Brava gente!

Ιταλοί Μπερσαλιέροι στο Στάλινο (σημερινό Ντονιέτσκ) της ανατολικής Ουκρανίας

Όψη 1η

«Η νύχτα των Χριστουγέννων έπεσε πάνω από τη λευκή έκταση. Συγκλόνιζε και σπάραζε την καρδιά, όπως μπορούν να νιώσουν μοναχά οι στρατιώτες στα χαρακώματα, μακριά από κάθε αγαθό, σκορπισμένοι μέσα στη σιωπή, δίπλα στ’ αστέρια…» [Τζούλιο Μπεντέσκι «Centomila gavette di ghiaccio»]

«Όταν μπήκαμε στη Νίκαια ήταν προφανές ότι οι Γάλλοι μάς υποδέχτηκαν με ένα συναίσθημα χειρότερο από το μίσος, την περιφρόνηση. Δεν σταματούσαν να λένε ότι το μοναδικό αήττητο γαλλικό στράτευμα ήταν η Στρατιά των Άλπεων που μας είχε νικήσει στο πεδίο της μάχης. Διατείνονταν ότι οι Ιταλοί δεν θα έμεναν στη Γαλλία παρά μόνο λίγους μήνες. Κι έλεγαν κοροϊδευτικά ότι οι Μπερσαλιέροι που έφτασαν φορώντας φτερά στα καπέλα θα έφευγαν με το φτερό στον κ…» [λοχαγός Μπρόκι, αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών του ιταλικού στρατού, Νοέμβριος 1942]

Το στερεότυπο για τον Ιταλό στρατιώτη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παραπέμπει σε ένα μάλλον συμπαθητικό τύπο που παίζει μαντολίνο, τραγουδά και φλερτάρει τις κοπέλες. Οι επιδόσεις του στο πεδίο της μάχης απέχουν πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν αξιοσημείωτες. Σύμμαχοι και αντίπαλοι μιλούν υποτιμητικά για τις ικανότητές του.

Εκ πρώτης όψεως, τα ιστορικά γεγονότα επιβεβαιώνουν τις εντύπωση αυτή. Ήττα στις Άλπεις από τις δυνάμεις ενός γαλλικού στρατού που ήδη έχει συντριβεί από τη Βέρμαχτ, στραπάτσο στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, αποτυχίες στη Βόρειο Αφρική. Μια προσεκτικότερη ματιά, ωστόσο, αποκαλύπτει μια αλήθεια πιο σύνθετη. Αν οι ιταλικές επιδόσεις στον πόλεμο δεν είναι λαμπρές, αυτό δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη σε κάποια εγγενή αδυναμία ή αδιαφορία για το αιματηρό «άθλημα» του πολέμου. Η όχι ιδιαίτερα προικισμένη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, η προβληματική διοικητική μέριμνα κι ο πλημμελής εξοπλισμός εξηγούν πολλά (οι υποτιθέμενες μηχανοκίνητες -autotrasportate- μονάδες του ιταλικού στρατού είχαν τόσο μεγάλες ελλείψεις σε οχήματα που οι στρατιώτες που υπηρετούσαν σ’ αυτές τις αποκαλούσαν autoscarpe, σαν να έλεγαν, δηλαδή, ότι το μόνο μηχανοκίνητο στοιχείο της μονάδας ήταν τα παπούτσια των ίδιων των φαντάρων).

Στην πραγματικότητα, ο ιταλικός στρατός ήταν ένα στράτευμα όπως όλα τ’ άλλα. Είχε κι αυτός να επιδείξει πράξεις ηρωϊσμού, ακριβώς όπως και το δικό του παθητικό το βάρυναν εγκλήματα πολέμου.

—————————————————————————–

Η φασιστική Ιταλία συμμετείχε στην προσπάθεια του Χίτλερ να πραγματοποιήσει το παράλογο σχέδιο κατάκτησης της ΕΣΣΔ με ένα εκστρατευτικό σώμα (ARMIR) που αριθμούσε περίπου 250.000 άνδρες. Οι μισοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.

Μολονότι συνήθως οι ιταλικές δυνάμεις αποτελούσαν εύκολη λεία για τον Κόκκινο Στρατό, σε κάποιες περιπτώσεις οι Ιταλοί πολέμησαν με απαράμιλλη ανδρεία. Τον Ιανουάριο του 1943, ενώ η 6η Στρατιά του Πάουλους εξοντώνεται πολιορκημένη στο Σταλινγκράντ, τρεις ορεινές μεραρχίες (Γιούλια, Κουνεένσε και Τριντεντίνα) επιλέγουν την αυτοθυσία ώστε να καταστήσουν δυνατή την υποχώρηση των συμπολεμιστών τους, Γερμανών και Ιταλών, από την περιοχή του Ντον.

Η υποχώρηση του ιταλικού πεζικού στην περιοχή του ποταμού Ντον

«Προτίμησαν να δώσουν φονικές μάχες οπισθοφυλακής, την ώρα που παρενοχλούνταν διαρκώς από παρτιζάνους, παρά να παραδοθούν. Με τίμημα μεγάλες απώλειες, διέσχισαν 350 χιλιόμετρα πεζοί, μέσα στο χιόνι και το κρύο, με θερμοκρασίες χαμηλότερες από 30, 40, ακόμα και 50 βαθμούς υπό το μηδέν, χωρίς οχήματα, χωρίς εφόδια, χωρίς αντιαρματικά όπλα, χωρίς αεροπορική κάλυψη, χωρίς ασυρμάτους.» [Hubert Heyriès σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2015, σελ. 205 επ., ειδικ. σελ. 219-220]

«Έβλεπα να περνά μπροστά μου μια ατέλειωτη φάλαγγα φαντασμάτων, μορφών που δεν είχαν πια τίποτε το ανθρώπινο. Προχωρούσαν τρεκλίζοντας, παραπατώντας, σέρνοντας τα πόδια τους στο χιόνι, σιωπηλοί. Η όψη αυτών των σκαμμένων, αποστεωμένων προσώπων, το βλέμμα που διάβαζε κάποιος σε αυτά τα κοκκινισμένα μάτια, τα χαμένα σε παραισθήσεις, έδιναν την εντύπωση μια παρέλασης πλασμάτων τα οποία, έχοντας υποστεί ένα παρατεταμένο μαρτύριο, είχαν χάσει το φως της λογικής». [λοχαγός Τζιοβάννι Μπαττίστα Στούκι, 31 Ιανουαρίου 1943]

Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό του Κόκκινου Στρατού και να ξεφύγουν, Ανάμεσά τους, ο Τζούλιο Μπεντέσκι, που υπηρετούσε ως ανθυπίατρος στην 3η Ορεινή Μεραρχία «Γιούλια» και ο οποίος περιέγραψε γλαφυρά το έπος των συμπολεμιστών του στο μυθιστόρημα «Centomila gavette di ghiaccio» [(«Εκατό χιλάδες παγωμένες καραβάνες»), εκδ. Mursia, Μιλάνο, 1963]

Εξώφυλλο του βιβλίου του Μπεντέσκι

[ο Μπεντέσκι δεν ήταν, βέβαια, κάποιος άγιος. Ιδεολογικά κοντά στο φασιστικό κόμμα, προτίμησε το θέρος του 1943 να συνταχθεί με την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία. Μεταπολεμικά καταδικάστηκε σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και εκτόπιση στη Σικελία.]

Όψη 2η

Όταν γίνεται λόγος για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό είναι γνωστά: Δίστομο, Καλάβρυτα, ενδεχομένως μαζί με την Κάντανο ή το Κοντομαρί, τους μαρτυρικούς τόπους των σφαγών στην Κρήτη που προηγήθηκαν χρονικά εκείνων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτουργός ήταν η Βέρμαχτ. Και είναι δύσκολο να ξεχαστούν τα δράματα αυτά. Το ίδιο το ελληνικό κράτος τιμά με κάθε επισημότητα τη μνήμη των θυμάτων, ενώ φορείς και άτομα συνεχίζουν να διεκδικούν πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία. Πόσοι, όμως, θυμούνται ή γνωρίζουν το Δομένικο;

Ακριβώς όπως ο τόσο υποτιμημένος ιταλικός στρατός είχε να επιδείξει ανδραγαθήματα, ομοίως βαρύνεται και με εγκλήματα πολέμου. Όχι σπάνια η εικόνα του ως στρατού κατοχής δεν ήταν σύμφωνη με το στερεότυπο του ευγενικού στρατεύματος του οποίου τα σοβαρότερα εγκλήματα ήταν η διατάραξη κοινής ησυχίας, από τις καντάδες των στρατιωτών του, και το φλερτ στα κορίτσια των υπό κατοχή περιοχών.

Η σφαγή στο Δομένικο είναι, ίσως, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Νωρίς το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 1943 μια ιταλική φάλαγγα πέφτει σε ενέδρα ανταρτών του ΕΛΑΣ έξω από το χωριό Δομένικο της επαρχίας Ελασσόνας. Στη συμπλοκή που ακολουθεί σκοτώνονται 9 Ιταλοί στρατιώτες. Η απάντηση της 24ης Μεραρχίας Πεζικού «Πινερόλο» η οποία στρατοπεδεύει στη Λάρισα και την οποία διοικεί ο στρατηγός Τσέζαρε Μπενέλλι είναι άμεση. Λίγες ώρες μετά το συμβάν, οι άνδρες της μπαίνουν στο Δομένικο και αρχίζουν να πυρπολούν τα σπίτια του χωριού. Συγκεντρώνουν τον πληθυσμό στην πλατεία και ξεχωρίζουν όλους τους άρρενες μεταξύ 14 και 80 ετών, τους οποίους και εκτελούν στη συνέχεια σε διάφορα σημεία. Οι επιχειρήσεις συνεχίζονται και την επομένη με τον εντοπισμό και την εκτέλεση όσων είχαν ξεφύγει από την πρώτη μαζική σύλληψη. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ανέρχεται, τουλάχιστον, στα 150.

Η σφαγή στο Δομένικο

Η σφαγή στο Δομένικο είναι ίσως το πιο αιματηρό συμβάν, αλλά δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Ανάλογες σφαγές διαπράττονται στην Τσαρίτσανη, τον Δομοκό και τα Φάρσαλα, χωρίς να ξεχνούμε τις εκτελέσεις κρατουμένων στο στρατόπεδο της Λάρισας. Ανάλογη είναι η συμπεριφορά των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων και εκτός Ελλάδας. Στις αρχές του 1942, ο στρατηγός Μάριο Ροάττα (που διατέλεσε δύο φορές αρχηγός γενικού επιτελείου), τότε διοικητής των ιταλικών δυνάμεων σε Σλοβενία και Δαλματία, εκδίδει την αριθ. 3C εγκύκλιο, πραγματικό εγχειρίδιο καταστολής του ανταρτοπολέμου, με την οποία επιβάλλει τη χρήση σκληρών αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού. Η εγκύκλιος αυτή δεν έμεινε, βεβαίως, ανεφάρμοστη. Τέλος, στη Βόρεια Αφρική, τα θύματα είναι συνήθως άμαχοι προερχόμενοι από τον ιθαγενή πληθυσμό και αιχμάλωτοι Ινδοί στρατιώτες του βρετανικού στρατού.

Στρατηγός Μάριο Ροάττα

Το καλοκαίρι του 1943, μετά την ανατροπή του καθεστώτος Μουσσολίνι, η Ιταλία βρέθηκε στο στρατόπεδο των συμμάχων. Μεταπολεμικά, δεν έπρεπε να θιγεί σε καμία περίπτωση το κύρος ενός πυλώνα του δυτικού κόσμου. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε ιταλική Νυρεμβέργη. Το ιταλικό κράτος διέγραψε τα εγκλήματα πολέμου από τη συλλογική ιστορική μνήμη, το ίδιο δε έπραξαν κι οι κυβερνήσεις των χωρών των θυμάτων. Όλα ξεχάστηκαν. Το ντοκιμαντέρ του Τζοβάνι Ντονφραντσέσκο «La guerra sporca di Mussolin» («Ο βρόμικος πόλεμος του Μουσσολίνι») προβλήθηκε το 2008 στο History Channel. Στην Ιταλία κανένας τηλεοπτικός σταθμός δεν ενδιαφέρθηκε ή δεν θέλησε να το προβάλει.

Brava gente… αλλά ο ιταλικός στρατός συμπεριφέρθηκε όπως κάθε στρατός κατοχής. Βίαια και ενίοτε εγκληματικά.

[πηγές: Hubert Heyriès σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2015, σελ. 205 επ./ Lidia Santarelli «Muted violence: Italian war crimes in occupied Greece«, Journal of Modern Italian Studies τ. 9, αριθ. 3, 2004, σελ. 280 επ./ Davide Rodogno σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale, volume 2», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2017, σελ. 183 επ.]

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 27 Νοεμβρίου και 30 Νοεμβρίου 2019]

Θύματα του… Κιουτσούκ-Καϊναρτζή

Τάταροι συγκρούονται με δυνάμεις της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, πιθανώς στα μέα του 17ου αιώνα - πίνακας του Πολωνού Γιούλιους Κόσσακ 19ος αι.

Τάταροι συγκρούονται με δυνάμεις της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, πιθανώς στα μέσα του 17ου αιώνα – πίνακας του Πολωνού Γιούλιους Κόσσακ 19ος αι.

Η Ιστορία των Τατάρων της Κριμαίας αποτελεί μάλλον τυπική περίπτωση εθνότητας που υπήρξε κυρίαρχη σε ορισμένο τόπο, πριν βρεθεί στη θέση του υποτελούς.

Η εθνογένεσή τους και η δημιουργία του χανάτου τους συνιστούν μακρόχρονες διαδικασίες που ξεκινούν στα τέλη του 13ου αιώνα (όταν κάποιες τουρκόφωνες φυλές που βρίσκονται υπό την κυριαρχία της μογγολικής Χρυσής Ορδής μετακινούνται προς δυσμάς), για να αποκρυσταλλωθούν κατά τη διάρκειά του 15ου. Η ανθρώπινη πρώτη ύλη της εθνογένεσης είναι οι Τούρκοι Κιπτσάκ, γνωστοί μας και με τα ονόματα Κουμάνοι ή Πολοφτσοί, που αφομοιώνουν στο πέρασμά τους στοιχεία από το εθνοτικό μωσαϊκό των περιοχών που κατακτούν. Τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας: η σταδιακή απεξάρτηση από τη Χρυσή Ορδή, η εγκατάλειψη του σαμανισμού/ ανιμισμού και ο συνακόλουθος εξισλαμισμός, η εκδίωξη των τελευταίων δυνάμεων που ασκούσαν κάποια μορφή κυριαρχίας σε εδάφη της Κριμαίας, δηλαδή των Βυζαντινών και των Γενουατών.

Τάταρος έφιππος τοξότης (σχέδιο του Βάτσουαφ Παβλίσακ, 1866-1905)

Τάταρος έφιππος τοξότης (σχέδιο του Βάτσουαφ Παβλίσακ, 1866-1905)

Περίπου το 1420, οι Τάταροι της Κριμαίας κάλεσαν τον Χατζί Γκιράι, έναν τσενγκισχανίδη που ζούσε εξόριστος στη Λιθουανία, να διοικήσει την περιοχή και του έδωσαν τον τίτλο του χάνου. Η δυναστεία των Γκιράι επρόκειτο να ηγεμονεύσει στο κριμαϊκό χανάτο για τους επόμενους τρεις και πλέον αιώνες. Η εγκαθίδρυσή της οφείλει πολλά σε παιχνίδια συμμαχιών με τις μεγάλες δυνάμεις του ισλάμ και πιο συγκεκριμένα στην υποστήριξη της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Οσμανλήδες καθίστανται επικυρίαρχοι του χανάτου της Κριμαίας. Ενώ, όμως, έχουν λόγο στη διαδοχή (που κατά κανόνα προκαλεί διαμάχες κι εμφύλιους πολέμους μεταξύ των Τατάρων), η εποπτεία τους είναι μάλλον χαλαρή κι επιτρέπει στο χανάτο να ασκεί πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.

Μπαχτσίσαράυ: τα ανάκτορα των χάνων της Κριμαίας

Ο 16ος αιώνας συνιστά το απόγειο της ισχύος του Χανάτου της Κριμαίας που εμφανίζεται ως νόμιμος κυρίαρχος των ισλαμικών περιοχών της ανατολικής Ευρώπης και ειδικά του Χανάτου του Καζάν, ενώ ταυτόχρονα πλουτίζει από το εμπόριο σκλάβων. Το 1571 οι ταταρικές δυνάμεις του Ντεβλέτ Α΄ Γκιράι λεηλατούν τη Μόσχα του Ιβάν Δ΄ του Τρομερού κι επιστρέφουν στην Κριμαία με δεκάδες χιλιάδες σκλάβους. Την επόμενη χρονιά, όμως, συντρίβονται από τον στρατό της Μοσχοβίας στη Μάχη του Μολοντί. Από το σημείο αυτό και πέρα, η ισορροπία δυνάμεων αντιστρέφεται προς όφελος των Ρώσων και ξεκινά περίοδος παρακμής για το ταταρικό χανάτο, παρακμή την οποία εντείνει η ταυτόχρονη εξασθένιση της μεγάλης προστάτιδας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο τσάρος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός συγχαίρει τον πρίγκιπα Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Βοροτίνσκι για τη νίκη του στη Μάχη του Μολοντί.

Ο τσάρος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός συγχαίρει τον πρίγκιπα Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Βοροτίνσκι για τη νίκη του στη Μάχη του Μολοντί.

Το χανάτο της Κριμαίας θα εξακολουθήσει να έχει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ανατολής και τον 17ο αιώνα. Την εποχή της εξέγερσης του Μπογκντάν Χμελνίτσκι θα συνταχθούν με τους Κοζάκους εναντίον των Πολωνών, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση των πρώτων στη μάχη του Ζόφτι Βόντι (1648), πριν αλλάξουν στρατόπεδο πληροφορούμενοι τη συμμαχία του αταμάνου των Κοζάκων με τους Ρώσους. Ωστόσο η δύναμή του αδυνατίζει όλο και περισσότερο την ώρα που οι αντίπαλοί του ενισχύονται. Η παρακμή δεν είναι αναστρέψιμη.

Σαχίν Γκιράι, ο τελευταίος Τάταρος Χάνος της Κριμαίας

Σαχίν Γκιράι, ο τελευταίος Τάταρος Χάνος της Κριμαίας

Η τελευταία πράξη του δράματος ξεκινά με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774. Με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή η τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία αναγνωρίζεται ως επικυρίαρχος της Κριμαίας. Λίγο αργότερα, το 1783, κι εκμεταλλευόμενη μιαν ακόμη εμφύλια σύγκρουση για τη διαδοχή στο χανάτο, η Αικατερίνη Β΄ εύρισκε την ευκαιρία για να προσαρτήσει οριστικά κι αμετάκλητα την Κριμαία στην αυτοκρατορία της. Ο τελευταίος χάνος της Κριμαίας, ο Σαχίν Γκιράι, τελείωνε άδοξα τη σταδιοδρομία του, εξόριστος στη Ρόδο (εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς ως προδότης). Οι Τάταροι υποβιβάζονταν από τη θέση της κυρίαρχης εθνότητας σ’ εκείνην της υποτελούς, ενώ η περιοχή τους αποικίζονταν από Ρώσους, Ουκρανούς, Γερμανούς κι Έλληνες του Πόντου.

Τάταρος μουλάς (από το βιβλίο του Γκούσταφ-Τέοντορ Πάουλι "Εθνογραφική περιγραφή των λαών της Ρωσίας", Πετρούπολη 1862)

Τάταρος μουλάς (από το βιβλίο του Γκούσταφ-Τέοντορ Πάουλι «Εθνογραφική περιγραφή των λαών της Ρωσίας», Πετρούπολη 1862)

Περίπου 160 χρόνια αργότερα, εν μέσω του γερμανοσοβιετικού πολέμου, ορισμένες ταταρικές ελίτ έκριναν ότι συντασσόμενοι με τους Γερμανούς κατακτητές θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη θέση της εθνότητάς τους. Η συνεργασία αυτή είχε πολύ ακριβό τίμημα. Στις 11 Μαΐου 1944, μόλις δύο ημέρες μετά την ανακατάληψη της Σεβαστούπολής και την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης της Κριμαίας, η κυβερνητική επιτροπή άμυνας της ΕΣΣΔ αποφασίζει την εκτόπιση του συνόλου του ταταρικού πληθυσμού της Κριμαίας λόγω συνεργασίας με τον εχθρό και τη μεταφορά του στην Κεντρική Ασία (κυρίως στο Ουζμπεκιστάν)! Η διαταγή θα εκτελεστεί μέσα σε τρεις ημέρες (18-21 Μαΐου) με τον γνωστό ζήλο (και την επίσης συνήθη έλλειψη προγραμματισμού). Με την ολοκλήρωση της επιχείρησης ποσοστό μεγαλύτερο του 40 % των εκτοπισμένων θα έχει χάσει τη ζωή του.

Η ιστορία των Τάταρων της Κριμαίας δεν διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη μιας σειράς εθνοτήτων της ΕΣΣΔΑ που κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τον εχθρό. Καλμούκοι, Βαλκάριοι, Καρατσάι, Τσετσένοι, Γερμανοί του Βόλγα. Η εθνότητά τους αποκαταστάθηκε συλλογικά από την κατηγορία το 1967 (οι Γερμανοί του Βόλγα είχαν αποκατασταθεί το 1964). Σε αντίθεση με άλλες εθνότητες δεν τους επετράπη να επιστρέψουν στα πατρογονικά εδάφη τους παρά μόνον στα χρόνια της διακυβέρνησης Γκορμπατσόφ (στους Γερμανούς του Βόλγα δεν επετράπη ποτέ κάτι τέτοιο).

Η τραγική ειρωνία συνίσταται στο ότι η μοίρα των Τατάρων δεν θα άλλαζε κατ’ ανάγκη αν στον πόλεμο επικρατούσαν οι Ναζί! Η Κριμαία αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση για τους Γερμανούς: ολόκληρος ο πληθυσμός της θα εκτοπιζόταν, ακόμη κι οι Τάταροι που είχαν συνεργαστεί με ζήλο με τους κατακτητές, προκειμένου η χερσόνησος να μετατραπεί σε γερμανική Ριβιέρα (ως κι ο ίδιος ο Χίτλερ ονειρευόταν να περάσει την εποχή της σύνταξής του σε κάποια έπαυλη της Κριμαίας!). Για να θεμελιωθεί η διεκδίκηση, ο θεωρητικός του ναζιστικού καθεστώτος Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ υποστήριζε ότι η Κριμαία ήταν περιοχή που ανήκε στο παρελθόν στους Γότθους: για τον λόγο αυτό, άλλωστε, θα μετονομαζόταν σε Gotenland!

Οι σχέσεις εξουσιαστών κι εξουσιαζομένων είναι πάντα σκληρές κι αμείλικτες, κατά μείζονα λόγο όταν ερμηνεύονται με όρους εθνοτικούς. Και γίνονται ακόμη πιο απάνθρωπες στα χρόνια των πολέμων.

Και, τελικά, αν οι αντιπαραθέσεις των ισχυρών φέρνουν κάποτε στην επιφάνεια τις εθνικές τραγωδίες ορισμένων, υπάρχουν πάντα ιστορίες που δεν θα τις διηγηθεί ποτέ κανείς. Όπως αυτή των Ρομά της Κριμαίας που για αιώνες υπήρξαν οι βοσκοί και οι τεχνίτες των Τάταρων κυρίαρχων. Η ιστορία τους, όμως, δεν ενδιαφέρει, κατά πως φαίνεται, κανέναν.

Μπουλγκάκοφ και Σίμονοφ – Βίοι όχι ακριβώς παράλληλοι

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

I. Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ ήταν μάλλον δυστυχισμένος άνθρωπος. Εκεί που το είχε σχεδόν βέβαιο πως με το έργο του θα καθιερωνόταν στο λογοτεχνικό στερέωμα ως ο Μεγάλος Ρώσος Λογοτέχνης του 20ού αιώνα, διαπίστωνε πως είχε λογαριάσει δίχως τη λογοκρισία. Ό,τι και να έδινε κρινόταν ακατάλληλο προς δημοσίευση. Μα είναι αλήθεια πως κι αυτός ο ίδιος, ο πρώην στρατιωτικός ιατρός από το Κίεβο με το μονόκλ, το παπιγιόν και την εμφάνιση εν γένει αστού δανδή, δεν βοηθούσε ιδιαίτερα την υπόθεσή του.

Το πρώτο του μυθιστόρημα έφερε τον εύγλωττο τίτλο «Η Λευκή Φρουρά» . Πραγματευόταν τα δραματικά γεγονότα στο Κίεβο κατά το χρονικό διάστημα 1918-1920, όταν η ουκρανική πρωτεύουσα είχε αλλάξει χέρια τουλάχιστον δεκαπέντε φορές. Το έργο αυτό, διασκευασμένο σε θεατρικό υπό τον τίτλο «Ημέρες των Τουρμπίν», ανέβηκε το 1926 στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σκηνοθετημένο από τον μεγάλο Στανισλάφσκι. Αποθεώθηκε από το κοινό, αλλά η καθεστωτική κριτική υπήρξε λυσσαλέα: «έργο αστικής ηθικής και ιδεολογίας», «αντεπαναστατικό, εξιδανικεύει τους Λευκούς». Ο ίδιος ο Στάλιν το επέκρινε δημόσια (μολονότι το είχε παρακολουθήσει δεκαπέντε φορές!), ενώ τελικά το θεατρικό χαρακτηρίσθηκε κι επίσημα ως απαγορευμένο.

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Ο Μπουλγκάκοφ είχε πλέον απογοητευτεί. Άρχισε να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του φωναχτά σε φίλους και γνωστούς και να διατείνεται ότι ίσως να ήταν καλύτερα να πάει να ζήσει κάπου αλλού, σε κάποια χώρα όπου τουλάχιστον τα βιβλία του θα δημοσιεύονταν κι η αξία του ίσως και να αναγνωριζόταν. Και κάποια ημέρα χτυπά το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς αυτοπροσώπως!

«- Τι πληροφορούμαι, πολίτη Μπουλγκάκοφ! Μα, επιθυμείτε στ’ αλήθεια να εγκαταλείψετε τη Σοβιετική Ένωση;

Η αλήθεια είναι πως ένας Ρώσος συγγραφέας δεν μπορεί να ζήσει μακριά από την πατρίδα του.

Ά, πολύ ωραία, Μπουλγκάκοφ. Πολύ ωραία! Λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει. Θα δουλέψετε και πάλι στο Θέατρο Τέχνης ως βοηθός σκηνοθέτη, ίσως κι αλλού ως λιμπρετίστας για όπερες. Για τη δημοσίευση των έργων σας, θα δούμε εν καιρώ.»

Ι. Β. Στάλιν

Ι. Β. Στάλιν

Ο Στάλιν τήρησε την υπόσχεσή του κι ίσως έκανε και κάτι παραπάνω. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1931, παρακολουθεί μαζί με την ακολουθία του, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και σε ειδική παράσταση, το θεατρικό του Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς Αφινογκένοφ «Ο Φόβος». Ο συγγραφέας είναι ένθερμος κομμουνιστής, υπόδειγμα προλετάριου λογοτέχνη κι αγαπημένος του καθεστώτος. Το συγκεκριμένο έργο θα χαρακτηρισθεί ως το αριστούργημά του.

Ο Γεωργιανός δικτάτορας, όμως, έχει άλλη άποψη. Το έργο δεν του αρέσει καθόλου. Απόλυτο φέσι. Υπόδειγμα βαρεμάρας κι έλλειψης έμπνευσης. Γυρίζει και λέει στους υπεύθυνους του θεάτρου: «Εντελώς απογοητευτικό. Απαράδεκτο! Πρέπει να σας θυμίσω ότι έχετε στο ρεπερτόριό σας ένα εξαιρετικό έργο, τις Ημέρες των Τουρμπίν του Μπουλγκάκοφ. Γιατί δεν το ανεβάζετε ξανά

Στις 15 Ιανουαρίου 1932, η διεύθυνση του θεάτρου γνωστοποιούσε στον έκπληκτο Μπουλγκάκοφ ότι οι «Ημέρες των Τουρμπίν» θα ανέβαιναν ξανά. Οι παραστάσεις στη Μόσχα επρόκειτο να συνεχιστούν για εννέα ολόκληρες σαιζόν (χωρίς να λάβουμε υπόψη τις πολυάριθμες περιοδείες στην επαρχία).

Ως εκεί, όμως…

II. Νεότερος κατά 24 χρόνια του Μπουλγκάκοφ, ο Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ (που οι γονείς του τον είχαν βαφτίσει Κύριλλο) ήταν παιδί ευγενών. Τα ίχνη του πατέρα του, ανώτατου αξιωματικού του τσαρικού στρατού, χάθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 κάπου στην Πολωνία, εκεί όπου είχε καταφύγει συμμετέχοντας, κατά πάσα πιθανότητα, στις προσπάθειες ανατροπής του καθεστώτος των Μπολσεβίκων. Ο ευφυής νεαρός Σίμονοφ είχε βάλει σκοπό του όχι απλώς να ενταχθεί στη σοβιετική κοινωνία, αλλά να πετύχει πραγματικά στη ζωή του. Για τον λόγο αυτό, παρά τις έντονες αντιδράσεις της μητέρας και των συγγενών του, αποφάσισε να γραφτεί σε νυχτερινό τεχνικό λύκειο και να δουλεύει τα πρωινά σε εργοστάσιο. Μόνον έτσι θα μπορούσε να φοιτήσει σε κάποια από τις επίλεκτες πανεπιστημιακές σχολές, όπως στη φημισμένη Κρατική Σχολή Λογοτεχνίας της Μόσχας, στην οποία κι έγινε αργότερα δεκτός. Γνώριζε πολύ καλά πως για να παραμείνει μέλος της ελίτ θα έπρεπε να αλλάξει ταξική ταυτότητα κι από αριστοκράτης να μεταμορφωθεί σε προλετάριος, έστω και μόνο για τους τύπους.

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ο Σίμονοφ υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός λογοτέχνης. Το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») έγινε το αγαπημένο των ανδρών του Κόκκινου Στρατού που πολέμησαν τους Γερμανούς εισβολείς. Αρκετά αργότερα, με το μυθιστόρημά του «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί» («Живые и мёртвые») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Την εποχή του ταραχώδους γάμου του με τη δημοφιλέστατη ηθοποιό Βαλεντίνα Σερόβα, ενσάρκωσε μαζί με την τότε σύζυγό του το απόλυτο glamour της σταλινικής ΕΣΣΔ. Ισχυρός άνδρας της Εταιρίας Σοβιετικών Λογοτεχνών κι αρχισυντάκτης διάφορων λογοτεχνικών εντύπων, ο Σίμονοφ, χάρη και στις διασυνδέσεις του με το καθεστώς και την προσωπική φιλία του με τον Στάλιν, είχε τεράστια δύναμη.

III. Ο Μπουλγκάκοφ δούλευε και ξαναδούλευε το μυθιστόρημα που επρόκειτο να είναι το τελευταίο του. Τα χειρόγραφα της πρώτης εκδοχής του έργου αυτού κατέληξαν στη σόμπα του μοσχοβίτικου διαμερίσματος του λογοτέχνη. Ακολούθησαν άλλες τρεις. Την τελευταία από αυτές ο Μπουλγάκοφ πάσχιζε να την τελειοποιήσει σχεδόν μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1940, από κάποια εκφυλιστική πάθηση των νεφρών. Την τελική μορφή του μυθιστορήματος τη χρωστάμε μάλλον στη χήρα του λογοτέχνη, τη Γελένα Σεργκέγεβνα Μπουλγκάκοβα (Σιλόφσκαγια).

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Μετά από αυτό, τα χειρόγραφα του μυθιστορήματος, που έφεραν πάνω τους τα ίχνη της μορφίνης, εξάρτηση στην οποία είχε ξανακυλήσει ο λογοτέχνης στην προσπάθειά του να απαλύνει τους πόνους της αρρώστιάς του, ξαναμπήκαν στα συρτάρια του γραφείου του εκλιπόντος όπου και θα παρέμεναν για πολλά χρόνια. Είναι αλήθεια πως το βιβλίο δεν είχε ουσιαστικές ελπίδες δημοσίευσης στη σταλινική ΕΣΣΔ. Χωρίς να είναι ευθέως ανατρεπτικό, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» («Мастер и Маргарита») ήταν ένα μυθιστόρημα αρκετά παράξενο, υπερβολικά ελαφρύ και ταυτόχρονα υπερβολικά σοβαρό για τις καθεστωτικές αντιλήψεις: ο διάβολος ο ίδιος επισκέπτεται μαζί με την ακολουθία του τη σταλινική Μόσχα κι αναστατώνει τους λογοτεχνικούς κύκλους της. Όλα αυτά μέχρι να προσελκύσει στον ιστό των δαιμονικών σχεδίων του την όμορφη και μυστηριώδη Μαργαρίτα και τον παράνομο έρωτά της, έναν περιθωριακό διανοούμενο που εκείνη αποκαλεί Μαιτρ κι ο οποίος έχει γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Πόντιο Πιλάτο. Στο επίκεντρο του έργου βρίσκονται οι βασανιστικές ασάφειες της ηθικής και της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

IV. Από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, ο Σίμονοφ έβαλε σκοπό να εξοφλήσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή, να εξιλεωθεί για όλους τους συμβιβασμούς που είχε κάνει στα χρόνια του σταλινισμού προκειμένου να παραμείνει επιτυχημένος κι ισχυρός. Πάσχιζε για την έκδοση απαγορευμένων βιβλίων, βοηθούσε οικονομικά συγγραφείς που είχαν υποστεί διώξεις από το καθεστώς. Όταν το 1965 οι φίλοι του διοργάνωσαν επίσημη τελετή για τον εορτασμό των 50ών γενεθλίων του, ο Σίμονοφ ανέβηκε στο βήμα κι εκφώνησε τον παρακάτω λόγο:

«Σε τέτοιες περιστάσεις, όταν κάποιος συμπληρώνει πενήντα χρόνια ζωής, είναι φυσικό οι άνθρωποι να θυμούνται κυρίως τα καλά που έχει κάνει. Θα ήθελα απλώς να πω στους παριστάμενους, στους συντρόφους μου που ήρθαν, ότι ντρέπομαι για πολλά από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, να πω ότι δεν ήταν καλά όλα όσα έχω κάνει, το γνωρίζω, και να πω ότι δεν συμπεριφέρθηκα πάντα σύμφωνα με τις υψηλότερες ηθικές αρχές, ούτε τις πολιτικές ή τις ανθρώπινες. Υπάρχουν στη ζωή μου πράγματα που δεν τα θυμούμαι με ικανοποίηση, περιπτώσεις στις οποίες δεν ενήργησα με αρκετή θέληση, με αρκετό θάρρος. Το γνωρίζω. Και δεν τα λέω όλα αυτά με σκοπό κάποιας μορφής εξιλέωση, γιατί αυτή είναι προσωπική υπόθεση ενός ανθρώπου, αλλά απλώς επειδή όταν κάποιος θυμάται θέλει να αποφύγει την επανάληψη των ιδίων σφαλμάτων. Θα προσπαθήσω να μην τα επαναλάβω. Από εδώ και πέρα, όποιο κι αν είναι το κόστος, δεν θα επαναλάβω τους ηθικούς συμβιβασμούς που κάποτε έκανα

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

V. Η Γελένα Μπουλγκάκοβα γνώριζε προσωπικά τον Σίμονοφ (και πιο πριν τη μητέρα του συγγραφέα). Το 1956 τον όρισε υπεύθυνο για τη διαχείριση του αρχείου του εκλιπόντος συζύγου της. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Σίμονοφ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να επιτύχει τη δημοσίευση του «Μαιτρ και Μαργαρίτα». Έπεισε πρώτα τη χήρα του Μπουλγκάκοφ να δεχτεί ενδεχόμενες περικοπές που θα επέβαλλε η λογοκρισία. Έπειτα, έδωσε τα χειρόγραφα στη δεύτερη από τις τέσσερις συζύγους του, τη Γεβγκένιγια (Ζένια) Λάσκινα, η οποία εργαζόταν τότε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Μασκβά». Το έντυπο αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα στις αρχές του μπρεζνιεφικού καθεστώτος. Η ύλη του είχε καταντήσει βαρετή (οτιδήποτε ενδιαφέρον δεν μπορούσε να περάσει από τη λογοκρισία) και οι συνδρομές είχαν πέσει κατακόρυφα. Η Λάσκινα μίλησε για το σχέδιο δημοσίευσης του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» στον αρχισυντάκτη Γεβγκένι Ποπόφκιν, ο οποίος δίσταζε να προχωρήσει. Απευθύνθηκαν τελικά σε ένα συνταξιούχο συντάκτη του εντύπου, ο οποίος είχε εργαστεί παλιότερα για χρόνια ως λογοκριτής και στη συνέχεια, ως αρχισυντάκτης εντύπων, επιτύγχανε πάντα τη δημοσίευση των κειμένων που υπέβαλλε προς έγκριση. Το μυθιστόρημα, αφού κόπηκε περίπου το 10 % και τροποποιήθηκε άλλο ένα 15 % της ύλης του, εγκρίθηκε! Δημοσιεύθηκε στο «Μασκβά» σε δύο μέρη (στο τελευταίο τεύχος του 1966 και το πρώτο του 1967), γνωρίζοντας απίστευτη επιτυχία. Τα τεύχη εξαντλήθηκαν, οι συνδρομές στο περιοδικό απογειώθηκαν.

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Για να γιορτάσουν την επιτυχία, ο Σίμονοφ κι η Λάσκινα ετοίμασαν σε τρία αντίτυπα ένα πρόχειρο βιβλίο με το πλήρες κείμενο του μυθιστορήματος. Κράτησαν ο καθένας από ένα αντίτυπο κι έδωσαν το τρίτο στη Γελένα Μπουλγκάκοβα. Λίγους μήνες μετά, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» εκδιδόταν στη Δύση με όλα τα αποσπάσματα που είχε αφαιρέσει η λογοκρισία. Η πρώτη πλήρης, μη λογοκριμένη, έκδοση του έργου στην ΕΣΣΔ θα κυκλοφορούσε το 1973. «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» θα γινόταν αντικείμενο λατρείας από το σοβιετικό (και όχι μόνο) κοινό.

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

[πηγή, για τις προσπάθειες του Σίμονοφ να αποκαταστήσει το έργο του Μπουλγκάκοφ: Orlando FIGES «The Whisperers (Private life in Stalin’s Russia)», Allen Lane 2007/ Penguin 2008]

Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς…

Σεπτέμβριος 1921: ο βαρόνος Ρομάν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ αιχμάλωτος των Μπολσεβίκων

Σεπτέμβριος 1921: ο βαρόνος Ρομάν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ αιχμάλωτος των Μπολσεβίκων

Ο βαρόνος Ρόμπερτ Νίκολάι Μαξιμίλιαν (Ρομάν) Φιόντοροβιτς φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ γεννήθηκε στο Γκρατς της Αυστρίας στις 29 Δεκεμβρίου 1885 (με το νέο ημερολόγιο), ενώ οι γονείς του περιηγούνταν στην Ευρώπη. Ήταν παιδί μιας από τις τέσσερις πιο αριστοκρατικές γερμανικές οικογένειες της Λιβονίας (των παράκτιων περιοχών της Λεττονίας και της Εσθονίας με τις μεγάλες γερμανικές παροικίες και τις συνδεδεμένες με τη Χανσεατική Ένωση πόλεις). Μεγάλωσε στο Ρεβάλ (σημ. Τάλλινν) μέχρι το διαζύγιο των γονιών του και στη συνέχεια στα κτήματα της μητέρας του κοντά στη εσθονική πρωτεύουσα. Φοίτησε στην Πετρούπολη, πρώτα στη σχολή ναυτικών δοκίμων κι έπειτα στην αυτοκρατορική στρατιωτική ακαδημία. Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως αξιωματικός στην ανατολική Σιβηρία, πέραν της Βαϊκάλης, και την Εξωτερική Μογγολία. Την εποχή εκείνη γεννιέται η μεγάλη του αγάπη για τους νομάδες της Ανατολής, Μπουριάτες και Μογγόλους, και τη θιβετιανή εκδοχή του βουδισμού.

Ο βαρόνος σε παιδική ηλικία

Ο βαρόνος σε παιδική ηλικία

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο Ανατολικό (για τους Δυτικούς) Μέτωπο όπου διακρίθηκε και τιμήθηκε με παράσημα ανδρείας. Οι εκθέσεις των ανωτέρων του έκαναν λόγο για έναν ιδιαίτερα γενναίο, πλην όμως παρορμητικό κι απείθαρχο αξιωματικό. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 και την παραίτηση του τσάρου, ο βαρόνος φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ πολέμησε στο Μέτωπο του Καυκάσου κατά των Οθωμανών. Τότε γνώρισε τον συνάδελφό του Γκριγκόρι Μιχάιλοβιτς Σεμιόνοφ, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της Βαϊκάλης, ήταν φιλομοναρχικός όπως ο βαρόνος, κι είχε τον ίδιο εκρηκτικό χαρακτήρα. Με την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία καταφεύγουν στην ανατολική Σιβηρία και οργανώνουν στρατιωτική δύναμη για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές. Είναι όμως τόσο ανυπότακτοι που προτιμούν να δράσουν αυτόνομα, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την εξουσία του ναυάρχου Αλεξάντρ Κολτσάκ, επικεφαλής των δυνάμεων των Λευκών στη ρωσική Άπω Ανατολή.

Νεαρός αξιωματικός

Νεαρός αξιωματικός

Το όνειρο του φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ ήταν διττό: αφενός η παλινόρθωση των Ρομανώφ, αφετέρου η… αναβίωση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος πίστευε ότι ήταν μετενσάρκωση του Τσενγκίς Χαν. Κι έτσι, το φθινόπωρο του 1920 αφήνει τον Σεμιόνοφ και κατευθύνεται προς τη Μογγολία με στράτευμα από Ρώσους, Μογγόλους, Μπουριάτες και Θιβετιανούς. Πολιορκεί τη μογγολική πρωτεύουσα Ουργκά (ή Ιχ Χουρέε, σημερινή Ούλαν Μπατάαρ) και την καταλαμβάνει τον Φεβρουάριο του 1921 διώχνοντας τους Κινέζους. Ενθρονίζει τον λαμαϊστή ηγέτη Μπογκντ Χαν και προσπαθεί να οργανώσει το νέο μογγολικό κράτος.

Μπογκντ Χαν

Μπογκντ Χαν

Έχει ξεχάσει να υπολογίσει την ισχύ των Μπολσεβίκων, οι οποίοι, τον Ιούλιο του 1921, διώχνουν τον βαρόνο από την Ουργκά. Ο Ρομάν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ καταφεύγει στην Μπουριατία και προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του για να αντεπιτεθεί. Προδομένος, όμως, από τους στρατιώτες και τους φίλους του, συλλαμβάνεται από τους Μπολσεβίκους στις 20 Αυγούστου. Μεταφέρεται στο Νοβονικολάγιεφσκ (νυν Νοβοσιμπίρσκ) όπου, μετά από παρωδία δίκης (η οποία διήρκεσε, πάντως, περισσότερες από έξι ώρες) κρίνεται ένοχος αντεπαναστατικής δράσης και προδοσίας κι εκτελείται το ίδιο βράδυ (15 Σεπτεμβρίου 1921).

Φίλοι κι εχθροί τον αποκαλούσαν με το προσωνύμιο ο «Τρελός Βαρόνος» εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς του. Οι δεύτεροι μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι το πάθος του για την Ανατολή, διέδιδαν απίστευτες φήμες; ξερίζωνε, έλεγαν, τις καρδιές των αιχμάλωτων εχθρών του και τις τοποθετούσε σε κύπελλα φτιαγμένα από ανθρώπινα κρανία, προκειμένου να τις προσφέρει στους παράξενους θεούς του!
Με τον τρόπο αυτό, στον ιδιόμορφο οριενταλισμό του βαρόνου φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ, οι αντίπαλοί του απαντούσαν μ’ έναν αντίστροφο γκροτέσκο οριενταλισμό.

Πού πηγαίνουν τ’ αστέρια σαν σβήσουν;

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова - муза и трагедия Константина Симонова

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова

Η Βαλεντίνα Βασίλιεβνα Σερόβα γεννήθηκε στους δίδυμους αστερισμούς της επιτυχίας και της τραγωδίας. Για δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια υπήρξε η απόλυτη σταρ του σοβιετικού θεάτρου και κινηματογράφου. Κι έπειτα ακολούθησε η βασανιστική συνεχής παρακμή. Παντρεύτηκε δύο διασημότητες της εποχής της. Χήρεψε από τον πρώτο άντρα της ακριβώς στην επέτειο του γάμου τους. Η σχέση της με τον δεύτερο ξεκίνησε παθιασμένα για να εκφυλιστεί σε αδιαφορία και αποξένωση, ενώ η ίδια βυθιζόταν όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό. Πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες πριν συμπληρώσει το 58ο έτος της ζωής της.

Η Βαλεντίνα γεννιέται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, στις 23 Δεκεμβρίου 1917, κόρη της ηθοποιού Κλάβντιγια Πολοβίκοβα και του μηχανικού Βασίλι Πολοβίκ. Ζει τα πρώτα χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά της στην Ουκρανία. Σε ηλικία έξι ετών ακολουθεί τη μητέρα της στη Μόσχα, όπου έχει εγκατασταθεί η δεύτερη για λόγους καρριέρας. Ακριβώς χάρη στη μητέρα της παίζει από μικρή ηλικία διάφορους παιδικούς ρόλους σε θεατρικά έργα. Το 1934 κερδίζει ένα μικρό κινηματογραφικό ρόλο, αλλά η σκηνή της κόβεται τελικά στο μοντάζ της ταινίας. Αρχίζει να γίνεται δημοφιλής χάρη στις εμφανίσεις της στο θέατρο (σε ρεπερτόριο μάλλον ελαφρύ). Περίπου την ίδια εποχή, ο πατέρας της συλλαμβάνεται και καταλήγει σε κάποιο από τα στρατόπεδα του Γκουλάγκ.

Η Βαλεντίνα γνωρίζει κι ερωτεύεται τον Ανατόλι Κονσταντίνοβιτς Σερόφ, διάσημο πιλότο που είχε δακριθεί στον Ισπανικό Εμφύλιο. Παντρεύονται στις 11 Μαΐου 1938. Η ευτυχία τους δεν θα διαρκέσει πολύ. Την ημέρα της πρώτης επετείου του γάμου τους, ο Σερόφ σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής πτήσης κι ενώ η Βαλεντίνα είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο Ανατόλι Σερόφ ο νεότερος θα γεννηθεί τον Σεπτέμβριο του 1939 χωρίς να γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του.

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος Repin.info, όπ. π.)

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος repin.info, όπ. π.)

Κ. Μ. Σίμονοφ

Κ. Μ. Σίμονοφ

Την τραγωδία, όμως, θα τη συνοδέψει η επιτυχία στον κινηματογράφο, κυρίως σε κομεντί και μελό ταινίες, ξεκινώντας από το  «Κορίτσι με χαρακτήρα», το 1939. Και, στο μεταξύ, ξεσπά ο πόλεμος. Τη γνωρίζει και την ερωτεύεται παράφορα ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ, ο άνθρωπος που με το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο ακριβή και γλαφυρό τρόπο τα συναισθήματα του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού στο Μέτωπο. Αρχικά, η Σερόβα αποκρούει το φλερτ του Σίμονοφ. Λέγεται ότι την εποχή εκείνη ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Κονσταντίν Ροκοσσόφσκι. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία, η Σερόβα υπέβαλε τον καψούρη Σίμονοφ στην πλέον ακραία ταπείνωση, αναθέτοντάς του να παραδώσει ο ίδιος μια ερωτική επιστολή της στον στρατηγό. Η σχέση Σερόβα και Ροκοσσόφσκι, αν υποτεθεί ότι υπήρξε, τερματίστηκε γρήγορα, μια και, καθώς λένε, παρενέβη ο Στάλιν αυτοπροσώπως: υπενθύμισε στον Ροκοσσόφσκι ότι ήταν παντρεμένος κι ότι δεν θα έδινε και το καλύτερο παράδειγμα αν μαθευόταν ότι ένας από τους καλύτερους στρατηγούς του Κόκκινου Στρατού διατηρεί εξωσυζυγική σχέση!

Η επιμονή του Σίμονοφ ανταμείβεται. Το 1943, η Βαλεντίνα τον παντρεύεται! Την ίδια χρονιά, πρωταγωνιστεί στο φιλμ «Περίμενέ με» των Μπορίς Ιβανόφ και Αλεξάντρ Στόλπερ, σε σενάριο του ίδιου του Σίμονοφ (η ταινία εμπνέεται… χαλαρά από το ομώνυμο ποίημά του). Οι δυο τους περιοδεύουν στα διάφορα μέτωπα του πολέμου για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού.

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

Με το θριαμβευτικό για την ΕΣΣΔ τέλος του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», η Σερόβα και ο Σίμονοφ είναι το πιο διάσημο σοβιετικό ζευγάρι. Ζουν στη Μόσχα σε συνθήκες χλιδής (για τα δεδομένα της χώρας και της εποχής) και ενσαρκώνουν το απόλυτο glamour της σταλινικής περιόδου. Η Σερόβα πρωταγωνιστεί και σε ταινίες μεγαλύτερων καλλιτεχνικών αξιώσεων (όπως η κινηματογραφική βιογραφία του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Μιχαήλ Γκλίνκα, το 1946). Μόνο που όλα αυτά αποδεικνύονται μια τεράστια ψευδαίσθηση που δεν θα αργήσει να θρυμματιστεί… Ο Σίμονοφ αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στο συγγραφικό του έργο και στα καθήκοντά του στην Εταιρία Σοβιετικών Συγγραφέων και στη διεύθυνση και αρχισυνταξία των μεγαλύτερων λογοτεχνικών εντύπων. Η Σερόβα αρχίζει να βρίσκει αγχολυτικό καταφύγιο στο ποτό. Ο Σίμονοφ, κατά τα λοιπά άνθρωπος με βαθύτατες ευαισθησίες, ο οποίος όμως έχει μάθει να αντιμετωπίζει με πειθαρχία κάθε αντιξοότητα της ζωής, δεν συγχωρεί στη σύζυγό του την αδυναμία της να διαχειριστεί την επιτυχία και μια, κατά τα φαινόμενα, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Η σχέση τους δηλητηριάζεται κι από το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ να έχει καλές σχέσεις με τον γιο της Σερόβα από τον πρώτο της γάμο, τον Ανατόλι. Στο τέλος, κατορθώνει να κλείσει τον μικρό Τόλια σε κάποιο ορφανοτροφείο πέρα από τα Ουράλια!

Το 1950, ο λογοτέχνης και η ηθοποιός αποκτούν την κόρη τους Μάσα. Αντί, όμως, η γέννηση του παιδιού να βελτιώσει τη σχέση τους, επιταχύνει την κατάρρευσή της. Ο Σίμονοφ διακόπτει πολύ γρήγορα κάθε επικοινωνία με το κοριτσάκι (σχεδόν μέχρι την ενηλικίωσή της αρνιόταν να τη δει και να την παρουσιάσει στους συγγενείς του). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατορθώνει να αφαιρέσει την επιμέλειά της κι από την ίδια τη Βαλεντίνα (η Μάσα ανατράφηκε από τη μητέρα της Βαλεντίνας). Το 1957 εκδίδεται το διαζύγιο κι από εκεί και πέρα η σταδιοδρομία της Σερόβα παίρνει την κάτω βόλτα.

Τα προβλήματά της με το ποτό επιδεινώνονται διαρκώς. Χάνει πρόβες και παραστάσεις, απολύεται από το ένα θέατρο μετά το άλλο. Τραγική ειρωνεία: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 η μοναδική απασχόληση της Σερόβα ήταν ένας ρόλος σε θεατρικό του τέως συζύγου της [«Άνθρωποι της Ρωσίας» («Русские люди»)]. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν σε μια ταινία του 1973.

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

Ο γιος της, μεγαλωμένος στο αφιλόξενο περιβάλλον του ορφανοτροφείου, κατέληξε μπλεγμένος με τον υπόκοσμο και βαριά αλκοολικός. Έζησε μεταξύ αναμορφωτηρίων, στρατοπέδων και φυλακών, πριν το αλκοόλ κόψει το νήμα της ζωής του το 1975.

Λίγους μήνες αργότερα, το βράδυ της 11ης προς τη 12η Δεκεμβρίου 1975, η Βαλεντίνα Σερόβα βρισκόταν νεκρή στο διαμέρισμά της στη Μόσχα. Τα αίτια του θανάτου της δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ. Πάνω στο φέρετρό της υπήρχε μια ανθοδέσμη με 58 τριαντάφυλλα. Ήταν το τελευταίο δώρο του Κονσταντίν Σίμονοφ προς τον μεγάλο έρωτα της ζωής του.

[πηγές: Βικιπαίδεια/ ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости: «Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова», 23.6.2013/ Orlando Figes «The Whisperers: Private Life in Stalin’s Russia», 2007]

Γράμματα από το Μέτωπο

Lettres de la wehrmacht«[Υπάρχει] βεβαίως μια σημαντική διαφορά μεταξύ του αυτουργού και του θύματος του εγκλήματος. Για τον αυτουργό, το έγκλημα είναι ένα στοιχείο της Ιστορίας και όχι η κύρια πλοκή της. Για το θύμα, το έγκλημα είναι η ίδια η Ιστορία.» (Τίμοθυ Σνάυντερ, πρόλογος στο « Lettres de la Wehrmacht » της Μαρί Μουτιέ, σελ. 8)

Στο βιβλίο της «Επιστολές της Βέρμαχτ» που κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο, η νεαρή Γαλλίδα ιστορικός Μαρί Μουτιέ παραθέτει και σχολιάζει περισσότερες από εκατό επιστολές που έγραψαν Γερμανοί στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί (σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις προερχόμενοι εξ εφέδρων) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι επιστολές προέρχονται από το αρχείο του Μουσείου Επικοινωνιών στο Βερολίνο. Αυτές που επελέγησαν να δημοσιευθούν καλύπτουν ολόκληρη τη χρονική διάρκεια κι όλα τα μέτωπα του πολέμου. Παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, σε τρία μέρη που αντιστοιχούν στις κύριες φάσεις του Β΄ ΠΠ: 1939-1941, δηλαδή την εποχή των θριάμβων της Βέρμαχτ, 1942-1943, όταν η πολεμική σύγκρουση φτάνει στον παροξυσμό της, και 1944-1945, εποχή της υποχώρησης και της τελικής ήττας. Σε κάποιες περιπτώσεις, περιλαμβάνονται περισσότερες της μίας επιστολές του ίδιου στρατιώτη, στοιχείο που παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του επιστολογράφου αναλόγως της εξέλιξης του πολέμου.

Τα γράμματα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερες λογοτεχνικές ή φιλοσοφικές αξιώσεις. Οι στρατιώτες της Βέρμαχτ απευθύνονται στα προσφιλή τους πρόσωπα (τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους γονείς και τ’ αδέλφια τους). Γράφουν συνήθως για το φαγητό και τις συνθήκες διαβίωσης, ρωτούν για τα προβλήματα που απασχολούν τους οικείους τους στην καθημερινότητά τους. Ο ίδιος ο πόλεμος εμφανίζεται στις επιστολές με όσο πιο διακριτικό τρόπο γίνεται: οι άνδρες της Βέρμαχτ δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να επιτείνουν την ανησυχία των αγαπημένων τους. Από όλες αυτές τις απόψεις, οι επιστολές καταδεικνύουν το απολύτως ανθρώπινο πρόσωπο των ανδρών που διεξήγαγαν τον πιο φονικό πόλεμο της Ιστορίας.

Οι ελληνικές επιστολές: Τρεις από τις επιστολές παρουσιάζουν ελληνικό ενδιαφέρον. Η επιστολή της 12ης Μαΐου 1941 γράφτηκε στο Λουτράκι από έναν αλεξιπτωτιστή 22 ετών (κεφ. 19, Ένας αλεξιπτωτιστής στην Ελλάδα, σελ. 107-108). Η κύρια έγνοια του είναι ο ανεφοδιασμός κι η εξεύρεση τροφής. Κατά τα λοιπά, αναρωτιέται με κάποια δόση ειρωνίας «πού πρόκειται να προσγειωθούμε στη συνέχεια, ανάμεσα στους Ινδούς ή στους Ζουλού;… Αφού κατακτήσουμε τον Νότιο Πόλο, θα χρειαστεί να πολεμήσουμε και για τον Βόρειο!». Οκτώ ημέρες αργότερα, ο αλεξιπτωτιστής Χουμπέρτους Γκ, της 7ης Μεραρχίας θα σκοτωθεί στη Μάχη της Κρήτης.

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, Μάιος του 1941. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0864 / CC-BY-SA

Οι άλλες δύο «ελληνικές» επιστολές ανήκουν στον Καρλ Κ., διδάκτορα φιλοσοφίας από το Μεκλεμβούργο, ο οποίος εργαζόταν ως καθηγητής σε λύκειο (κεφ. 27, Πύρρειος νίκη, σελ. 129-132/ κεφ. 41, Ελληνικά κεράσια, σελ. 177-178). Υπηρετεί σε μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας της Λουφτβάφφε και με την ιδιότητα αυτή βρίσκεται στην Κρήτη αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς. Το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης επιστολής, η οποία γράφτηκε στις 21 Αυγούστου 1941 κι απευθύνεται στη μητέρα του συγγραφέα, είναι αφιερωμένο στους συντρόφους που έπεσαν στη μάχη και στη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν οι Κρητικοί αντάρτες. Οι εκτελέσεις ως αντίποινα παρουσιάζονται με απόλυτη φυσικότητα ως η δέουσα απάντηση, Ωστόσο, ο Καρλ Κ. αφήνει να φανούν και τα πιο λόγια ενδιαφέροντά του: επισημαίνει ότι για να πάει από το σχολείο που χρησιμοποιεί η μονάδα του ως στρατώνα στην πόλη του Ηρακλείου πρέπει να περάσει από το ενετικό φρούριο του λιμανιού. Και στη δεύτερη επιστολή του (16-18 Μαΐου 1942) μνημονεύει τις επισκέψεις του στους αρχαιολογικούς χώρους της Κνωσσού και της Φαιστού.

Βία κι εγκλήματα πολέμου: Η βία και τα εγκλήματα πολέμου εμφανίζονται μάλλον σπάνια στα γράμματα των στρατιωτών και δικαιολογούνται σχεδόν πάντα με τα στερεότυπα της ναζιστικής προπαγάνδας (οι «εκφυλισμένοι» Γάλλοι, οι «βρόμικοι καθυστερημένοι υπάνθρωποι» Σλάβοι, η «ιουδαιοπλουτοκρατία» κ.ο.κ.). Η σφαγή του Μπάμπι Γιαρ, οι χιλιάδες Εβραίοι και Ρώσοι εκτελεσμένοι μνημονεύονται απλώς ως αριθμοί, ως αναγκαία θύματα για την επικράτηση της Νέας Τάξης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποιος στρατιώτης μπορεί να εκφράσει θεωρητικά τη συμπάθειά του για τα βάσανα του Άλλου, αλλά αυτή η συμπάθεια δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πράξεις, μια και το καθήκον επιτάσσει διαφορετικά.

Ενδεικτική της τελευταίας κατηγορίας είναι η επιστολή του Κουρτ Χ., γεννημένου στο Βερολίνο το 1903 και κοσμηματοπώλη εν καιρώ ειρήνης (κεφ. 37, Ο Δεσμοφύλακας, 20 Μαρτίου 1942, σελ. 163-166). Ο Κουρτ Χ. υπηρετεί στο 303ο Τάγμα Πεζικού: βρίσκεται στο Κόβελ της βορειοδυτικής Ουκρανίας και η αποστολή του είναι να φρουρεί Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. Το γράμμα του είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μια ερωτική εξομολόγηση προς τη γυναίκα του Κουρτ, την Ντίτα: ξεκινά με εντελώς ρομαντικό ύφος («Τ’ αστέρια λάμπουν! Διάλεξα το πιο ωραίο, εσένα!») για να εξελιχθεί σε προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου και να ολοκληρωθεί με μια πραγματεία περί συζυγικής πίστης κι απιστίας, διανθισμένη με παραδείγματα. Πιο πριν, όμως, ο Κουρτ Χ. έχει μιλήσει για τα μαρτύρια των αιχμαλώτων κι έχει εγκωμιάσει την αφοσίωση των γυναικών τους, οι οποίες δεν διστάζουν να διανύσουν με τα πόδια τα 500 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Κόβελ από το Κίεβο, μέσα στο χιόνι, το πολικό ψύχος, το σκοτάδι και τους κινδύνους του πολέμου, μόνο και μόνο για να δουν μήπως ο άντρας τους βρίσκεται μεταξύ των αιχμαλώτων, πολλές φορές μάταια, κάποιες άλλες δίχως να έχουν καν τη δυνατότητα να του μιλήσουν έστω και για δυο λεπτά!  Ο δεσμοφύλακας νιώθει συμπόνια, αλλά το καθήκον δεν του επιτρέπει να κάνει κάτι. Και το καθήκον δεν είναι δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Γερμανοί στρατιώτους προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Γερμανοί στρατιώτες προχωρούν στη ρωσική στέπα, πιθανότατα προς το Σταλινγκράντ (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 1942). Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-217-0465-32A / Klintzsch / CC-BY-SA

Αμφισβήτηση: Όποιος αναζητήσει στις επιστολές αυτές στοιχεία αμφισβήτησης του ναζιστικού συστήματος αξιών και του «δίκαιου» χαρακτήρα του πολέμου που διεξάγει η Γερμανία θα απογοητευθεί. Ακόμη και τα γράμματα των τελευταίων μηνών του πολέμου, που αποπνέουν αναμφίβολα μια μοιρολατρική αποδοχή της συντριβής, δεν εκφράζουν κάποια αμφισβήτηση. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη πλειονότητα των επιστολών είναι σύμφωνη με το ιδεώδες πρότυπο του γενναίου στρατιώτη που πάνω απ’ όλα βάζει το καθήκον του προς την πατρίδα. Οι λιγοστές που αποκλίνουν από το πρότυπο αυτό εκφράζουν είτε δυσκολίες προσαρμογής (κάποιος νέος από αριστοκρατική οικογένεια νιώθει να πνίγεται ανάμεσα σε παιδιά λαϊκότερων τάξεων που αδυνατούν να εκτιμήσουν τα ενδιαφέροντά του για τα γράμματα και τις τέχνες) είτε τον προσωπικό φόβο κάποιου για τη ζωή του (χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός στρατιώτη που τελικά λιποτακτεί στους Αμερικανούς ενώ υπηρετεί στην Ιταλία).

Ζωή και πεπρωμένο: Ποιο είναι τελικά το στοιχείο που καθιστά ορισμένες επιστολές πραγματικά συγκλονιστικές; Μα, φυσικά, η συγκυρία και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται. Το γεγονός ότι κάποιες από αυτές είναι και οι τελευταίες του επιστολογράφου, όπως εκείνη που υπαγορεύει ο βαριά τραυματίας στη μητέρα ενός άλλου τραυματισμένου συντρόφου του σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο του Τορν, λίγες μέρες πριν πεθάνει. Πρωτίστως, η αποδοχή του πεπρωμένου, του ενδεχόμενου του θανάτου.

Κάποιες φορές, η στάση αυτή συνοδεύεται από ηρωικές δηλώσεις, από τη διατράνωση της πίστης στα εθνικά ιδεώδη. Όπως ακριβώς στην επιστολή που γράφει την Πρωτοχρονιά του 1945, κάπου στην Τσεχοσλοβακία, ο Άντολφ Ντ. από το Αννόβερο στη γυναίκα του, ενώ το σπίτι τους έχει καταστραφεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (κεφ. 89, Πρωτοχρονιά 1945, σελ. 303-306):

«Όταν θα ξαναβρεθώ κοντά σας, θα τα ξαναχτίσουμε όλα μαζί… Αν πάλι η μοίρα δεν το θελήσει να ξαναγυρίσω, μη με θρηνήσεις, θα έχω δώσει τη ζωή μου για σένα και τα παιδιά, για να μπορέσουν αυτά να μεγαλώσουν σ’ ένα καλύτερο κόσμο κι εσύ να τα συνοδέψεις σ’ ένα λαμπρότερο μέλλον. Οργάνωσε το σπίτι μας σαν να βρίσκομαι πάντα δίπλα σας. Θέλω να συνεχίσετε να ζείτε ευτυχισμένοι και δίχως εμένα…» [ο Άντολφ Ντ. αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς λίγο πριν το τέλος του πολέμου κι είχε την τύχη να επιστρέψει στην οικογένειά του μετά από λίγες μόνο ημέρες αιχμαλωσίας].

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Μάρτιος 1944, γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων προχωρούν για να ενισχύσουν τον θύλακο του Κορσούν. Πηγή: Bundesarchiv, Bild 101I-090-3913-24 / Etzhold / CC-BY-SA

Σε άλλες περιπτώσεις όμως, κι αυτό είναι ακόμη πιο τραγικό, ο στρατιώτης που έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου προσπαθεί να πείσει την οικογένειά του ότι όλα πηγαίνουν καλά, σχεδόν σαν να απουσιάζει απλώς σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι. Χαρακτηριστικά είναι τα τελευταία γράμματα του Αλόις Σ. από το Ζάαρ στη γυναίκα του, ενώ ο στρατιώτης υπηρετεί στο Ανατολικό Μέτωπο, τον Νοέμβριο του 1942 (κεφ. 54, Τα Σκοτάδια, σελ 209-211).

«Ανατολικό Μέτωπο, 25 Νοεμβρίου 1942

Γλυκιά, μικρή μου Φρίντα!

Μια και δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για να σου γράψω γράμμα, αλλά δεν θέλω και να σε κάνω να περιμένεις, σου στέλνω αυτήν την καρτούλα.Είμαι πάντα καλά, το ίδιο ελπίζω και για σας στο σπίτι! Σε φιλώ! Πολλά φιλιά και στα παιδιά μας!

Ο Αλόις σου, ο μπαμπάς σας».

Την ίδια μέρα, ο Κόκκινος Στρατός εξαπολύει μια φοβερή αντεπίθεση κατά των γερμανικών δυνάμεων του θυλάκου του Ρζέφ. Ο Αλόις Σ. πέφτει στο πεδίο της μάχης λίγες ώρες αφότου διαβεβαίωνε τη γυναίκα και τα παιδιά του ότι όλα πήγαιναν καλά…

Η ιστορικός επισημαίνει ότι αυτοί, οι τόσο ανθρώπινοι και τρυφεροί στρατιώτες, ήταν ακριβώς εκείνοι που «διέπραξαν το ανεπανόρθωτο». Η οικειότητα που δημιουργεί η ανάγνωση των επιστολών αυτών αποτελεί ευκαιρία περισυλλογής σχετικά με τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τον διαρκή κίνδυνο επανάληψης μιας δολοφονικής επιχείρησης τέτοιου μεγέθους. «Ο πόλεμος, κατά μείζονα λόγο ο πιο φρικαλέος δυνατός, δεν είναι υπόθεση γραφειοκρατικών μηχανών. Ήταν, είναι και θα είναι υπόθεση ανθρώπων» (σελ. 40).

[Marie MOUTIER, avec la participation de Fanny CHASSAIN-PICHON, préface de Timothy SNYDER «Lettres de la Wehrmacht», Perrin, Παρίσι 2014, 338 σελ.]

Μέσα από τη νύχτα

Το Κίεβο κατά τον Β΄ ΠΠ

Το Κίεβο κατά τον Β΄ ΠΠ

Από τις αρχές Αυγούστου του 1941 ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να δοθεί προτεραιότητα στην προέλαση στην Ουκρανία, καθυστερώντας το σχέδιο επίθεσης κατά της Μόσχας. Μεταξύ κακής οργάνωσης και πανικού, ο Κόκκινος Στρατός υποχωρούσε στα περισσότερα σημεία του μετώπου. Στις αρχές του Σεπτέμβρη το Κίεβο δεν ήταν παρά το άκρο ενός ιδιαίτερα επιμήκους σοβιετικού θυλάκου ο οποίος μέρα με τη μέρα συρρικνωνόταν δραματικά, μια και τόσο στο βορρά όσο και στο νότο οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ήδη προχωρήσει κατά πολύ ανατολικότερα της ουκρανικής πρωτεύουσας.

Η σοβιετική ηγεσία δεν ήταν βέβαιη για τη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθήσει. Ο Στάλιν δεν ήθελε καν να ακούσει για υποχώρηση. Ο γενικός γραμματέας του ΚΚ Ουκρανίας Νικήτα Χρουστσόφ είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να τονώσει το πατριωτικό φρόνημα των κατοίκων του Κιέβου. Η πόλη, όμως, παρουσίαζε κάποιες ιδιαιτερότητες που προκαλούσαν στη Μόσχα αμφιβολίες για την πίστη των κατοίκων στο σοβιετικό καθεστώς σε περίπτωση ιδιαιτέρως αντίξοων συνθηκών. Πράγματι, κατά την ταραγμένη διετία 1918-1920, μεταξύ του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του ρωσικού εμφυλίου, το Κίεβο είχε αλλάξει χέρια 16 φορές! Αρχικά την πόλη κατέλαβαν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί. Φεύγοντας, εγκατέστησαν μια «ανεξάρτητη ουκρανική κυβέρνηση» ανδρεικέλων με επικεφαλής τον Πάβλο Σκοροπάντσκι, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί «Μέγας Αταμάνος των Κοζάκων». Ακολούθησαν οι Ουκρανοί εθνικιστές του Πετλιούρα, οι Μπολσεβίκοι, οι Λευκοί και πάλι οι Μπολσεβίκοι, ενώ ενδιάμεσα είχε κάνει ένα σύντομο πέρασμα από το Κίεβο κι ο πολωνικός στρατός του Πιουσούντσκι. Οι μεγαλύτεροι θυμούνταν ότι, από όλους αυτούς, οι Γερμανοί κι οι Αυστριακοί δεν ήταν οι χειρότεροι.

Μ. Π. Κιρπανός

Μ. Π. Κιρπανός

Καθώς ολοκληρωνόταν το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη ο Χρουστσόφ, ο διοικητής του Νοτιοδυτικού Άξονα Σιμιόν Μιχάιλαβιτς Μπουντιόννι κι ο υπεύθυνος για την υπεράσπιση του Κιέβου διοικητής του Νοτιοδυτικού Μετώπου Μιχαήλ Πιτρόβιτς Κιρπανός * αντιλήφθηκαν τον τρομερό κίνδυνο: ήταν πλέον εξαιρετικά πιθανό οι υπερασπιστές της πόλης να περικυκλωθούν από τις γερμανικές δυνάμεις! Λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία ουσιαστικής ενίσχυσής τους, ζήτησαν από τον Στάλιν την άδεια να εκκενώσουν το Κίεβο. Ο σοβιετικός ηγέτης αρνήθηκε επανειλημμένα. Απάλλαξε μάλιστα τον Μπουντιόννι από τα καθήκοντά του, αντικαθιστώντας τον με τον Σεμιόν Τιμοσένκο.

Καθώς η κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη Χρουστσόφ και Κιρπανός συνέχιζαν να ικετεύουν να τους επιτραπεί η εκκένωση του Κιέβου. Ο γερμανικός κλοιός έσφιγγε ολοένα και περισσότερο. Η άδεια δόθηκε από τον Μπαρίς Σάπόσνικαφ, αρχηγό του γενικού επιτελείου, μόλις λίγο πριν το μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου. Οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ήδη περικυκλώσει ουσιαστικά εκείνες του Κόκκινου Στρατού. Τέσσερις σοβιετικές στρατιές βρίσκονταν μέσα στην παγίδα, ανάμεσά τους κι η 37η που υπερασπιζόταν το Κίεβο.

Τα σοβιετικά στρατεύματα προσπάθησαν απεγνωσμένα να σπάσουν τον εχθρικό κλοιό. Λίγοι, πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που το κατόρθωσαν. Οι ναζιστικές δυνάμεις αιχμαλώτισαν ασύλληπτο αριθμό σοβιετικών στρατιωτών. Η Βέρμαχτ ισχυριζόταν ότι αιχμαλώτισε περισσότερους από 650.000 στρατιώτες. Η σοβιετική ηγεσία διατεινόταν ότι ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ξεπερνούσε τις 175.000. Η αλήθεια πρέπει να βρισκόταν κάπου στη μέση, ίσως πιο κοντά στους γερμανικούς ισχυρισμούς. Το ίδιο το Κίεβο έπεφτε στα χέρια των ναζί στις 19 Σεπτεμβρίου.

Λ. Ν. Ραμπινόβιτς (Λ. Βαλίνσκι)

Λ. Ν. Ραμπινόβιτς (Λ. Βαλίνσκι)

Ήταν η αρχή πολλών τραγωδιών. Μία από αυτές ήταν εκείνη των σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Την ιστορία τους τη διηγήθηκε με τον πιο παραστατικό και δραματικό τρόπο ο συγγραφέας και καλλιτέχνης Λιανίντ Ναούμαβιτς Ραμπινόβιτς, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Λιανίντ Βαλίνσκι, στο διήγημά του «Μέσα από τη νύχτα» («Сквозь Ночь»), που δημοσιεύθηκε το 1963. Το διήγημα παρουσιάζεται ως μυθοπλασία, ωστόσο είναι βασισμένο στην προσωπική εμπειρία του συγγραφέα ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς, αλλά τελικά κατάφερε να αποδράσει.

Η αφήγηση ξεκινά στις 17 Σεπτεμβρίου 1941 σε κάποιο χωριό της Ουκρανίας, ενώ οι Γερμανοί έχουν σχεδόν περικυκλώσει τους Ρώσους.

Εξώφυλλο του "Μέσα από τη Νύχτα"

Εξώφυλλο του «Μέσα από τη Νύχτα»

«Μετά από αρκετά χρόνια διάβασα το βιβλίο του Γερμανού στρατηγού φον Τίππελσκιρχ: η άποψή του ήταν ότι η περικύκλωση των στρατευμάτων μας ανατολικά του Κιέβου απαίτησε τη συμμετοχή σημαντικών γερμανικών δυνάμεων και ουσιαστικά κατέστρεψε τα σχέδια του Χίτλερ, καθυστερώντας την επίθεση κατά της Μόσχας.

Εμείς, όμως, δεν γνωρίζαμε τίποτε. Οι νύχτες εκείνες, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες προσπάθησαν να διασπάσουν τον γερμανικό κλοιό, αναζητώντας τον δρόμο τους μέσα από δάση και έλη κάτω από βροχή γερμανικών βομβών κι οβίδων… όλα αυτά δεν ήταν παρά μια τεράστια κι ανεξήγητη τραγωδία.

Τη νύχτα της 17ης Σεπτεμβρίου περιπλανιόμουν… είδα στον δρόμο χιλιάδες οχήματα να καίγονται. Δεν έπρεπε να τα βρουν οι Γερμανοί. Διέκρινα μια ομάδα δέκα περίπου ανώτερων κι ανώτατων αξιωματικών που κατευθύνονταν προς τη Λόχβιτσα, πιστεύοντας ότι εκεί ο δρόμος ήταν ακόμη ελεύθερος. Ανάμεσά τους αναγνώρισα τον διοικητή του Μετώπου, τον στρατηγό Κιρπανός.

Μόνο μετά από χρόνια έμαθα ότι εκείνη τη νύχτα (ή ίσως την επόμενη) είχε αυτοκτονήσει, αφού πρώτα αρνήθηκε να επιβιβαστεί στο αεροσκάφος που του είχαν στείλει με μεγάλη δυσκολία από τη Μόσχα… Μαζί του σκοτώθηκε κι ο Μιχαήλ Μπουρμίστενκο, το πολιτικό μέλος της Επιτροπής του Πολέμου, που πριν από τον πόλεμο ήταν δεύτερος γραμματέας του ΚΚ Ουκρανίας….

Το επόμενο πρωί, μαζί με άλλους τρεις συντρόφους είδαμε γερμανικά τεθωρακισμένα. Κρυφτήκαμε σ’ ένα χαντάκι. Οι Γερμανοί μας εντόπισαν κι άρχισαν να μας πυροβολούν με πολυβόλο. Ένας από μας σκοτώθηκε, οι υπόλοιποι παραδοθήκαμε. Ένας Γερμανός στρατιώτης που στην όψη έδειχνε εντάξει άνθρωπος, συμπαθητικός θα έλεγε κανείς, μας χαστούκισε και μας διέταξε να αδειάσουμε τις τσέπες μας. Μας ανάγκασαν να προχωρήσουμε τρέχοντας, ενώ μας ακολουθούσε ένα τεθωρακισμένο, μέχρι που φτάσαμε σε κάποιο χωριό που λεγόταν Κοβαλί. Στο τέλος της ημέρας είχαν συγκεντρωθεί εκεί δέκα χιλιάδες αιχμάλωτοι.

Την επομένη μας πρόσταξαν να παραταχθούμε. «Οι κομμισσάριοι, οι [υπόλοιποι] κομμουνιστές και οι Εβραίοι» διατάχθηκαν να παρουσιαστούν. Μόλις είχαν φτάσει δεκαπέντε άντρες των Ες Ες με μαύρες στολές και μια νεκροκεφαλή στα κασκέτα τους. Κάπου τριακόσιοι από μας προχώρησαν. Τους διέταξαν να μείνουν γυμνοί από τη μέση και πάνω και να παραταχθούν στην πλατεία. Τότε ο διερμηνέας των Γερμανών, που η έντονη προφορά του πρόδιδε ότι καταγόταν από τη Γαλικία, άρχισε να ουρλιάζει ότι δεν μπορεί να ήταν μόνο αυτοί, κρύβονταν κι άλλοι ανάμεσά μας. Σε όποιον κατέδιδε κάποιον κομμουνιστή, κομμισσάριο ή Εβραίο, υποσχέθηκε ότι θα μπορούσε να πάρει τα ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα του θύματος…. Αναμεσα σε δέκα χιλιάδες άνδρες πάντα βρίσκεται μια ντουζίνα ανθρώπων αυτού του είδους. Το ποσοστό δεν είναι μεγάλο, αλλά υπάρχει… Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι αυτού του είδους.

Τελικά, εκτελέσθηκαν κάπου τετρακόσιοι άνθρωποι, ανά ομάδες των δέκα, αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να σκάψουν οι ίδιοι τους τάφους τους.

Οκτώβριος 1941: Σοβιετικοί αιχμάλωτοι στο Μάουτχάουζεν - Bundesarchiv, Bild 192-100 / CC-BY-SA

Οκτώβριος 1941: Σοβιετικοί αιχμάλωτοι στο Μάουτχάουζεν – Bundesarchiv, Bild 192-100 / CC-BY-SA

Τους υπόλοιπους μας οδήγησαν σε ένα στρατόπεδο, έπειτα σε κάποιο άλλο… οι Γερμανοί στρατιώτες, άντρες που έδειχναν να είναι εντάξει άνθρωποι, ποιος ξέρει ίσως να ήταν κι εργάτες, σκότωναν χωρίς δεύτερη σκέψη όποιον καθυστερούσε στην πορεία ή κατέρρεε από την εξάντληση…»

Η μοίρα των Σοβιετικών αιχμαλώτων ήταν το κρύο, η πείνα, οι αρρώστιες, οι συνεχείς ταπεινώσεις, η απώλεια κάθε ίχνους ανθρώπινης αξιοπρέπειας και, τελικά, για τη συντριπτική πλειονότητά τους, ο θάνατος.

[πηγή: Alexander Werth (Александр Верт) «Russia At War, 1941-1945«, Barrie & Rockliff, Λονδίνο, 1964/ γαλλική έκδοση: « La Russie en guerre », t. 1 « La patrie en danger, 1941-1942 », τελευταία αναθεωρημένη έκδοση, Tallandier, σειρά Texto, Παρίσι, 2012, σελ. 287 επ., ειδ. 295-296]

* Με βάση την οργάνωση του Κόκκινου Στρατού εκείνη την εποχή (λίγο αργότερα εγκαταλείφθηκε), οι Άξονες αποτελούσαν το αντίστοιχο των τριών γερμανικών Ομάδων Στρατιών. Κάθε άξονας περιελάμβανε περισσότερα Μέτωπα.

Στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ

η θρυλική επιγραφή "Πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι" στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ, σήμερα στο Μουσείο Ενόπλων Δυνάμεων στη Μόσχα

η θρυλική επιγραφή «Πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι» στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ, σήμερα στο Μουσείο Ενόπλων Δυνάμεων στη Μόσχα

«Я умираю, но не сдаюсь! Прощай, Родина! 20.VII.41»
Εγώ πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι! Αντίο Πατρίδα! 20 Ιουλίου 1941»]

Το Μπρεστ, κάποτε Μπρεστ-Λιτόφσκ, βρίσκεται στη Λευκορωσία στα σύνορα της χώρας με την Πολωνία. Η πόλη αποτελούσε πολωνικό έδαφος μέχρι το 1795, όταν, με τον τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας, κατέληξε στη Ρωσία. Για να διασφαλισθεί η άμυνα της πόλης και της περιοχής της από κάθε πιθανό εισβολέα, οι Ρώσοι έχτισαν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ένα από τα πιο επιβλητικά φρούρια της εποχής σε ένα νησί που σχηματίζεται ανάμεσα στους ποταμούς Μπουγκ και Μοχαβέτς.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το φρούριο κατελήφθη από τους Γερμανούς. Από την πόλη του Μπρεστ-Λιτόφσκ έστειλαν οι Γερμανοί ένα από τα πιο προκλητικά τελεσίγραφα στη Ρωσία των Μπολσεβίκων πλέον, στα τέλη του 1917. Στο οχυρό της πόλης υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1918, μετά από διαπραγματεύσεις μηνών, η Συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ η οποία έθετε τέρμα στον πόλεμο μεταξύ Γερμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας των Λένιν και Τρότσκι.

Η πόλη αλλάζει χέρια κάμποσες φορές μεταξύ Γερμανών, Ρώσων και Πολωνών στους οποίους και καταλήγει το 1921. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα αποτελέσει το θέατρο σκληρών μαχών δύο φορές. Η πρώτη πολιορκία της πόλης και του οχυρού ανάγεται στον Σεπτέμβριο του 1939, όταν η πολωνική φρουρά του οχυρού υπό τον στρατηγό Κονστάντυ Πλισόφσκι θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αποκρούσει την επίθεση των γερμανικών δυνάμεων του στρατηγού Χάιντς Γκουντέριαν. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το φρούριο στις 17/18-9-1939, αλλά 4 ημέρες μετά το παραδίδουν στους Σοβιετικούς σύμφωνα με τους όρους του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλαταφ. Σε λιγότερο από δύο χρόνια θα χρειαστεί να το πολιορκήσουν εκ νέου.

Η Πύλη του Χολμ στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ

Η Πύλη του Χολμ στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ

Όταν ξεκίνησε η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, η σοβιετική αντίδραση μαρτυρούσε πανικό κι έλειψη προετοιμασίας κι οργάνωσης. Υπήρξαν ωστόσο μεμονωμένα σημεία σθεναρής ρωσικής άμυνας. Ένα από αυτά ήταν ακριβώς και το φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Οι Γερμανοί έφτασαν στην πόλη ήδη από την πρώτη ημέρα της εισβολής. Δύο ημέρες μετά, στις 24 Ιουνίου 1941, η πόλη είχε καταληφθεί, όχι όμως και το οχυρό της, όπου αντιστέκεται ηρωϊκά ισχυρή σοβιετική δύναμη.

Μέχρι το τέλος του Ιουνίου οι Γερμανοί έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του οχυρού. Ωστόσο θα συνεχίσουν να υπάρχουν μεμονωμένα σημεία αντίστασης μέσα στο φρούριο τουλάχιστον έως τις 24 Ιουλίου. Σε κάποιον από εκείνους τους γενναίους υπερασπιστές ανήκει κι η επιγραφή με ημερομηνία 20 Ιουλίου που παρατίθεται κάτω από τον τίτλο. Τον συγκεκριμένο χώρο στον οποίο βρέθηκε η επιγραφή τον υπερασπίζονταν στρατιωτικές μονάδες του Εν Κα Βε Ντε (του γνωστού και μη εξαιρετέου Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων).

Το σύνολο σχεδόν της φρουράς θυσιάστηκε, εκτός από λίγους βαριά τραυματισμένους τους οποίους αιχμαλώτισαν οι Γερμανοί. Κάποιοι από αυτούς κατόρθωσαν να επιζήσουν στην αιχμαλωσία. Η τραγική ειρωνεία έγκειται στο ότι, μετά την απελευθέρωσή τους το 1945, αντί να τους υποδεχτούν στην πατρίδα ως ήρωες, τους έστειλαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Γκουλάγκ ως ύποπτους συνεργασίας με τον εχθρό.

[Facebook, 19 Ιουλίου 2014]

22 Ιουνίου

Γερμανικές δυνάμεις τεθωρακισμένων περνούν τα πολωνοσοβιετικά σύνορα/ φωτογραφία: Bundesarchiv, Bild 101I-185-0139-20 / Grimm, Arthur / CC-BY-SA

Γερμανικές δυνάμεις τεθωρακισμένων περνούν τα πολωνοσοβιετικά σύνορα/ φωτογραφία: Bundesarchiv, Bild 101I-185-0139-20 / Grimm, Arthur / CC-BY-SA

Όσο πλησίαζε το θέρος του 1941 τόσο πύκνωναν τα μηνύματα με αποδέκτη τη σοβιετική κυβέρνηση σχετικά με επικείμενη γερμανική εισβολή. Έχοντας προφανώς επίγνωση του ότι ο Κόκκινος Στρατός ήταν ανέτοιμος για μια τέτοια σύγκρουση, η ηγεσία της ΕΣΣΔ προσπαθούσε απελπισμένα να αναβάλει το μοιραίο, προσποιούμενη ότι όλα έβαιναν καλώς όσον αφορά τις γερμανοσοβιετικές σχέσεις.

Στις 5 Μαΐου, ο Στάλιν δεξιωνόταν στο Κρεμλίνο αποφοίτους στρατιωτικών σχολών. Τους μίλησε για περίπου σαράντα λεπτά. Την επομένη, η Πράβντα συνόψιζε το περιεχόμενο του λόγου αυτού σε πέντε ή έξι ανώδυνες γραμμές. Το περιεχόμενο της ομιλίας επρόκειτο να γίνει γνωστό πολύ αργότερα.
«Η κατάσταση είναι εξαιρετικά σοβαρή και δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο γερμανικής επίθεσης πολύ σύντομα… Με όλα τα διπλωματικά μέσα που διαθέτει, η σοβιετική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποτρέψει το ενδεχόμενο αυτό, τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο. Τότε θα είναι πολύ αργά για τους Γερμανούς. Μπορεί να το κατορθώσουμε, μπορεί και όχι».

Επισήμως όλα συνέχιζαν να είναι ήρεμα. Άλλωστε, οι μεθοριακές σοβιετικές δυνάμεις είχαν λάβει διαταγές να μην αντιδρούν σε ύποπτες κινήσεις των γερμανικών στρατευμάτων, προκλήσεις ή παραβιάσεις του εναέριου χώρου της ΕΣΣΔ. Στις 14 Ιουνίου, το πρακτορείο ΤΑΣΣ εξέδιδε το περιβόητο ανακοινωθέν με το οποίο προσπαθούσε να πείσει ότι οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με τη Γερμανία ήταν περίπου ανέφελες. Οι προσεκτικοί παρατηρητές περίμεναν τις γερμανικές αντιδράσεις. Δεν υπήρξε καμία.

Στα απομνημονεύματά του, ο Σοβιετικός στρατηγός Ιβάν Φεντιουνίνσκι διηγείται ένα παράξενο περιστατικό:
«Στις 18 Ιουνίου, εμφανίστηκε σε κάποιο σοβιετικό φυλάκιο ένας Γερμανός λιποτάκτης. Ισχυριζόταν πως, ενώ ήταν μεθυσμένος, χτύπησε έναν αξιωματικό. Είχε τον φόβο ότι θα τον περνούσαν από στρατοδικείο και θα τον τουφέκιζαν. Διατεινόταν ότι συμπαθούσε τους Ρώσους γιατί ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Τέλος, είπε σε αυτούς που τον ανέκριναν ότι, στις 22 Ιουνίου στις 4 το πρωί, ο γερμανικός στρατός θα εισέβαλε στη Ρωσία!»

Είχε ήδη πέσει η σύντομη νύχτα της 21ης Ιουνίου όταν ο Γερμανός πρεσβευτής στη Μόσχα, o κόμης Φρίντριχ-Βέρνερ φον Σούλενμπουργκ επισκέφτηκε τον Λαϊκό Επίτροπο Εξωτερικών Υποθέσεων Βιατσισλάφ Μιχάιλαβιτς Μόλαταφ, έπειτα από επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις του δεύτερου. Ο φον Σούλενμπουργκ, που αγνοούσε τα πάντα για τις αποφάσεις που είχε λάβει ο Χίτλερ κι η ναζιστική ηγεσία εδώ και μήνες, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Επιστρέφοντας στην πρεσβεία, βρήκε τις οδηγίες του ΥπΕξ φον Ρίμπεντροπ: θα έπρεπε να μεταβεί αμέσως εκ νέου στο Κρεμλίνο και, χωρίς καμία συζήτηση, να διαβάσει στον Μόλαταφ ένα τηλεγράφημα του Χίτλερ που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά συγκεκαλυμμένη κήρυξη πολέμου. Ο Ρώσος ΥπΕξ άκουσε αμίλητος το τηλεγράφημα κι έπειτα είπε στον φον Σούλενμπουργκ: «Πόλεμος, λοιπόν… Πιστεύετε ότι αξίζαμε κάτι τέτοιο;»

Είχε ήδη αρχίσει να χαράζει. Την ίδια ώρα, εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες εισέβαλλαν στη Σοβιετική Ένωση, αρχίζοντας μια προέλαση που επρόκειτο σύντομα να τους φέρει στα περίχωρα της Μόσχας και του Λενινγκράντ και στις όχθες του Βόλγα. Η πιο μεγάλη, η πιο αιματηρή πολεμική αναμέτρηση της Ιστορίας είχε μόλις αρχίσει.

[Facebook, 22 Ιουνίου 2014/ πηγή: Alexander Werth (Александр Верт) «Russia At War, 1941-1945«, Barrie & Rockliff, Λονδίνο, 1964/ γαλλική έκδοση: « La Russie en guerre », t. 1 « La patrie en danger, 1941-1942 », τελευταία αναθεωρημένη έκδοση, Tallandier, σειρά Texto, Παρίσι, 2012, σελ. 195-201, 225]

Τα κύματα του… Ήρεμου Ντον

quiet donO «Ήρεμος Ντον» του Μιχαήλ Αλιξάντροβιτς Σόλαχαφ είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στα χρόνια της ΕΣΣΔ. Έως το 1980 είχαν πωληθεί περίπου 80 εκατομμύρια αντίτυπα του βιβλίου, το οποίο είχε μεταφραστεί σε 84 τουλάχιστον γλώσσες. Χάρισε στον συγγραφέα το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΣΣΔ (τότε Βραβείο Στάλιν) το 1941 κι ένα Νομπέλ το 1965, μαζί με απίστευτα εγκώμια εκ μέρους των κριτικών, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον Σόλαχαφ ως «Σοβιετικό Ταλστόι».

Μ. Α. Σόλαχαφ, φωτογραφία του 1938

Μ. Α. Σόλαχαφ, φωτογραφία του 1938

Το τετράτομο έργο (με 8 μέρη) γράφτηκε από το 1926 έως το 1940 και δημοσιευόταν σε συνέχειες σε διάφορα έντυπα [π.χ. τα λογοτεχνικά περιοδικά «Октябрь» (Οχτώβρης) και «Новый мир» (Νέος Κόσμος)]. Περιγράφει τις περιπέτειες μιας οικογένειας Κοζάκων εγκατεστημένων στην περιοχή της Βιοσένσκαγια, κοντά στο Ραστόφ. Ο πατριάρχης των Μέλεχοφ, παππούς του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, επέστρεψε από τον Κριμαϊκό Πόλεμο παντρεμένος με μια Τατάρισσα, η οποία είχε αντιμετωπιστεί από τους συγχωριανούς με περιφρόνηση και φόβο κι είχε κατηγορηθεί για μάγισσα. Ακόμη και στην εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου τα μέλη της οικογένειας έχουν το προσωνύμιο «Τούρκοι»

Η συνάντηση του Γκριγκόρι και της Αξίνιας (σκίτσο του Σ. Καραλκόφ, 1935)

Η συνάντηση του Γκριγκόρι και της Αξίνιας (σκίτσο του Σ. Καραλκόφ, 1935)

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το βιβλίο περιγράφει με τα πιο ειδυλλιακά χρώματα τη φύση της περιοχής κοντά στις εκβολές του Ντον και την ειρηνική ζωή των χωρικών. Ο Γκριγκόρι Παντελέγιεβιτς Μέλεχοφ είναι ένας νεαρός αξιωματικός που ερωτεύεται την Αξίνια, σύζυγο του οικογενειακού φίλου Στεπάν Αστάχαφ. Οι παράνομοι εραστές κλέβονται, γεγονός που προκαλεί έριδα ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Η έναρξη του πολέμου επισκιάζει τις διαμάχες τις οποίες προκάλεσαν τα ερωτικά πάθη. Ο Γκριγκόρι επιστρατεύεται και βρίσκεται να πολεμά εναντίον των δυνάμεων της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Σε μια μάχη θα σώσει τη ζωή του αντίζηλού του. Ούτε αυτή η πράξη, όμως, θα δώσει τέλος στη διαμάχη μεταξύ του Γκριγκόρι και του Στεπάν. Θα ακολουθήσει η Οκτωβριανή Επανάσταση, η επιστροφή στην πατρίδα, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία και την περιοχή του Ντον. Ο Γκριγκόρι θ’ αλλάξει στρατόπεδο πολλές φορές για να βρεθεί τελικά σ’ αυτό των ηττημένων.

Роман-газеты_1928_гΠαρά την τεράστια επιτυχία του και την καταξίωση που προσέφερε στον συγγραφέα, το μυθιστόρημα είχε ταραχώδη ιστορία, αντιμετωπίζοντας ευθύς εξαρχής κατηγορίες για λογοκλοπή. Με το που άρχισε να δημοσιεύεται το έργο σε συνέχειες, υπήρξαν αρκετοί που υποστήριξαν ότι ο Σόλαχαφ είχε απλώς αντιγράψει το αδημοσίευτο βιβλίο του Κοζάκου συγγραφέα και φανατικού αντιμπολσεβίκου Φιόνταρ Ντμίτριεβιτς Κριούκοφ, ο οποίος πέθανε το 1920 από τυφοειδή πυρετό. Οι κατηγορίες αναζωπυρώθηκαν το 1974, όταν δημοσιεύθηκε στο Παρίσι ένα ανώνυμο άρθρο, γραμμένο από κάποιον κριτικό λογοτεχνίας. Μεταξύ των προσώπων που σε διάφορες εποχές κατηγόρησαν τον Σόλαχαφ για λογοκλοπή καταλέγονταν η Σβιτλάνα Αλλιλούγεβα, κόρη του Στάλιν, κι ένας από τους γνωστότερους Ρώσους αντιφρονούντες, ο συγγραφέας Αλιξάντρ Σαλζενίτσιν. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι το θέμα δεν έχει κλείσει οριστικά, η επικρατούσα άποψη συνηγορεί υπέρ της γνησιότητας του έργου (ακόμη και η στατιστική ανάλυση φαίνεται να την αποδεικνύει, ενώ έχουν βρεθεί και τα χειρόγραφα του Σόλαχαφ, για τα οποία όλοι πίστευαν ότι είχαν χαθεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).

Θα ήταν ίσως άδικο να σταθούμε στην ιστορία της λογοκλοπής. Όχι μόνο γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά και γιατί δεν ωφελεί να χρονοτριβούμε με ορισμένα ζητήματα όταν η Ιστορία της λογοτεχνίας έχει ήδη αποφανθεί, άλλως θα αρχίσουμε να διαφωνούμε για την πατρότητα π.χ. των σαιξπηρικών έργων.

Κυρίως, όμως, θα αδικούσαμε την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος. Πρόκειται για μια αριστοτεχνική παρουσίαση ενός θέματος κλασσικού για την παγκόσμια λογοτεχνία: πώς οι απλοί άνθρωποι παρασύρονται στη δίνη των γεγονότων της Μεγάλης Ιστορίας. Από την άποψη αυτή, η σύγκριση με τον Ταλστόι και ειδικότερα το «Πόλεμος και Ειρήνη» είναι απολύτως επιτυχημένη. Άδικη είναι επίσης η κατηγορία περί έργου φιλοσοβιετικής προπαγάνδας. Ο Γκριγκόρι απέχει πολύ από το πρότυπο του σοβιετικού ήρωα (καταλήγει, άλλωστε, αντίπαλος των μπολσεβίκων), ενώ το μυθιστόρημα υπέστη εκτεταμένη λογοκρισία για να πάρει άδεια δημοσίευσης.

Η αφίσα του κατά Μπανταρτσούκ "Ήρεμου Ντον"

Η αφίσα του κατά Μπανταρτσούκ «Ήρεμου Ντον»

Ο «Ήρεμος Ντον» μεταφέρθηκε τρεις φορές στον κινηματογράφο, την πρώτη μάλιστα χωρίς καν να έχει ολοκληρωθεί (1930, σκηνοθεσία Όλγκα Πριαμπραζένσκαγια και Ιβάν Πράβαφ). Η πιο κλασσική είναι μάλλον αυτή του 1957-1958 (σε τρία μέρη) από τον Σιργκέι Γκεράσιμαφ, με τον Πιοτρ Γκλέμπαφ ως Γκριγκόρι και την Ελίνα Μπιστρίτσκαγια ως Αξίνια. Η τρίτη απόπειρα μεταφοράς του μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη ήταν αυτή του Σιργκέι Μπανταρτσούκ το 1992-1993, με τον Ρούπερτ Έβερεττ και τη Γαλλίδα Ντελφίν Φορέ στους βασικούς ρόλους. Έμεινε ανολοκλήρωτη εξαιτίας του θανάτου του σκηνοθέτη το 1994. Ο γιος του, ο Φιόνταρ Μπανταρτσούκ, κατόρθωσε κατά κάποιο τρόπο να την ολοκληρώσει: το φιλμ προβλήθηκε στη ρωσική τηλεόραση με τη μορφή μίνι τηλεοπτικής σειράς.

Γκριγκόρι (Ρ. Έβερεττ) και Αξίνια (Ντ. Φορέ), από το φιλμ του Μπανταρτσούκ

Γκριγκόρι (Ρ. Έβερεττ) και Αξίνια (Ντ. Φορέ), από το φιλμ του Μπανταρτσούκ

* Και για το τέλος, σκηνές από την ανολοκλήρωτη ταινία του Μπανταρτσούκ με μουσική επένδυση ένα παραδοσιακό ουκρανικό τραγούδι το «Несе Галя воду» [δηλ. η Γκάλια ή… Χάλια, αν προτιμάτε μεταγραφή με βάση την ουκρανική προφορά, (υποκοριστικό της Γκαλίνας = Γαλήνης) φέρνει νερό]. Στο ποτάμι, συναντά τον νεαρό Ιβάνκο ο οποίος την φλερτάρει. Η κοπέλα του κάνει νάζια, αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, του δίνει και ραντεβού. 😉

«Несе Галя воду,
Коромисло гнеться,
За нею Іванко,
Як барвінок, в»ється.

 

– Галю ж моя Галю,
Дай води напиться,
Ти така хороша,
Дай хоч подивиться!

 

– Вода у криниці,
Піди тай напийся,
Як буду в садочку,
Прийди подивися.

 

– Прийшов у садочок,
Зозуля кувала,
А ти ж мене, Галю,
Та й не шанувала.

 

– Стелися, барвінку,
Буду поливати,
Вернися, Іванку,
Буду шанувати.

 

– Скільки не стелився,
Ти не поливала,
Скільки не вертався,
Ти не шанувала».

Μια φωτογραφία

 

Kiev_Jew_Killings_in_Ivangorod_(1942)Άχαρη και δύσκολη αποστολή… όχι ακριβώς αυτή του δικηγόρου του διαβόλου, αλλά η εξέταση του απόλυτου κακού με τη στοιχειώδη αντικειμενικότητα.

Εξ αφορμής της επίσκεψης συγγνώμης του προέδρου της ΟΔΓ και σε μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί η ειλικρίνεια ή έστω η πρακτική αποτελεσματικότητα τέτοιων ενεργειών κυκλοφορεί ευρέως στο ΦΜΠ μια φωτογραφία. Απεικονίζει ένα Γερμανό στρατιώτη που είναι έτοιμος να πυροβολήσει μια μητέρα που κρατά το παιδί της στην αγκαλιά. Στην εκδοχή που αναπαράγεται στα ΜΚΔ συνοδεύεται από τίτλο «Δίστομο. 10 Ιουνίου 1944. Ο Ναζί σκοτώνει τη μάνα που κρατάει στην αγκαλιά το παιδί της».

Η φωτογραφία, όμως, δεν έχει καμία σχέση με την απεχθέστατη σφαγή στο Δίστομο. Ούτε το τοπίο αντιστοιχεί στην ημιορεινή μορφολογία της βοιωτικής κωμόπολης ούτε ο στρατιώτης φέρει τα διακριτικά των Βάφφεν Ες Ες που διέπραξαν τη σφαγή.

Πρόκειται για μια από τις γνωστότερες φωτογραφίες που εξεικονίζουν τη ναζιστική θηριωδία. Σύμφωνα με την εκδοχή που υποστηρίζει τη γνησιότητα του ντοκουμέντου, φέρει στην οπίσθια πλευρά της σημείωση στα γερμανικά, με την οποία διευκρινίζεται ότι ελήφθη στο Ιβανγκόραντ της Ουκρανίας το 1942 και αφορά εκκαθαριστική επιχείρηση κατά των Εβραίων του Κιέβου. Εστάλη σε επιστολή από Γερμανό στρατιώτη που υπηρετούσε στο Ανατολικό Μέτωπο, αλλά την υπέκλεψαν στο ταχυδρομείο της Βαρσοβίας μέλη της πολωνικής αντίστασης. Κατέληξε στα χέρια του έφηβου τότε Γέρζυ Τομασέφσκι, ο οποίος την έστειλε προς δημοσίευση το 1959, με την ευκαιρία της έκδοσης ενός βιβλίου μνήμης για τα εγκλήματα του Β’ ΠΠ για την επιμέλεια του οποίου ήταν υπεύθυνος μαζί με τον Ταντέους Μάζουρ.

Το 1962 υποστηρίχθηκε στον γερμανικό Τύπο η άποψη ότι η φωτογραφία ήταν πλαστή, για τον λόγο ότι ο στρατιώτης της φωτογραφίας δεν φορά την κανονική γερμανική στολή ούτε κρατά όπλο από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι ναζιστικές δυνάμεις. Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα ότι από τη φωτογραφία δεν προέκυπτε η οργάνωση, μεθοδικότητα και πειθαρχία που χαρακτήριζε τις επιχειρήσεις μαζικών εκτελέσεων που διέπραξαν οι Γερμανοί. Οι Τομασέφσκι και Μάζουρ απάντησαν δημοσιεύοντας κι άλλες φωτογραφίες από την ίδια επιχείρηση, μαζί με τις χειρόγραφες σημειώσεις στα γερμανικά που έφεραν στο πίσω μέρος τους.

Το συμπέρασμα είναι ότι η γνησιότητα της φωτογραφίας είναι μεν πιθανή, όχι όμως και απολύτως αποδεδειγμένη.

Είναι θεμιτό να χρησιμοποιείται ως υπόμνηση της ναζιστικής θηριωδίας; Είναι σκόπιμο εν γένει να επιχειρούμε να προκαλέσουμε τη συναισθηματική φόρτιση σχετικά με θέματα που απαιτούν ψυχραιμία στην αντιμετώπισή τους, ακόμη και στην περίπτωση της επιβεβλημένης καταδίκης του απεχθέστερου κακού; Δεν έχω εύκολη απάντηση. Κι εγώ ο ίδιος έχω αναδημοσιεύσεις φωτογραφίες σχετικές με το Ολοκαύτωμα, επιδιώκοντας να συγκινήσω και να παρακινήσω με τον τρόπο αυτό στην καταδίκη των εγκλημάτων. Καταλήγω στην απάντηση ότι ναι, πρέπει, αλλά με προσοχή, υπευθυνότητα και δίχως λαθροχειρίες.

[Facebook, 8 Μαρτίου 2014]

Στις εσχατιές της Μεσευρώπης

Τσερνιβτσί: η Πλατεία Θεάτρου

Τσερνιβτσί: η Πλατεία Θεάτρου

Τον νέο Ουκρανό πρωθυπουργό τον έχετε ήδη δει οι περισσότεροι σε εκείνη τη φωτογραφία όπου φαίνεται να χαιρετά ναζιστικά. Οι περισσότεροι, επίσης, δεν γνωρίζετε τον τονισμό του ονόματός του, απολύτως δικαιολογημένα μια και στα ΜΜΕ εμφανίζονται όλοι οι πιθανοί εκτός από τον σωστό. Τυπική περίπτωση πολιτικού νέας κοπής στις χώρες του τέως ανατολικού μπλοκ, ο Αρσένιι Πετρόβιτς Γιατσενιούκ έχει να επιδείξει πολιτική σταδιοδρομία η οποία χαρακτηρίζεται μάλλον από οπορτουνισμό και ιδέες επιφανειακά «φιλοδυτικές», ταλαντευόμενες μεταξύ φιλελεύθερου και φιλολαϊκού (π.χ. «θέλουμε την Ευρώπη γιατί συνεπάγεται υψηλότερο επίπεδο παροχών στους τομείς της παιδείας και της υγείας») και σε αρκετές περιπτώσεις προδήλως αντιβαίνουσες στις δυτικές αντιλήψεις (άρνηση αναγνώρισης μειονοτικών γλωσσών, κατηγορηματική αντίθεση στην αναγνώριση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου). Ίσως τα σημαντικότερα στοιχεία να είναι ότι αποτελεί σαφώς εκπρόσωπο του ουκρανικού εθνικισμού και, ταυτόχρονα, τον εκλεκτό των ΗΠΑ στο πλαίσιο της ουκρανικής κρίσης.

 

Αρσένιι Γιατσενιούκ

Αρσένιι Γιατσενιούκ

Το πιο ενδιαφέρον, όμως, για μένα είναι η γενέτειρα του Γιατσενιούκ, το Τσερνιβτσί (Чернівці́) της Δυτικής Ουκρανίας [ρωσ.: Τσερνοβτσί (Черновцы και παλαιότερα Τσερνοβίτσι/ Чернови́цы), γερμανικά και γίντις: Τσέρνοβιτς (Czernowitz/ טשערנאָװיץ), ρουμανικά: Τσερνιάουτσι (Cernăuți), πολωνικά: Τσερνιόβτσε (Czerniowce)]. Ευρισκόμενο στην ιστορική περιοχή της Μπουκοβίνας, το Τσερνιβτσί ανήκε μέχρι το 1918 στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Μετά τη διάλυση του κράτους των Αψβούργων πέρασε στο Βασίλειο της Ρουμανίας. Το 1940 την κατέλαβε η ΕΣΣΔ αποδίδοντάς την στη ΣΣΔ της Ουκρανίας. Με τη γερμανική εισβολή η πόλη επιστράφηκε στους Ρουμάνους συμμάχους του Γ΄ Ράιχ. Το 1944 ο Κόκκινος Στρατός ανακατέλαβε την πόλη, η οποία έκτοτε αποτελεί έδαφος της Ουκρανίας.

το κτιριακό συγκρότημα του Πανεπιστημίου της πόλης

το κτιριακό συγκρότημα του Πανεπιστημίου της πόλης

Είναι ενδιαφέρον ότι το 1930 η πληθυσμιακά κυρίαρχη στην πόλη εθνοτική ομάδα ήταν οι Εβραίοι (26,8 %), ακολουθούμενοι από τους Ρουμάνους (23,2 %), τους Γερμανούς (20,8 %) και τους Ουκρανούς (18,6 %). Στην πόλη ζούσαν επίσης αρκετοί Πολωνοί και σαφώς μικρότερος αριθμός Ρώσων και Ούγγρων. Από τότε η εθνοτική σύνθεση έχει αλλάξει: άλλωστε κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ τα 2/3 του εβραϊκού πληθυσμού της εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σήμερα η συντριπτική πλειονότητα των 260.000 κατοίκων της πόλης είναι Ουκρανοί (189.000).

Βέβαια, το πιο διάσημο πρόσωπο που έχει γεννηθεί στο Τσερνιβτσί δεν είναι ο Γιατσενιούκ.

Αλλά αυτή εδώ η κυρία:

Μίλα Κούνις: φωτό του χρήστη του flickr Gage Skidmore

Μίλα Κούνις: φωτό του χρήστη του flickr Gage Skidmore

Εάν, όμως, έπρεπε να μνημονεύσουμε το σημαντικότερο τέκνο του Τσερνιβτσί, αυτό δεν είναι άλλο από τον μεγάλο Πάουλ Τσέλαν.

Πάουλ Τσέλαν: φωτογραφία διαβατηρίου, 1938.

Πάουλ Τσέλαν: φωτογραφία διαβατηρίου, 1938.

[Facebook, 3 Μαρτίου 2014]

Λιμοί και πολιτικά εγκλήματα – Голод/ Голодомор

Χάρτης των περιοχών τις οποίες έπληξαν κυρίως οι λιμοί του 1931-33

Χάρτης των περιοχών τις οποίες έπληξαν κυρίως οι λιμοί του 1931-33

Κατά το χρονικό διάστημα 1931-1933, τραγικές αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας της ΕΣΣΔ έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση σειράς φοβερών λιμών που θα πάρουν μαζί τους περισσότερες από 6 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, κυρίως στην Ουκρανία, τη νότια Ρωσία (περιοχές του Κουμπάν και του Κάτω Βόλγα), τα νότια Ουράλια, τη Δυτική Σιβηρία και την Κεντρική Ασία.

Η βίαιη και αδέξια μετάβαση από την παραδοσιακή οργάνωση της αγροτικής οικονομίας στη σοβιετική των κολχόζ και σοβχόζ, η στενόμυαλη επιμονή να τηρηθούν απαρεγκλίτως εντελώς εξωπραγματικά οικονομικά πλάνα, η εγκληματική απαίτηση της πολιτικής ηγεσίας για συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της ανεξαρτήτως κόστους, οδηγούν σε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές της σύγχρονης Ιστορίας.

Το ζήτημα αποτελεί σήμερα πεδίο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, τόσο σε επίπεδο ιστορικών όσο και, κυρίως, πολιτικών. Για τους Ρώσους, ο λιμός του 1931-33 ήταν μια «ανθρωπιστική καταστροφή» που προκλήθηκε από εγκληματικά λάθη. Για την ουκρανική πλευρά (ή, ακριβέστερα, το «αντιρωσικό»/ «φιλοευρωπαϊκό» τμήμα της) επρόκειτο για «γενοκτονία του ουκρανικού λαού» την οποία διέπραξε το «(ρωσικό) κομμουνιστικό καθεστώς«. Στα χρόνια της «πορτοκαλί επανάστασης» (και επί προεδρίας Βίκτορ Γιούστσενκο), το ουκρανικό κοινοβούλιο αναγνώρισε επίσημα ότι ο λιμός εκείνος αποτελούσε «γενοκτονία«, χαρακτηρισμό που έχουν δεχθεί άλλες 24 χώρες (μεταξύ των οποίων, ΗΠΑ, Καναδάς, Πολωνία, οι 3 βαλτικές δημοκρατίες κ.λπ.), όχι όμως κι ο ΟΗΕ ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

 

17 Μαΐου 2010, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς και ο Ρώσος τότε ομότιμός του Ντμίτριι Μεντβέντεφ μπροστά στο μνημείο των θυμάτων του ουκρανικού λιμού

17 Μαΐου 2010, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς και ο Ρώσος τότε ομότιμός του Ντμίτριι Μεντβέντεφ μπροστά στο μνημείο των θυμάτων του ουκρανικού λιμού

Πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια; Αποτελεί ο λιμός που έπληξε τη σταλινική ΕΣΣΔ έγκλημα αντίστοιχο αυτών του ναζιστικού καθεστώτος; Οι δύο περιπτώσεις επιδέχονται σύγκριση όσον αφορά τον αριθμό θυμάτων. Υπάρχουν ωστόσο διαφορές. Στην περίπτωση των ναζί τα εγκλήματα απορρέουν ευθέως από μια ιδεολογία μίσους και ρατσισμού: Εβραίοι, Σλάβοι «υπάνθρωποι», Ρομά και άλλοι, αποτελούν ξένα σώματα για το Γ΄ Ράιχ, που δεν μπορούν και δεν πρέπει να ενσωματωθούν στο γερμανικό έθνος, για αυτό και πρέπει να εξοντωθούν. Ο δόλος είναι άμεσος: Οι ναζί επιδιώκουν το ολέθριο αποτέλεσμα, το έγκλημα τελείται διά πράξεων και όχι διά παραλείψεως. Για τη σταλινική ηγεσία της ΕΣΣΔ, τα στοιχεία είναι διαφορετικά: οι αποφάσεις δεν συνδέονται κατ’ ανάγκην με την κρατούσα ιδεολογία και δεν επιδιώκεται η εξαφάνιση μιας φυλής (π.χ. των Ουκρανών*), αλλά η επίτευξη στόχων, πίσω από τους οποίους υπάρχει ο σκοπός της άνευ όρων υποταγής στο καθεστώς και την ιδεολογία του. Ο δόλος είναι ενδεχόμενος: ο στόχος δεν είναι να εξοντώσω τους πολίτες μου, αλλά να τους «προσηλυτίσω» πολιτικά και ιδεολογικά. Οι αντιρρησίες (και αυτοί που θεωρούνται από το καθεστώς ως τέτοιοι) υφίστανται τέτοιες κυρώσεις και τιμωρίες που ενδέχεται να χάσουν τη ζωή τους.

Η τραγική ιστορία του μεγάλου λιμού είναι εξόχως διδακτική για πολλούς λόγους. Δείχνει πρωτίστως τα ολέθρια αποτελέσματα που μπορούν να έχουν αποφάσεις που λαμβάνονται «γραφειοκρατικά» από ένα στενό κύκλο προσώπων, ορισμένα από τα οποία είναι ιδεολογικά φανατισμένα σε βαθμό που να έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Καταδεικνύει επίσης τον τρόπο αντίδρασης των απλών ανθρώπων, τον διχασμό και το μίσος που φέρνουν οι δυσχέρειες (προς μεγάλη ευχαρίστηση της εκάστοτε εξουσίας που σπεύδει να εκμεταλλευθεί τα στοιχεία αυτά, αν δεν τα έχει καλλιεργήσει εκ των προτέρων): όταν είναι σαφές ότι τα τρόφιμα δεν επαρκούν για όλους, η συνεργασία με το καθεστώς, η αποδοχή της ιδεολογίας του με θρησκευτικό φανατισμό και η εκτέλεση των διαταγών με ζήλο (συνήθως υπερβάλλοντα) αποτελούν στα μάτια πολλών την μόνη ελπίδα επιβίωσης. Προς γνώση και συμμόρφωση, λοιπόν…

* Η Ουκρανία έχασε περίπου το 12% του πληθυσμού της, όχι μόνον ουκρανικού ως προς την εθνοτική προέλευση. Υπήρξε, όμως, μια άλλη σοβιετική δημοκρατία που το διάστημα ’31-33 έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού της (και το 90% του ζωϊκού κεφαλαίου της)! Στο Καζακστάν, χώρα νομάδων οργανωμένων σε φυλές, το πέρασμα στη νέα σοβιετική οικονομία υπήρξε ακόμη πιο αδέξιο και καταστροφικό ως προς τα αποτελέσματά του. Τα θύματα του λιμού ήταν σχεδόν αποκλειστικά Καζάκοι – αυτοί που λάμβαναν τις αποφάσεις σχεδόν αποκλειστικά Ρώσοι (κι Ουκρανοί).

[Αναρτήθηκε στο Facebook στις 5 Δεκεμβρίου 2013 – αναδημοσιεύθηκε στο Portal στις 13 Δεκεμβρίου 2013]

«Где-где? — В Караганде!»

[«Πού; Πού; – Στην Καραγκαντά!», με το πραγματικό νόημα να είναι: «Πού είναι; – Στου διαόλου τη μάνα είναι!«. Π.χ. «Γυναίκα, εκείνο το μπουκάλι βότκα που μας είχε κάνει δώρο ο θείος Σεριόζα, μήπως ξέρεις πού είναι;Στην Καραγκαντά!… Πού να ξέρω, αγάπη μου, εσύ θα το έβαλες κάπου και δεν θυμάσαι. (= στα σκουπίδια το πέταξα, μπεκρούλιακα, για να μάθεις!)» ή «Την πήρες τελικά τη μετάθεση, Αλιόσα;Άστα να πάνε, μη ρωτάς καλύτερα.Δηλαδή πού;Στην Καραγκαντά (= εγώ Μόσχα είχα ζητήσει και με στέλνουν στο Περμ)»]

Στα χρόνια της ΕΣΣΔ το τοπωνύμιο Καραγκαντά (Καραγαντί στα καζάκικα) ήταν συνώνυμο του μέρους που βρίσκεται στην μέση του πουθενά, της δυσμενούς μετάθεσης, του τόπου όπου κανείς δεν θα ήθελε να βρεθεί. Για αυτόν τον λόγο κι η παροιμιώδης φράση «Где-где? — В Караганде!». Χαμένη κάπου στις αχανείς στέπες του Καζακστάν, η πόλη άρχισε να χτίζεται μόλις το 1934 με σκοπό να στεγάσει το εργατικό δυναμικό για την εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων άνθρακα της περιοχής. Φυσικά, η τοποθεσία ήταν ιδανική και για την εκτόπιση «ύποπτων» κι «ανεπιθύμητων» ατόμων ή μειονοτήτων. Ο Στάλιν έστειλε στην μαγευτική Καραγκαντά πολλούς Γερμανούς του Βόλγα και κάμποσους Τσετσένους. Εξάλλου, πριν καν αρχίσει να χτίζεται η πόλη, είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία το διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Καραγκαντά (Карагандинский исправительно-трудовой лагерь και, χαϊδευτικά, Карлаг) το οποίο «φιλοξένησε» συνολικά 800 χιλιάδες αντιφρονούντες ή απλώς άτυχους.

Η Καραγκαντά είναι πια, με μισό εκατομμύριο κατοίκους, η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του Καζακστάν (κάποτε ήταν η δεύτερη). Οι Γερμανοί έχουν φύγει σχεδόν όλοι (πολλοί πήγαν στη Γερμανία). Είναι, όμως, πλέον κοντά στην πρωτεύουσα της χώρας (η απόσταση από την Αστάνα είναι μικρότερη από 200 χλμ). Και φυσικά έχει την πρωταθλήτρια Καζακστάν στο ποδόσφαιρο, τη Σαχτιόρ… την οποία αντιμετώπισε απόψε ο ΠΑΟΚ στην άδεια Τούμπα και την νίκησε 2-1 με αρκετή δυσκολία.

[Facebook, 19 Σεπτεμβρίου 2013]

Γράμματα από το Σταλινγκράντ

Εκτός από καθοριστικής σημασίας νίκη επί των δυνάμεων του ναζισμού, τη Μάχη του Σταλινγκράντ τη θεωρούσα πάντα ένα ανθρώπινο δράμα ασύλληπτου μεγέθους. Το όνομα κι η στρατηγική σημασία της πόλης έκανε τους ηγέτες των δύο αντιπάλων να πιστεύουν με εμμονή ότι ο έλεγχός της αποτελούσε τον σημαντικότερο στόχο του πολέμου. Η εμμονή αυτή είχε ως αποτέλεσμα ανθρώπινες απώλειες που ξεπερνούν κάθε λογική. Για τους τελικούς θριαμβευτές Σοβιετικούς, οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες ξεπέρασαν το εκατομμύριο. Για τους Γερμανούς, οι αντίστοιχοι αριθμοί ξεπερνούσαν σαφώς τις 500.000. Χωρίς να ξεχνάμε τις απώλειες αυτών που κι η ίδια η Ιστορία δεν καταδέχτηκε να καταγράψει: των συμμάχων της ναζιστικής Γερμανίας, που τόσο συχνά είχαν ως μόνο ρόλο αυτόν της τροφής για τα κανόνια του αντιπάλου, Ούγγρων, Ρουμάνων κι Ιταλών.

Ξεχνώντας τους καλούς και τους κακούς της Ιστορίας, είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς στη μοίρα της 6ης Στρατιάς του Πάουλους όλα τα χαρακτηριστικά μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Πολιορκητές, κατακτητές, πολιορκημένοι και τελικά φριχτά νικημένοι, οι στρατιώτες της βάδισαν σε μια Κάθαρση της οποίας το μέγεθος ήταν αντίστοιχο της σκληρότητας της σύγκρουσης. Ήταν περισσότεροι από 250.000, αλλά μόνο 6.000 από αυτούς επέζησαν του πολέμου και της αιχμαλωσίας. Ναι, ήταν εισβολείς. Πολέμησαν για λογαριασμό του πλέον φριχτού κι απάνθρωπου καθεστώτος που γνώρισε η Ιστορία. Κι, όμως, το δράμα τους συγκινεί. Κι όχι μόνο γιατί πλήρωσαν με τη ζωή τους τη συμμετοχή σ’ έναν πόλεμο που ξεκίνησε η ίδια τους η χώρα. Άλλωστε πόσοι είχαν πραγματικά κάποια επιλογή; Πόσοι πίστευαν κάτι διαφορετικό από το ότι πολεμούσαν για την πατρίδα τους, ιδανικό που οι κρατούσες αντιλήψεις της εποχής εμφάνιζαν ως το ύψιστο; Το δράμα τους δεν είναι άλλο από αυτό του απλού ανθρώπου που γίνεται πιόνι στη δίνη των ιστορικών γεγονότων.

Το 1950 δημοσιεύθηκε στην τότε Δυτική Γερμανία, ένα βιβλίο που περιείχε επιστολές τις οποίες είχαν γράψει άνδρες της 6ης Στρατιάς κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Έφερε τον τίτλο «Τελευταία Γράμματα από το Σταλινγκράντ». Μολονότι η αυθεντικότητα των επιστολών αμφισβητήθηκε, η κρατούσα άποψη τάσσεται υπέρ της γνησιότητάς τους. Σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενό τους είναι τόσο συγκλονιστικό που ξεπερνά την όποια διαμάχη αυτού του είδους.

Ο στρατάρχης Πάουλους παραδίδεται στους Σοβιετικούς

Ο στρατάρχης Πάουλους παραδίδεται στους Σοβιετικούς

«Αυτό εδώ θα είναι το τελευταίο γράμμα μου για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα. Λένε πως αύριο θα απογειωθεί το τελευταίο αεροπλάνο από αυτόν τον θύλακο. Η κατάσταση είναι πια απελπιστική. Οι Ρώσοι βρίσκονται τρία χιλιόμετρα μακριά από την τελευταία μας αεροπορική βάση κι όταν χαθεί κι αυτή ούτε ποντίκι δεν θα μπορεί να ξεφύγει από εδώ πέρα, πόσο μάλλον εγώ».

«Ακριβώς δίπλα μου είναι ξαπλωμένος ένας στρατιώτης από το Μπρεσλάου που έχασε το ένα χέρι και τη μύτη του. Μόλις μου είπε ότι δεν πρόκειται να χρειαστεί άλλο μαντήλι. Όταν τον ρώτησα τι θα κάνει έτσι και χρειαστεί να κλάψει, μου αποκρίθηκε: «Κανείς εδώ πέρα, κι ανάμεσά τους βέβαια εσύ κι εγώ, δεν θα έχει πια την ευκαιρία να ξανακλάψει. Πολύ σύντομα άλλοι θα κλαίνε για μας»».

«Βαδίσαμε κατόπιν διαταγών, πυροβολήσαμε κατόπιν διαταγών, πεινάσαμε κατόπιν διαταγών, πεθάναμε κατόπιν διαταγών. Θα μπορούσαμε να έχουμε ξεφύγει εδώ και πολύ καιρό, μόνο που οι μεγάλοι στρατηγοί δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει. Σύντομα θα είναι πολύ αργά, αν δεν είναι ήδη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα ξαναβαδίσουμε κατόπιν διαταγών. Κατά πάσα πιθανότητα προς την αρχικά καθορισμένη κατεύθυνση, αλλά δίχως όπλα και υπό διαφορετική διοίκηση».

Χρειάζεται άραγε να προφέρουμε και πάλι τον ιερό αφορισμό; «Ποτέ ξανά!».