«Ευρωπαϊκός προσανατολισμός» και τήρηση του δικαίου της ΕΕ

 

Μαξ Μπέκμαν "Η Αρπαγή της Ευρώπης" 1933

Με αφετηρία το πάγωμα του αντιρατσιστικού νόμου

Πόση αξιοπιστία μπορεί να έχει ένα πολιτικό κόμμα, το μεγαλύτερο του κυβερνητικού συνασπισμού, όταν, ενώ εμφανίζεται ως θεματοφύλακας του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, υποστηρίζει τη λογική της ήσσονος προσπαθείας όσον αφορά την ενσωμάτωση του δικαίου της ΕΕ; Όταν πιστεύει ότι η χώρα μας δεν υπέχει καμία υποχρέωση μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, ενώ το ίδιο το ενωσιακό νομοθέτημα ορίζει ρητά ότι «τα κράτη-μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαισίου έως τις 28 Νοεμβρίου 2010» (κι εμείς βρισκόμαστε αισίως στο σωτήριο έτος 2013); Όταν πιστεύει ότι αρκεί ένα νομοθέτημα του 1979, μολονότι η χρονική απόσταση μεταξύ της θέσπισής του και της έκδοσης της οικείας απόφασης, καθώς και οι προφανείς διαφορές όσον αφορά την έκταση και το περιεχόμενο καταδεικνύουν το αντίθετο;

Στην πραγματικότητα, η στάση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με την πάγια αντιμετώπιση την οποία επιφύλαξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία κυμαινόταν μεταξύ αδιαφορίας, στην καλύτερη περίπτωση, και περιφρόνησης, στη χειρότερη. Η διαπίστωση επιβεβαιώνεται όχι μόνο σε σχέση με την ενσωμάτωση και εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, αλλά και την (κατά κανόνα αναιμική) ελληνική συμμετοχή στις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, χωρίς να παραβλέπεται η συνήθης πρακτική της θέσπισης εθνικών διατάξεων αντίθετων προς το δίκαιο της Ένωσης. Μερικά εντελώς ενδεικτικά παραδείγματα: η πλημμελέστατη εφαρμογή των οδηγιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (προμηθειών, παροχής υπηρεσιών και δημοσίων έργων). Η θέσπιση της περιβόητης διάταξης του άρθρου 7, παρ. 2, του νόμου 2955/2001, η οποία, χαρακτηρίζοντας ορισμένα ιατρικά υλικά (ορθοπαιδικά είδη, βηματοδότες κ.λπ.) ως «μη συγκρίσιμα», επέτρεπε την προμήθειά τους με απευθείας αναθέσεις, αντί των διαγωνισμών που επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία (η χώρα μας καταδικάστηκε για τον λόγο αυτό από το Δικαστήριο της ΕΕ με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, υπόθεση C-481/06, Επιτροπή κατά Ελλάδας). Τέλος, η πανηγυρική εξαγγελία από την τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή νόμου περί «βασικού μετόχου», του οποίου οι διατάξεις αντέβαιναν προδήλως σε όλες σχεδόν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες της ΕΕ.

Εν προκειμένω, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι ο νόμος 927/1979, περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών που αποσκοπούν σε φυλετικές διακρίσεις, απαλλάσσει την Ελληνική Δημοκρατία από την υποχρέωσή της να ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη τα όσα προβλέπει η απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι ελλείψεις του ισχύοντος νόμου (όσον αφορά τους ορισμούς εννοιών ή την αναλυτική περιγραφή της αντικειμενικής υπόστασης των αξιόποινων πράξεων) θα μπορούσαν να καλυφθούν ερμηνευτικά, απουσιάζει από αυτόν η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων (περιλαμβανομένου και του αποκλεισμού από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις) σε νομικά πρόσωπα (άρθρο 6, παρ. 1, της απόφασης πλαισίου), τα οποία μπορούν να κριθούν υπεύθυνα για αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας (άρθρο 5). Είναι μάλλον προφανές εναντίον ποιας πολιτικής οργάνωσης θα μπορούσε να στραφεί μια τέτοια διάταξη και ποιος προστατεύεται καταρχήν με την απόσυρση του «αντιρατσιστικού» σχεδίου νόμου.

Είναι αλήθεια ότι έχουν εκφρασθεί πολλές αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα της καταπολέμησης του ρατσισμού με νομικά μέσα. Ομοίως έχουν επισημανθεί οι κίνδυνοι υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης ή αυθαίρετης χρήσης των διατάξεων ενός τέτοιου νομοθετήματος. Ένα ζήτημα τόσο σοβαρό θα απαιτούσε την ευρύτερη δυνατή διαβούλευση μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών φορέων. Κάτι που, ως συνήθως, δεν συνέβη. Σε κάθε περίπτωση, η περιπέτεια του αντιρατσιστικού νόμου επιβεβαιώνει μια παλιά, αλλά όχι και τόσο προβεβλημένη διαπίστωση: αν κάποιος αναζητήσει συνειδητοποιημένους θιασώτες του ευρωπαϊκού ιδανικού δεν πρόκειται να τους βρει στα κόμματα που άσκησαν εξουσία στη χώρα μας.

[γράφτηκε για τα Ενθέματα και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 26ης Μαΐου 2013]

Λίγο πιο πέρα απ’ την αρένα των εικονικών μονομαχιών

Τα όσα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία δεν χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από κάποια μοναδικότητα. Ανάλογα φαινόμενα συναντούμε στις περισσότερες δυτικές χώρες. Κάποιοι, ωστόσο, έχουν βαλθεί να αποδείξουν ότι η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη, τουλάχιστον εν μέρει. Γιατί τελικά υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα κι έγκειται στον στρεβλό τρόπο με τον οποίο πολλοί αντιλαμβάνονται και σχολιάζουν την επικαιρότητα.

Αναφέρομαι (κι ας μην ήθελα καθόλου να σχολιάσω το θέμα αυτό) στη γνωστή υπόθεση της διπλής μαστεκτομής στην οποία υποβλήθηκε για προληπτικούς λόγους η Αντζελίνα Τζολί και, κυρίως, σε όσα γράφτηκαν σχετικά στη χώρα μας. Πώς είναι δυνατόν αυτό το θέμα να αντιμετωπισθεί ως ευκαιρία πολιτικής αντιπαράθεσης και ξεκαθαρίσματος προσωπικών λογαριασμών μεταξύ γραφιάδων και πιστών τους; Πώς καταφέραμε να το κάνουμε ζήτημα σύγκρουσης «μνημονιακών» κι «αντιμνημονιακών» ή αυτοπροσδιοριζόμενων ως «υπεύθυνων» πανέτοιμων να στηλιτεύσουν με βαρύ οπλισμό την «ανευθυνότητα» όσων έκαναν το λάθος να διατυπώσουν γνώμη διαφορετική από τη δική τους; Θα τρελαθούμε εντελώς, καθώς φαίνεται, ή μάλλον έχουμε ήδη τρελαθεί.

Η ηθοποιός άσκησε την ελευθερία της να διαθέτει το σώμα της όπως αυτή κρίνει. Πήρε μια απόφαση δύσκολη (να υποβληθεί σε μια σειρά επώδυνων ιατρικών πράξεων), κρίνοντας ότι ήταν η καλύτερη για την υγεία της. Της πρέπει σεβασμός. Ουδείς έχει δικαίωμα να της υποδείξει τι θα έπρεπε να κάνει. Και, ναι, η πρόσβαση στις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης και, ακόμη περισσότερο, σε υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με τα πλέον πρόσφατα επιτεύγματα της έρευνας είναι εν πολλοίς και ταξική υπόθεση. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ αυτές. Όμως, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να αναδειχθεί αυτός ο ταξικός χαρακτήρας. Δεν μου φαίνεται πρέπον τώρα, ειδικά με αυτόν τον τρόπο, πώς να το κάνουμε… Από την άλλη, οι διθύραμβοι περί «ηρωίδας» είναι υπερβολικοί. Μια προσωπική απόφαση επί ζητήματος υγείας, η οποία λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον του ατόμου και της οικογένειάς του, δεν αποτελεί «ηρωισμό», τουλάχιστον όχι όπως τον αντιλαμβάνονται ορισμένοι. Με άλλα λόγια, πάλι χάσαμε την ουσία της υπόθεσης.

Η ιστορία αυτή φέρνει στην επιφάνεια δύο ζητήματα.

Το πρώτο αφορά την δέουσα ιατρικώς αντιμετώπιση της γενετικής προδιάθεσης για σοβαρά νοσήματα. Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει; Πόσο μπορεί να προβληθεί μια μέθοδος αντιμετώπισης ως η βέλτιστη εν γένει, όταν η κάθε περίπτωση έχει τη μοναδικότητά της και οι όποιες κατηγοριοποιήσεις είναι εξαιρετικά περίπλοκες για να αποτελέσουν θέμα συζήτησης σε κοινωνία και ΜΜΕ; Το βέβαιο είναι ότι η απόφαση της Αμερικανίδας ηθοποιού καταδεικνύει μια σοβαρή διαφοροποίηση σε επιστημονικό και κοινωνικό επίπεδο μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Στις ΗΠΑ ιατρική και κοινωνία φαίνεται να προτιμούν τις πιο επιθετικές λύσεις, ακόμη κι αν δεν έχει αποδειχθεί η ορθότητά τους. Θυμάμαι πρόσφατη απόφαση ατόμου το οποίο, μαθαίνοντας ότι έχει αυξημένη προδιάθεση να αναπτύξει καρκίνο στο πάγκρεας, προτίμησε να το αφαιρέσει, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του ως διαβητικό. Αντιθέτως, η ιατρική κοινότητα στην Ευρώπη είναι εξαιρετικά επιφυλακτική σε σχέση με τις επιθετικές αμερικανικές λύσεις.

«Πρόκειται για χαρακτηριστικά αμερικανική αντίδραση την οποία θεωρώ υπερβολική. Στην Ευρώπη δεν υιοθετούμε την ίδια ακριβώς προσέγγιση. Πρόκειται για ακραία περίπτωση άσκησης προληπτικής ιατρικής που δεν τελεί σε σχέση αναλογικότητας με τον κίνδυνο εμφάνισης του νοσήματος» (Μαρί-Πωλ Προστ-Χάινις, διευθύντρια του Αντικαρκινικού Ιδρύματος Λουξεμβούργου και προφανώς όχι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΜΕ).

Διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά και σίγουρα δεν έχουν σχέση ούτε με ηρωίδες ούτε με εκπροσώπους της ανάλγητης πλουτοκρατίας. Η εύλογη απορία είναι η εξής: είναι σωστό μια διασημότητα να προβάλλει ως ενδεδειγμένη μια ιατρική πράξη αμφισβητούμενης επιστημονικά σκοπιμότητας;

Το δεύτερο ζήτημα είναι ταυτόχρονα νομικό και κοινωνικό. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ εκκρεμεί διαφορά σχετική με τη δυνατότητα εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ιατρικής έρευνας να κατοχυρώνουν ανθρώπινο γενετικό υλικό και τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας (υπόθεση AssociationforMolecularPathology κατά MyriadGenetics)! Είναι σαφές ότι το ενδεχόμενο νομικής προστασίας και παροχής δικαιωμάτων που απορρέουν από διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα καταστήσει τα τεστ γενετικής προδιάθεσης τόσο ακριβά που η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν θα έχει καμιά ελπίδα πρόσβασης σ’ αυτά. Να ποια είναι τα πραγματικά σημαντικά ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν με τον πιο καθοριστικό τρόπο τη ζωή πολλών ανθρώπων. Κι οι απαντήσεις στα διλήμματα (προστασία νόμιμων και θεμιτών εμπορικών δικαιωμάτων ή προστασία της υγείας και με ποιους όρους) δεν είναι καθόλου απλές. Πώς θα σταθμισθούν δύο έννομα αγαθά με τον πιο δίκαιο τρόπο στο πλαίσιο κοινωνιών με συγκεκριμένες δομές και αντιλήψεις;

Αυτός είναι ο προβληματισμός που η υπόθεση της Αντζελίνας Τζολί θα μπορούσε να αναδείξει και στη χώρα μας. Αντ’ αυτού προτιμήσαμε, ως συνήθως, να επιδοθούμε σε ανταλλαγές υποτιμητικών χαρακτηρισμών, αφορισμούς και δηλώσεις με στόχο τον εντυπωσιασμό. Ας περιοριστούμε λοιπόν στον χαβαλέ του ποιος τα λέει καλύτερα και πιο υπεύθυνα κι ας απολαύσουμε λογοτέχνες, δημοσιογράφους κι άλλους πολλούς στις εικονικές αρένες των μονομαχιών τους (που όλο και περισσότερο θυμίζουν τους θρυλικούς σικέ αγώνες κατς που διεξάγονταν παλαιότερα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας).

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 17 Μαΐου 2013]