Τέλος άδοξο και ατυχές…

Η αυλαία έπεσε βεβαίως με κάποιαν επιδεξιότητα, όπως αρμόζει όταν αποφαίνονται ειδικοί. Πολλοί, άλλωστε, ήταν εκείνοι που διατείνονταν ότι για τέτοια θέματα δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη έχουν μόνον οι επαΐοντες. Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό: αφορά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μιας κοινωνίας και τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζονται οι προτεραιότητες αυτές.

Τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης ήταν πολλαπλώς άτυχα. Κατά πρώτον, αναγόμενα στην Ύστερη Αρχαιότητα, δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε στο εθνικό παραϊστορικό αφήγημα ούτε στο φαντασιακό περί Αρχαιότητας που διαμόρφωσαν και εν συνεχεία μας μετέδωσαν οι διάφοροι δυτικοί αρχαιολάτρες του 18ου και του 19ου αιώνα. Δεν υπήρχαν ούτε Μεγαλέξανδροι ούτε Αθηναϊκές Δημοκρατίες. Δεν μπορούσαν καν να σωθούν με την επίκληση κάποιου παραμυθιού με δράκο, όπως αυτό των «ξένων που μας ζηλεύουν, μας φθονούν και κλέβουν τα μνημεία μας». Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί υποστηρικτές της διάσωσης των ευρημάτων προτιμούσαν να κάνουν λόγο, κάπως αδέξια, για «βυζαντινά μνημεία», μήπως και συγκινήσουν τίποτε ευαίσθητους πατριδόψυχους. Για τους ίδιους λόγους, η επιχειρηματολογία των υπέρμαχων της κατ’ ουσίαν καταστροφής των αρχαιοτήτων ολίσθησε γρήγορα από το λογικοφανές («δεν είναι δυνατό μερικά αρχαία να θέτουν σε κίνδυνο την υλοποίηση ενός έργου απαραίτητου για μια σύγχρονη μεγαλούπολη») στη χονδροειδή υποτίμηση και τους χυδαίους αφορισμούς («Σιγά το πράγμα! Κι εγώ άμα σκάψω στην αυλή μου θα βρω τέτοια αρχαία!», «Και τι θα πάθουμε με μια κολόνα λιγότερη;»).

Εν συνεχεία, οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης είχαν την ατυχία να μην αποτελούν μεμονωμένα ευρήματα: δεν ήταν ένα περίτεχνο γλυπτό, δυο ψηφιδωτά, μια τοιχογραφία, πράγματα που προκαλούν ευκολότερα το ενδιαφέρον του κοινού. Αποτελούσαν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Ωστόσο, όπως σοφά επισήμαινε κάποτε ο Αντρέ Μαλρώ, η διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς δεν μπορεί να περιορίζεται στη διατήρηση μεμονωμένων μνημείων, αλλά επιτάσσει τη διατήρηση συνόλων. Στην περίπτωσή μας, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα είχε την ευκαιρία να περπατήσει στους δρόμους του κέντρου μιας πόλης της Ύστερης Αρχαιότητας, μιας τετραρχικής πρωτεύουσας, της μητρόπολης του ελληνικού χώρου και των Βαλκανίων.

Κάποιος θα έλεγε ότι με τη στάση μας καταδεικνύεται ο προνεοτερικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας. Κάποιος άλλος, με λιγότερες αναστολές, θα υποστήριζε ότι η κοινωνία αυτή έχει από καιρό κάνει τις θεμελιώδεις επιλογές της, που δεν είναι άλλες από την αναζήτηση του βραχυπρόθεσμου κέρδους και την αρπαχτή. Για τον λόγο αυτό και δεν θα ωφελούσε σε τίποτε η επιχειρηματολογία με όρους μάντζμεντ και μάρκετιν, η υπόμνηση του brand name «Ελλάδα», που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ιστορική κληρονομιά της, η επισήμανση του αυτονόητου, ότι δηλαδή το ίδιο το οικονομικό συμφέρον μας επιβάλλει τη διάσωση και την ανάδειξη μνημείων.

Κατά τα λοιπά, μπορούμε πάντοτε να φαντασιωνόμαστε Μεγαλέξανδρους στην Αμφίπολη, να ζητούμε την επιστροφή των Ελγινείων, να επικαλούμαστε το ένδοξο παρελθόν και, παράλληλα, να ονειρευόμαστε ότι από την οικονομική κρίση θα μας βγάλουν οι εκατοντάδες νεοφυείς επιχειρήσεις που θα πωλούν λογισμικό στους «κουτόφραγκους». Να πιστεύουμε, δηλαδή, ότι στην έρημο που οι ίδιοι δημιουργήσαμε θα φυτρώσει δάσος τροπικό.

Μπορεί και να είναι έτσι. Δεν είμαι ειδικός για να σας το πω.

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 19 Δεκεμβρίου 2019]

Σχολιάστε