Μπουλγκάκοφ και Σίμονοφ – Βίοι όχι ακριβώς παράλληλοι

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

I. Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ ήταν μάλλον δυστυχισμένος άνθρωπος. Εκεί που το είχε σχεδόν βέβαιο πως με το έργο του θα καθιερωνόταν στο λογοτεχνικό στερέωμα ως ο Μεγάλος Ρώσος Λογοτέχνης του 20ού αιώνα, διαπίστωνε πως είχε λογαριάσει δίχως τη λογοκρισία. Ό,τι και να έδινε κρινόταν ακατάλληλο προς δημοσίευση. Μα είναι αλήθεια πως κι αυτός ο ίδιος, ο πρώην στρατιωτικός ιατρός από το Κίεβο με το μονόκλ, το παπιγιόν και την εμφάνιση εν γένει αστού δανδή, δεν βοηθούσε ιδιαίτερα την υπόθεσή του.

Το πρώτο του μυθιστόρημα έφερε τον εύγλωττο τίτλο «Η Λευκή Φρουρά» . Πραγματευόταν τα δραματικά γεγονότα στο Κίεβο κατά το χρονικό διάστημα 1918-1920, όταν η ουκρανική πρωτεύουσα είχε αλλάξει χέρια τουλάχιστον δεκαπέντε φορές. Το έργο αυτό, διασκευασμένο σε θεατρικό υπό τον τίτλο «Ημέρες των Τουρμπίν», ανέβηκε το 1926 στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σκηνοθετημένο από τον μεγάλο Στανισλάφσκι. Αποθεώθηκε από το κοινό, αλλά η καθεστωτική κριτική υπήρξε λυσσαλέα: «έργο αστικής ηθικής και ιδεολογίας», «αντεπαναστατικό, εξιδανικεύει τους Λευκούς». Ο ίδιος ο Στάλιν το επέκρινε δημόσια (μολονότι το είχε παρακολουθήσει δεκαπέντε φορές!), ενώ τελικά το θεατρικό χαρακτηρίσθηκε κι επίσημα ως απαγορευμένο.

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Ο Μπουλγκάκοφ είχε πλέον απογοητευτεί. Άρχισε να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του φωναχτά σε φίλους και γνωστούς και να διατείνεται ότι ίσως να ήταν καλύτερα να πάει να ζήσει κάπου αλλού, σε κάποια χώρα όπου τουλάχιστον τα βιβλία του θα δημοσιεύονταν κι η αξία του ίσως και να αναγνωριζόταν. Και κάποια ημέρα χτυπά το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς αυτοπροσώπως!

«- Τι πληροφορούμαι, πολίτη Μπουλγκάκοφ! Μα, επιθυμείτε στ’ αλήθεια να εγκαταλείψετε τη Σοβιετική Ένωση;

Η αλήθεια είναι πως ένας Ρώσος συγγραφέας δεν μπορεί να ζήσει μακριά από την πατρίδα του.

Ά, πολύ ωραία, Μπουλγκάκοφ. Πολύ ωραία! Λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει. Θα δουλέψετε και πάλι στο Θέατρο Τέχνης ως βοηθός σκηνοθέτη, ίσως κι αλλού ως λιμπρετίστας για όπερες. Για τη δημοσίευση των έργων σας, θα δούμε εν καιρώ.»

Ι. Β. Στάλιν

Ι. Β. Στάλιν

Ο Στάλιν τήρησε την υπόσχεσή του κι ίσως έκανε και κάτι παραπάνω. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1931, παρακολουθεί μαζί με την ακολουθία του, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και σε ειδική παράσταση, το θεατρικό του Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς Αφινογκένοφ «Ο Φόβος». Ο συγγραφέας είναι ένθερμος κομμουνιστής, υπόδειγμα προλετάριου λογοτέχνη κι αγαπημένος του καθεστώτος. Το συγκεκριμένο έργο θα χαρακτηρισθεί ως το αριστούργημά του.

Ο Γεωργιανός δικτάτορας, όμως, έχει άλλη άποψη. Το έργο δεν του αρέσει καθόλου. Απόλυτο φέσι. Υπόδειγμα βαρεμάρας κι έλλειψης έμπνευσης. Γυρίζει και λέει στους υπεύθυνους του θεάτρου: «Εντελώς απογοητευτικό. Απαράδεκτο! Πρέπει να σας θυμίσω ότι έχετε στο ρεπερτόριό σας ένα εξαιρετικό έργο, τις Ημέρες των Τουρμπίν του Μπουλγκάκοφ. Γιατί δεν το ανεβάζετε ξανά

Στις 15 Ιανουαρίου 1932, η διεύθυνση του θεάτρου γνωστοποιούσε στον έκπληκτο Μπουλγκάκοφ ότι οι «Ημέρες των Τουρμπίν» θα ανέβαιναν ξανά. Οι παραστάσεις στη Μόσχα επρόκειτο να συνεχιστούν για εννέα ολόκληρες σαιζόν (χωρίς να λάβουμε υπόψη τις πολυάριθμες περιοδείες στην επαρχία).

Ως εκεί, όμως…

II. Νεότερος κατά 24 χρόνια του Μπουλγκάκοφ, ο Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ (που οι γονείς του τον είχαν βαφτίσει Κύριλλο) ήταν παιδί ευγενών. Τα ίχνη του πατέρα του, ανώτατου αξιωματικού του τσαρικού στρατού, χάθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 κάπου στην Πολωνία, εκεί όπου είχε καταφύγει συμμετέχοντας, κατά πάσα πιθανότητα, στις προσπάθειες ανατροπής του καθεστώτος των Μπολσεβίκων. Ο ευφυής νεαρός Σίμονοφ είχε βάλει σκοπό του όχι απλώς να ενταχθεί στη σοβιετική κοινωνία, αλλά να πετύχει πραγματικά στη ζωή του. Για τον λόγο αυτό, παρά τις έντονες αντιδράσεις της μητέρας και των συγγενών του, αποφάσισε να γραφτεί σε νυχτερινό τεχνικό λύκειο και να δουλεύει τα πρωινά σε εργοστάσιο. Μόνον έτσι θα μπορούσε να φοιτήσει σε κάποια από τις επίλεκτες πανεπιστημιακές σχολές, όπως στη φημισμένη Κρατική Σχολή Λογοτεχνίας της Μόσχας, στην οποία κι έγινε αργότερα δεκτός. Γνώριζε πολύ καλά πως για να παραμείνει μέλος της ελίτ θα έπρεπε να αλλάξει ταξική ταυτότητα κι από αριστοκράτης να μεταμορφωθεί σε προλετάριος, έστω και μόνο για τους τύπους.

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ο Σίμονοφ υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός λογοτέχνης. Το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») έγινε το αγαπημένο των ανδρών του Κόκκινου Στρατού που πολέμησαν τους Γερμανούς εισβολείς. Αρκετά αργότερα, με το μυθιστόρημά του «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί» («Живые и мёртвые») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Την εποχή του ταραχώδους γάμου του με τη δημοφιλέστατη ηθοποιό Βαλεντίνα Σερόβα, ενσάρκωσε μαζί με την τότε σύζυγό του το απόλυτο glamour της σταλινικής ΕΣΣΔ. Ισχυρός άνδρας της Εταιρίας Σοβιετικών Λογοτεχνών κι αρχισυντάκτης διάφορων λογοτεχνικών εντύπων, ο Σίμονοφ, χάρη και στις διασυνδέσεις του με το καθεστώς και την προσωπική φιλία του με τον Στάλιν, είχε τεράστια δύναμη.

III. Ο Μπουλγκάκοφ δούλευε και ξαναδούλευε το μυθιστόρημα που επρόκειτο να είναι το τελευταίο του. Τα χειρόγραφα της πρώτης εκδοχής του έργου αυτού κατέληξαν στη σόμπα του μοσχοβίτικου διαμερίσματος του λογοτέχνη. Ακολούθησαν άλλες τρεις. Την τελευταία από αυτές ο Μπουλγάκοφ πάσχιζε να την τελειοποιήσει σχεδόν μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1940, από κάποια εκφυλιστική πάθηση των νεφρών. Την τελική μορφή του μυθιστορήματος τη χρωστάμε μάλλον στη χήρα του λογοτέχνη, τη Γελένα Σεργκέγεβνα Μπουλγκάκοβα (Σιλόφσκαγια).

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Μετά από αυτό, τα χειρόγραφα του μυθιστορήματος, που έφεραν πάνω τους τα ίχνη της μορφίνης, εξάρτηση στην οποία είχε ξανακυλήσει ο λογοτέχνης στην προσπάθειά του να απαλύνει τους πόνους της αρρώστιάς του, ξαναμπήκαν στα συρτάρια του γραφείου του εκλιπόντος όπου και θα παρέμεναν για πολλά χρόνια. Είναι αλήθεια πως το βιβλίο δεν είχε ουσιαστικές ελπίδες δημοσίευσης στη σταλινική ΕΣΣΔ. Χωρίς να είναι ευθέως ανατρεπτικό, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» («Мастер и Маргарита») ήταν ένα μυθιστόρημα αρκετά παράξενο, υπερβολικά ελαφρύ και ταυτόχρονα υπερβολικά σοβαρό για τις καθεστωτικές αντιλήψεις: ο διάβολος ο ίδιος επισκέπτεται μαζί με την ακολουθία του τη σταλινική Μόσχα κι αναστατώνει τους λογοτεχνικούς κύκλους της. Όλα αυτά μέχρι να προσελκύσει στον ιστό των δαιμονικών σχεδίων του την όμορφη και μυστηριώδη Μαργαρίτα και τον παράνομο έρωτά της, έναν περιθωριακό διανοούμενο που εκείνη αποκαλεί Μαιτρ κι ο οποίος έχει γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Πόντιο Πιλάτο. Στο επίκεντρο του έργου βρίσκονται οι βασανιστικές ασάφειες της ηθικής και της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

IV. Από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, ο Σίμονοφ έβαλε σκοπό να εξοφλήσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή, να εξιλεωθεί για όλους τους συμβιβασμούς που είχε κάνει στα χρόνια του σταλινισμού προκειμένου να παραμείνει επιτυχημένος κι ισχυρός. Πάσχιζε για την έκδοση απαγορευμένων βιβλίων, βοηθούσε οικονομικά συγγραφείς που είχαν υποστεί διώξεις από το καθεστώς. Όταν το 1965 οι φίλοι του διοργάνωσαν επίσημη τελετή για τον εορτασμό των 50ών γενεθλίων του, ο Σίμονοφ ανέβηκε στο βήμα κι εκφώνησε τον παρακάτω λόγο:

«Σε τέτοιες περιστάσεις, όταν κάποιος συμπληρώνει πενήντα χρόνια ζωής, είναι φυσικό οι άνθρωποι να θυμούνται κυρίως τα καλά που έχει κάνει. Θα ήθελα απλώς να πω στους παριστάμενους, στους συντρόφους μου που ήρθαν, ότι ντρέπομαι για πολλά από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, να πω ότι δεν ήταν καλά όλα όσα έχω κάνει, το γνωρίζω, και να πω ότι δεν συμπεριφέρθηκα πάντα σύμφωνα με τις υψηλότερες ηθικές αρχές, ούτε τις πολιτικές ή τις ανθρώπινες. Υπάρχουν στη ζωή μου πράγματα που δεν τα θυμούμαι με ικανοποίηση, περιπτώσεις στις οποίες δεν ενήργησα με αρκετή θέληση, με αρκετό θάρρος. Το γνωρίζω. Και δεν τα λέω όλα αυτά με σκοπό κάποιας μορφής εξιλέωση, γιατί αυτή είναι προσωπική υπόθεση ενός ανθρώπου, αλλά απλώς επειδή όταν κάποιος θυμάται θέλει να αποφύγει την επανάληψη των ιδίων σφαλμάτων. Θα προσπαθήσω να μην τα επαναλάβω. Από εδώ και πέρα, όποιο κι αν είναι το κόστος, δεν θα επαναλάβω τους ηθικούς συμβιβασμούς που κάποτε έκανα

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

V. Η Γελένα Μπουλγκάκοβα γνώριζε προσωπικά τον Σίμονοφ (και πιο πριν τη μητέρα του συγγραφέα). Το 1956 τον όρισε υπεύθυνο για τη διαχείριση του αρχείου του εκλιπόντος συζύγου της. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Σίμονοφ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να επιτύχει τη δημοσίευση του «Μαιτρ και Μαργαρίτα». Έπεισε πρώτα τη χήρα του Μπουλγκάκοφ να δεχτεί ενδεχόμενες περικοπές που θα επέβαλλε η λογοκρισία. Έπειτα, έδωσε τα χειρόγραφα στη δεύτερη από τις τέσσερις συζύγους του, τη Γεβγκένιγια (Ζένια) Λάσκινα, η οποία εργαζόταν τότε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Μασκβά». Το έντυπο αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα στις αρχές του μπρεζνιεφικού καθεστώτος. Η ύλη του είχε καταντήσει βαρετή (οτιδήποτε ενδιαφέρον δεν μπορούσε να περάσει από τη λογοκρισία) και οι συνδρομές είχαν πέσει κατακόρυφα. Η Λάσκινα μίλησε για το σχέδιο δημοσίευσης του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» στον αρχισυντάκτη Γεβγκένι Ποπόφκιν, ο οποίος δίσταζε να προχωρήσει. Απευθύνθηκαν τελικά σε ένα συνταξιούχο συντάκτη του εντύπου, ο οποίος είχε εργαστεί παλιότερα για χρόνια ως λογοκριτής και στη συνέχεια, ως αρχισυντάκτης εντύπων, επιτύγχανε πάντα τη δημοσίευση των κειμένων που υπέβαλλε προς έγκριση. Το μυθιστόρημα, αφού κόπηκε περίπου το 10 % και τροποποιήθηκε άλλο ένα 15 % της ύλης του, εγκρίθηκε! Δημοσιεύθηκε στο «Μασκβά» σε δύο μέρη (στο τελευταίο τεύχος του 1966 και το πρώτο του 1967), γνωρίζοντας απίστευτη επιτυχία. Τα τεύχη εξαντλήθηκαν, οι συνδρομές στο περιοδικό απογειώθηκαν.

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Για να γιορτάσουν την επιτυχία, ο Σίμονοφ κι η Λάσκινα ετοίμασαν σε τρία αντίτυπα ένα πρόχειρο βιβλίο με το πλήρες κείμενο του μυθιστορήματος. Κράτησαν ο καθένας από ένα αντίτυπο κι έδωσαν το τρίτο στη Γελένα Μπουλγκάκοβα. Λίγους μήνες μετά, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» εκδιδόταν στη Δύση με όλα τα αποσπάσματα που είχε αφαιρέσει η λογοκρισία. Η πρώτη πλήρης, μη λογοκριμένη, έκδοση του έργου στην ΕΣΣΔ θα κυκλοφορούσε το 1973. «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» θα γινόταν αντικείμενο λατρείας από το σοβιετικό (και όχι μόνο) κοινό.

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

[πηγή, για τις προσπάθειες του Σίμονοφ να αποκαταστήσει το έργο του Μπουλγκάκοφ: Orlando FIGES «The Whisperers (Private life in Stalin’s Russia)», Allen Lane 2007/ Penguin 2008]

Πού πηγαίνουν τ’ αστέρια σαν σβήσουν;

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова - муза и трагедия Константина Симонова

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова

Η Βαλεντίνα Βασίλιεβνα Σερόβα γεννήθηκε στους δίδυμους αστερισμούς της επιτυχίας και της τραγωδίας. Για δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια υπήρξε η απόλυτη σταρ του σοβιετικού θεάτρου και κινηματογράφου. Κι έπειτα ακολούθησε η βασανιστική συνεχής παρακμή. Παντρεύτηκε δύο διασημότητες της εποχής της. Χήρεψε από τον πρώτο άντρα της ακριβώς στην επέτειο του γάμου τους. Η σχέση της με τον δεύτερο ξεκίνησε παθιασμένα για να εκφυλιστεί σε αδιαφορία και αποξένωση, ενώ η ίδια βυθιζόταν όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό. Πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες πριν συμπληρώσει το 58ο έτος της ζωής της.

Η Βαλεντίνα γεννιέται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, στις 23 Δεκεμβρίου 1917, κόρη της ηθοποιού Κλάβντιγια Πολοβίκοβα και του μηχανικού Βασίλι Πολοβίκ. Ζει τα πρώτα χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά της στην Ουκρανία. Σε ηλικία έξι ετών ακολουθεί τη μητέρα της στη Μόσχα, όπου έχει εγκατασταθεί η δεύτερη για λόγους καρριέρας. Ακριβώς χάρη στη μητέρα της παίζει από μικρή ηλικία διάφορους παιδικούς ρόλους σε θεατρικά έργα. Το 1934 κερδίζει ένα μικρό κινηματογραφικό ρόλο, αλλά η σκηνή της κόβεται τελικά στο μοντάζ της ταινίας. Αρχίζει να γίνεται δημοφιλής χάρη στις εμφανίσεις της στο θέατρο (σε ρεπερτόριο μάλλον ελαφρύ). Περίπου την ίδια εποχή, ο πατέρας της συλλαμβάνεται και καταλήγει σε κάποιο από τα στρατόπεδα του Γκουλάγκ.

Η Βαλεντίνα γνωρίζει κι ερωτεύεται τον Ανατόλι Κονσταντίνοβιτς Σερόφ, διάσημο πιλότο που είχε δακριθεί στον Ισπανικό Εμφύλιο. Παντρεύονται στις 11 Μαΐου 1938. Η ευτυχία τους δεν θα διαρκέσει πολύ. Την ημέρα της πρώτης επετείου του γάμου τους, ο Σερόφ σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής πτήσης κι ενώ η Βαλεντίνα είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο Ανατόλι Σερόφ ο νεότερος θα γεννηθεί τον Σεπτέμβριο του 1939 χωρίς να γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του.

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος Repin.info, όπ. π.)

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος repin.info, όπ. π.)

Κ. Μ. Σίμονοφ

Κ. Μ. Σίμονοφ

Την τραγωδία, όμως, θα τη συνοδέψει η επιτυχία στον κινηματογράφο, κυρίως σε κομεντί και μελό ταινίες, ξεκινώντας από το  «Κορίτσι με χαρακτήρα», το 1939. Και, στο μεταξύ, ξεσπά ο πόλεμος. Τη γνωρίζει και την ερωτεύεται παράφορα ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ, ο άνθρωπος που με το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο ακριβή και γλαφυρό τρόπο τα συναισθήματα του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού στο Μέτωπο. Αρχικά, η Σερόβα αποκρούει το φλερτ του Σίμονοφ. Λέγεται ότι την εποχή εκείνη ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Κονσταντίν Ροκοσσόφσκι. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία, η Σερόβα υπέβαλε τον καψούρη Σίμονοφ στην πλέον ακραία ταπείνωση, αναθέτοντάς του να παραδώσει ο ίδιος μια ερωτική επιστολή της στον στρατηγό. Η σχέση Σερόβα και Ροκοσσόφσκι, αν υποτεθεί ότι υπήρξε, τερματίστηκε γρήγορα, μια και, καθώς λένε, παρενέβη ο Στάλιν αυτοπροσώπως: υπενθύμισε στον Ροκοσσόφσκι ότι ήταν παντρεμένος κι ότι δεν θα έδινε και το καλύτερο παράδειγμα αν μαθευόταν ότι ένας από τους καλύτερους στρατηγούς του Κόκκινου Στρατού διατηρεί εξωσυζυγική σχέση!

Η επιμονή του Σίμονοφ ανταμείβεται. Το 1943, η Βαλεντίνα τον παντρεύεται! Την ίδια χρονιά, πρωταγωνιστεί στο φιλμ «Περίμενέ με» των Μπορίς Ιβανόφ και Αλεξάντρ Στόλπερ, σε σενάριο του ίδιου του Σίμονοφ (η ταινία εμπνέεται… χαλαρά από το ομώνυμο ποίημά του). Οι δυο τους περιοδεύουν στα διάφορα μέτωπα του πολέμου για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού.

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

Με το θριαμβευτικό για την ΕΣΣΔ τέλος του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», η Σερόβα και ο Σίμονοφ είναι το πιο διάσημο σοβιετικό ζευγάρι. Ζουν στη Μόσχα σε συνθήκες χλιδής (για τα δεδομένα της χώρας και της εποχής) και ενσαρκώνουν το απόλυτο glamour της σταλινικής περιόδου. Η Σερόβα πρωταγωνιστεί και σε ταινίες μεγαλύτερων καλλιτεχνικών αξιώσεων (όπως η κινηματογραφική βιογραφία του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Μιχαήλ Γκλίνκα, το 1946). Μόνο που όλα αυτά αποδεικνύονται μια τεράστια ψευδαίσθηση που δεν θα αργήσει να θρυμματιστεί… Ο Σίμονοφ αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στο συγγραφικό του έργο και στα καθήκοντά του στην Εταιρία Σοβιετικών Συγγραφέων και στη διεύθυνση και αρχισυνταξία των μεγαλύτερων λογοτεχνικών εντύπων. Η Σερόβα αρχίζει να βρίσκει αγχολυτικό καταφύγιο στο ποτό. Ο Σίμονοφ, κατά τα λοιπά άνθρωπος με βαθύτατες ευαισθησίες, ο οποίος όμως έχει μάθει να αντιμετωπίζει με πειθαρχία κάθε αντιξοότητα της ζωής, δεν συγχωρεί στη σύζυγό του την αδυναμία της να διαχειριστεί την επιτυχία και μια, κατά τα φαινόμενα, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Η σχέση τους δηλητηριάζεται κι από το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ να έχει καλές σχέσεις με τον γιο της Σερόβα από τον πρώτο της γάμο, τον Ανατόλι. Στο τέλος, κατορθώνει να κλείσει τον μικρό Τόλια σε κάποιο ορφανοτροφείο πέρα από τα Ουράλια!

Το 1950, ο λογοτέχνης και η ηθοποιός αποκτούν την κόρη τους Μάσα. Αντί, όμως, η γέννηση του παιδιού να βελτιώσει τη σχέση τους, επιταχύνει την κατάρρευσή της. Ο Σίμονοφ διακόπτει πολύ γρήγορα κάθε επικοινωνία με το κοριτσάκι (σχεδόν μέχρι την ενηλικίωσή της αρνιόταν να τη δει και να την παρουσιάσει στους συγγενείς του). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατορθώνει να αφαιρέσει την επιμέλειά της κι από την ίδια τη Βαλεντίνα (η Μάσα ανατράφηκε από τη μητέρα της Βαλεντίνας). Το 1957 εκδίδεται το διαζύγιο κι από εκεί και πέρα η σταδιοδρομία της Σερόβα παίρνει την κάτω βόλτα.

Τα προβλήματά της με το ποτό επιδεινώνονται διαρκώς. Χάνει πρόβες και παραστάσεις, απολύεται από το ένα θέατρο μετά το άλλο. Τραγική ειρωνεία: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 η μοναδική απασχόληση της Σερόβα ήταν ένας ρόλος σε θεατρικό του τέως συζύγου της [«Άνθρωποι της Ρωσίας» («Русские люди»)]. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν σε μια ταινία του 1973.

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

Ο γιος της, μεγαλωμένος στο αφιλόξενο περιβάλλον του ορφανοτροφείου, κατέληξε μπλεγμένος με τον υπόκοσμο και βαριά αλκοολικός. Έζησε μεταξύ αναμορφωτηρίων, στρατοπέδων και φυλακών, πριν το αλκοόλ κόψει το νήμα της ζωής του το 1975.

Λίγους μήνες αργότερα, το βράδυ της 11ης προς τη 12η Δεκεμβρίου 1975, η Βαλεντίνα Σερόβα βρισκόταν νεκρή στο διαμέρισμά της στη Μόσχα. Τα αίτια του θανάτου της δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ. Πάνω στο φέρετρό της υπήρχε μια ανθοδέσμη με 58 τριαντάφυλλα. Ήταν το τελευταίο δώρο του Κονσταντίν Σίμονοφ προς τον μεγάλο έρωτα της ζωής του.

[πηγές: Βικιπαίδεια/ ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости: «Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова», 23.6.2013/ Orlando Figes «The Whisperers: Private Life in Stalin’s Russia», 2007]