Αδεξιότητες και ανακρίβειες

Το θέμα της ημέρας ήταν προφανώς η πρόταση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τάσου Κουράκη στο πλαίσιο του συνεδρίου «Εκκλησία και Αριστερά», το οποίο διοργανώθηκε στο ΑΠΘ: «Προτείνουμε να καταργηθεί η μισθοδοσία των ιερέων από το κράτος. Είναι προφανές ότι, όταν ζητούμε τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, δεν νοείται μισθοδοσία ιερέων οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος από την Πολιτεία. Θα έλεγα ότι εάν αυτό είναι δύσκολο να γίνει, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε μια εναλλακτική πρόταση. Η εναλλακτική πρόταση είναι να επιβληθεί ειδικός φόρος σε όσους πολίτες δηλώνουν κατά την υποβολή της φορολογικής τους δήλωσης ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία». Παρέλκει, νομίζω, η υπόμνηση των έντονων (και λίγα λέω) αντιδράσεων που προκάλεσε η δήλωση αυτή.Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε δύο τουλάχιστον στοιχεία.
Πρώτον η δήλωση του βουλευτή είναι αδέξια (χωρίς καν να την εξετάζω από άποψη πολιτικής σκοπιμότητας), καθόσον κάνει λόγο αποκλειστικά για τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η φορολόγηση αυτών και μόνο θα αποτελούσε μέτρο πιθανώς αντισυνταγματικό και αντίθετο λ.χ. προς την ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι θα συνιστούσε δυσμενή διάκριση σε βάρος τους. Κυρίως, δεν θα αποτελούσε δίκαια πρόταση.
Δεύτερον, οι αντιδράσεις που χαρακτηρίζουν την πρόταση ως παγκόσμια πρωτοτυπία, προσβλητική, ντροπιαστική κ.λπ. είναι, αντιστοίχως, ανακριβείς και υπερβολικές, εφόσον η πρόταση νοηθεί, όπως είναι και το λογικότερο, ως φορολόγηση αναλόγως της θρησκευτικής πίστης εκάστου υποκείμενου στον φόρο.

– Ο εκκλησιαστικός φόρος αποτελεί συνηθέστατη πρακτική μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, μολονότι διαπιστώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο καταβολής, τον υπολογισμό του φόρου και τους δικαιούχους του: Αυστρία (φόρος που καταβάλλουν οι πιστοί της Καθολικής Εκκλησίας), Γερμανία (ο φορολογούμενος καταβάλλει φόρο υπέρ της Εκκλησίας της οποίας είναι μέλος: δηλώνοντας το θρήσκευμα στον εργοδότη του, ο οποίος προβαίνει σε κράτηση από τον μισθό και την αποδίδει/ με δήλωση στην εφορία και μέσω του φόρου εισοδήματος/ άμεσα στην εκκλησία του, εφόσον η δεύτερη έχει επιλέξει να εισπράττει η ίδια τον εκκλησιαστικό φόρο, βλ. περίπτωση ισραηλιτικής κοινότητας Βερολίνου), Δανία (φόρος υπέρ της λουθηρανικής Εκκλησίας της Δανίας, καταβάλλεται μόνον από τους πιστούς της), Ελβετία (τα καντόνια της Συνομοσπονδίας, τα οποία έχουν και τη σχετική αρμοδιότητα φορολόγησης, επιβάλλουν φόρο, αναλόγως των θρησκευτικών πεποιθήσεων του υποκείμενου στον φόρο, υπέρ των αναγνωρισμένων εκκλησιών), Ισλανδία, Ιταλία (φόρος 0,8 % υπέρ της θρησκευτικής οργάνωσης που επιλέγει ο φορολογούμενος/ μεταξύ των επιλογών του είναι και το Δημόσιο, οπότε άθεοι ή πιστοί μη αναγνωρισμένων από το ιταλικό κράτος θρησκειών δεν ξεφεύγουν από τον φόρο αυτό), Σουηδία (φόρος υπέρ της εκπροσώπου της θρησκείας ή του δόγματος στο οποίο πιστεύει ο φορολογούμενος/ μέχρι πρόσφατα ο φόρος καταβαλλόταν μόνον υπέρ της λουθηρανικής εκκλησίας – οι μεγαλύτεροι θα θυμούνται και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο είχε καταδικάσει τη σκανδιναβική χώρα επειδή υποχρέωνε σε καταβολή του φόρου και τους μη Λουθηρανούς), Φινλανδία.

Ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα, η πρόταση Κουράκη δεν είναι καινοφανής. Γκουγκλίζοντας πρόχειρα, διαπιστώνω λ.χ. ότι αποτελεί και θέση της… Δημιουργίας Ξανά: «Κάθε φορολογούμενος συμπληρώνει προαιρετικά στη φορολογική του δήλωση, την εκκλησία στην οποία ανήκει και το ποσό που θα ήθελε να προσφέρει σε αυτή. Το κράτος εισπράττει τα ποσά και τα αποδίδει στις εκκλησίες χωρίς καμία παρακράτηση».

– Η φορολόγηση αναλόγως των θρησκευτικών πεποιθήσεων του φορολογουμένου αποτελεί, προδήλως και πολλαπλώς, δημοκρατικό και διαφανή τρόπο χρηματοδότησης εκκλησιαστικών και παρεμφερών οργανώσεων (μέχρι σήμερα μέρος των φόρων που καταβάλλουν οι κάτοικοι Ελλάδας καταλήγει στην Ορθόδοξη Εκκλησία και, σε μικρό βαθμό, στους αναγνωρισμένους εκπροσώπους του ισλάμ όσον αφορά τη Δ. Θράκη. Περιστασιακά, μπορεί να χρηματοδοτηθούν και άλλοι φορείς αναγνωρισμένων θρησκειών). Και για λόγους φορολογικής ισότητας, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι άθεοι και πιστοί μη αναγνωρισμένων δογμάτων και θρησκειών θα καταβάλλουν τον αναλογούντα φόρο υπέρ π.χ. ειδικού ταμείου αλληλεγγύης σε αστέγους και αναξιοπαθούντες.

Δύο (μόνον) επισημάνσεις για την επική ανακοίνωση της ΝΔ: 1. σημειώνεται ότι «ζητά την φορολόγηση των Ελλήνων ανάλογα με την πίστη τους, θέση που θυμίζει τα πιο σκληρά χρόνια των απολυταρχικών, σταλινικών καθεστώτων, όπου διώκονταν οι πιστοί, ή την Τουρκοκρατία, όπου και διώκονταν αλλά και φορολογούνταν κατ’ αποκλειστικότητα μόνον οι Χριστιανοί». Προφανής ανακρίβεια, διότι όλοι οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας φορολογούνταν: οι μεν μουσουλμάνοι με τους φόρους που προβλέπει το Κοράνι, οι δε χριστιανοί και ιουδαίοι καταβάλλοντας και τον κεφαλικό φόρο της τζιζία σε αντάλλαγμα της θρησκευτικής ελευθερίας της οποίας ετύγχαναν ως πιστοί αναγνωρισμένης από το Κοράνι θρησκείας. 2. κατά την ανακοίνωση, «έστω με καθυστέρηση πολλών ετών, και με λάθος τρόπο, ανατρέπει την απόλυτη θέση του κόμματός του κατά της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, αφού το θρήσκευμα θα είναι προσδιοριστικό χαρακτηριστικό για την φορολόγηση των πολιτών». Σύγχυση ολκής, καθώς εξομοιώνονται ταυτότητες και φορολογικές δηλώσεις, και άγνοια των ισχυόντων σε τόσες χώρες της ΕΕ, όπου ακολουθείται ακριβώς αυτή η πρακτική που καταδικάζει η ΝΔ.

Για το τέλος, διόρθωση ενός λάθους στο οποίο υπέπεσε ο Τ. Κουράκης, προβαίνοντας σε διευκρινιστικές δηλώσεις: «Στη δε Γαλλία όχι μόνον δεν μισθοδοτούνται οι κληρικοί, αλλά και η πάσης φύσεως επιχορήγηση προς τις Εκκλησίες απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα». Εχμ… Καταρχάς δεν πρόκειται για συνταγματική διάταξη, αλλά το άρθρο 2 του νόμου της 9ης Δεκεμβρίου 1905 περί διαχωρισμού κράτους και ΕκκλησίαςLa République ne reconnaît, ne salarie ni ne subventionne aucun culte»). Εν συνεχεία, όπως κάμποσες φορές έχουμε πει, ο διαχωρισμός δεν ισχύει στην Αλσατία και στον νομό Μοζέλλα (Λωρραίνη), που ενώθηκαν ξανά με τη Γαλλία μετά τη θέσπιση του εν λόγω νόμου και όπου ισχύει ειδικό καθεστώς: καθολικοί και προτεστάντες ιερείς, καθώς και ραββίνοι μισθοδοτούνται από το Γαλλικό Δημόσιο.

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 29 Ιανουαρίου 2013]

Εξ όνυχος τον λέοντα;

Hoet The Blasphemer Stoned

Διαβάζω το τελευταίο άρθρο της Σ. Τριανταφύλλου. Ως συνήθως, δεν επιθυμώ να εξετάσω επί της ουσίας την τοποθέτηση της αρθρογράφου. Ως συνήθως, επίσης, δεν μου αρέσουν οι ανακρίβειες. Διαβάζουμε λοιπόν, άνευ περαιτέρω διευκρινίσεων, ότι «η βλασφημία έπαψε να είναι κολάσιμη πράξη ήδη από το 1792». Παγκοσμίως, άραγε; Στον Δυτικό Κόσμο, γενικώς και άνευ εξαιρέσεως; Πάντως όχι στην Ελλάδα της υπόθεσης του «γέροντος Παστίτσιου» και των άρθρων 198 και 199 ΠΚ, περί κακόβουλης βλασφημίας και καθυβρίσεως θρησκευμάτων. Η παρατιθέμενη χρονολογία μας οδηγεί στη Γαλλία της Επανάστασης. Και πράγματι τα άρθρα 10 και 11 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, του 1789 (και όχι βέβαια του 1792), περί ελευθερίας γνώμης και συνειδήσεως και περί ελευθερίας του Τύπου καταργούν τον ποινικώς κολάσιμο χαρακτήρα της βλασφημίας, εφόσον δεν έχει καταχρηστικό χαρακτήρα και δεν διαταράσσει τη δημόσια τάξη. Δεν πρόκειται επομένως για πλήρη κατάργηση κι άλλωστε το ποινικό αδίκημα της βλασφημίας επιστρέφει στο γαλλικό δίκαιο το 1814. Η τελική κατάργησή του ανάγεται στο 1881 και τον νόμο περί ελευθερίας του Τύπου. Εμμέσως, το αδίκημα της βλασφημίας επιβιώνει, πάντως, εφόσον συνιστά δυσφήμηση θρησκευτικής οργάνωσης, παρακίνηση στη διάπραξη εγκλήματος ή εν γένει αξιόποινης πράξης ή εφόσον διεγείρει τους πολίτες σε εχθροπάθεια για θρησκευτικούς λόγους.

Τέλος, ακόμη και σήμερα, εν έτει 2013, το ποινικό αδίκημα της βλασφημίας συνεχίζει να υφίσταται σε τμήμα της γαλλικής επικράτειας. Γιατί; Μικρή ιστορική αναδρομή: πιστεύετε ότι στη Γαλλία υπάρχει διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας από την Επανάσταση και μετά; Λάθος! Ο γαλλικός νόμος περί «Διαχωρισμού Εκκλησιών και κράτους» θεσπίσθηκε μόλις το 1905, όταν δηλαδή η Αλσατία και ένα μέρος της Λωρραίνης (ο νομός του Μοζέλλα) ανήκαν στη Γερμανία. Η ανάκτηση των δύο γερμανοκρατούμενων περιοχών, το 1918, συνοδεύτηκε από διατήρηση του συνόλου της τότε ισχύουσας (γερμανικής) νομοθεσίας που αφορούσε με οποιονδήποτε τρόπο τα θρησκεύματα. Διατηρήθηκε, έτσι σε ισχύ και το τότε άρθρο 166 του γερμανικού ποινικού κώδικα που τιμωρούσε ποινικώς τη βλασφημία!

Κατά τα λοιπά, και πέραν της Γαλλίας και της Ελλάδας, η βλασφημία τιμωρείται ποινικώς σε χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία, η Ιταλία και η Ιρλανδία

Θα μου πείτε ότι είμαι σχολαστικός… Πιθανότατα. Τέτοιες «λεπτομέρειες», όμως, μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη σύνθετη και περίπλοκη φύση των ανθρώπινων κοινωνιών.

Πώς το είχε πει κάποιος; Για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια απλή λύση. Σχεδόν πάντα είναι εσφαλμένη!  😉

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 9 Ιανουαρίου 2013]