Με αφετηρία το πάγωμα του αντιρατσιστικού νόμου
Πόση αξιοπιστία μπορεί να έχει ένα πολιτικό κόμμα, το μεγαλύτερο του κυβερνητικού συνασπισμού, όταν, ενώ εμφανίζεται ως θεματοφύλακας του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, υποστηρίζει τη λογική της ήσσονος προσπαθείας όσον αφορά την ενσωμάτωση του δικαίου της ΕΕ; Όταν πιστεύει ότι η χώρα μας δεν υπέχει καμία υποχρέωση μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, ενώ το ίδιο το ενωσιακό νομοθέτημα ορίζει ρητά ότι «τα κράτη-μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαισίου έως τις 28 Νοεμβρίου 2010» (κι εμείς βρισκόμαστε αισίως στο σωτήριο έτος 2013); Όταν πιστεύει ότι αρκεί ένα νομοθέτημα του 1979, μολονότι η χρονική απόσταση μεταξύ της θέσπισής του και της έκδοσης της οικείας απόφασης, καθώς και οι προφανείς διαφορές όσον αφορά την έκταση και το περιεχόμενο καταδεικνύουν το αντίθετο;
Στην πραγματικότητα, η στάση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με την πάγια αντιμετώπιση την οποία επιφύλαξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία κυμαινόταν μεταξύ αδιαφορίας, στην καλύτερη περίπτωση, και περιφρόνησης, στη χειρότερη. Η διαπίστωση επιβεβαιώνεται όχι μόνο σε σχέση με την ενσωμάτωση και εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, αλλά και την (κατά κανόνα αναιμική) ελληνική συμμετοχή στις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, χωρίς να παραβλέπεται η συνήθης πρακτική της θέσπισης εθνικών διατάξεων αντίθετων προς το δίκαιο της Ένωσης. Μερικά εντελώς ενδεικτικά παραδείγματα: η πλημμελέστατη εφαρμογή των οδηγιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (προμηθειών, παροχής υπηρεσιών και δημοσίων έργων). Η θέσπιση της περιβόητης διάταξης του άρθρου 7, παρ. 2, του νόμου 2955/2001, η οποία, χαρακτηρίζοντας ορισμένα ιατρικά υλικά (ορθοπαιδικά είδη, βηματοδότες κ.λπ.) ως «μη συγκρίσιμα», επέτρεπε την προμήθειά τους με απευθείας αναθέσεις, αντί των διαγωνισμών που επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία (η χώρα μας καταδικάστηκε για τον λόγο αυτό από το Δικαστήριο της ΕΕ με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, υπόθεση C-481/06, Επιτροπή κατά Ελλάδας). Τέλος, η πανηγυρική εξαγγελία από την τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή νόμου περί «βασικού μετόχου», του οποίου οι διατάξεις αντέβαιναν προδήλως σε όλες σχεδόν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες της ΕΕ.
Εν προκειμένω, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι ο νόμος 927/1979, περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών που αποσκοπούν σε φυλετικές διακρίσεις, απαλλάσσει την Ελληνική Δημοκρατία από την υποχρέωσή της να ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη τα όσα προβλέπει η απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι ελλείψεις του ισχύοντος νόμου (όσον αφορά τους ορισμούς εννοιών ή την αναλυτική περιγραφή της αντικειμενικής υπόστασης των αξιόποινων πράξεων) θα μπορούσαν να καλυφθούν ερμηνευτικά, απουσιάζει από αυτόν η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων (περιλαμβανομένου και του αποκλεισμού από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις) σε νομικά πρόσωπα (άρθρο 6, παρ. 1, της απόφασης πλαισίου), τα οποία μπορούν να κριθούν υπεύθυνα για αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας (άρθρο 5). Είναι μάλλον προφανές εναντίον ποιας πολιτικής οργάνωσης θα μπορούσε να στραφεί μια τέτοια διάταξη και ποιος προστατεύεται καταρχήν με την απόσυρση του «αντιρατσιστικού» σχεδίου νόμου.
Είναι αλήθεια ότι έχουν εκφρασθεί πολλές αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα της καταπολέμησης του ρατσισμού με νομικά μέσα. Ομοίως έχουν επισημανθεί οι κίνδυνοι υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης ή αυθαίρετης χρήσης των διατάξεων ενός τέτοιου νομοθετήματος. Ένα ζήτημα τόσο σοβαρό θα απαιτούσε την ευρύτερη δυνατή διαβούλευση μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών φορέων. Κάτι που, ως συνήθως, δεν συνέβη. Σε κάθε περίπτωση, η περιπέτεια του αντιρατσιστικού νόμου επιβεβαιώνει μια παλιά, αλλά όχι και τόσο προβεβλημένη διαπίστωση: αν κάποιος αναζητήσει συνειδητοποιημένους θιασώτες του ευρωπαϊκού ιδανικού δεν πρόκειται να τους βρει στα κόμματα που άσκησαν εξουσία στη χώρα μας.
[γράφτηκε για τα Ενθέματα και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 26ης Μαΐου 2013]