει τα πάντα, από αυτοκίνητα και ελικόπτερα μέχρι «λαϊκή» και «υψηλή» κουλτούρα, στυλ και μόδα. Εμείς τι πουλάμε εκτός από «υπηρεσίες», κατά προτίμηση του αέρα; Η Ιταλία μπορεί να υψώσει τη φωνή της και να διεκδικήσει, χωρίς καμία υποχρέωση να παίξει τον ρόλο του «καλού» (ή του «κακού») παιδιού, γιατί ξέρει ότι δεν γίνεται να θυσιαστεί προς παραδειγματισμό των άλλων (όπως η Ελλάδα), γιατί ξέρει ότι θα επιζήσει ό,τι κι αν συμβεί, εντός ή εκτός ευρώ (για να μην πούμε ότι εκτός ευρώ μάλλον θα τα καταφέρει μια χαρά, οπότε, από μιαν άποψη, χάρη κάνει και μένει στην Ευρωζώνη).

Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζεται η εντελώς ιδιαίτερη πολιτική Ιστορία της μεταπολεμικής Ιταλίας. Την ώρα που στην Ελλάδα το σύστημα λειτούργησε με την εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων (ενός δεξιού κι ενός κεντρώου), που έχτιζαν την επιρροή τους σε τοπικό επίπεδο βασιζόμενα στις δομές και τις πελατειακές σχέσεις του βαλκανικού κοτζαμπασισμού, η Ιταλία ζούσε σε μια πολυκομματική αστάθεια που δεν επηρέαζε τις δραστηριότητες της χώρας. Οι κυβερνήσεις συνασπισμού με προσδόκιμο ζωής το τρίμηνο ήταν μάλλον ο κανόνας: είχε βρεθεί το αναγκαίο μόντους βιβέντι ώστε η δημόσια διοίκηση, η οικονομία και η κοινωνία να λειτουργούν με τη λιγότερη δυνατή εξάρτηση από τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας. Κι η λαϊκή δυσαρέσκεια μπορούσε να εκδηλώνεται με την ψήφο στο ιταλικό ΚΚ, ανανεωτικό, ανοιχτό και δίχως εξαρτήσεις από τον «υπαρκτό». Οι επιδέξιοι χειρισμοί των αστικών κομμάτων κι οι συγκυρίες (στις οποίες θα πρέπει να συνυπολογίσουμε παράγοντες τόσο ετερόκλητους όσο η αντίθεση της Καθολικής Εκκλησίας και της υπερδύναμης από τη μια μεριά και η τρομοκρατία από την άλλη) το κράτησαν εκτός εξουσίας. Και κάποτε ήρθε η ώρα της κάθαρσης του διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου με την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» και τον δικαστή Ντι Πιέτρο. Μόνο που αντί για την ηθική και τη διαφάνεια, στρώθηκε ο δρόμος για τον Σίλβιο. Τη συνέχεια τη θυμόμαστε…

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ουσιαστικότερη ίσως διαφορά. Την πολιτιστική κληρονομιά της γείτονος. Εδώ, πρέπει μάλλον να δώσουμε τον λόγο στον φίλο Έρμιππο:

» Όποιοι θέλουν να κάνουν συγκρίσεις με την Ιταλία και να μιλήσουν για την εκεί κατάσταση και ιδίως για τον λαό της ας μην βιαστούν να βουτήξουν κατευθείαν στα βαθιά πολιτικά και στα λεπτομερή οικονομικά.
Ας δούνε πρώτα το Μιλάνο δίπλα στην Αθήνα, την Μπολόνια δίπλα στην Θεσσαλονίκη, την Ραβέννα δίπλα στα Γρεβενά, το Ούρμπινο δίπλα στην Λαμία, την Ασσίζη δίπλα στα Γιαννιτσά, την Κουρμαγιέρ με την Βασιλίτσα και , και, και.
Μόλις τελειώσουν την περιήγηση ας επανέλθουν στα πιο πεζά, αν τους μείνει κουράγιο. Βέβαια αν δεν καταλάβουν θα τους μείνει και πολύ μάλιστα. Και οι περισσότεροι δεν θα καταλάβουν.
Να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω πόλεις των γειτόνων μας δεν είναι έτσι όπως είναι, κάτι σαν στολίδια της οικουμένης δηλαδή, επειδή υπήρξαν τυχαία στην χώρα αυτή κάποιοι ουρανοκατέβατοι νόμοι, αλλά επειδή οι ίδιοι οι Ιταλοί έτσι το θέλησαν. Όπως αντίστοιχα έτσι το θελήσαμε και μεις για τις δικές μας πόλεις και τα χωριά«.

Και καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά δεν υπάρχει ένα μήνυμα από τις ιταλικές εκλογές; Πώς, υπάρχει… Μόνο που δεν είναι πρωτότυπο ή απροσδόκητο. Είναι αυτό που ήδη γνωρίζαμε: υπάρχει ουσιώδης διάσταση απόψεων μεταξύ πολιτικών και οικονομικών ελίτ, αφενός, και λαού, αφετέρου. Ζητείται επειγόντως δικαιότερο σημείο κοινωνικής ισορροπίας. Κι όσο συνεχίζεται η πορεία προς τη μία κατεύθυνση, τόσο η ρήξη θα φαντάζει πιο πιθανή, αν δεν γίνουν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί. Μόνο που η ρήξη, όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ανατροπή. Για να είμαστε ειλικρινείς, σημαίνει συνήθως εδραίωση του ισχυρού και των πλέον ακραίων επιθυμιών του. Κάποιες φορές, όμως, το φύλλο αλλάζει… Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρουμε πού κατευθυνόμαστε. Οι ιταλικές εκλογές της Κυριακής και της Δευτέρας ήταν απλώς ένα επεισόδιο (που τελικά μπορεί να αποδειχθεί κι ασήμαντο). Τα αποτελέσματά τους λογικά. Η δυσαρέσκεια των εξουσιαζόμενων με τέτοιους τρόπους συνήθως εκδηλώνεται: είτε διαλέγοντας έναν «ειλικρινή» εξουσιαστή που προβάλλει το προσωπείο του φιλολαϊκού είτε ένα κομμάτι τρελό «παιδί του λαού», χωρίς απαραίτητα συγκροτημένη άποψη για το τι πρέπει και μπορεί να γίνει, αλλά με λογικοφανείς εξηγήσεις για τα δεινά της εποχής.

Και για την Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα απ’ όλη αυτήν την ιστορία; Υπάρχει ή μάλλον υπάρχουν. Το πρώτο είναι ότι ακόμη και σ’ αυτό το χάος οι Ιταλοί πολιτικοί αποδεικνύονται είτε πιο επιδέξιοι κι «αυθεντικοί» από τους Έλληνες είτε πιο σοβαροί, είτε (συνήθως) και τα δύο μαζί. Και το δεύτερο δεν είναι άλλο από το ότι καλά κάνουμε και ασχολούμαστε με τις εξελίξεις στην Ιταλία. Αν αναζητούμε πρότυπα και παραδείγματα για να βελτιώσουμε τη χώρα μας πρέπει καταρχήν να ψάξουμε σε αυτό που είναι πιο κοντά σε μας από άποψη νοοτροπίας και κοινωνικών δομών. Μέχρι την Ιταλία και τη Γαλλία, χοντρικά. Για να πετύχει η μεταμόσχευση πρέπει να υπάρχει συμβατότητα μεταξύ δότη και λήπτη. Γιατί, όταν ακούτε κάποιον να σας εξηγεί για τα προτερήματα του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος ή σας υπόσχεται να σας κάνει «Δανία του Νότου», να ξέρετε ότι παίζουν και δύο επικίνδυνα ενδεχόμενα. Είτε να είναι βαθιά νυχτωμένος είτε να σας παραμυθιάζει απλώς, διότι στην πραγματικότητα δεν θέλει να αλλάξει απολύτως τίποτε.

Τορτουγέρο 6


Στο νοτιοανατολικό άκρο της μεξικανικής Πολιτείας Ταμπάσκο βρίσκεται η τοποθεσία (με το μάλλον αστείο όνομα) Τορτουγέρο. Εκεί σώζονται τα ερείπια ενός ελάσσονος σημασίας αστικού κέντρου των Μάγια, του οποίου αγνοούμε το ιθαγενές όνομα και εικάζουμε ότι ήταν υποτελές του (κατά πολύ σημαντικότερου) Παλένκε. Στο υπ’ αριθμ. 6 μνημείο του Τορτουγέρο υπάρχει η επιγραφή την οποία διάφοροι ερμήνευσαν (με απίστευτη ελευθεριότητα) ως προβλέπουσα… το τέλος του κόσμου! Στην πραγματικότητα, η επιγραφή μνημονεύει μια ημερομηνία, η οποία εικάζεται ότι είναι η δική μας 21η Δεκεμβρίου 2012, ως αυτήν κατά την οποία θα ολοκληρωθεί ένα Μπακτούν (δηλαδή ένας κύκλος περίπου 400 χρόνων) για να αντικατασταθεί από το επόμενο. Σύμφωνα με ορισμένους, το Μπακτούν αυτό θα είναι το δέκατο τρίτο (και άρα το καταληκτικό) ενός μεγάλου κύκλου που άρχισε το δικό μας 3144 π.Χ., έτος που αποτελεί την αφετηρία χρονολόγησης για τους Μάγια. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε κατακλυσμούς και βιβλικές καταστροφές και η κυκλική αντίληψη περί χρόνου που χαρακτήριζε τους μεσοαμερικανικούς πολιτισμούς δεν επιτρέπει ερμηνείες άλλες από αυτήν της νέας εποχής που θα είναι πανομοιότυπη της προηγούμενης. Τώρα πώς από μια επιγραφή (από τις χιλιάδες που σώζονται) με μια ξερή αναφορά σε ημερομηνία φτάσαμε στους ισχυρισμούς περί προφητείας των Μάγια, είναι μια άλλη ιστορία… Αυτή της μεγάλης φαντασίας και της ευπιστίας του ανθρώπου της εποχής μας. Ναι, αυτού του μοντέρνου σούπερ ντούπερ πλάσματος που στηρίζεται τάχα μου μόνο στη λογική… 😉

Μερικές επισημάνσεις:

– ο δυτικός άνθρωπος όχι μόνο υποδούλωσε ό,τι απέμενε από τον πολιτισμό των Μάγια (γιατί, αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί ο Γκίμπσον στο «Αποκαλύπτω» τα αστικά κέντρα των Μάγια είχαν εγκαταλειφθεί αιώνες πριν την ισπανική κατάκτηση), αλλά τους φορτώνει και τη δεισιδαιμονία του.

– Τι σόι λογική είναι αυτή που δέχεται ότι το τέλος του κόσμου θα μπορούσε να το έχει «προφητέψει», χίλια και βάλε χρόνια πιο νωρίς, ο ιερέας (ή… ο γλύπτης) ενός ασήμαντου οικισμού κάποιου προκολομβιανού πολιτισμού;

– Όπως έλεγε και κάποιος (δεν θυμάμαι ποιος, κάπου στον Έκο θα το έχω διαβάσει, αλλά ούτε κι εκείνος έδινε παραπομπή), το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να πιστεύουν στον θεό δεν σημαίνει ότι έχουν απελευθερωθεί, αλλά απλώς ότι είναι έτοιμοι να πιστέψουν σε οτιδήποτε.

– Εσείς που πιστεύετε στην προφητεία, μη χαλαρώσετε έτσι κι ο κόσμος δεν καταστραφεί αύριο. 🙂 Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η «σωστή» ημερομηνία είναι η 23η Δεκεμβρίου. Άσε που ο υπολογισμός είναι δύσκολος (οι Μάγια είχαν ταυτόχρονα δύο ημερολόγια, σεληνιακό και ηλιακό, τα χρόνια τους δεν συνέπιπταν φυσικά με τα δικά μας κ.ο.κ.), το λάθος εύκολο, οπότε η ημερομηνία μπορεί να είναι κάποιες μέρες, εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια μετά!

– Εσείς καλοί μου άνθρωποι που παίρνετε στα σοβαρά ή στα χαριτωμένα τα περί τέλους του κόσμου, μη σας ξανακούσω να μου κατηγορείτε τον Μεσαίωνα για σκοταδισμό, διότι τέτοια μασκαριλίκια σαν τα δικά μας δεν είχε. 😉 Ναι, σε σας το λέω, τους κατ’ επίφαση «Διαφωτιστές» που ούτε καν τον Διαφωτισμό γνωρίζετε πραγματικά και σε σας τους εξίσου θεολογικά οπαδούς της «Αναγέννησης» που αγνοείτε τη λατρεία της εποχής για τον μυστικισμό και τον αποκρυφισμό, μάλλον γιατί ποτέ δεν διαβάσατε Φιτσίνο ή Παράκελσο. 🙂

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 20 Δεκεμβρίου 2012]