Campo de’ Fiori

Το άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο στο Κάμπο ντε’ Φιόρι (πηγή: Wikipedia, χρήστης: RuprechtN)

 

«Στη Ρώμη, στο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,                       

πλακόστρωτο με κρασί ραντισμένο

και πέταλα πατημένα λουλουδιών.

Ρόδινα θαλασσινά στους πάγκους

πλανόδιοι έμποροι ακουμπούν.

Βαριά τσαμπιά σκουρόχρωμο σταφύλι

πέφτουν στων ροδάκινων το χνούδι.

 

Σ’ αυτήν εδώ, την ίδια την πλατεία

έκαψαν τον Τζορντάνο Μπρούνο,

εδώ ο δήμιος άναψε τη φωτιά

από όχλο περίεργο περιτριγυρισμένος.

Και μόλις η φλόγα είχε σβήσει,

γεμίσαν πάλι οι ταβέρνες,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,

στο κεφάλι οι πλανόδιοι κουβαλούσαν.

 

Θυμήθηκα το Κάμπο ντε’ Φιόρι,

στη Βαρσοβία, κοντά στο καρουζέλ,

ένα ηλιόλουστο της άνοιξης δείλι,

υπό τους ήχους εύθυμης μουσικής.

Οι πυροβολισμοί πίσω απ’ του γκέτο τα τείχη

χάνονταν μέσα στην εύθυμη μουσική,

και ανεβαίναν τα ζευγάρια

ψηλά στον γαλάζιο ουρανό.

Βαρσοβία, άνοιξη 1943: Γερμανοί στρατιώτες, πιθανώς άνδρες των Βάφφεν Ες Ες, οδηγούν Εβραίους εκτός του Γκέτο σε ευχερώς εννοούμενο προορισμό.

Κάποιες φορές ο άνεμος

απ’ τα πυρπολημένα σπίτια,

μαύρα έφερνε αποκαΐδια,

που τα έπιαναν οι άνθρωποι στον αέρα,

πηγαίνοντας στο καρουζέλ.

Των κοριτσιών σήκωνε τις φούστες

ο άνεμος αυτός, απ’ τα πυρπολημένα σπίτια.

Γελούσανε τα πλήθη ευτυχισμένα,

τούτη την όμορφη Κυριακή στη Βαρσοβία.

 

Κάποιος το δίδαγμα το ηθικό μπορεί να βρήκε,

πως οι άνθρωποι, στη Βαρσοβία ή στη Ρώμη,

κλείνουν δουλειές, παίζουν, αγαπούν,

περνώντας δίπλα απ’ των μαρτύρων τις πυρές.

Κάποιος άλλος για δίδαγμα βρήκε

την απώλεια της ανθρωπιάς,

τη λησμονιά που τη φλόγα την καλύπτει

πριν καν αυτή να σβήσει.

 

Μα εγώ σκεφτόμουν

αυτών που χάνονται τη μοναξιά,

σκεφτόμουνα πως ο Τζορντάνο,

καθώς ανέβαινε τα σκαλιά προς την πυρά,

σε γλώσσα ανθρώπινη

ούτε μια λέξη δεν βρήκε,

την ανθρωπότητα να αποχαιρετήσει,

τούτη την ανθρωπότητα που τον δρόμο της τραβά.

 

Κρασί ήδη τρέχουνε να βάλουν,

αστερίες να πουλήσουν,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές

χαρούμενοι οι πλανόδιοι θα κουβαλήσουν.

Κι αυτός είχε ήδη φύγει μακριά,

λες και αιώνες είχανε περάσει,

μα εκείνοι λίγο μονάχα περιμέναν,

μετά την αναχώρησή του στην πυρά.

 

Και γι’ αυτούς που χάνονται μονάχοι,

λησμονημένοι ήδη απ’ τον κόσμο,

ξένη γι’ αυτούς η γλώσσα μας έχει γίνει,

σαν γλώσσα πανάρχαιου πλανήτη.

Μέχρι που όλα θρύλος θα είναι πια,

κι έπειτα από πολλά χρόνια,

στο νέο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

σπίθα εξέγερσης θ’ ανάψουν του ποιητή τα λόγια.

 

Βαρσοβία – Πάσχα 1943».

Στο ποίημά του «Κάμπο ντε’ Φιόρι», ο Τσέσουαφ Μίουος συσχετίζει δύο δραματικά γεγονότα: την εκτέλεση, στην ομώνυμη πλατεία της Ρώμης, του Ιταλού φιλοσόφου Τζορντάνο Μπρούνο, ο οποίος κάηκε ζωντανός από την Ιερά Εξέταση λόγω των ιδεών του που χαρακτηρίσθηκαν ως αιρετικές (17 Φεβρουαρίου 1600), και την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας την άνοιξη του 1943. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ποιητής εξεικονίζει την αδιαφορία των πολλών, των ανθρώπων για τους οποίους η ζωή συνεχίζεται παρά τις τραγωδίες που εκτυλίσσονται ακριβώς δίπλα τους.

Τσέσουαφ Μίουος

* Εκ παραδρομής ο Μίουος τιτλοφόρησε το ποίημα του «Campo di Fiori», μολονότι η ακριβής ονομασία της πλατείας στα ιταλικά είναι «Campo de’ Fiori».

** Επιπλέον, άθελά του ο ποιητής υποπίπτει σε έναν αναχρονισμό. Η λαϊκή αγορά τροφίμων στο Κάμπο ντε’ Φιόρι ανάγεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν η πλατεία μεγάλωσε ύστερα από την κατεδάφιση κάποιων κτιρίων. Την εποχή της εκτέλεσης του Μπρούνο οι ταβέρνες υπήρχαν ήδη, όχι όμως η λαϊκή αγορά. Αντιθέτως, το Κάμπο ντε’ Φιόρι ήταν φημισμένο ως χώρος παζαριού αλόγων.

*** Καθόσον γνωρίζω, το ποίημα δεν περιλαμβάνεται σε κάποια από τις συλλογές ποιημάτων του Μίουος που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (Τσέσλαφ ΜΙΛΟΣ «Ποιήματα», μετάφραση Αντ. Μακρυδημήτρης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005 και «Έσχατα Ποιήματα», μετάφραση P. Krupka και Γ. Πετρόπουλος, εκδ. Momentum, 2013).

Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόχειρη και άτεχνη μετάφραση είναι δική μου. Προφανώς αναμετρήθηκα με κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις και τις ικανότητές μου. Όχι μόνο λόγω της δυσκολίας της ποίησης του Μίουος και των ανεπαρκών γνώσεών μου πολωνικής, αλλά κυρίως λόγω της πρόδηλης αδυναμίας μου να γράψω έστω και το παραμικρό σε ποιητικό λόγο.

Η επιθυμία, όμως, να αποτυπώσω το ποίημα στην ελληνική γλώσσα αποδείχθηκε ακατανίκητη.

Ας με συγχωρήσουν όσοι κάνουν τον κόπο να το διαβάσουν.

Ρογήρος (και κατά κόσμον Π. Δ. Π.)

Η αποδόμηση ενός μύθου;

Η Ιρένα Σεντλερόβα σε φωτογραφία του 1942

Η Ιρένα Κσυζανόφσκα, γνωστότερη ως Ιρένα Σέντλερ ή, στα πολωνικά, Ιρένα Σεντλερόβα, γεννήθηκε στη Βαρσοβία στις 15 Φεβρουαρίου του 1910. Η Ιρένα, η οποία σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστή διότι, εργαζόμενη ως κοινωνική λειτουργός στην υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας του Δήμου Βαρσοβίας στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, κατόρθωσε να διασώσει περίπου 2.500 Εβραιόπουλα. Για τον λόγο αυτό, το 1965, της απονέμεται από το Ισραήλ ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών».

Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, η Σεντλερόβα είναι πιστή καθολική και μέλος της AK (Armia Krajowa = Στρατού του Εσωτερικού), δηλαδή της ένοπλης αντιστασιακής οργάνωσης που ήταν πιστή στη φιλοδυτική εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου. Προκειμένου να σώσει τα Εβραιόπουλα από βέβαιο θάνατο, μεταβαίνει η ίδια στο γκέτο της Βαρσοβίας, συνοδευόμενη από τους συνεργάτες της. Διαλέγει συνήθως βρέφη ή παιδιά που λόγω της εξωτερικής εμφάνισής τους μπορούν να παρουσιαστούν ως ορφανά των οποίων οι γονείς ήταν χριστιανοί Πολωνοί. Λένε πως πάντοτε στις αποστολές υπήρχε κι ένα σκυλί: τα γαβγίσματά του κάλυπταν το κλάμα των βρεφών που διέσωζε η Σεντλερόβα. Συλλαμβάνεται και βασανίζεται από την Γκεστάπο. Καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά μέλη της Żegota, της πολωνικής Επιτροπής Βοήθειας προς τους Εβραίους, κατορθώνουν να δωροδοκήσουν τους Γερμανούς και να σώσουν τη Σεντλερόβα, την ίδια την ημέρα για την οποία είχε προγραμματιστεί η εκτέλεσή της! Μετά τον πόλεμο, συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και βασανίζεται από το σταλινικό κομμουνιστικό καθεστώς. Απελευθερώνεται, αφού υποχρεωθεί να γίνει μέλος του Polska Zjednoczona Partia Robotnicza (Πολωνικού Ενωμένου Εργατικού Κόμματος), δηλαδή του πολωνικού κομμουνιστικού κόμματος. Όταν ανακηρύσσεται Δίκαιη μεταξύ των Εθνών, το καθεστώς της απαγορεύει τη μετάβαση στο Ισραήλ. Το 1968, όταν το κόμμα προβαίνει σε μια ευρείας κλίμακας αντισημιτική εκστρατεία, εκείνη παραιτείται.


Η επιστημονική έρευνα, όμως, έχει την «κακή» συνήθεια να καταδεικνύει τις αντιφάσεις και τις ανακρίβειες των μύθων και των επίσημων εθνικών αφηγήσεων. Η Σεντλερόβα δεν είχε καμία σχέση με το πρότυπο του πιστού θρησκευόμενου καθολικού. Ο Στανίσουαφ Κσυζανόφσκι, πατέρας της Ιρένας, ήταν γιατρός, ενεργό μέλος του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και… άθεος. Η Ιρένα βαφτίστηκε καθυστερημένα κι ύστερα από πιέσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η ίδια φέρεται να έχει πλειστάκις εξομολογηθεί ότι ήταν άθρησκη. Είναι μια νέα αριστερή (μέλος κι εκείνη, όπως ο πατέρας της, του σοσιαλιστικού κόμματος) και φεμινίστρια.

Οι γονείς της Ιρένας

Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής, η Ιρένα έχει ουσιαστικά χωρίσει από τον σύζυγό της Μιετσύσουαφ Σέντλερ και ζει τον έρωτα της ζωής της με τον Άνταμ Τσελνίκιερ, Εβραίο που θα κατορθώσει να επιβιώσει με το πλαστό όνομα Στέφαν Σγκσεμπίνσκι. Μετά τον πόλεμο θα χωρίσει κι επίσημα με τον Σέντλερ, θα παντρευτεί τον Τσελνίκιερ/Σγκσεμπίνσκι και θα αποκτήσουν τρία παιδιά (εκ των οποίων το ένα θα φύγει από τη ζωή σε μικρή ηλικία). Ποτέ δεν θα μιλήσει στα παιδιά της για την εβραϊκή καταγωγή του πατέρα τους. Το 1959 θα χωρίσει από τον Τσελνίκιερ… και θα παντρευτεί ξανά τον Σέντλερ!

Κατά τη σταλινική περίοδο, δεν θα υποστεί καμία απολύτως δίωξη. Αντιθέτως, θα διοριστεί από το καθεστώς διευθύντρια των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας στη Βαρσοβία, ενώ θα συμμετάσχει και στις εργασίες της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Το κόμμα δεν έπαψε ποτέ να τη διορίζει σε θέσεις ευθύνης. Πράγματι, το 1968, το κύμα αντισημιτισμού θα την οδηγήσει σε αποξένωση από το κόμμα. Όχι, όμως, και σε παραίτηση. Η Ιρένα εξακολούθησε να είναι μέλος του PZPR έως την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία.

Η δράση της δεν ήταν άγνωστη στην Πολωνία, τόσο επί κομμουνισμού όσο και αργότερα. Η ίδια μιλούσε δημόσια για τη δράση αυτή, χωρίς μάλιστα να διστάζει να τη μεγεθύνει και να τη δραματοποιεί. Στην πραγματικότητα, η Σεντλερόβα δεν συμμετείχε ποτέ προσωπικά σε αποστολές στο γκέτο. Η αποστολή της αφορούσε καθήκοντα διοικητικής μέριμνας, συγκεκριμένα δε την πλαστογράφηση εγγράφων που θα επέτρεπαν τη διαφυγή των Εβραιόπουλων από το γκέτο της Βαρσοβίας.

Ι. Σεντλερόβα, φωτογραφία από τον Δεκέμβριο του 1944


Πώς, όμως, φτάσαμε στον μύθο; Λέγεται πως η ιστορία της Σεντλερόβα έρχεται εκ νέου στην επιφάνεια το 1999, χάρη σε μια εργασία μαθητών και μαθητριών του αμερικανικού λυκείου της Γιούνιοντάουν στο Κάνσας. Εν μέρει αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν αρκεί για να εξηγήσει τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια. Ο μύθος γεννιέται και γιγαντώνεται στην Πολωνία στις αρχές του 21ου αιώνα. Το 2007, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας Λεχ Κατσύνσκι προτείνει στη Γερουσία την ανακήρυξη της Σεντλερόβα ως «Εθνικής Ηρωίδας». Η Γερουσία υπερψηφίζει την πρόταση και προτείνει τη Σεντλερόβα, που βρίσκεται ακόμη εν ζωή, για το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης. Η Ιρένα θα αποβιώσει πλήρης ημερών το 2008, χωρίς Νομπέλ, αλλά έχοντας τύχει κάθε επίσημης τιμής εκ μέρους της κυβέρνησης της χώρας της. Η απόδοση τιμών, άλλωστε, δεν θα σταματήσει με τον θάνατο της ηρωίδας. Το 2018 θα ανακηρυχθεί επίσημα στην Πολωνία ως «έτος Σεντλερόβα».

Ήταν, όμως, εντελώς αθώα όλα αυτά; Η προσπάθεια ανάδειξης της δράσης της Σεντλερόβα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό μια δυναμική απάντηση ενός τμήματος της πολιτικής ελίτ και της πολωνικής κοινωνίας στα «ενοχλητικά» ευρήματα της ιστορικής έρευνας. Το 2001 κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιαν Τόμας ΓκροςSąsiedzi: Historia zagłady żydowskiego miasteczka” («Γείτονες: Μια Ιστορία Εξόντωσης Εβραϊκής Κοινότητας»), το οποίο αφηγείται και αναλύει τα γεγονότα που συνέβησαν στο Γεντβάμπνε, μια κωμόπολη στην ανατολική Πολωνία, στις 10 Ιουλίου 1941. Το Γεντβάμπνε βρισκόταν στο τμήμα εκείνο της Πολωνίας που κατέλαβε η ΕΣΣΔ τον Σεπτέμβριο του 1939, βάσει των μυστικών πρωτοκόλλων του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ. Έχει ήδη ξεκινήσει η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα κι ο Κόκκινος Στρατός υποχωρεί. Πριν καν φθάσουν στο Γεντβάμπνε οι δυνάμεις της Βέρμαχτ, οι χριστιανοί κάτοικοί του συγκεντρώνουν τους Εβραίους της κωμόπολης στην κεντρική πλατεία. Τους κακοποιούν, τους υποχρεώνουν να κατεβάσουν ένα άγαλμα του Λένιν που βιαστικά είχε φτιάξει το σοβιετικό καθεστώς και τους οδηγούν σε έναν αχυρώνα, όπου θα τους κάψουν όλους ζωντανούς. Το Γεντβάμπνε δεν ήταν κάποιο μεμονωμένο περιστατικό

Γιαν Τόμας Γκρος (Collège de France, Παρίσι, Φεβρουάριος 2019), φωτογραφία: a. zielinska

Το βιβλίο του Γκρος αποτελεί τη θρυαλλίδα που θα οδηγήσει σε ένα πραγματικό κίνημα ιστορικής έρευνας, με σκοπό να καταδειχθεί μια σύνθετη αλήθεια: στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, ο χριστιανικός πληθυσμός της Πολωνίας δεν είχε απλώς ρόλο «μάρτυρα των γεγονότων», στη χειρότερη περίπτωση, ή «αρωγού των Εβραίων συμπολιτών», στην καλύτερη. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες έδρασε ενεργά συμβάλλοντας στην υλοποίηση της Σοά!

Η ανάδειξη μιας τέτοιας ιστορικής αλήθειας δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη από μέρους των οπαδών ενός «πατριωτικού ιστορικού αφηγήματος», το οποίο προωθεί και το PiS (Prawo i Sprawiedliwość = Δίκαιο και Δικαιοσύνη), κόμμα το οποίο κατέχει και σήμερα την εξουσία στην Πολωνία. Για τον λόγο αυτόν, είναι σκόπιμη και, τελικώς, απαραίτητη η προώθηση μιας ιστορίας απολύτως σύμφωνης με το επίσημο εθνικό αφήγημα. Η περίπτωση της Ιρένας Σεντλερόβα φαίνεται ιδανική για την επίτευξη του στόχου αυτού.

Ήταν πράγματι ηρωική η δράση της Σεντλερόβα στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής; Διακινδύνευσε την ίδια τη ζωή της; Είναι άξια του τίτλου της Δίκαιης Μεταξύ των Εθνών; Η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα είναι ανεπιφύλακτα καταφατική. Ταυτόχρονα, όμως, είναι απαραίτητο να καταγραφεί η ιστορική πραγματικότητα, με τον δυσνόητα σύνθετο χαρακτήρα, τις επιφυλάξεις και τα ερωτηματικά της. Είναι απαραίτητο, μια και διαφορετικά θα διατρέχουμε πάντοτε τον κίνδυνο να ξαναζήσουμε μια φρίκη που πιστεύουμε ότι ανήκει στο παρελθόν.

[βλ. Anna Bikont „Sendlerowa. W ukryciu”, εκδ. Wydawnictwo Czarne, Wołowiec, 2017 και «  Irena Sendler, une Juste “révisitée”, σε Audrey Kichelewski, Judith Lyon-Caen, Jean-Charles Szurek και Annette Wieviorka « Les Polonais et la Shoa, une nouvelle école historique » εκδ. CNRS, Παρίσι, 2019, σελ. 219-226]

Ανατομία μιας εκλογικής αποτυχίας

Δύσκολα μπορεί να αντισταθεί κάποιος στον πειρασμό να επιχειρήσει να εξηγήσει τους λόγους της παταγώδους (για κόμμα εξουσίας) αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρωεκλογές, η οποία τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σχεδόν βέβαιη απώλεια της εξουσίας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Το ουσιωδώς χρήσιμο σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι να μη ληφθούν υπόψη στοιχεία που ικανοποιούν ιδεολογικά ή συναισθηματικά τον γράφοντα, αλλά μόνον όσα απορρέουν από τη λογική ανάλυση των πραγμάτων. Για τον λόγο αυτό, αφετηρία της ανάλυσης είναι η παραδοχή ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις πρακτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης (κάτι που για εμένα προσωπικά αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο, μολονότι γνωρίζω ότι οι περισσότεροι θα διαφωνήσετε). Ομοίως, δεν πρόκειται να ληφθούν υπόψη στοιχεία που άπτονται της προσωπικότητας πολιτικών (λ.χ. ο α΄ είναι ψεύτης, ενώ ο β΄ ειλικρινής – ο α΄ εμφορείται από κοινωνικές ευαισθησίες, ενώ ο β΄ είναι αναίσθητος στα βάσανα του λαού), διότι κατά βάθος τέτοιου είδους πεποιθήσεις δεν καθορίζουν τις εκλογικές προτιμήσεις των ψηφοφόρων, παρά τις περί του αντιθέτου πεποιθήσεις. Ας δούμε, επομένως, τα στοιχεία που μετά βεβαιότητος ζημίωσαν τις εκλογικές επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος (Ι), εκείνα που ενδεχομένως του προκάλεσαν φθορά (ΙΙ) και, τέλος, τους στερούμενους σημασίας παράγοντες (ΙΙΙ).

Ι.   Οι βεβαιότητες.

  1. Η νομοτελειακή φθορά κάθε κυβέρνησης (α), ιδίως μιας κυβέρνησης σε εποχή μνημονίων και οικονομικής επιτήρησης (β).

α. Ο εκλογέας ψηφίζει με βασικό κίνητρο να τιμωρήσει εκείνον που τον κυβέρνησε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, συνήθως με αλαζονεία, αδεξιότητα και (όπως τουλάχιστον ο ψηφοφόρος αισθάνεται) αδικία. Κοινοτοπία αφόρητη, αλλά ποιος σας είπε ότι οι κοινοτοπίες δεν εκφράζουν μέρος, τουλάχιστον, της αλήθειας; Στην «Πόλη των Φαντασμάτων», ο Μαζάουερ γράφει ότι, όταν ο σουλτάνος ανακαλούσε τον εκάστοτε πασά της Σαλονίκης με σκοπό να τον μεταθέσει, στους δρόμους της πόλης έστηναν γιορτή και πανηγύρι, μια και θα έφευγε «ο πιο ανίκανος και διεφθαρμένος πασάς που είχε γνωρίσει η Θεσσαλονίκη». Λίγους μήνες μετά τον διορισμό του νέου πασά, εκείνοι που γιόρταζαν ήταν πλέον πεπεισμένοι ότι ο νέος ήταν ακόμη πιο ανίκανος και διεφθαρμένος από τον παλιό. Έτσι, όμως, πάνε τα πράγματα.

β.   Το όπλο μιας κυβέρνησης για να αντισταθμίσει τις απώλειες αυτές είναι, βέβαια, οι παροχές προς τον λαό, συνήθως προς το τέλος της θητείας, όσο πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές. Τα περιθώρια για παροχές, όμως, στην εποχή της οικονομικής επιτήρησης είναι πολύ μικρά. Χρειάζεται μεγάλη επιδεξιότητα (επικοινωνιακή και ουσιαστική) για να αντλήσει μια κυβέρνηση όφελος από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέβη κάτι τέτοιο, εκτός των άλλων διότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδινε διαρκώς την εντύπωση ότι πατούσε σε δύο βάρκες.

  1. Πατώντας σε δύο βάρκες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετώπιζε απλώς τον περιορισμό που ανέκυπτε από την ανάγκη τήρησης των όσων επέτασσαν τα μνημόνια. Έπρεπε να αποδεχθεί και μια αναγκαιότητα: αν ήθελε να εδραιωθεί ως κόμμα εξουσίας στο πλαίσιο μιας δυτικής δημοκρατίας, θα έπρεπε οπωσδήποτε να μεταλλαχθεί σε κεντροαριστερό κόμμα (δεν λέω σοσιαλδημοκρατικό, διότι όπως, πάνε τα πράγματα, πιο εύκολα τη βγάζει καθαρή αυτός που έχει βεβαρυμένο με ανθρωποκτονία ποινικό μητρώο, παρά εκείνος που διακηρύσσει ότι είναι σοσιαλδημοκράτης), ξεχνώντας τη ριζοσπαστική ρητορική και τις αντίστοιχες στοχεύσεις. Η προσπάθεια συμβιβασμού μεταξύ της ανάγκης να επιδειχθεί πολιτικός ρεαλισμός και εκείνης που ήθελε να διασωθούν έστω και τα προσχήματα αριστεροσύνης οδήγησε σε παλινωδίες, ανεπιτυχείς συμβιβασμούς και αδεξιότητες.

  • Ενώ θα μπορούσε να προβάλλει διαρκώς ότι αποδείχθηκε η συνεπέστερη κυβέρνηση ως προς την τήρηση των μνημονιακών απαιτήσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ ομφαλοσκοπούσε επαναλαμβάνοντας ότι «το πρόγραμμα αυτό δεν είναι δικό μας». Όταν άρχισε να διακινεί το αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια ήταν πολύ αργά. Κι ό,τι έλεγε, δεν το έλεγε με πειστικό, για το εκλογικό σώμα, τρόπο.
  • Επιχειρώντας να τηρήσει τις μνημονιακές απαιτήσεις ακολούθησε την πεπατημένη των ελληνικών κυβερνήσεων, δηλαδή την υπερφορολόγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να απογοητεύσει τα, εν ευρεία εννοία, μεσαία στρώματα που του χάρισαν τη νίκη το 2015. Όταν είχε την ευκαιρία να προβεί σε κάποιες παροχές, η αριστερή λογική επέβαλε να ενισχυθούν οι πλέον αδύναμες οικονομικά τάξεις. Δεν είναι παράλογο, δεν είναι ανήθικο (το αντίθετο, μάλλον), αλλά πρακτικά ζημίωσε και μάλιστα σοβαρά την κυβέρνηση. Όταν ο «μεγαλοσυνταξιούχος» των 800 ευρώ ανακάλυπτε ότι αυτό που του διαφήμιζαν ως 13η σύνταξη αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο της συνήθους μηνιαίας σύνταξής του, ήταν λογικό να εκλάβει την κίνηση ως κοροϊδία. Με μια διαφορετική προσέγγιση (και επικοινωνιακή) ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να περιορίσει τις ζημιές, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.

Ο διχασμός προσωπικότητας είχε και άλλες σοβαρές επιπτώσεις, τόσο σε επίπεδο πολιτικών συμμαχιών όσο και στελέχωσης της διοίκησης.

  1. Επιζήμιες συμμαχίες.

Το πνεύμα πολιτικού ρεαλισμού υπερίσχυσε στον τομέα αυτό σε τέτοιο βαθμό που ο ρεαλισμός κατέληγε να είναι κυνισμός και μάλιστα όχι πολύ επιδέξιος. Δεν θα σταματήσω να γράφω πόσο ολέθρια ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ η αφύσικη συμμαχία με τους Αν.Έλ. Ο αντίλογος είναι ότι χωρίς αυτούς δεν θα κυβερνούσε ποτέ. Μπορεί (αν και δεν είμαι πεπεισμένος για αυτό). Στην πράξη, όμως, η πολιτική συμμαχία αυτή ζημίωσε τρομακτικά τον ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο αξιοπιστίας, επικοινωνιακής διαχείρισης και (πρωτίστως) κυβερνητικής αποτελεσματικότητας. Όταν το έργο αυτό έφτασε στο τέλος του, το διαδέχθηκε μια πρακτική ψευδοοππορτουνιστικών συμμαχιών με ρετάλια κομμάτων γραφικών και με κατόχους της σφραγίδας κομμάτων με μηδενική απήχηση στο εκλογικό σώμα.

Το μόνο που απομένει είναι να βρεθεί ο ευφάνταστος συγγραφέας κάποιας Ουχρονίας στο πλαίσιο της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίζει κυβέρνηση με το Ποτάμι και/ή το ΚΙΝΑΛ, παρακάμπτοντας και το δράμα του αρχικού εξαμήνου της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

  1. Προβληματική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.

Η αποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης κρίνεται συνήθως σε επίπεδο μεσαίων (και μεγαλομεσαίων) στελεχών του κρατικού μηχανισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε κάποιες κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, μόνο που δεν ήταν καθόλου επαρκείς. Η ανάγκη να ικανοποιηθούν οι ευκαιριακοί ή λιγότερο ευκαιριακοί πολιτικοί σύμμαχοι οδηγούσε και στην τοποθέτηση σε κρίσιμες θέσεις ανθρώπων που υποδείκνυαν κάθε λογής προβληματικοί συνεταίροι (Αν.Έλ., κατάλοιπα του ΠΑΣΟΚ ή της καραμανλικής ΝΔ κ.ο.κ.). Ποτέ δεν επικράτησε η αντίληψη ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν άνθρωποι με επαρκή επαγγελματική κατάρτιση για τις θέσεις που επρόκειτο να καλύψουν. Η ειρωνεία έγκειται στο ότι το κυβερνών κόμμα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί πολύ καλύτερα προς τον σκοπό αυτό τη δεξαμενή στελεχών και συμπαθούντων.

[η προφανής δικαιολογία είναι η ομολογουμένως κακή συναφώς παράδοση των ελληνικών κομμάτων εξουσίας. Τις καλύτερες επιδόσεις σε επίπεδο στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού τις είχε το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Τότε, όμως, «λεφτά υπήρχαν» (πραγματικά ή δανεικά), οπότε μπορούσαν να συνυπάρχουν επαγγελματικά στελέχη και αδηφάγα κομματικά].

ΙΙ.   Οι αμφίβολοι παράγοντες

  1. Η τραγωδία στο Μάτι: σε περιπτώσεις τέτοιας έκτασης τραγωδιών, μια κυβέρνηση φέρει αντικειμενική ευθύνη, ακόμη κι αν αποδείξει ότι έπραξε εν προκειμένω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Η ευθύνη ενισχύεται όταν δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο κι όταν οι επικοινωνιακοί χειρισμοί είναι το λιγότερο αδέξιοι. Εντούτοις, οι τραγωδίες αυτές επιδρούν σε επίπεδο πρωτίστως συναισθηματικό: όσοι δεν επρόκειτο να ψηφίσουν ποτέ ΣΥΡΙΖΑ εδραίωσαν την πεποίθηση ότι η επιλογή τους είναι ορθή. Όσοι, πάλι, επρόκειτο να τον ψηφίσουν, επιχείρησαν να εκλογικεύσουν τα δεδομένα και να ικανοποιηθούν με το επιχείρημα ότι «όποια κυβέρνηση και να ήταν δεν θα κατόρθωνε κάτι καλύτερο». Μένουν οι αναποφάσιστοι. Ατυχώς, η ανίχνευση ψυχολογικών διαθέσεων είναι εξαιρετικά δυσχερής. Για πόσους η συγκεκριμένη τραγωδία αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την επιλογή στις εκλογές; Αν λάβουμε υπόψη το μοναδικό πρόσφατο ανάλογο παράδειγμα, όχι για πολλούς: το 2007, οι καταστροφικές πυρκαγιές ήταν εντελώς πρόσφατες, πλην όμως δεν φαίνεται να προκάλεσαν ουσιαστική φθορά στην απερχόμενη κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία και εξασφάλισε την επανεκλογή της.
  2. Η συμφωνία των Πρεσπών: η ΝΔ ακολούθησε με επιτυχία την τακτική του παραδοσιακού ελληνικού εθνικισμού. Και φαίνεται να ενίσχυσε τα ποσοστά της στη Βόρεια Ελλάδα. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η συγκεκριμένη περιοχή ήταν παραδοσιακά για τον ΣΥΡΙΖΑ χώρος χαμηλών επιδόσεων. Τα αποτελέσματα της προηγούμενης Κυριακής δείχνουν ότι το «Μακεδονικό» έφθειρε μεν την παρούσα κυβέρνηση, όχι όμως και σε βαθμό αποφασιστικό.

ΙΙΙ.   Παράγοντες που δεν άσκησαν επιρροή.

Αναφερόμαστε στη θεωρία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε τις αρχές της Αριστεράς, δεν άσκησε πραγματικά αριστερή πολιτική, δεν εφήρμοσε το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», δεν ήρθε σε ρήξη με την ΕΕ κ.λπ. Ωραία όλα αυτά, μόνο που οι εκλογείς οι οποίοι χάρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ δύο φορές την πρωτιά το 2015 δεν είχαν τέτοιες προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε Μέρα25, Πλεύση Ελευθερίας και ΛΑΕ θα συγκέντρωναν ποσοστό περί το 40 %. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούσε τέτοιου είδους γραμμή θα διεκδικούσε κάποιο μονοψήφιο ποσοστό (αν τα πράγματα συνεχίζονταν φυσιολογικά σε μια χώρα που θα είχε διακτινιστεί σε περίεργη τροχιά κάπου στο σύμπαν).

Όπως διαπιστώνετε, ούτε καν εξετάζω το ζήτημα του «επικοινωνιακού πολέμου» που φέρεται να δέχθηκε η νυν κυβέρνηση. Το 2015 τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Δεν λέω ότι δεν είχε κάποια σημασία η πολεμική δύο ομίλων ΜΜΕ, απλώς νομίζω ότι δεν ήταν αυτή το καθοριστικό στοιχείο για τις εξελίξεις.

Μια τελευταία επισήμανση. Η εσπευσμένη προκήρυξη πρόωρων εκλογών μετά τα αποτελέσματα της 26ης Μαΐου συνιστά κίνηση πανικού. Δίνει την εντύπωση ότι κάποιοι πιστεύουν ότι κάθε μέρα επιφέρει και περαιτέρω μείωση των ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος. Εκτός κι αν υπάρχει πρόγραμμα κομμάντο για την αντιστροφή της διαπιστωμένης τάσης. Ως τέτοιο δεν εννοώ, φυσικά, το να αρχίσουν άπαντες οι συμπαθούντες το κυβερνών κόμμα να αναρτούν κείμενα που θα μας προειδοποιούν για τις συμφορές που συνεπάγεται η άνοδος της ΝΔ στην εξουσία. Εννοώ ένα πρόγραμμα που θα εκπλήξει ευχάριστα τους αναποφάσιστους *. [το οποίο, προς το παρόν, δεν βλέπω, βέβαια]

*Λ.χ., όσον αφορά το ζήτημα της επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων: να ενθάρρυνε η κυβέρνηση τα ανώτατα δικαστήρια να επιλέξουν μόνα τους ηγεσία, δεσμευόμενη ότι θα σεβαστεί την επιλογή τους και θα προβεί σε ανάλογη πρόταση προς τον ΠτΔ. Πώς, όμως, να βρεθεί τέτοια φαντασία;

Επιμύθιο: Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε καταρχήν μια ελληνική κυβέρνηση όπως όλες οι άλλες, τι θα έκανε εντύπωση σε όποιον εξετάσει τα πεπραγμένα της στο μέλλον; Κατά την άποψή μου, ένα διττό παράδοξο (εκ πρώτης όψεως).

1. Αποδείχθηκε η πιο συνεπής μνημονιακή κυβέρνηση στα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Θα αντιταχθεί το εύλογο επιχείρημα ότι δεν είχε κι άλλη επιλογή, αν ήθελε να κυβερνήσει. Πιθανότατα. Ας δούμε τότε και αυτά στα οποία είχε μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας.

2. Ήταν η κυβέρνηση που επιδίωξε με τον μεγαλύτερο ζήλο και συνέπεια την υλοποίηση διεθνών σχεδίων που εκπονήθηκαν υπερατλαντικά ή είχαν τις ευλογίες της υπερδύναμης (και των περισσότερων Ευρωπαίων εταίρων).

– Σε ό,τι αφορά το ουκρανικό ζήτημα, στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του Ποροσένκο, δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τη Μόσχα, υποστήριξε το σχέδιο δημιουργίας της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας (που υλοποίησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο), σκοπός του οποίου ήταν να συγκεντρωθεί μεγάλο μέρος από τα διάσπαρτα κομμάτια του ουκρανικού εκκλησιαστικού παζλ και να μειωθεί η επιρροή του μοσχοβίτικου πατριαρχείου.

– Έκλεισε επιτυχώς το ζήτημα της σχετικής με την ονομασία διένεξης με την ΠΓΔΜ (και νυν Βόρεια Μακεδονία) με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

– Συμμετείχε πρόθυμα και ενεργώς σε όλες τις διεθνείς πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Πολωνία, αναβιώνοντας το κατά Πιουσούτσκι σχέδιο της «Διαθαλάσσιας Συμμαχίας» (Międzymorze).

Τα υπόλοιπα μου φαίνονται πιο εφήμερα…

[δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ΦΜΠ, στις 2 Ιουνίου 2019]

 

Ο Κρητικός μεγιστάνας της Γαλικίας

Κωνσταντίνος Κορνιακτός, αρχές του 17ου αι., Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Λβίου, Ουκρανία

Λένε πως όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, κάποιον Έλληνα θα βρεις. Κάποιες φορές η λαϊκή ρήση αυτή επιβεβαιώνεται με τρόπο εντυπωσιακό στα πλέον απροσδόκητα μέρη. Τι θα μπορούσε να συνδέει, άλλωστε, το Ηράκλειο με την ουκρανική Λεόπολη;

Στην πρωτεύουσα της Γαλικίας, την πόλη που οι Ουκρανοί αποκαλούν Λβίου (Львів), οι Πολωνοί Λβουφ, οι γερμανόφωνοι Λέμπεργκ κι οι Ρώσοι Λβοφ, ένα από τα πιο επιβλητικά κτήρια της ιστορικότατης Πλατείας της Αγοράς (ουκρ.: Площа Ринок, πολ.: Rynek we Lwowie) είναι το Μέγαρο Κορνιακτού (Палац Корнякта).

Άποψη της πρωτεύουσας της Γαλικίας/ πηγή Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός γεννήθηκε το 1517 (ή το 1520) στο Ηράκλειο, τον Χάνδακα της ενετοκρατούμενης Κρήτης. Έφηβος ακόμη μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Οι ικανότητές του νεαρού Κρητικού ήταν τόσο μεγάλες που γρήγορα απέκτησε σημαντική περιουσία. Την περιουσία αυτή την αύξησε ακόμη περισσότερο επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του στη Μολδαβία. Στην παραδουνάβια αυτή ηγεμονία ανέλαβε την άσκηση μιας από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες της εποχής: τη διαχείριση τελωνείων και την είσπραξη των αντίστοιχων δασμών για λογαριασμό των υποτελών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ηγεμόνων της περιοχής. Στοχεύοντας πάντα ψηλότερα, ο Κορνιακτός αποφάσισε να μετακινηθεί βορειότερα, χωρίς πάντως να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις του στη Μολδαβία και στην Πόλη. Κι έτσι, κάποια στιγμή, ίσως στα μέσα της δεκαετίας του 1550, βρέθηκε στην πόλη όπου επρόκειτο να ριζώσει, το πολωνικό τότε Λβουφ.

Μέγαρο Κορνιακτού, Λβίου/Λβουφ (πηγή: Wikipedia, χρήστης Gryffindor)

Σε μια εποχή κατά την οποία η πανίσχυρη Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία βρίσκεται στη μέγιστη ακμή της, η Γαλικία αποτελεί τόπο που προσφέρει εξαιρετικές επιχειρηματικές ευκαιρίες. Ήδη ισχυρότατος οικονομικά, ο Κρητικός επιχειρηματίας θα γίνει μέσα σε λίγα χρόνια ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Γαλικία. Τρεις είναι οι κύριοι τομείς δραστηριοτήτων του: πρώτον, το διεθνές εμπόριο διαφόρων προϊόντων (κρασιά, μέλι, υφάσματα, βαμβάκι, δέρματα και γούνες) από και προς την Πολωνία και Λιθουανία, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, τα υπόλοιπα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη Γερμανία. Δεύτερον, η είσπραξη φόρων, τελών και δασμών. Τρίτον, οι τραπεζικές επιχειρήσεις: ο Κορνιακτός δανείζει μεγάλα ποσά όχι μόνο στα μέλη της πολωνικής αριστοκρατίας (szlachta), αλλά και στους ίδιους τους Πολωνούς βασιλείς (μεταξύ των οποίων, στον Σιγισμούνδο Β΄ Αύγουστο). Για τις υπηρεσίες του αυτές ανταμείβεται με τον τίτλο του ευγενούς (1571) και την παραχώρηση σημαντικών φέουδων στη Γαλικία.

Τη δεκαετία του 1570 ξεκινά και η ανέγερση του ιδιωτικού μεγάρου του Κορνιακτού, στην πλατεία της κεντρικής αγοράς του Λβουφ. Τα σχέδια εκπονεί ο Ιταλοπολωνός αρχιτέκτονας Πιοτρ Μπάρμπον (ή Πιέτρο Μπαρμπόνε ή Πιέτρο ντι Μπαρμπόνα), πιθανώς με τη βοήθεια ενός ακόμη Ιταλοπολωνού, του Πάβεου Ζιμιάνιν (ή Πάολο Ρομάνο). Το αναγεννησιακού ρυθμού κτίσμα ολοκληρώνεται πριν από το 1580.

Μέγαρο Κορνιακτού, η εσωτερική αυλή/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Stako (Stanislaw Kosiedowski)

Σε ώριμη ηλικία, το 1575, ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός νυμφεύεται την Άννα Τζεντουσίτσκι, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας ρουθηνικής καταγωγής. Αποκτούν επτά παιδιά, τρεις γιους και τέσσερις κόρες.

Ιδιαιτέρως πιστός, ο Κρητικός μεγιστάνας ενισχύει με κάθε τρόπο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Προβαίνει σε σημαντικές οικονομικές δωρεές, αναζητεί χρηματοδότες μεταξύ κυρίως των Ρουθηνών ευγενών και των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, μεσολαβεί ώστε να εξασφαλισθεί η εύνοια των Πολωνών βασιλέων προς την ορθοδοξία. Πρωτοστατεί στην ίδρυση της Αδελφότητας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και χρηματοδοτεί την ανέγερση σημαντικού μέρους του αρχιτεκτονικού συμπλέγματος του ομώνυμου ναού στο Λβουφ, ο οποίος θεωρείται σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά μνημεία της Ουκρανίας.

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Λβίου/Λβουφ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Πεθαίνει το 1603, έχοντας κατορθώσει να είναι ένας από τους ισχυρότερους, πολιτικά και οικονομικά, ανθρώπους στην Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία. Μετά τον θάνατο του Κορνιακτού, τα παιδιά του ασπάζονται τον καθολικισμό και εκπολωνίζονται πλήρως. Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος, που θα αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πατέρα του, εγκαθίσταται στο οικογενειακό φέουδο του Μπιαουόμποκ (ουκρ.: Μπιλόμποκ) όπου και οικοδομείται το κάστρο του. Θα ζήσει μια ιδιαίτερα ταραχώδη ζωή, εμπλεκόμενος σε συνεχείς και εξαιρετικά βίαιες έριδες με τους Πολωνούς ευγενείς (αρκετοί από τους οποίους τον αντιμετωπίζουν ως ξένο και παρείσακτο), ιδίως δε με τον Στανίσουαφ Σταντνίτσκι, τον (όχι άδικα) επονομαζόμενο και Διάβολο.

Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος (Κονστάντυ Κορνιάκτ), 17ος αι., Μουσείο Ιστορίας του Λβίου

Το Μέγαρο Κορνιακτού θα αγοραστεί το 1640 από τη φημισμένη οικογένεια Σομπιέσκι. Θα αποτελέσει την κατοικία του επιφανέστερου μέλους της, του Πολωνού βασιλέα Ιωάννη Γ΄ Σομπιέσκι, του ανθρώπου που συνέτριψε τις οθωμανικές δυνάμεις έξω από τη Βιέννη το 1683. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πολωνοί εξακολουθούν να ονομάζουν το μέγαρο «Βασιλική Κατοικία στο Λβουφ» (Kamienica Królewska we Lwowie). Σήμερα, το κτήριο στεγάζει το Μουσείο Ιστορίας της πόλης.

Θύματα του… Κιουτσούκ-Καϊναρτζή

Τάταροι συγκρούονται με δυνάμεις της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, πιθανώς στα μέα του 17ου αιώνα - πίνακας του Πολωνού Γιούλιους Κόσσακ 19ος αι.

Τάταροι συγκρούονται με δυνάμεις της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, πιθανώς στα μέσα του 17ου αιώνα – πίνακας του Πολωνού Γιούλιους Κόσσακ 19ος αι.

Η Ιστορία των Τατάρων της Κριμαίας αποτελεί μάλλον τυπική περίπτωση εθνότητας που υπήρξε κυρίαρχη σε ορισμένο τόπο, πριν βρεθεί στη θέση του υποτελούς.

Η εθνογένεσή τους και η δημιουργία του χανάτου τους συνιστούν μακρόχρονες διαδικασίες που ξεκινούν στα τέλη του 13ου αιώνα (όταν κάποιες τουρκόφωνες φυλές που βρίσκονται υπό την κυριαρχία της μογγολικής Χρυσής Ορδής μετακινούνται προς δυσμάς), για να αποκρυσταλλωθούν κατά τη διάρκειά του 15ου. Η ανθρώπινη πρώτη ύλη της εθνογένεσης είναι οι Τούρκοι Κιπτσάκ, γνωστοί μας και με τα ονόματα Κουμάνοι ή Πολοφτσοί, που αφομοιώνουν στο πέρασμά τους στοιχεία από το εθνοτικό μωσαϊκό των περιοχών που κατακτούν. Τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας: η σταδιακή απεξάρτηση από τη Χρυσή Ορδή, η εγκατάλειψη του σαμανισμού/ ανιμισμού και ο συνακόλουθος εξισλαμισμός, η εκδίωξη των τελευταίων δυνάμεων που ασκούσαν κάποια μορφή κυριαρχίας σε εδάφη της Κριμαίας, δηλαδή των Βυζαντινών και των Γενουατών.

Τάταρος έφιππος τοξότης (σχέδιο του Βάτσουαφ Παβλίσακ, 1866-1905)

Τάταρος έφιππος τοξότης (σχέδιο του Βάτσουαφ Παβλίσακ, 1866-1905)

Περίπου το 1420, οι Τάταροι της Κριμαίας κάλεσαν τον Χατζί Γκιράι, έναν τσενγκισχανίδη που ζούσε εξόριστος στη Λιθουανία, να διοικήσει την περιοχή και του έδωσαν τον τίτλο του χάνου. Η δυναστεία των Γκιράι επρόκειτο να ηγεμονεύσει στο κριμαϊκό χανάτο για τους επόμενους τρεις και πλέον αιώνες. Η εγκαθίδρυσή της οφείλει πολλά σε παιχνίδια συμμαχιών με τις μεγάλες δυνάμεις του ισλάμ και πιο συγκεκριμένα στην υποστήριξη της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Οσμανλήδες καθίστανται επικυρίαρχοι του χανάτου της Κριμαίας. Ενώ, όμως, έχουν λόγο στη διαδοχή (που κατά κανόνα προκαλεί διαμάχες κι εμφύλιους πολέμους μεταξύ των Τατάρων), η εποπτεία τους είναι μάλλον χαλαρή κι επιτρέπει στο χανάτο να ασκεί πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.

Μπαχτσίσαράυ: τα ανάκτορα των χάνων της Κριμαίας

Ο 16ος αιώνας συνιστά το απόγειο της ισχύος του Χανάτου της Κριμαίας που εμφανίζεται ως νόμιμος κυρίαρχος των ισλαμικών περιοχών της ανατολικής Ευρώπης και ειδικά του Χανάτου του Καζάν, ενώ ταυτόχρονα πλουτίζει από το εμπόριο σκλάβων. Το 1571 οι ταταρικές δυνάμεις του Ντεβλέτ Α΄ Γκιράι λεηλατούν τη Μόσχα του Ιβάν Δ΄ του Τρομερού κι επιστρέφουν στην Κριμαία με δεκάδες χιλιάδες σκλάβους. Την επόμενη χρονιά, όμως, συντρίβονται από τον στρατό της Μοσχοβίας στη Μάχη του Μολοντί. Από το σημείο αυτό και πέρα, η ισορροπία δυνάμεων αντιστρέφεται προς όφελος των Ρώσων και ξεκινά περίοδος παρακμής για το ταταρικό χανάτο, παρακμή την οποία εντείνει η ταυτόχρονη εξασθένιση της μεγάλης προστάτιδας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο τσάρος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός συγχαίρει τον πρίγκιπα Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Βοροτίνσκι για τη νίκη του στη Μάχη του Μολοντί.

Ο τσάρος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός συγχαίρει τον πρίγκιπα Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Βοροτίνσκι για τη νίκη του στη Μάχη του Μολοντί.

Το χανάτο της Κριμαίας θα εξακολουθήσει να έχει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ανατολής και τον 17ο αιώνα. Την εποχή της εξέγερσης του Μπογκντάν Χμελνίτσκι θα συνταχθούν με τους Κοζάκους εναντίον των Πολωνών, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση των πρώτων στη μάχη του Ζόφτι Βόντι (1648), πριν αλλάξουν στρατόπεδο πληροφορούμενοι τη συμμαχία του αταμάνου των Κοζάκων με τους Ρώσους. Ωστόσο η δύναμή του αδυνατίζει όλο και περισσότερο την ώρα που οι αντίπαλοί του ενισχύονται. Η παρακμή δεν είναι αναστρέψιμη.

Σαχίν Γκιράι, ο τελευταίος Τάταρος Χάνος της Κριμαίας

Σαχίν Γκιράι, ο τελευταίος Τάταρος Χάνος της Κριμαίας

Η τελευταία πράξη του δράματος ξεκινά με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774. Με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή η τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία αναγνωρίζεται ως επικυρίαρχος της Κριμαίας. Λίγο αργότερα, το 1783, κι εκμεταλλευόμενη μιαν ακόμη εμφύλια σύγκρουση για τη διαδοχή στο χανάτο, η Αικατερίνη Β΄ εύρισκε την ευκαιρία για να προσαρτήσει οριστικά κι αμετάκλητα την Κριμαία στην αυτοκρατορία της. Ο τελευταίος χάνος της Κριμαίας, ο Σαχίν Γκιράι, τελείωνε άδοξα τη σταδιοδρομία του, εξόριστος στη Ρόδο (εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς ως προδότης). Οι Τάταροι υποβιβάζονταν από τη θέση της κυρίαρχης εθνότητας σ’ εκείνην της υποτελούς, ενώ η περιοχή τους αποικίζονταν από Ρώσους, Ουκρανούς, Γερμανούς κι Έλληνες του Πόντου.

Τάταρος μουλάς (από το βιβλίο του Γκούσταφ-Τέοντορ Πάουλι "Εθνογραφική περιγραφή των λαών της Ρωσίας", Πετρούπολη 1862)

Τάταρος μουλάς (από το βιβλίο του Γκούσταφ-Τέοντορ Πάουλι «Εθνογραφική περιγραφή των λαών της Ρωσίας», Πετρούπολη 1862)

Περίπου 160 χρόνια αργότερα, εν μέσω του γερμανοσοβιετικού πολέμου, ορισμένες ταταρικές ελίτ έκριναν ότι συντασσόμενοι με τους Γερμανούς κατακτητές θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη θέση της εθνότητάς τους. Η συνεργασία αυτή είχε πολύ ακριβό τίμημα. Στις 11 Μαΐου 1944, μόλις δύο ημέρες μετά την ανακατάληψη της Σεβαστούπολής και την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης της Κριμαίας, η κυβερνητική επιτροπή άμυνας της ΕΣΣΔ αποφασίζει την εκτόπιση του συνόλου του ταταρικού πληθυσμού της Κριμαίας λόγω συνεργασίας με τον εχθρό και τη μεταφορά του στην Κεντρική Ασία (κυρίως στο Ουζμπεκιστάν)! Η διαταγή θα εκτελεστεί μέσα σε τρεις ημέρες (18-21 Μαΐου) με τον γνωστό ζήλο (και την επίσης συνήθη έλλειψη προγραμματισμού). Με την ολοκλήρωση της επιχείρησης ποσοστό μεγαλύτερο του 40 % των εκτοπισμένων θα έχει χάσει τη ζωή του.

Η ιστορία των Τάταρων της Κριμαίας δεν διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη μιας σειράς εθνοτήτων της ΕΣΣΔΑ που κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τον εχθρό. Καλμούκοι, Βαλκάριοι, Καρατσάι, Τσετσένοι, Γερμανοί του Βόλγα. Η εθνότητά τους αποκαταστάθηκε συλλογικά από την κατηγορία το 1967 (οι Γερμανοί του Βόλγα είχαν αποκατασταθεί το 1964). Σε αντίθεση με άλλες εθνότητες δεν τους επετράπη να επιστρέψουν στα πατρογονικά εδάφη τους παρά μόνον στα χρόνια της διακυβέρνησης Γκορμπατσόφ (στους Γερμανούς του Βόλγα δεν επετράπη ποτέ κάτι τέτοιο).

Η τραγική ειρωνία συνίσταται στο ότι η μοίρα των Τατάρων δεν θα άλλαζε κατ’ ανάγκη αν στον πόλεμο επικρατούσαν οι Ναζί! Η Κριμαία αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση για τους Γερμανούς: ολόκληρος ο πληθυσμός της θα εκτοπιζόταν, ακόμη κι οι Τάταροι που είχαν συνεργαστεί με ζήλο με τους κατακτητές, προκειμένου η χερσόνησος να μετατραπεί σε γερμανική Ριβιέρα (ως κι ο ίδιος ο Χίτλερ ονειρευόταν να περάσει την εποχή της σύνταξής του σε κάποια έπαυλη της Κριμαίας!). Για να θεμελιωθεί η διεκδίκηση, ο θεωρητικός του ναζιστικού καθεστώτος Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ υποστήριζε ότι η Κριμαία ήταν περιοχή που ανήκε στο παρελθόν στους Γότθους: για τον λόγο αυτό, άλλωστε, θα μετονομαζόταν σε Gotenland!

Οι σχέσεις εξουσιαστών κι εξουσιαζομένων είναι πάντα σκληρές κι αμείλικτες, κατά μείζονα λόγο όταν ερμηνεύονται με όρους εθνοτικούς. Και γίνονται ακόμη πιο απάνθρωπες στα χρόνια των πολέμων.

Και, τελικά, αν οι αντιπαραθέσεις των ισχυρών φέρνουν κάποτε στην επιφάνεια τις εθνικές τραγωδίες ορισμένων, υπάρχουν πάντα ιστορίες που δεν θα τις διηγηθεί ποτέ κανείς. Όπως αυτή των Ρομά της Κριμαίας που για αιώνες υπήρξαν οι βοσκοί και οι τεχνίτες των Τάταρων κυρίαρχων. Η ιστορία τους, όμως, δεν ενδιαφέρει, κατά πως φαίνεται, κανέναν.

Γράμματα από το Μέτωπο

Lettres de la wehrmacht«[Υπάρχει] βεβαίως μια σημαντική διαφορά μεταξύ του αυτουργού και του θύματος του εγκλήματος. Για τον αυτουργό, το έγκλημα είναι ένα στοιχείο της Ιστορίας και όχι η κύρια πλοκή της. Για το θύμα, το έγκλημα είναι η ίδια η Ιστορία.» (Τίμοθυ Σνάυντερ, πρόλογος στο « Lettres de la Wehrmacht » της Μαρί Μουτιέ, σελ. 8)

Στο βιβλίο της «Επιστολές της Βέρμαχτ» που κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο, η νεαρή Γαλλίδα ιστορικός Μαρί Μουτιέ παραθέτει και σχολιάζει περισσότερες από εκατό επιστολές που έγραψαν Γερμανοί στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί (σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις προερχόμενοι εξ εφέδρων) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι επιστολές προέρχονται από το αρχείο του Μουσείου Επικοινωνιών στο Βερολίνο. Αυτές που επελέγησαν να δημοσιευθούν καλύπτουν ολόκληρη τη χρονική διάρκεια κι όλα τα μέτωπα του πολέμου. Παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, σε τρία μέρη που αντιστοιχούν στις κύριες φάσεις του Β΄ ΠΠ: 1939-1941, δηλαδή την εποχή των θριάμβων της Βέρμαχτ, 1942-1943, όταν η πολεμική σύγκρουση φτάνει στον παροξυσμό της, και 1944-1945, εποχή της υποχώρησης και της τελικής ήττας. Σε κάποιες περιπτώσεις, περιλαμβάνονται περισσότερες της μίας επιστολές του ίδιου στρατιώτη, στοιχείο που παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του επιστολογράφου αναλόγως της εξέλιξης του πολέμου.

Τα γράμματα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερες λογοτεχνικές ή φιλοσοφικές αξιώσεις. Οι στρατιώτες της Βέρμαχτ απευθύνονται στα προσφιλή τους πρόσωπα (τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους γονείς και τ’ αδέλφια τους). Γράφουν συνήθως για το φαγητό και τις συνθήκες διαβίωσης, ρωτούν για τα προβλήματα που απασχολούν τους οικείους τους στην καθημερινότητά τους. Ο ίδιος ο πόλεμος εμφανίζεται στις επιστολές με όσο πιο διακριτικό τρόπο γίνεται: οι άνδρες της Βέρμαχτ δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να επιτείνουν την ανησυχία των αγαπημένων τους. Από όλες αυτές τις απόψεις, οι επιστολές καταδεικνύουν το απολύτως ανθρώπινο πρόσωπο των ανδρών που διεξήγαγαν τον πιο φονικό πόλεμο της Ιστορίας.

Οι ελληνικές επιστολές: Τρεις από τις επιστολές παρουσιάζουν ελληνικό ενδιαφέρον. Η επιστολή της 12ης Μαΐου 1941 γράφτηκε στο Λουτράκι από έναν αλεξιπτωτιστή 22 ετών (κεφ. 19, Ένας αλεξιπτωτιστής στην Ελλάδα, σελ. 107-108). Η κύρια έγνοια του είναι ο ανεφοδιασμός κι η εξεύρεση τροφής. Κατά τα λοιπά, αναρωτιέται με κάποια δόση ειρωνίας «πού πρόκειται να προσγειωθούμε στη συνέχεια, ανάμεσα στους Ινδούς ή στους Ζουλού;… Αφού κατακτήσουμε τον Νότιο Πόλο, θα χρειαστεί να πολεμήσουμε και για τον Βόρειο!». Οκτώ ημέρες αργότερα, ο αλεξιπτωτιστής Χουμπέρτους Γκ, της 7ης Μεραρχίας θα σκοτωθεί στη Μάχη της Κρήτης.

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Οι άλλες δύο «ελληνικές» επιστολές ανήκουν στον Καρλ Κ., διδάκτορα φιλοσοφίας από το Μεκλεμβούργο, ο οποίος εργαζόταν ως καθηγητής σε λύκειο (κεφ. 27, Πύρρειος νίκη, σελ. 129-132/ κεφ. 41, Ελληνικά κεράσια, σελ. 177-178). Υπηρετεί σε μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας της Λουφτβάφφε και με την ιδιότητα αυτή βρίσκεται στην Κρήτη αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς. Το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης επιστολής, η οποία γράφτηκε στις 21 Αυγούστου 1941 κι απευθύνεται στη μητέρα του συγγραφέα, είναι αφιερωμένο στους συντρόφους που έπεσαν στη μάχη και στη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν οι Κρητικοί αντάρτες. Οι εκτελέσεις ως αντίποινα παρουσιάζονται με απόλυτη φυσικότητα ως η δέουσα απάντηση, Ωστόσο, ο Καρλ Κ. αφήνει να φανούν και τα πιο λόγια ενδιαφέροντά του: επισημαίνει ότι για να πάει από το σχολείο που χρησιμοποιεί η μονάδα του ως στρατώνα στην πόλη του Ηρακλείου πρέπει να περάσει από το ενετικό φρούριο του λιμανιού. Και στη δεύτερη επιστολή του (16-18 Μαΐου 1942) μνημονεύει τις επισκέψεις του στους αρχαιολογικούς χώρους της Κνωσσού και της Φαιστού.

Βία κι εγκλήματα πολέμου: Η βία και τα εγκλήματα πολέμου εμφανίζονται μάλλον σπάνια στα γράμματα των στρατιωτών και δικαιολογούνται σχεδόν πάντα με τα στερεότυπα της ναζιστικής προπαγάνδας (οι «εκφυλισμένοι» Γάλλοι, οι «βρόμικοι καθυστερημένοι υπάνθρωποι» Σλάβοι, η «ιουδαιοπλουτοκρατία» κ.ο.κ.). Η σφαγή του Μπάμπι Γιαρ, οι χιλιάδες Εβραίοι και Ρώσοι εκτελεσμένοι μνημονεύονται απλώς ως αριθμοί, ως αναγκαία θύματα για την επικράτηση της Νέας Τάξης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποιος στρατιώτης μπορεί να εκφράσει θεωρητικά τη συμπάθειά του για τα βάσανα του Άλλου, αλλά αυτή η συμπάθεια δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πράξεις, μια και το καθήκον επιτάσσει διαφορετικά.

Ενδεικτική της τελευταίας κατηγορίας είναι η επιστολή του Κουρτ Χ., γεννημένου στο Βερολίνο το 1903 και κοσμηματοπώλη εν καιρώ ειρήνης (κεφ. 37, Ο Δεσμοφύλακας, 20 Μαρτίου 1942, σελ. 163-166). Ο Κουρτ Χ. υπηρετεί στο 303ο Τάγμα Πεζικού: βρίσκεται στο Κόβελ της βορειοδυτικής Ουκρανίας και η αποστολή του είναι να φρουρεί Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. Το γράμμα του είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μια ερωτική εξομολόγηση προς τη γυναίκα του Κουρτ, την Ντίτα: ξεκινά με εντελώς ρομαντικό ύφος («Τ’ αστέρια λάμπουν! Διάλεξα το πιο ωραίο, εσένα!») για να εξελιχθεί σε προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου και να ολοκληρωθεί με μια πραγματεία περί συζυγικής πίστης κι απιστίας, διανθισμένη με παραδείγματα. Πιο πριν, όμως, ο Κουρτ Χ. έχει μιλήσει για τα μαρτύρια των αιχμαλώτων κι έχει εγκωμιάσει την αφοσίωση των γυναικών τους, οι οποίες δεν διστάζουν να διανύσουν με τα πόδια τα 500 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Κόβελ από το Κίεβο, μέσα στο χιόνι, το πολικό ψύχος, το σκοτάδι και τους κινδύνους του πολέμου, μόνο και μόνο για να δουν μήπως ο άντρας τους βρίσκεται μεταξύ των αιχμαλώτων, πολλές φορές μάταια, κάποιες άλλες δίχως να έχουν καν τη δυνατότητα να του μιλήσουν έστω και για δυο λεπτά!  Ο δεσμοφύλακας νιώθει συμπόνια, αλλά το καθήκον δεν του επιτρέπει να κάνει κάτι. Και το καθήκον δεν είναι δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Γερμανοί στρατιώτους προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Γερμανοί στρατιώτες προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Αμφισβήτηση: Όποιος αναζητήσει στις επιστολές αυτές στοιχεία αμφισβήτησης του ναζιστικού συστήματος αξιών και του «δίκαιου» χαρακτήρα του πολέμου που διεξάγει η Γερμανία θα απογοητευθεί. Ακόμη και τα γράμματα των τελευταίων μηνών του πολέμου, που αποπνέουν αναμφίβολα μια μοιρολατρική αποδοχή της συντριβής, δεν εκφράζουν κάποια αμφισβήτηση. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη πλειονότητα των επιστολών είναι σύμφωνη με το ιδεώδες πρότυπο του γενναίου στρατιώτη που πάνω απ’ όλα βάζει το καθήκον του προς την πατρίδα. Οι λιγοστές που αποκλίνουν από το πρότυπο αυτό εκφράζουν είτε δυσκολίες προσαρμογής (κάποιος νέος από αριστοκρατική οικογένεια νιώθει να πνίγεται ανάμεσα σε παιδιά λαϊκότερων τάξεων που αδυνατούν να εκτιμήσουν τα ενδιαφέροντά του για τα γράμματα και τις τέχνες) είτε τον προσωπικό φόβο κάποιου για τη ζωή του (χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός στρατιώτη που τελικά λιποτακτεί στους Αμερικανούς ενώ υπηρετεί στην Ιταλία).

Ζωή και πεπρωμένο: Ποιο είναι τελικά το στοιχείο που καθιστά ορισμένες επιστολές πραγματικά συγκλονιστικές; Μα, φυσικά, η συγκυρία και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται. Το γεγονός ότι κάποιες από αυτές είναι και οι τελευταίες του επιστολογράφου, όπως εκείνη που υπαγορεύει ο βαριά τραυματίας στη μητέρα ενός άλλου τραυματισμένου συντρόφου του σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο του Τορν, λίγες μέρες πριν πεθάνει. Πρωτίστως, η αποδοχή του πεπρωμένου, του ενδεχόμενου του θανάτου.

Κάποιες φορές, η στάση αυτή συνοδεύεται από ηρωικές δηλώσεις, από τη διατράνωση της πίστης στα εθνικά ιδεώδη. Όπως ακριβώς στην επιστολή που γράφει την Πρωτοχρονιά του 1945, κάπου στην Τσεχοσλοβακία, ο Άντολφ Ντ. από το Αννόβερο στη γυναίκα του, ενώ το σπίτι τους έχει καταστραφεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (κεφ. 89, Πρωτοχρονιά 1945, σελ. 303-306):

«Όταν θα ξαναβρεθώ κοντά σας, θα τα ξαναχτίσουμε όλα μαζί… Αν πάλι η μοίρα δεν το θελήσει να ξαναγυρίσω, μη με θρηνήσεις, θα έχω δώσει τη ζωή μου για σένα και τα παιδιά, για να μπορέσουν αυτά να μεγαλώσουν σ’ ένα καλύτερο κόσμο κι εσύ να τα συνοδέψεις σ’ ένα λαμπρότερο μέλλον. Οργάνωσε το σπίτι μας σαν να βρίσκομαι πάντα δίπλα σας. Θέλω να συνεχίσετε να ζείτε ευτυχισμένοι και δίχως εμένα…» [ο Άντολφ Ντ. αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς λίγο πριν το τέλος του πολέμου κι είχε την τύχη να επιστρέψει στην οικογένειά του μετά από λίγες μόνο ημέρες αιχμαλωσίας].

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Σε άλλες περιπτώσεις όμως, κι αυτό είναι ακόμη πιο τραγικό, ο στρατιώτης που έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου προσπαθεί να πείσει την οικογένειά του ότι όλα πηγαίνουν καλά, σχεδόν σαν να απουσιάζει απλώς σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι. Χαρακτηριστικά είναι τα τελευταία γράμματα του Αλόις Σ. από το Ζάαρ στη γυναίκα του, ενώ ο στρατιώτης υπηρετεί στο Ανατολικό Μέτωπο, τον Νοέμβριο του 1942 (κεφ. 54, Τα Σκοτάδια, σελ 209-211).

«Ανατολικό Μέτωπο, 25 Νοεμβρίου 1942

Γλυκιά, μικρή μου Φρίντα!

Μια και δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για να σου γράψω γράμμα, αλλά δεν θέλω και να σε κάνω να περιμένεις, σου στέλνω αυτήν την καρτούλα.Είμαι πάντα καλά, το ίδιο ελπίζω και για σας στο σπίτι! Σε φιλώ! Πολλά φιλιά και στα παιδιά μας!

Ο Αλόις σου, ο μπαμπάς σας».

Την ίδια μέρα, ο Κόκκινος Στρατός εξαπολύει μια φοβερή αντεπίθεση κατά των γερμανικών δυνάμεων του θυλάκου του Ρζέφ. Ο Αλόις Σ. πέφτει στο πεδίο της μάχης λίγες ώρες αφότου διαβεβαίωνε τη γυναίκα και τα παιδιά του ότι όλα πήγαιναν καλά…

Η ιστορικός επισημαίνει ότι αυτοί, οι τόσο ανθρώπινοι και τρυφεροί στρατιώτες, ήταν ακριβώς εκείνοι που «διέπραξαν το ανεπανόρθωτο». Η οικειότητα που δημιουργεί η ανάγνωση των επιστολών αυτών αποτελεί ευκαιρία περισυλλογής σχετικά με τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τον διαρκή κίνδυνο επανάληψης μιας δολοφονικής επιχείρησης τέτοιου μεγέθους. «Ο πόλεμος, κατά μείζονα λόγο ο πιο φρικαλέος δυνατός, δεν είναι υπόθεση γραφειοκρατικών μηχανών. Ήταν, είναι και θα είναι υπόθεση ανθρώπων» (σελ. 40).

[Marie MOUTIER, avec la participation de Fanny CHASSAIN-PICHON, préface de Timothy SNYDER «Lettres de la Wehrmacht», Perrin, Παρίσι 2014, 338 σελ.]

Στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ

η θρυλική επιγραφή "Πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι" στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ, σήμερα στο Μουσείο Ενόπλων Δυνάμεων στη Μόσχα

η θρυλική επιγραφή «Πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι» στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ, σήμερα στο Μουσείο Ενόπλων Δυνάμεων στη Μόσχα

«Я умираю, но не сдаюсь! Прощай, Родина! 20.VII.41»
Εγώ πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι! Αντίο Πατρίδα! 20 Ιουλίου 1941»]

Το Μπρεστ, κάποτε Μπρεστ-Λιτόφσκ, βρίσκεται στη Λευκορωσία στα σύνορα της χώρας με την Πολωνία. Η πόλη αποτελούσε πολωνικό έδαφος μέχρι το 1795, όταν, με τον τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας, κατέληξε στη Ρωσία. Για να διασφαλισθεί η άμυνα της πόλης και της περιοχής της από κάθε πιθανό εισβολέα, οι Ρώσοι έχτισαν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ένα από τα πιο επιβλητικά φρούρια της εποχής σε ένα νησί που σχηματίζεται ανάμεσα στους ποταμούς Μπουγκ και Μοχαβέτς.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το φρούριο κατελήφθη από τους Γερμανούς. Από την πόλη του Μπρεστ-Λιτόφσκ έστειλαν οι Γερμανοί ένα από τα πιο προκλητικά τελεσίγραφα στη Ρωσία των Μπολσεβίκων πλέον, στα τέλη του 1917. Στο οχυρό της πόλης υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1918, μετά από διαπραγματεύσεις μηνών, η Συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ η οποία έθετε τέρμα στον πόλεμο μεταξύ Γερμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας των Λένιν και Τρότσκι.

Η πόλη αλλάζει χέρια κάμποσες φορές μεταξύ Γερμανών, Ρώσων και Πολωνών στους οποίους και καταλήγει το 1921. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα αποτελέσει το θέατρο σκληρών μαχών δύο φορές. Η πρώτη πολιορκία της πόλης και του οχυρού ανάγεται στον Σεπτέμβριο του 1939, όταν η πολωνική φρουρά του οχυρού υπό τον στρατηγό Κονστάντυ Πλισόφσκι θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αποκρούσει την επίθεση των γερμανικών δυνάμεων του στρατηγού Χάιντς Γκουντέριαν. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το φρούριο στις 17/18-9-1939, αλλά 4 ημέρες μετά το παραδίδουν στους Σοβιετικούς σύμφωνα με τους όρους του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλαταφ. Σε λιγότερο από δύο χρόνια θα χρειαστεί να το πολιορκήσουν εκ νέου.

Η Πύλη του Χολμ στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ

Η Πύλη του Χολμ στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ

Όταν ξεκίνησε η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, η σοβιετική αντίδραση μαρτυρούσε πανικό κι έλειψη προετοιμασίας κι οργάνωσης. Υπήρξαν ωστόσο μεμονωμένα σημεία σθεναρής ρωσικής άμυνας. Ένα από αυτά ήταν ακριβώς και το φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Οι Γερμανοί έφτασαν στην πόλη ήδη από την πρώτη ημέρα της εισβολής. Δύο ημέρες μετά, στις 24 Ιουνίου 1941, η πόλη είχε καταληφθεί, όχι όμως και το οχυρό της, όπου αντιστέκεται ηρωϊκά ισχυρή σοβιετική δύναμη.

Μέχρι το τέλος του Ιουνίου οι Γερμανοί έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του οχυρού. Ωστόσο θα συνεχίσουν να υπάρχουν μεμονωμένα σημεία αντίστασης μέσα στο φρούριο τουλάχιστον έως τις 24 Ιουλίου. Σε κάποιον από εκείνους τους γενναίους υπερασπιστές ανήκει κι η επιγραφή με ημερομηνία 20 Ιουλίου που παρατίθεται κάτω από τον τίτλο. Τον συγκεκριμένο χώρο στον οποίο βρέθηκε η επιγραφή τον υπερασπίζονταν στρατιωτικές μονάδες του Εν Κα Βε Ντε (του γνωστού και μη εξαιρετέου Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων).

Το σύνολο σχεδόν της φρουράς θυσιάστηκε, εκτός από λίγους βαριά τραυματισμένους τους οποίους αιχμαλώτισαν οι Γερμανοί. Κάποιοι από αυτούς κατόρθωσαν να επιζήσουν στην αιχμαλωσία. Η τραγική ειρωνεία έγκειται στο ότι, μετά την απελευθέρωσή τους το 1945, αντί να τους υποδεχτούν στην πατρίδα ως ήρωες, τους έστειλαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Γκουλάγκ ως ύποπτους συνεργασίας με τον εχθρό.

[Facebook, 19 Ιουλίου 2014]

Μια φωτογραφία

 

Kiev_Jew_Killings_in_Ivangorod_(1942)Άχαρη και δύσκολη αποστολή… όχι ακριβώς αυτή του δικηγόρου του διαβόλου, αλλά η εξέταση του απόλυτου κακού με τη στοιχειώδη αντικειμενικότητα.

Εξ αφορμής της επίσκεψης συγγνώμης του προέδρου της ΟΔΓ και σε μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί η ειλικρίνεια ή έστω η πρακτική αποτελεσματικότητα τέτοιων ενεργειών κυκλοφορεί ευρέως στο ΦΜΠ μια φωτογραφία. Απεικονίζει ένα Γερμανό στρατιώτη που είναι έτοιμος να πυροβολήσει μια μητέρα που κρατά το παιδί της στην αγκαλιά. Στην εκδοχή που αναπαράγεται στα ΜΚΔ συνοδεύεται από τίτλο «Δίστομο. 10 Ιουνίου 1944. Ο Ναζί σκοτώνει τη μάνα που κρατάει στην αγκαλιά το παιδί της».

Η φωτογραφία, όμως, δεν έχει καμία σχέση με την απεχθέστατη σφαγή στο Δίστομο. Ούτε το τοπίο αντιστοιχεί στην ημιορεινή μορφολογία της βοιωτικής κωμόπολης ούτε ο στρατιώτης φέρει τα διακριτικά των Βάφφεν Ες Ες που διέπραξαν τη σφαγή.

Πρόκειται για μια από τις γνωστότερες φωτογραφίες που εξεικονίζουν τη ναζιστική θηριωδία. Σύμφωνα με την εκδοχή που υποστηρίζει τη γνησιότητα του ντοκουμέντου, φέρει στην οπίσθια πλευρά της σημείωση στα γερμανικά, με την οποία διευκρινίζεται ότι ελήφθη στο Ιβανγκόραντ της Ουκρανίας το 1942 και αφορά εκκαθαριστική επιχείρηση κατά των Εβραίων του Κιέβου. Εστάλη σε επιστολή από Γερμανό στρατιώτη που υπηρετούσε στο Ανατολικό Μέτωπο, αλλά την υπέκλεψαν στο ταχυδρομείο της Βαρσοβίας μέλη της πολωνικής αντίστασης. Κατέληξε στα χέρια του έφηβου τότε Γέρζυ Τομασέφσκι, ο οποίος την έστειλε προς δημοσίευση το 1959, με την ευκαιρία της έκδοσης ενός βιβλίου μνήμης για τα εγκλήματα του Β’ ΠΠ για την επιμέλεια του οποίου ήταν υπεύθυνος μαζί με τον Ταντέους Μάζουρ.

Το 1962 υποστηρίχθηκε στον γερμανικό Τύπο η άποψη ότι η φωτογραφία ήταν πλαστή, για τον λόγο ότι ο στρατιώτης της φωτογραφίας δεν φορά την κανονική γερμανική στολή ούτε κρατά όπλο από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι ναζιστικές δυνάμεις. Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα ότι από τη φωτογραφία δεν προέκυπτε η οργάνωση, μεθοδικότητα και πειθαρχία που χαρακτήριζε τις επιχειρήσεις μαζικών εκτελέσεων που διέπραξαν οι Γερμανοί. Οι Τομασέφσκι και Μάζουρ απάντησαν δημοσιεύοντας κι άλλες φωτογραφίες από την ίδια επιχείρηση, μαζί με τις χειρόγραφες σημειώσεις στα γερμανικά που έφεραν στο πίσω μέρος τους.

Το συμπέρασμα είναι ότι η γνησιότητα της φωτογραφίας είναι μεν πιθανή, όχι όμως και απολύτως αποδεδειγμένη.

Είναι θεμιτό να χρησιμοποιείται ως υπόμνηση της ναζιστικής θηριωδίας; Είναι σκόπιμο εν γένει να επιχειρούμε να προκαλέσουμε τη συναισθηματική φόρτιση σχετικά με θέματα που απαιτούν ψυχραιμία στην αντιμετώπισή τους, ακόμη και στην περίπτωση της επιβεβλημένης καταδίκης του απεχθέστερου κακού; Δεν έχω εύκολη απάντηση. Κι εγώ ο ίδιος έχω αναδημοσιεύσεις φωτογραφίες σχετικές με το Ολοκαύτωμα, επιδιώκοντας να συγκινήσω και να παρακινήσω με τον τρόπο αυτό στην καταδίκη των εγκλημάτων. Καταλήγω στην απάντηση ότι ναι, πρέπει, αλλά με προσοχή, υπευθυνότητα και δίχως λαθροχειρίες.

[Facebook, 8 Μαρτίου 2014]