«Ο Ραϋμόνδος δέχτηκε και ξεκίνησε για τη συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας ο αυτοκράτορας του είπε: «Η πόλη της Αντιόχειας ανήκει στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο πρίγκιπας Βοημούνδος έδωσε όρκο υποτέλειας στον πατέρα μου και μαζί με τους υπόλοιπους άρχοντες της Δύσης ορκίστηκε να επιστρέψει στην Αγία Αυτοκρατορία όλα τα εδάφη που είχαν αποσπάσει οι Τούρκοι και τα οποία μπορούσε να κατακτήσει. Ως εκ τούτου, απαιτώ από εσάς που κατέχετε επί του παρόντος την ηγεμονία της Αντιόχειας να αναγνωρίσετε ότι η συνθήκη αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ και ζητώ στο όνομα της αυτοκρατορίας αυτήν την πόλη, την εξουσία επί της οποίας έχετε σφετεριστεί». Ο Ραϋμόνδος τού έδωσε την εξής απάντηση: «Ουδόλως επιθυμώ να συζητήσω μαζί σας τους όρους που συμφώνησαν οι πρόγονοί μου. Την πόλη αυτή μού την έδωσε ο βασιλέας της Ιερουσαλήμ μαζί με το χέρι της κόρης του κι εγώ του ορκίστηκα πίστη, όπως οφείλω στον κύριό μου. Θα του γνωστοποιήσω, επομένως, τα αιτήματά σας. Θα ακολουθήσω με απόλυτη υπακοή τις συμβουλές του και, όσον αφορά την υπόθεση αυτή, δεν πρόκειται να προβώ σε διαπραγμάτευση για κανένα ζήτημα χωρίς να τον έχω πρώτα συμβουλευτεί.»» (Ορδέριχος Βιτάλης «Historia ecclesiastica», βιβλίο ΙΓ΄)
[περιγραφή της συνάντησης μεταξύ Ιωάννη Κομνηνού και Ραϋμόνδου του Πουατιέ, πρίγκιπα της Αντιόχειας, το 1138. Για την ιστορία, ας συμπληρώσουμε ότι ο Φουλκ ο Ανδεγαυός, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αναγνώρισε τα κατά νόμο κυριαρχικά δικαιώματα του Βυζαντινού αυτοκράτορα, προσθέτοντας πάντως ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούσε, λόγω ασθένειας, να κάνει τίποτε για να βοηθήσει τον βασσάλο του. Οι Φράγκοι αναγνώρισαν την αυτοκρατορική επικυριαρχία κι ο Κομνηνός την εξουσία του Ραϋμόνδου. Όλοι έμειναν τελικά ευχαριστημένοι. ]
Στις 16 Φεβρουαρίου 1075 γεννήθηκε στο Άτσαμ της Αγγλίας, κοντά στο Σριούσμπρυ, ο Αγγλονορμανδός μοναχός κι ιστορικός Ορδέριχος Βιτάλης (Ordericus Vitalis/ Orderic Vital). Η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά έργα του Μεσαίωνα. Μας παρέχει πολλές κι αξιόπιστες πληροφορίες για το Δουκάτο της Νορμανδίας, τα νορμανδικά βασίλεια της Αγγλίας, αφενός, και της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας, αφετέρου, την Πρώτη Σταυροφορία και τα φραγκικά κράτη της Συρίας και Παλαιστίνης (ιδίως δε το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας που είχε ιδρυθεί από Νορμανδούς). Πέθανε μεταξύ 1141 και 1143 στο αββαείο του Σαιντ-Εβρού (αγίου Εβρούλφου) στην Κάτω Νορμανδία.