Απ’ τη Λιλή και τη Μαρλέν, ποια να διαλέξω;

Ο Χανς Λάιπ στρατιώτης στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Ο Χανς Λάιπ στρατιώτης στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Τον λένε Χανς Λάιπ και γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1893 στο Αμβούργο. Παιδί φτωχής οικογένειας (ο πατέρας του δούλεψε ως ναυτικός και λιμενεργάτης), αλλά έξυπνος, μελετηρός και με φύση καλλιτεχνική, κατορθώνει να σπουδάσει και το 1914 διορίζεται ως δάσκαλος σ’ ένα προάστιο του Αμβούργου. Η χαρά δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ: ξεσπά ο μεγάλος πόλεμος κι ο νεαρός Χανς επιστρατεύεται.

Είναι όμως ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης κι όμορφος. Η εξωτερική του εμφάνιση θα κάνει τους υπεύθυνους της στρατολογίας να τον επιλέξουν για την αυτοκρατορική φρουρά στο Βερολίνο. Θα του χαρίσει κυρίως πολλές επιτυχίες με τα κορίτσια. Μια από τις κατακτήσεις του είναι κι η Μπέττυ, που εκείνος τη φωνάζει Λιλή, η κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Μόνο που δεν του αρκεί… Κυνηγά ταυτόχρονα και τη Μαρλέν, την κόρη ενός γιατρού η οποία εργάζεται ως νοσοκόμα.

Έρχεται η ώρα του κρίσιμου ραντεβού με τη Μαρλέν. Ο Χανς δεν θα καταφέρει ποτέ να τη συναντήσει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον βάζει σκοπιά ακριβώς τις ώρες που είχε κανονιστεί η συνάντηση με τη νεαρή νοσοκόμα. Δεύτερη ευκαιρία δεν πρόκειται να υπάρξει. Ο Χανς έχει μετατεθεί στο Μέτωπο των Καρπαθίων. Μες στην απελπισία του αποφασίζει να αποτυπώσει τα συναισθήματά του στο χαρτί. Γράφει ένα ποίημα με θέμα τον χωρισμό, ποίημα στους στίχους του οποίου οι δύο έρωτες της αληθινής ζωής ενώνονται σε ένα πρόσωπο, τη Λιλή Μαρλέν.

Χανς Λάιπ

Χανς Λάιπ

Ο Χανς Λάιπ θα πολεμήσει στην Ανατολή. Θα αποστρατευτεί το 1917 εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Επιστρέφει στο Αμβούργο, παντρεύεται μια παιδική φίλη, αποκτά παιδιά. Κι έπειτα, ξαφνικά, αποφασίζει να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του παρορμήσεις. Εγκαταλείπει την οικογένειά του, βυθίζεται στη μποέμικη ζωή κι αρχίζει σταδιοδρομία συγγραφέα. Ειδικά τα διηγήματά του θα γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Κάποια στιγμή αποφασίζει να συγκεντρώσει τα νεανικά του ποιήματα σε μια συλλογή. Μεταξύ τους βρίσκεται και το «Τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά» («Das Lied eines Jungen Soldaten auf der Wacht«).

Οι μελαγχολικοί στίχοι του ποιήματος θα εντυπωσιάσουν τον συνθέτη Ρούντολφ Τσινκ που θα αποφασίσει αμέσως να το μελοποιήσει και να το δώσει στην ερωμένη του η οποία εμφανίζεται σε κάποιο καμπαρέ του Μονάχου. Η κυρία αυτή ονομάζεται Ελίζαμπετ Μπούννενμπεργκ. Γεννήθηκε κι εκείνη στον Βορρά, στο Μπρέμερχάφεν για την ακρίβεια, το 1905. Το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο είναι Λάλε Άντερσεν. Είναι μια ψηλή ξανθιά, αισθησιακή για τα μέτρα της εποχής και, πρωτίστως, χειραφετημένη. Παράτησε άντρα και παιδιά για να σταδιοδρομήσει στα καμπαρέ και να κάνει μια εντυπωσιακή συλλογή εραστών, ο αριθμός των οποίων πρέπει να ξεπερνά εκείνον των τραγουδιών που έχει ερμηνεύσει. Και κάπως έτσι, κοντά στο τέλος του 1937, η Άντερσεν θα ερμηνεύσει για πρώτη φορά το «Τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά«.

Δεν θα περάσει χρόνος κι η Άντερσεν θα λάβει μια επιστολή από έναν άλλο παλιό της εραστή, τον επίσης συνθέτη Νόρμπερτ Σούλτσε. Έχοντας πια αναθεωρήσει την αρχική του άποψη για το ταλέντο της Λάλε, ο Σούλτσε της στέλνει μια σειρά από μελωδίες για να διαλέξει ποιες από αυτές θα επιθυμούσε να ερμηνεύσει. Με έκπληξη η τραγουδίστρια διαπιστώνει ότι ανάμεσα στις προτάσεις υπάρχει πάλι το ποίημα του Λάιπ, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική μελωδία! Αντί της ρομαντικής μελοποίησης του Τσινκ, ο Σούλτσε έχει προτιμήσει ένα σκοπό που θυμίζει έντονα στρατιωτικό εμβατήριο.

Ν. Σούλτσε

Ν. Σούλτσε

Η σύνθεση του Σούλτσε δεν πολυαρέσει στην Άντερσεν. Αν ήξερε κιόλας ότι ο Σούλτσε είχε αρχικά συνθέσει τη μελωδία για να χρησιμοποιηθεί στο διαφημιστικό μιας οδοντόπαστας.. Με μισή καρδιά αποφασίζει να την τραγουδήσει, υποψιαζόμενη ότι ίσως αρέσει στο κοινό. Η πρώτη παρουσίαση θα γίνει το 1938 στο Kabarett der Komiker του Βερολίνου. Η επιτυχία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να αποφασιστεί κι η ηχογράφηση του τραγουδιού σε δίσκο, το 1939, με τον τίτλο «Das Mädchen unter der Laterne» («Το κορίτσι κάτω απ’ το φανάρι«). Μόνο που ο δίσκος δεν θα πάει καθόλου καλά.

Θα περάσουν δύο ολόκληρα χρόνια. Στο κατεχόμενο Βελιγράδι, οι παρουσιαστές του γερμανικού στρατιωτικού σταθμού διαλέγουν να παίξουν το τραγούδι του Σούλτσε και της Άντερσεν. Ο σταθμός αυτός φτάνει σε όλες τις γερμανικές μονάδες, στο Ανατολικό Μέτωπο, στη Βόρεια Αφρική κι αλλού. Κι ένα τραγούδι που μιλά για τον χωρισμό ενός στρατιώτη από το κορίτσι του είναι ιδανικό για να γίνει επιτυχία μέσα στην καρδιά του πολέμου. Πράγματι, η επιτυχία είναι ασύλληπτη, δεν υπάρχει Γερμανός στρατιώτης ή αξιωματικός που να μη λατρεύει τη μελωδία αυτή. Ο ίδιος ο Χίτλερ φέρεται να εκμυστηρεύθηκε ότι «το τραγούδι αυτό δεν θα ενθουσιάσει απλώς τον Γερμανό στρατιώτη, είναι πολύ πιθανό να συνεχίσει να γνωρίζει επιτυχία όταν εμείς θα έχουμε πια πεθάνει«.

Μ. Ντήτριχ

Μ. Ντήτριχ

Το παράξενο ήταν ότι το ίδιο τραγούδι κατέκτησε και τους αντιπάλους των Γερμανών. Οι Άγγλοι στρατιώτες ίσως να το πρωτάκουσαν στη Βόρεια Αφρική, πιθανώς στο Τομπρούκ, εκεί που γραμμές των εμπολέμων βρίσκονταν πολύ κοντά. Άρχισαν να το τραγουδούν κι εκείνοι. Η σύνθεση διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο κι άρχισε να γνωρίζει πολλές διασκευές. Έφτασε και στις ΗΠΑ, όπου η Μαρλέν Ντήτριχ δεν έχασε την ευκαιρία να οικειοποιηθεί ένα τραγούδι του οποίου η ηρωίδα είχε όνομα που θύμιζε το δικό της και το ηχογράφησε το 1944, τώρα πια με τον τίτλο «Λιλή Μαρλέν«.

Κι έτσι, συνέβη το αδιανόητο. Η ίδια μελωδία χρησιμοποιήθηκε από τα διαβόητα Einsatzgruppen των Ες Ες για να καλύπτει τις κραυγές των αθώων θυμάτων τους και τραγουδήθηκε από τους Αμερικανούς στρατιώτες που καταλάμβαναν γερμανικά εδάφη!

Οι τρεις πρωταγωνιστές πέρασαν από δυσκολίες, αλλά τελικά μάλλον τα κατάφεραν. Ο Σούλτσε ήταν εκείνος που είχε τις καλύτερες σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς. Αυτό του στοίχισε δικαίως την (πρόσκαιρη) περιθωριοποίησή του. Επανέκαμψε αρκετά σύντομα και γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως συνθέτης μουσικής επένδυσης κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών. Πέθανε πλήρης ημερών το 2002.

Η Λάλε Άντερσεν, μολονότι ερμηνεύτρια της εμβληματικής μουσικής επιτυχίας για τα γερμανικά στρατεύματα, ήρθε σχετικά γρήγορα σε σύγκρουση με τους ναζί. Στην επίσκεψή της στη Βαρσοβία αρνήθηκε κατηγορηματικά να μπει στο εβραϊκό γκέτο το οποίο οι ναζί αξιωματούχοι ήθελαν να της δείξουν σαν να επρόκειτο για ζωολογικό κήπο… Επιχείρησε να διαφύγει στο εξωτερικό. Της απαγόρεψαν να δίνει συναυλίες και να ακούγεται στο ραδιόφωνο και της έκαναν έξωση από το διαμέρισμά της στην Κουρφύρστενταμμ. Μετά τον πόλεμο ξανάρχισε την καλλιτεχνική σταδιοδρομία της κι υπήρξε μια από τις δημοφιλέστερες τραγουδίστριες στην ΟΔΓ. Όταν κάποτε της ζήτησαν να εξηγήσει την τεράστια επιτυχία της «Λιλή Μαρλέν«, εκείνη απάντησε με αρκετά ποιητικό τρόπο: «Μπορεί να εξηγήσει ο άνεμος πώς γίνεται θύελλα;».

Λ. Άντερσεν

Ο Χανς Λάιπ είχε αριστερό παρελθόν κι Εβραίους φίλους. Δεν μπορούσε να ελπίζει στη συμπάθεια των ναζί, ούτε και την ήθελε. Το 1943 διέφυγε στην Ελβετία όπου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Στα χρόνια του πολέμου δεν εισέπραξε ούτε πφέννιχ από πνευματικά δικαιώματα. «Δεν πειράζει, μου αρκεί η δόξα«, σχολίαζε. Μετά τον πόλεμο τιμήθηκε αρκετές φορές, ονομάσθηκε μάλιστα κι επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Ίσως η μεγαλύτερη τιμή να ήταν τα λόγια του Ντουάιτ Άιζενχάουερ: «ο Λάιπ είναι ο μόνος Γερμανός που έκανε όλο τον κόσμο ευτυχισμένο στα χρόνια του πολέμου«!

Όταν ήταν ακόμη νέος και βρισκόταν στο ουκρανικό μέτωπο, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λάιπ είχε γράψει στους δικούς του:

«Εγκαταλείψαμε ό,τι αγαπάμε… Ο διάβολος συντρίβει μέσα μας και το τελευταίο ίχνος καλοσύνης κι ανθρωπιάς. Πεθαίνουμε για ένα ιδανικό στο οποίο δεν πιστέψαμε ποτέ«.

Αυτό το μαρτύριο ίσως ν’ απάλυναν οι στίχοι του..

[πηγή: Jean-Baptiste Michel «La chanson qui a changé de champ«, GEOHISTOIRE, τεύχος αριθ. 17, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2014, σελ. 120-129/ Wikipedia]

Lili_Marleen,_film_poster

 

Μέσα από τη νύχτα

Το Κίεβο κατά τον Β΄ ΠΠ

Το Κίεβο κατά τον Β΄ ΠΠ

Από τις αρχές Αυγούστου του 1941 ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να δοθεί προτεραιότητα στην προέλαση στην Ουκρανία, καθυστερώντας το σχέδιο επίθεσης κατά της Μόσχας. Μεταξύ κακής οργάνωσης και πανικού, ο Κόκκινος Στρατός υποχωρούσε στα περισσότερα σημεία του μετώπου. Στις αρχές του Σεπτέμβρη το Κίεβο δεν ήταν παρά το άκρο ενός ιδιαίτερα επιμήκους σοβιετικού θυλάκου ο οποίος μέρα με τη μέρα συρρικνωνόταν δραματικά, μια και τόσο στο βορρά όσο και στο νότο οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ήδη προχωρήσει κατά πολύ ανατολικότερα της ουκρανικής πρωτεύουσας.

Η σοβιετική ηγεσία δεν ήταν βέβαιη για τη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθήσει. Ο Στάλιν δεν ήθελε καν να ακούσει για υποχώρηση. Ο γενικός γραμματέας του ΚΚ Ουκρανίας Νικήτα Χρουστσόφ είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να τονώσει το πατριωτικό φρόνημα των κατοίκων του Κιέβου. Η πόλη, όμως, παρουσίαζε κάποιες ιδιαιτερότητες που προκαλούσαν στη Μόσχα αμφιβολίες για την πίστη των κατοίκων στο σοβιετικό καθεστώς σε περίπτωση ιδιαιτέρως αντίξοων συνθηκών. Πράγματι, κατά την ταραγμένη διετία 1918-1920, μεταξύ του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του ρωσικού εμφυλίου, το Κίεβο είχε αλλάξει χέρια 16 φορές! Αρχικά την πόλη κατέλαβαν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί. Φεύγοντας, εγκατέστησαν μια «ανεξάρτητη ουκρανική κυβέρνηση» ανδρεικέλων με επικεφαλής τον Πάβλο Σκοροπάντσκι, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί «Μέγας Αταμάνος των Κοζάκων». Ακολούθησαν οι Ουκρανοί εθνικιστές του Πετλιούρα, οι Μπολσεβίκοι, οι Λευκοί και πάλι οι Μπολσεβίκοι, ενώ ενδιάμεσα είχε κάνει ένα σύντομο πέρασμα από το Κίεβο κι ο πολωνικός στρατός του Πιουσούντσκι. Οι μεγαλύτεροι θυμούνταν ότι, από όλους αυτούς, οι Γερμανοί κι οι Αυστριακοί δεν ήταν οι χειρότεροι.

Μ. Π. Κιρπανός

Μ. Π. Κιρπανός

Καθώς ολοκληρωνόταν το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη ο Χρουστσόφ, ο διοικητής του Νοτιοδυτικού Άξονα Σιμιόν Μιχάιλαβιτς Μπουντιόννι κι ο υπεύθυνος για την υπεράσπιση του Κιέβου διοικητής του Νοτιοδυτικού Μετώπου Μιχαήλ Πιτρόβιτς Κιρπανός * αντιλήφθηκαν τον τρομερό κίνδυνο: ήταν πλέον εξαιρετικά πιθανό οι υπερασπιστές της πόλης να περικυκλωθούν από τις γερμανικές δυνάμεις! Λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία ουσιαστικής ενίσχυσής τους, ζήτησαν από τον Στάλιν την άδεια να εκκενώσουν το Κίεβο. Ο σοβιετικός ηγέτης αρνήθηκε επανειλημμένα. Απάλλαξε μάλιστα τον Μπουντιόννι από τα καθήκοντά του, αντικαθιστώντας τον με τον Σεμιόν Τιμοσένκο.

Καθώς η κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη Χρουστσόφ και Κιρπανός συνέχιζαν να ικετεύουν να τους επιτραπεί η εκκένωση του Κιέβου. Ο γερμανικός κλοιός έσφιγγε ολοένα και περισσότερο. Η άδεια δόθηκε από τον Μπαρίς Σάπόσνικαφ, αρχηγό του γενικού επιτελείου, μόλις λίγο πριν το μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου. Οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ήδη περικυκλώσει ουσιαστικά εκείνες του Κόκκινου Στρατού. Τέσσερις σοβιετικές στρατιές βρίσκονταν μέσα στην παγίδα, ανάμεσά τους κι η 37η που υπερασπιζόταν το Κίεβο.

Τα σοβιετικά στρατεύματα προσπάθησαν απεγνωσμένα να σπάσουν τον εχθρικό κλοιό. Λίγοι, πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που το κατόρθωσαν. Οι ναζιστικές δυνάμεις αιχμαλώτισαν ασύλληπτο αριθμό σοβιετικών στρατιωτών. Η Βέρμαχτ ισχυριζόταν ότι αιχμαλώτισε περισσότερους από 650.000 στρατιώτες. Η σοβιετική ηγεσία διατεινόταν ότι ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ξεπερνούσε τις 175.000. Η αλήθεια πρέπει να βρισκόταν κάπου στη μέση, ίσως πιο κοντά στους γερμανικούς ισχυρισμούς. Το ίδιο το Κίεβο έπεφτε στα χέρια των ναζί στις 19 Σεπτεμβρίου.

Λ. Ν. Ραμπινόβιτς (Λ. Βαλίνσκι)

Λ. Ν. Ραμπινόβιτς (Λ. Βαλίνσκι)

Ήταν η αρχή πολλών τραγωδιών. Μία από αυτές ήταν εκείνη των σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Την ιστορία τους τη διηγήθηκε με τον πιο παραστατικό και δραματικό τρόπο ο συγγραφέας και καλλιτέχνης Λιανίντ Ναούμαβιτς Ραμπινόβιτς, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Λιανίντ Βαλίνσκι, στο διήγημά του «Μέσα από τη νύχτα» («Сквозь Ночь»), που δημοσιεύθηκε το 1963. Το διήγημα παρουσιάζεται ως μυθοπλασία, ωστόσο είναι βασισμένο στην προσωπική εμπειρία του συγγραφέα ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς, αλλά τελικά κατάφερε να αποδράσει.

Η αφήγηση ξεκινά στις 17 Σεπτεμβρίου 1941 σε κάποιο χωριό της Ουκρανίας, ενώ οι Γερμανοί έχουν σχεδόν περικυκλώσει τους Ρώσους.

Εξώφυλλο του "Μέσα από τη Νύχτα"

Εξώφυλλο του «Μέσα από τη Νύχτα»

«Μετά από αρκετά χρόνια διάβασα το βιβλίο του Γερμανού στρατηγού φον Τίππελσκιρχ: η άποψή του ήταν ότι η περικύκλωση των στρατευμάτων μας ανατολικά του Κιέβου απαίτησε τη συμμετοχή σημαντικών γερμανικών δυνάμεων και ουσιαστικά κατέστρεψε τα σχέδια του Χίτλερ, καθυστερώντας την επίθεση κατά της Μόσχας.

Εμείς, όμως, δεν γνωρίζαμε τίποτε. Οι νύχτες εκείνες, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες προσπάθησαν να διασπάσουν τον γερμανικό κλοιό, αναζητώντας τον δρόμο τους μέσα από δάση και έλη κάτω από βροχή γερμανικών βομβών κι οβίδων… όλα αυτά δεν ήταν παρά μια τεράστια κι ανεξήγητη τραγωδία.

Τη νύχτα της 17ης Σεπτεμβρίου περιπλανιόμουν… είδα στον δρόμο χιλιάδες οχήματα να καίγονται. Δεν έπρεπε να τα βρουν οι Γερμανοί. Διέκρινα μια ομάδα δέκα περίπου ανώτερων κι ανώτατων αξιωματικών που κατευθύνονταν προς τη Λόχβιτσα, πιστεύοντας ότι εκεί ο δρόμος ήταν ακόμη ελεύθερος. Ανάμεσά τους αναγνώρισα τον διοικητή του Μετώπου, τον στρατηγό Κιρπανός.

Μόνο μετά από χρόνια έμαθα ότι εκείνη τη νύχτα (ή ίσως την επόμενη) είχε αυτοκτονήσει, αφού πρώτα αρνήθηκε να επιβιβαστεί στο αεροσκάφος που του είχαν στείλει με μεγάλη δυσκολία από τη Μόσχα… Μαζί του σκοτώθηκε κι ο Μιχαήλ Μπουρμίστενκο, το πολιτικό μέλος της Επιτροπής του Πολέμου, που πριν από τον πόλεμο ήταν δεύτερος γραμματέας του ΚΚ Ουκρανίας….

Το επόμενο πρωί, μαζί με άλλους τρεις συντρόφους είδαμε γερμανικά τεθωρακισμένα. Κρυφτήκαμε σ’ ένα χαντάκι. Οι Γερμανοί μας εντόπισαν κι άρχισαν να μας πυροβολούν με πολυβόλο. Ένας από μας σκοτώθηκε, οι υπόλοιποι παραδοθήκαμε. Ένας Γερμανός στρατιώτης που στην όψη έδειχνε εντάξει άνθρωπος, συμπαθητικός θα έλεγε κανείς, μας χαστούκισε και μας διέταξε να αδειάσουμε τις τσέπες μας. Μας ανάγκασαν να προχωρήσουμε τρέχοντας, ενώ μας ακολουθούσε ένα τεθωρακισμένο, μέχρι που φτάσαμε σε κάποιο χωριό που λεγόταν Κοβαλί. Στο τέλος της ημέρας είχαν συγκεντρωθεί εκεί δέκα χιλιάδες αιχμάλωτοι.

Την επομένη μας πρόσταξαν να παραταχθούμε. «Οι κομμισσάριοι, οι [υπόλοιποι] κομμουνιστές και οι Εβραίοι» διατάχθηκαν να παρουσιαστούν. Μόλις είχαν φτάσει δεκαπέντε άντρες των Ες Ες με μαύρες στολές και μια νεκροκεφαλή στα κασκέτα τους. Κάπου τριακόσιοι από μας προχώρησαν. Τους διέταξαν να μείνουν γυμνοί από τη μέση και πάνω και να παραταχθούν στην πλατεία. Τότε ο διερμηνέας των Γερμανών, που η έντονη προφορά του πρόδιδε ότι καταγόταν από τη Γαλικία, άρχισε να ουρλιάζει ότι δεν μπορεί να ήταν μόνο αυτοί, κρύβονταν κι άλλοι ανάμεσά μας. Σε όποιον κατέδιδε κάποιον κομμουνιστή, κομμισσάριο ή Εβραίο, υποσχέθηκε ότι θα μπορούσε να πάρει τα ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα του θύματος…. Αναμεσα σε δέκα χιλιάδες άνδρες πάντα βρίσκεται μια ντουζίνα ανθρώπων αυτού του είδους. Το ποσοστό δεν είναι μεγάλο, αλλά υπάρχει… Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι αυτού του είδους.

Τελικά, εκτελέσθηκαν κάπου τετρακόσιοι άνθρωποι, ανά ομάδες των δέκα, αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να σκάψουν οι ίδιοι τους τάφους τους.

Οκτώβριος 1941: Σοβιετικοί αιχμάλωτοι στο Μάουτχάουζεν - Bundesarchiv, Bild 192-100 / CC-BY-SA

Οκτώβριος 1941: Σοβιετικοί αιχμάλωτοι στο Μάουτχάουζεν – Bundesarchiv, Bild 192-100 / CC-BY-SA

Τους υπόλοιπους μας οδήγησαν σε ένα στρατόπεδο, έπειτα σε κάποιο άλλο… οι Γερμανοί στρατιώτες, άντρες που έδειχναν να είναι εντάξει άνθρωποι, ποιος ξέρει ίσως να ήταν κι εργάτες, σκότωναν χωρίς δεύτερη σκέψη όποιον καθυστερούσε στην πορεία ή κατέρρεε από την εξάντληση…»

Η μοίρα των Σοβιετικών αιχμαλώτων ήταν το κρύο, η πείνα, οι αρρώστιες, οι συνεχείς ταπεινώσεις, η απώλεια κάθε ίχνους ανθρώπινης αξιοπρέπειας και, τελικά, για τη συντριπτική πλειονότητά τους, ο θάνατος.

[πηγή: Alexander Werth (Александр Верт) «Russia At War, 1941-1945«, Barrie & Rockliff, Λονδίνο, 1964/ γαλλική έκδοση: « La Russie en guerre », t. 1 « La patrie en danger, 1941-1942 », τελευταία αναθεωρημένη έκδοση, Tallandier, σειρά Texto, Παρίσι, 2012, σελ. 287 επ., ειδ. 295-296]

* Με βάση την οργάνωση του Κόκκινου Στρατού εκείνη την εποχή (λίγο αργότερα εγκαταλείφθηκε), οι Άξονες αποτελούσαν το αντίστοιχο των τριών γερμανικών Ομάδων Στρατιών. Κάθε άξονας περιελάμβανε περισσότερα Μέτωπα.