Ρέκβιεμ για την Τρόικα;

Σύμβολο μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας, που οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μαρασμό και συρρίκνωση και μέρος του πληθυσμού σε εξαθλίωση, η «Τρόϊκα» αποτελεί κόκκινο πανί για αρκετούς Έλληνες, όπως και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο ρεαλιστική είναι, όμως, η επιθυμία να απαλλαγεί αμέσως η χώρα από την εποπτεία της;

Έχει εκφρασθεί η άποψη ότι κάτι τέτοιο ίσως είναι δυνατό σε νομικό επίπεδο, μέσω της αμφισβήτησης της νομιμότητάς της έναντι του πρωτογενούς και παράγωγου ενωσιακού δικαίου. Η άποψη αυτή, ωστόσο, είναι αμφιλεγόμενη τόσο σε νομικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Το ουσιώδες ζήτημα, όσον αφορά την τρόικα δεν είναι η νομιμότητά της, η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με ιδιαιτέρως βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας: η σύσταση του εν λόγω μηχανισμού προβλέφθηκε από συγκεκριμένες πράξεις και νομοθετικά κείμενα της Ένωσης (σημειωτέον ότι το άρθρο 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 2 Φεβρουαρίου 2012 διατήρησε την τρόικα ως εποπτική λύση και για τις μεταγενέστερες περιπτώσεις βοήθειας προς κράτη-μέλη, κάτι που διαπιστώθηκε και στην περίπτωση της Κύπρου). Επιπροσθέτως, τυχόν αποκλίσεις από το ενωσιακό δίκαιο θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογηθούν με την επίκληση των έκτακτων συνθηκών στις οποίες η τρόικα οφείλει την ύπαρξή της: επρόκειτο για θεσμό που έπρεπε να στηθεί βιαστικά στην προσπάθεια άμεσης αντιμετώπισης μιας σοβαρής διατάραξης της οικονομίας κράτους μέλους.

Στη συνέχεια, δεν είναι βέβαιος ο τρόπος με τον οποίο θα ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί η νομιμότητά της. Μπορεί, άραγε, να γίνει δεκτό ότι χωρεί ευθεία προσφυγή ιδιώτη ή κράτους-μέλους; Και ποια ακριβώς πράξη θα προσβληθεί; Επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, το οποίο αποφαίνεται ως πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης επί ορισμένων θεμάτων, απέρριψε πρόσφατα σειρά προσφυγών που είχαν ασκήσει φυσικά και νομικά πρόσωπα κατά του Μνημονίου που υπέγραψαν η Κύπρος και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ). Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, πλην όμως, στην περίπτωση του κυπριακού μνημονίου, αποφάνθηκε ότι, καθόσον ούτε η Κύπρος ούτε ο ΕΜΣ «περιλαμβάνονται στα θεσμικά ή άλλα όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης […] δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων που εγκρίνουν από κοινού» (απόφαση T‑289/13, Ledra Advertising Ltd).

Απομένει, ως «ασφαλής» λύση, η υποβολή στο Δικαστήριο της ΕΕ σχετικής αίτησης προδικαστικής απόφασης από κάποιο ελληνικό δικαστήριο. Ποια θα ήταν, όμως, και στην περίπτωση αυτή τα προδικαστικά ερωτήματα; Θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν και τη νομιμότητα του ίδιου του οργάνου παρακολούθησης της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη χρηματοπιστωτική συνδρομή ή το λογικότερο θα ήταν να ζητηθεί απάντηση σχετικά με το αν είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο συγκεκριμένες προβλέψεις των μνημονίων (λ.χ. σχετικές με το εργατικό δίκαιο); Όποια κι αν είναι η απάντηση, η διαδικασία είναι χρονοβόρα. Θα χρειαστεί, υπό τις καλύτερες συνθήκες, περίπου ένα έτος για την έκδοση μιας απόφασης με αβέβαιο αποτέλεσμα, ενώ οι πολιτικές ανάγκες απαιτούν ταχύτατες λύσεις.

Η αποδοχή, όμως, της τυπικής νομιμότητας του μηχανισμού, είτε ως βεβαιότητα είτε ως πιθανότητα, δεν συνεπάγεται ότι ο συγκεκριμένος μηχανισμός παρακολούθησης πρέπει να αναχθεί περίπου σε τοτέμ της δημοσιονομικής σταθερότητας και να παρουσιασθεί ως η «καλύτερη δυνατή λύση». Κάτι τέτοιο θα παρέβλεπε τόσο τον ad hoc χαρακτήρα της ως θεσμού όσο και τις σοβαρές αντιρρήσεις που έχουν εκφρασθεί όχι μόνο για τη δημοκρατική νομιμοποίησή της, αλλά και για την αποτελεσματικότητά της από αμιγώς τεχνοκρατική άποψη.

Στην πραγματικότητα, το ζήτημα της τρόικας είναι πρωτίστως πολιτικό. Και οι αντιρρήσεις δεν προέρχονται μόνο από την Ελλάδα ή την Αριστερά. Εκτός από τη γνωστή έκθεση και το συνακόλουθο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Μάρτιος 2014), ορισμένες από τις σοβαρότερες ενστάσεις έχουν προβληθεί από τον νυν πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,  Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ.

Την άνοιξη του 2014, και στο ίδιο το πρόγραμμά του ως υποψηφίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ο Γιουνκέρ υποστήριζε: «Στο μέλλον, θα πρέπει να μπορέσουμε να αντικαταστήσουμε την τρόικα με μια δομή που θα διαθέτει ευρύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση και θα πρέπει να λογοδοτεί σε μεγαλύτερο βαθμό για τις πράξεις της, δομή που θα βασίζεται στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και θα υπόκειται σε ενισχυμένο κοινοβουλευτικό έλεγχο, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο».

Στις 16 Ιανουαρίου 2015, σε ομιλία του στο Στρασβούργο προς τους σπουδαστές της γαλλικής εθνικής σχολής δημόσιας διοίκησης (ENA), ο πρόεδρος της Επιτροπής επαναλάμβανε: «οι μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης που είχαμε ως τώρα στη διάθεσή μας δεν ήταν ιδιαιτέρως δημοκρατικοί. Υποστήριζα ανέκαθεν ότι πρέπει να προσθέσουμε μια δόση δημοκρατίας στην τρόικα». Κατόπιν, επανέφερε στον προβληματισμό το νομικό επιχείρημα περί συμβατού χαρακτήρα με τις Συνθήκες της ΕΕ, αναφερόμενος στις πρόσφατες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα του ΔΕΕ Π. Κρουθ-Βιγιαλόν στην υπόθεση Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14), σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κρατών μελών από την ΕΚΤ: κατά τον Ισπανό γενικό εισαγγελέα, η ΕΚΤ δεν μπορεί να καθορίζει το πρόγραμμα και ταυτόχρονα να ελέγχει την εφαρμογή του. Ως εκ τούτου, είναι εκ των πραγμάτων πιθανό να οδηγηθούμε σε τροποποίηση της μορφής του εποπτικού μηχανισμού. «Τούτο αποτελεί ένδειξη περί του ότι η τρόικα, με τη μορφή που γνωρίσαμε, μέχρι σήμερα δεν πρέπει να έχει πολύ μέλλον μπροστά της».

Τούτων δοθέντων, μπορούμε να ευελπιστούμε ότι η τρόικα θα… εξαερωθεί στο προσεχές μέλλον; Μια τέτοια προσδοκία παραβλέπει το πόσο δύσκολο θα είναι για τα ισχυρότερα κράτη-μέλη (και ειδικά τη Γερμανία), αλλά και για την ίδια την Ένωση να παραδεχθούν ότι έσφαλαν όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Η παραδοχή αυτή θα είναι κατά μείζονα λόγο δυσχερής, εάν φανεί ότι οδηγήθηκαν σ’ αυτήν υπό την πίεση της αριστερής κυβέρνησης ενός κράτους-μέλους με σοβαρότατες οικονομικές δυσχέρειες.

Είναι, συνεπώς, εξαιρετικά πιθανό, εάν η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να απαλλαγεί από την τρόικα, να κληθεί συντόμως να της δώσει εκ νέου όρκο πίστης. Παράδοξο και μάλιστα ιδιαιτέρως ενοχλητικό! Σε αυτό το παιχνίδι τύπου και ουσίας, όμως, στο οποίο είναι εξαιρετικά δυσχερές να διακρίνει κάποιος τι άπτεται του πρώτου και τι της δεύτερης, το παράδοξο ενδέχεται, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μια ενδεχόμενη συμφωνία, που θα προέβλεπε ρητά την επανεξέταση σε καθορισμένο χρόνο της μορφής του μηχανισμού παρακολούθησης; Είναι ωστόσο παράτολμο να διακινδυνεύσει κάποιος οποιαδήποτε πρόβλεψη, ειδικά σε μια περίοδο που οι βεβαιότητες μοιάζουν να αμφισβητούνται από τα γεγονότα.

[Γράφτηκε για τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 8ης Φεβρουαρίου 2015]

Δημοσιογραφική ακρίβεια…

Στο «Βήμα της Κυριακής» ο γνωστός δημοσιογράφος Γ. Πρετεντέρης βάλλει με ιδιαίτερη σφοδρότητα κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την οποία κατηγορεί ότι ανάγκασε την Ελληνική Κυβέρνηση να θεσπίσει νομοθετική ρύθμιση (περιλαμβανόμενη στον περίφημο νόμο για το «Μνημόνιο ΙΙΙ») με την οποία επιβάλλεται ενιαίο εισιτήριο εισόδου… στα καζίνα που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια.

Διαβάστε το άρθρο. Μετά κάντε κλικ στην ηλεκτρονική επιστολή με την οποία η ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής έθεσε το θέμα υπόψη του εκπροσώπου του θεσμικού οργάνου στην Τρόικα (φωτογραφία δεξιά).

Καταρχάς, τι μας λέει ο δημοσιογράφος;

«Ποιους άραγε ενδιαφέρει η τιμή των εισιτηρίων των καζίνων; Υποθέτω τους τζογαδόρους. Σίγουρα τους καζινάδες. Και ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον άλλον…
Αν διαφωνούν οι καζινάδες μεταξύ τους για τα εισιτήρια τι μπορούν να κάνουν; Προφανώς να προσφύγουν στα δικαστήρια. Είναι μια επιχειρηματική διαμάχη, δεν βλέπω ποιον άλλον αφορά, ούτε πώς μπορεί να λυθεί διαφορετικά. Σωστά; Λάθος! Στις 30 Οκτωβρίου 2012 η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλός της, δηλαδή…) στέλνει μέιλ στο τεχνικό κλιμάκιο της τρόικας στην Αθήνα… Εντάξει, θα μου πείτε, κάποιος λάλησε στις Βρυξέλες. ‘Η ας πούμε ότι ο άνθρωπος έχει δίκιο και τον τρέχουν από τον Αννα στον Καϊάφα. ‘Η απλώς τα άρπαξε από κάποιους. Και σιγά το θέμα, δηλαδή. Σωστό αλλά περιμένετε τη συνέχεια.
Διότι οι ενέργειες που περιγράφονται στο μέιλ και ζητούνται από την ελληνική κυβέρνηση (σωστές ή λάθος, δεν είναι αυτό το θέμα μου…) χαρακτηρίζονται από το ίδιο μέιλ ως «prior actions – PA» για τη συμφωνία στο Eurogroup και την εκταμίευση της δόσης.
Μάλιστα. Τα εισιτήρια των καζίνων!… Η ιστορία είναι καταπληκτική. Διότι εδώ έχουμε ένα ασήμαντο θέμα από τη σκοπιά της οικονομικής κρίσης και μια επιχειρηματική διαμάχη, της οποίας το περιεχόμενο αγνοώ και δεν με ενδιαφέρει. Κυρίως όμως έχουμε την παρέμβαση της τρόικας σε μια επιχειρηματική διαμάχη. Η οποία για να καταστεί αποτελεσματική ενδύεται την πανοπλία τής «προαπαιτούμενης ενέργειας» και επιβάλλεται στην ελληνική κυβέρνηση….».

Ωραία, θα μου πείτε. Διαβάζοντας μόνο το άρθρο είστε κι εσείς έτοιμοι να επικροτήσετε τους ανθρώπους του ΔΟΛ που έχουν βγάλει τα γιαταγάνια κι είναι έτοιμοι να ελευθερώσουν την πατρίδα μας απ’ τον τροϊκανό ζυγό! Για να δούμε, όμως, και τι δεν μας λέει το άρθρο.

1. Δεν πρόκειται ακριβώς για διαμάχη μεταξύ επιχειρηματιών, όχι πλέον τουλάχιστον. Ο υποψιασμένος αναγνώστης της ηλεκτρονικής επιστολής θα αντιληφθεί αμέσως ότι πρόκειται για μια υπόθεση κρατικών ενισχύσεων, η οποία, κατά το δίκαιο της ΕΕ, ενέχει τον κίνδυνο να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Η απόφαση στην οποία αναφέρεται η ΓΔ Ανταγωνισμού είναι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2011, Ε (2011) 3504 τελικό, σχετικά με τη κρατική ενίσχυση σε ορισμένα ελληνικά καζίνα αριθ. C 16/2010 (πρώην ΝΝ 22/2010, πρώην CP 318/2009). Σε ορισμένα καζίνα δεν υπήρχε εισιτήριο εισόδου, σε αντίθεση με άλλα. Αυτό κρίθηκε ως κρατική ενίσχυση, διότι στο εισιτήριο ενσωματώνεται έμμεσος φόρος υπέρ του Δημοσίου. Άρα, κατά την Επιτροπή, υπήρχε νόθευση του ανταγωνισμού, καθώς παρεχόταν πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που μπορούσαν να λειτουργούν καζίνο χωρίς να είναι υποχρεωμένες να έχουν εισιτήριο εισόδου.

2. Για την ιστορία, να επισημάνουμε ότι κατά της απόφασης αυτής προσέφυγαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ τόσο η Ελληνική Δημοκρατία (υπόθεση Τ-425/11), όσο και η Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε. (υπόθεση Τ-419/11, ). Και οι δύο υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης.

Συμπεράσματα:

1. Ο γνωστός δημοσιογράφος επιδεικνύει την ίδια άγνοια (στα όρια αδιαφορίας και περιφρόνησης) για τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της ΕΕ, όπως και τα εκάστοτε κυβερνητικά στελέχη (τώρα που το σκέφτομαι, βέβαια, όταν έκαναν κήρυγμα για το άνοιγμα των «κλειστών επαγγελμάτων» δεν μιλούσαν φυσικά για ιδιωτικές διαφορές). Αφήνω ασχολίαστη την προπέτεια περί «χαμηλόμισθου υπαλλήλου» (τα ίδια μας έλεγαν υπουργάρες το 2004 όταν η ανοησία του νομοσχεδίου περί βασικού μετόχου χαρακτηριζόταν από γενικούς διευθυντές της Επιτροπής ως προδήλως αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο). Ή, μάλλον, λέω ότι είναι ενδεικτική της περιφρόνησης των ελληνικών «ελίτ» και προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και προς τους Έλληνες δημόσιους υπαλλήλους, ακόμη και τους ανώτατους. Αλλά βλέπω ότι αγνοούνται τα πιο βασικά για το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και το γεγονός ότι χαρακτηρίζεται ιδιωτική διαμάχη μια αντιδικία μεταξύ κράτους μέλους και θεσμικού οργάνου. Και, καλά, δεν ήξερες… Δεν ρώταγες περί τίνος πρόκειται;

2. Έχει, όμως, εντελώς άδικο στο διά ταύτα του ο δημοσιογράφος; Όχι, αλλά το στηρίζει σε εσφαλμένη αιτιολόγηση κι έτσι τα χάνει όλα. Διότι εν προκειμένω έχουμε με μια πρακτική της Επιτροπής κομμάτι αθέμιτη: δηλαδή, από την ώρα που συστάθηκε η Τρόϊκα, η Επιτροπή προσπαθεί να «επιλύσει» μέσω των μνημονίων όλες τις ένδικες διαφορές της με την Ελληνική Δημοκρατία. Αφού η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου γιατί δεν περιμένουμε να κριθεί δικαστικά, όπως πρέπει, στο πλαίσιο λειτουργίας της Ένωσης και της έννομης τάξης της; Μα, διότι επικρατεί η λογική της θέσης ισχύος: τώρα που τους βρήκαμε στην ανάγκη ας τους επιβάλουμε τις απόψεις μας σε όποια διαφορά έχουμε. Unfair, φυσικά. Αλλά ποιος θα μιλήσει; Οι Έλληνες πολιτικοί που αγνοούν τα πάντα και είναι ανίκανοι να διεκδικήσουν και να διαπραγματευθούν. Η ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών με αρμοδιότητα για θέματα της ΕΕ είχε βέβαια ενημερώσει εγκαίρως την κυβέρνηση για την πρακτική της Επιτροπής. Εις μάτην…

3. Οπότε, φτάνουμε στο τελικό συμπέρασμα. Όταν αγνοείς σχεδόν τα πάντα και αδιαφορείς για την Ένωση στην οποία συμμετέχεις, όταν αδυνατείς να εντοπίσεις τα σημεία στα οποία πρέπει να διεκδικήσεις το δίκιο σου, τότε απλώς υπομένεις κι αποδέχεσαι… Και κατηγορείς τους άλλους για τα κακά της μοίρας σου. Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Εσύ, ούτε το δίκιο σου γνώριζες, ούτε κι έδωσες κανένα αγώνα για να το υπερασπίσεις. Και να πεις ότι δεν μπορούσες, πάει καλά… Μόνο που ποτέ δεν ήταν έτσι. Εσύ δεν βγήκες στο γήπεδο να παίξεις μπάλα. 😉

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 3 Δεκεμβρίου 2012,

Χάριν πληρότητος και νομικής ακρίβειας, πρέπει να προσθέσω και το σχόλιο που έγραψε εκλεκτός φίλος. Το παραθέτω αυτολεξεί:

«Η απόφαση της Επιτροπής είναι άμεσα εκτελεστή, ανεξαρτήτως αν έχει γίνει προσφυγή στο ΓΔΕΕ (όπως έγινε εδώ). Αν ήθελε να μην την εφαρμόσει η Ελλάδα, έπρεπε να ζητήσει με ασφαλιστικά μέτρα (ρεφερέ που λένε και στο χωριό μας), να ζητήσει αναστολή εκτελέσεως και, μόνον αν της δινόταν, να μην εφαρμόσει. Δεν κάνει καμιά κατάχρηση η Επιτροπή προσπαθώντας (έστω και μέσω πίεσης τρόικας) να υποχρεώσει την Ελλάδα να κάνει αυτό που, ούτως ή άλλως, θα έπρεπε ήδη από το 2011 να κάνει (αφού επέλεξε να μη ζητήσει αναστολή εκτέλεσης). Το Μνημόνιο είναι γεμάτο από τέτοια «προαπαιτούμενα» τα οποία, ανεξαρτήτως πτώχευσης, δανείων κλπ. θα έπρεπε προ πολλού να τα είχαμε κάνει. Συμφωνώ ότι αυτά δεν είναι η «καρδιά» του μνημονίου (καρδιά του είναι η δημοσιονομική λιτότητα), αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί είναι αθέμιτο να περιληφθούν και αυτά τα οποία -επαναλαμβάνω- η Ελλάδα ήταν και είναι υποχρεωμένη, με ή χωρίς μνημόνιο, να τα εφαρμόσει, εκτός βέβαια αν θέλει να φύγει από την ΕΕ οπότε δεν θα έχει κανέναν πάνω από το κεφάλι της να τής λέει τι και πώς. Όποιος υποστηρίζει την τελευταία λύση, καλώς γκρινιάζει για τους «εκβιασμούς» των εταίρων και της τρόικας. Αλλά όποιος δεν την υποστηρίζει αλλά θέλει να λέγεται Ευρωπαϊστής, οφείλει να παίζει με τους κανόνες του παιχνιδιού: Συμμετέχουμε στη λήψη αποφάσεων, ασκούμε όλα τα δικαιώματα που έχουμε π.χ. να πάμε στο δικαστήριο αν νομίζουμε ότι έχει γίνει λάθος, αλλά όταν μας βαρύνει μία υποχρέωση, κάνουμε ότι μπορούμε για να την εκπληρώσουμε. Αυτό βέβαια προϋποθέτει να γνωρίζεις τους κανόνες του παιχνιδιού. Όταν όμως κοτζάμ προβεβλημένος δημοσιογράφος Πρετεντέρης δεν τους ξέρει, τι περιμένεις… ».]