Campo de’ Fiori

Το άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο στο Κάμπο ντε’ Φιόρι (πηγή: Wikipedia, χρήστης: RuprechtN)

 

«Στη Ρώμη, στο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,                       

πλακόστρωτο με κρασί ραντισμένο

και πέταλα πατημένα λουλουδιών.

Ρόδινα θαλασσινά στους πάγκους

πλανόδιοι έμποροι ακουμπούν.

Βαριά τσαμπιά σκουρόχρωμο σταφύλι

πέφτουν στων ροδάκινων το χνούδι.

 

Σ’ αυτήν εδώ, την ίδια την πλατεία

έκαψαν τον Τζορντάνο Μπρούνο,

εδώ ο δήμιος άναψε τη φωτιά

από όχλο περίεργο περιτριγυρισμένος.

Και μόλις η φλόγα είχε σβήσει,

γεμίσαν πάλι οι ταβέρνες,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,

στο κεφάλι οι πλανόδιοι κουβαλούσαν.

 

Θυμήθηκα το Κάμπο ντε’ Φιόρι,

στη Βαρσοβία, κοντά στο καρουζέλ,

ένα ηλιόλουστο της άνοιξης δείλι,

υπό τους ήχους εύθυμης μουσικής.

Οι πυροβολισμοί πίσω απ’ του γκέτο τα τείχη

χάνονταν μέσα στην εύθυμη μουσική,

και ανεβαίναν τα ζευγάρια

ψηλά στον γαλάζιο ουρανό.

Βαρσοβία, άνοιξη 1943: Γερμανοί στρατιώτες, πιθανώς άνδρες των Βάφφεν Ες Ες, οδηγούν Εβραίους εκτός του Γκέτο σε ευχερώς εννοούμενο προορισμό.

Κάποιες φορές ο άνεμος

απ’ τα πυρπολημένα σπίτια,

μαύρα έφερνε αποκαΐδια,

που τα έπιαναν οι άνθρωποι στον αέρα,

πηγαίνοντας στο καρουζέλ.

Των κοριτσιών σήκωνε τις φούστες

ο άνεμος αυτός, απ’ τα πυρπολημένα σπίτια.

Γελούσανε τα πλήθη ευτυχισμένα,

τούτη την όμορφη Κυριακή στη Βαρσοβία.

 

Κάποιος το δίδαγμα το ηθικό μπορεί να βρήκε,

πως οι άνθρωποι, στη Βαρσοβία ή στη Ρώμη,

κλείνουν δουλειές, παίζουν, αγαπούν,

περνώντας δίπλα απ’ των μαρτύρων τις πυρές.

Κάποιος άλλος για δίδαγμα βρήκε

την απώλεια της ανθρωπιάς,

τη λησμονιά που τη φλόγα την καλύπτει

πριν καν αυτή να σβήσει.

 

Μα εγώ σκεφτόμουν

αυτών που χάνονται τη μοναξιά,

σκεφτόμουνα πως ο Τζορντάνο,

καθώς ανέβαινε τα σκαλιά προς την πυρά,

σε γλώσσα ανθρώπινη

ούτε μια λέξη δεν βρήκε,

την ανθρωπότητα να αποχαιρετήσει,

τούτη την ανθρωπότητα που τον δρόμο της τραβά.

 

Κρασί ήδη τρέχουνε να βάλουν,

αστερίες να πουλήσουν,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές

χαρούμενοι οι πλανόδιοι θα κουβαλήσουν.

Κι αυτός είχε ήδη φύγει μακριά,

λες και αιώνες είχανε περάσει,

μα εκείνοι λίγο μονάχα περιμέναν,

μετά την αναχώρησή του στην πυρά.

 

Και γι’ αυτούς που χάνονται μονάχοι,

λησμονημένοι ήδη απ’ τον κόσμο,

ξένη γι’ αυτούς η γλώσσα μας έχει γίνει,

σαν γλώσσα πανάρχαιου πλανήτη.

Μέχρι που όλα θρύλος θα είναι πια,

κι έπειτα από πολλά χρόνια,

στο νέο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

σπίθα εξέγερσης θ’ ανάψουν του ποιητή τα λόγια.

 

Βαρσοβία – Πάσχα 1943».

Στο ποίημά του «Κάμπο ντε’ Φιόρι», ο Τσέσουαφ Μίουος συσχετίζει δύο δραματικά γεγονότα: την εκτέλεση, στην ομώνυμη πλατεία της Ρώμης, του Ιταλού φιλοσόφου Τζορντάνο Μπρούνο, ο οποίος κάηκε ζωντανός από την Ιερά Εξέταση λόγω των ιδεών του που χαρακτηρίσθηκαν ως αιρετικές (17 Φεβρουαρίου 1600), και την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας την άνοιξη του 1943. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ποιητής εξεικονίζει την αδιαφορία των πολλών, των ανθρώπων για τους οποίους η ζωή συνεχίζεται παρά τις τραγωδίες που εκτυλίσσονται ακριβώς δίπλα τους.

Τσέσουαφ Μίουος

* Εκ παραδρομής ο Μίουος τιτλοφόρησε το ποίημα του «Campo di Fiori», μολονότι η ακριβής ονομασία της πλατείας στα ιταλικά είναι «Campo de’ Fiori».

** Επιπλέον, άθελά του ο ποιητής υποπίπτει σε έναν αναχρονισμό. Η λαϊκή αγορά τροφίμων στο Κάμπο ντε’ Φιόρι ανάγεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν η πλατεία μεγάλωσε ύστερα από την κατεδάφιση κάποιων κτιρίων. Την εποχή της εκτέλεσης του Μπρούνο οι ταβέρνες υπήρχαν ήδη, όχι όμως η λαϊκή αγορά. Αντιθέτως, το Κάμπο ντε’ Φιόρι ήταν φημισμένο ως χώρος παζαριού αλόγων.

*** Καθόσον γνωρίζω, το ποίημα δεν περιλαμβάνεται σε κάποια από τις συλλογές ποιημάτων του Μίουος που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (Τσέσλαφ ΜΙΛΟΣ «Ποιήματα», μετάφραση Αντ. Μακρυδημήτρης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005 και «Έσχατα Ποιήματα», μετάφραση P. Krupka και Γ. Πετρόπουλος, εκδ. Momentum, 2013).

Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόχειρη και άτεχνη μετάφραση είναι δική μου. Προφανώς αναμετρήθηκα με κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις και τις ικανότητές μου. Όχι μόνο λόγω της δυσκολίας της ποίησης του Μίουος και των ανεπαρκών γνώσεών μου πολωνικής, αλλά κυρίως λόγω της πρόδηλης αδυναμίας μου να γράψω έστω και το παραμικρό σε ποιητικό λόγο.

Η επιθυμία, όμως, να αποτυπώσω το ποίημα στην ελληνική γλώσσα αποδείχθηκε ακατανίκητη.

Ας με συγχωρήσουν όσοι κάνουν τον κόπο να το διαβάσουν.

Ρογήρος (και κατά κόσμον Π. Δ. Π.)

Μια πρόχειρη και κάπως βιωματική εισαγωγή στο «Δικό μας Αίμα» του Γιώργου Ιωάννου

«Πρόσεξε να μην τους πεις πως ορισμένες φορές οι πόλεις ακολουθούν η μία την άλλη στον ίδιο τόπο και με το ίδιο όνομα, γεννιούνται και πεθαίνουν δίχως να γνωρίζει η μία την άλλη, δίχως να συγκοινωνούν μεταξύ τους. Κάποτε ως και τα ονόματα των κατοίκων μένουν τα ίδια, κι ο ήχος των φωνών τους, και τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Οι θεοί, όμως, που ζουν πέρα από τα ονόματα και πάνω από τους τόπους έχουν φύγει δίχως να πουν λέξη κι άλλοι έχουν πάρει τη θέση τους».

[Ίταλο Καλβίνο «Οι Αόρατες Πόλεις», 1972, απόσπασμα που παραθέτει ο Μ. Μαζάουερ στη «Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων», 2004]

Ι.   Πρέπει να είμαι ο πλέον ακατάλληλος άνθρωπος για να κάνω την εισαγωγή σε ένα βιβλίο νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όσοι με γνωρίζουν καλά, γνωρίζουν ότι δεν είμαι κι ο πλέον επιμελής αναγνώστης της ημέτερης λογοτεχνικής παραγωγής. Υπήρχαν, όμως, και υπάρχουν πάντα κι οι εξαιρέσεις. Ο Γιώργος Ιωάννου καταλέγεται σ’ αυτές.

Η γνωριμία μου με το έργο του Ιωάννου ανάγεται, δίχως καμία πρωτοτυπία, στα σχολικά μου χρόνια. Κάτι πρέπει να διδασκόμασταν από αυτό. Κι ο φιλόλογός μας μιλούσε αρκετά επαινετικά για τον Θεσσαλονικιό λογοτέχνη. Ίσως και να τον γνώριζε και προσωπικά, αλλά πάνε πια πολλά χρόνια και η μνήμη μου δεν με βοηθά για να απαντήσω με βεβαιότητα. Έπειτα, ο συγγραφέας ζούσε τότε κι είχαμε την ευκαιρία να τον δούμε σε τηλεοπτικές εκπομπές να μιλά για το έργο και για την πόλη του. Φαινόταν ενδιαφέρων άνθρωπος, το δίχως άλλο. Αλλά κι ο γραπτός του λόγος, άμεσος και ζωντανός, σε κέρδιζε μάλλον εύκολα. Τέλος, έγραφε πρωτίστως για τη Θεσσαλονίκη. Κι αυτό ήταν για μένα το πιο σημαντικό.

Για κάποιον που μεγάλωνε στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980, η Θεσσαλονίκη ασκούσε ακατανίκητη γοητεία, περιβαλλόταν από μυστήριο, αποκτούσε φήμη διαστάσεων σχεδόν μυθολογικών. Η Αθήνα ήταν μια μεγαλούπολη απομονωμένη και μονοπολιτισμική, άρχων και φορέας της ιδεολογίας και της νοοτροπίας του νεότερου ελληνικού κράτους. Αν κάπως έστρεφε το βλέμμα της προς τα έξω, αυτό προς το οποίο κοίταζε ήταν η δυτική Ευρώπη. Μια Ευρώπη, όμως, μακρινή κι εξιδανικευμένη, περισσότερο είδωλο παρά πραγματικότητα, κάτι το ιδωμένο μέσα από το πρίσμα πολλαπλών συμπλεγμάτων. Η Θεσσαλονίκη, με όλη την παρακμή της (ή, ίσως, και για αυτό), ήταν κάτι το διαφορετικό.

Σε κάποια από τις επισκέψεις μου στη Θεσσαλονίκη, ενήλικος πια, ανέβηκα στη Μονή Βλατάδων, εκτός των άλλων και για να θαυμάσω τη μαγευτική θέα που προσφέρει. Ενώ μας περιέβαλλαν οχυρώσεις βυζαντικές, ενετικές κι οθωμανικές, η ματιά μας έφτανε στον Θερμαϊκό. Η πόλη απλωνόταν στα πόδια μας. Ανάμεσα στις θλιβερές νεοελληνικές πολυκατοικίες (οι οποίες στη Θεσσαλονίκη ίσως και να δείχνουν ακόμη πιο θλιβερές), ξεχώριζαν ρωμαϊκά ερείπια και βυζαντινοί ναοί. Ακριβώς μπροστά μας, τα σπίτια της κάποτε τουρκικής Άνω Πόλης. Από κάποιο από αυτά άρχισαν ξαφνικά να ακούγονται αμανέδες. Η πόλη ήταν πράγματι διαφορετική. Κάτω από το βερνίκι της συμπρωτεύουσας, πέρα από τον ραγδαίο εξελληνισμό της και τη δραματική αλλαγή της πληθυσμιακής της σύνθεσης, έφερε πάνω της τα σημάδια του παρελθόντος. Το βλέμμα της έμοιαζε να στρέφεται προς τα Βαλκάνια και την Ανατολή.

ΙΙ.   Ο Γιώργος Ιωάννου γεννιέται στη Θεσσαλονίκη το 1927, παιδί προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. Σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Ύστερα από ένα σύντομο διάστημα, κατά το οποίο υπηρετεί ως βοηθός στο Πανεπιστήμιο, εργάζεται ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης σε ιδιωτικά και δημόσια σχολείο. Το 1971 εγκαταλείπει τη γενέτειρά του για να εγκατασταθεί στην Αθήνα, εργαζόμενος στο Υπουργείο Παιδείας.

Ο Ιωάννου ασχολήθηκε με πολλά: ποίηση, έργα για παιδιά, λαογραφικές μελέτες, μεταφράσεις της αρχαιοελληνικής και λατινικής γραμματείας, επιμέλεια εκδόσεων και έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών. Το είδος, όμως, στο οποίο κυρίως διακρίθηκε ήταν το πεζογράφημα, είδος υβριδικό μεταξύ του δοκιμίου και της διήγησης των ψυχικών καταστάσεων του αφηγητή. Εξέδωσε συνολικά 12 συλλογές πεζογραφημάτων, από το «Για ένα Φιλότιμο» (1964) και τη «Σαρκοφάγο» (1971) ως την «Πρωτεύουσα των Προσφύγων» (1984).

Το νήμα της ζωής του κόβεται πρόωρα το 1985, εξαιτίας των επιπλοκών εγχείρησης προστάτη. Εγχείρησης η οποία χαρακτηριζόταν ως «απλή επέμβαση ρουτίνας».

ΙΙΙ.   «Το Δικό μας Αίμα» είναι η τέταρτη κατά σειρά έκδοσης συλλογή πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου και αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα της γραφής του και της θεματολογίας του. Περιλαμβάνει 17 πεζογραφήματα, τα οποία είχαν δημοσιευθεί σε πρωτόλεια μορφή στην εφημερίδα «Καθημερινή» και τα οποία ο συγγραφέας ξαναδούλεψε πριν από την έκδοσή τους στη συλλογή, το 1978. Θέμα όλων είναι, φυσικά, η Θεσσαλονίκη, κυρίως η Θεσσαλονίκη των παιδικών, εφηβικών και φοιτητικών χρόνων του συγγραφέα, δηλαδή των δεκαετιών του 1930 και του 1940, αλλά όχι μόνο. Ο Ιωάννου γράφει για τις συνοικίες της προπολεμικής Θεσσαλονίκης και τη ζωή σ’ αυτές («Εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον»), το προσφυγικό στοιχείο («Η παρέλαση των προσφύγων»), τα χρόνια της κατοχής («Το δικό μας αίμα», «Θεσσαλονίκη: 25 Μαρτίου 1944») και την απελευθέρωση («Η παραπεταμένη απελευθέρωση»), τον αφανισμό των Εβραίων της πόλης («Το ξεκλήρισμα των Εβραίων») ή για τα φοιτητικά του χρόνια και τις αναμνήσεις από τους καθηγητές του στο ΑΠΘ («Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Τα πενήντα χρόνια του»), φτάνοντας μέχρι τους πρόσφατους τότε σεισμούς που είχαν πλήξει την συμπρωτεύουσα («Για τις περιβόητες πολυκατοικίες», «Απογραφή ζημιών») *.

Ο λόγος του Ιωάννου είναι απλός, άμεσος και βιωματικός. Κατά τον ίδιο «καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να γραφεί όταν ο λόγος δεν έχει βιωματικό βάρος και όταν ο λογοτέχνης δεν τον έχει ψηλαφίσει με την ψυχή και το πνεύμα του». Στα πεζογραφήματα που περιλαμβάνει «Το Δικό μας Αίμα», ο Ιωάννου είναι απολύτως πιστός στην αρχή αυτή. Η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως θέματος μοιάζει απολύτως φυσική, με τον συγγραφέα να φτάνει μέχρι του σημείου να γράψει:

«Παρομοιάζω το σώμα μου με την πόλη αυτή – είναι, άλλωστε, η γενέτειρά μου και προς αυτήν πάντοτε κατατείνω. Τόσο τυραννικά διακατέχομαι, ώστε, πράγμα αστείο ίσως, νιώθω καμιά φορά να χαράζεται η τοπογραφία της απάνω μου, με τα σημάδια της, τα σχήματα και τα χρώματά της». [«Με τα σημάδια της απάνω μου», σελ. 183].

Όποτε το επιθυμεί, ο συγγραφέας γίνεται ειρωνικός, σαρκαστικός και καυστικός (λ.χ. «Η Πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου» σελ. 46 επ., όπου μιλά για τις μετονομασίες αναλόγως των πολιτικών μεταβολών, «Η παραπεταμένη απελευθέρωση», σελ. 108, για τους αστούς που την τελευταία στιγμή βγάζουν στα μπαλκόνια τις σημαίες των συμμάχων), κάποιες φορές με τρόπο ανεπανάληπτα μεγαλειώδη:

«Μια καθυστερημένη διαδήλωση πλησίαζε από τα βάθη της Εγνατίας, το ανταριασμένο Βαρδάρι. Έστριψαν γοργά από τη Βενιζέλου για το Διοικητήριο, θαρρείς για να προλάβουνε τη νύχτα. Θά ’ταν καμιά διακοσαριά, σκελετωμένοι και κουρελήδες. Έμοιαζαν κρατούμενοι από το στρατόπεδο Παύλου Μελά. Κραύγαζαν ξέφρενα, φανατικά, κουνούσαν τη γροθιά με ορμή τόση, που νόμιζες πως θα τους φύγει προς τον ουρανό το χέρι. Τεράστιες παντιέρες ολοκόκκινες, καμωμένες από αλεξίπτωτα γερμανικά, χαϊδεύαν τα κουρεμένα κεφάλια. Για πού τραβούσαν τέτοια ώρα οι κολασμένοι αυτοί; “Πολύ κόκκινο, πολύ”, φιθύρισε κάποιος δίπλα μου. Τον ήξερα αυτόν, και με ήξερε, γι’ αυτό άλλωστε, μουρμούριζε μέσα στ’ αυτί μου. Πριν λίγες μέρες έλεγε θριαμβικά: “Ήρθε η ώρα που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια”. Τώρα, οι κουρελήδες αυτοί με την ανατριχιαστική λύσσα τους θολώναν κάπως το σχέδιο για τα χρυσά κουτάλια. Όμως η ιδέα, η σύλληψη της ιδέας, παρά τα τρεμοσβησίματά της, αποδείχτηκε κατά βάση σωστή. Το Σχέδιο Μάρσαλ, καθώς και όλα τα παρόμοια σχέδια, χάρισαν σ’ αυτόν και τους επιτήδειους ομοίους τους όχι μονάχα τα χρυσά κουτάλια, μα και τα χρυσά πιρούνια και τα χρυσά μαχαίρια, ακόμα και τις αλυσίδες τις ολόχρυσες.

Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο απλό ούτε τόσο απαλό το τέλος.» [«Η παραπεταμένη απελευθέρωση», σελ. 112]

Αν κάπου φαίνεται η ηλικία των κειμένων, αυτό, όπως ξαναδιαβάζω το βιβλίο 30 και περισσότερα χρόνια μετά, είναι στην έλλειψη πολιτικής ορθότητας. Πνεύμα πατριωτικό οδηγεί τον συγγραφέα να εξυμνεί την ελληνική φυλή. Συλλήβδην οι ξένοι υποτιμούνται. Απέχθεια φανερώνεται για τους διάφορους κατακτητές της πόλης, από τους Ενετούς και τους Τούρκους ως τους Γερμανούς. Ακόμη κι όταν μιλά για τους Εβραίους (κι ο Ιωάννου είναι από τους πρώτους που έγραψαν για τον αφανισμό του εβραϊκού στοιχείου της Θεσσαλονίκης, για το πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκε πάνω στο εβραϊκό νεκροταφείο) δεν αποφεύγει κάποια σχόλια που σήμερα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως υποτιμητικά. Ο Ιωάννου δεν έχει κανένα πρόβλημα να φανερώσει την απέχθειά του για το «καταπιεστικό κράτος των Αθηνών», να μιλήσει υποτιμητικά για τους προερχόμενους από την Παλαιά Ελλάδα και ειδικά τους Μοραΐτες (κι όταν θέλει να μειώσει τους Δυτικομακεδόνες τους χαρακτηρίζει ως «Μοραΐτες» της Βόρειας Ελλάδας!).

Αυτά, όμως, περισσότερο φανερώνουν ότι ο συγγραφέας, όπως ήταν λογικό, ήταν άνθρωπος της εποχής του, παρά τον χαρακτηρίζουν. Άλλωστε, το απόσπασμα που παραθέτει στο τέλος του  «Με τα σημάδια της απάνω μου» (σελ. 195) δεν είναι, εκτός από όλα τα άλλα, κι ένας ύμνος στο διαπολιτισμικό παρελθόν της πόλης;

«Μαζί σαπίζουμε, Νύμφη του Θερμαϊκού. Είσαι Νύμφη και είμαι Νυμφίος. Και είσαι η γενέτειρά μου. Εσύ, βέβαια, κάποτε θα ξανανιώσεις, όταν όλα αυτά τα μπετά ξαναγίνουνε, έτσι ή αλλιώς, χώματα. Και στον καιρό της νέας δόξας σου, της νέας αναγέννησής σου, αν είσαι η μάνα, η ανά, η μάικω, ή η μάντρε, εμάς, Μπαγιάτιδες και Γιουνάνιδες, Αποικιστές κι Αποίκους, που όμως φέρνουμε τις ουλές και τα σφραγίσματά σου, μη μας πατικώσεις μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά, όπως τόσο καλά ξέρεις, αλλά να μας ξαναθυμηθείς, να μας πεις υιούς σου και να μας εξυψώσεις».

* Το πεζογράφημα της συγκεκριμένης συλλογής που διαφέρει από τα υπόλοιπα είναι μάλλον το «Βουκουρέστι, αχ Βουκουρέστι», στο οποίο αφιέρωσε πρόσφατη ανάρτησή του ο Νίκος Σαραντάκος. Όπως σημειώνει ο Ν. Σ., πρόκειται για το μόνο από τα διηγήματα του βιβλίου που δεν είναι «πολεογραφικό», «αφού διηγείται ιστορίες ανθρώπων πιο πολύ και όχι της πόλης». Είναι, άλλωστε, το πιο σύνθετο από τα πεζογραφήματα, καθώς έχει διττή θεματολογία: σε πρώτο επίπεδο, ο κομμουνισμός, ή μάλλον η φοβία για τον κομμουνισμό. Σε δεύτερο (και ουσιαστικότερο) επίπεδο, η ελευθερία στον έρωτα.

[το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση στο εν λόγω βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου στο πλαίσιο συνάντησης της Ελληνικής Λέσχης Ανάγνωσης Λουξεμβούργου (Ε.Λέ.Α.Λ.), στις 17 Μαΐου 2019]

Μπουλγκάκοφ και Σίμονοφ – Βίοι όχι ακριβώς παράλληλοι

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Νεανική φωτογραφία του Μ. Α. Μπουλγκάκοφ

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου

I. Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ ήταν μάλλον δυστυχισμένος άνθρωπος. Εκεί που το είχε σχεδόν βέβαιο πως με το έργο του θα καθιερωνόταν στο λογοτεχνικό στερέωμα ως ο Μεγάλος Ρώσος Λογοτέχνης του 20ού αιώνα, διαπίστωνε πως είχε λογαριάσει δίχως τη λογοκρισία. Ό,τι και να έδινε κρινόταν ακατάλληλο προς δημοσίευση. Μα είναι αλήθεια πως κι αυτός ο ίδιος, ο πρώην στρατιωτικός ιατρός από το Κίεβο με το μονόκλ, το παπιγιόν και την εμφάνιση εν γένει αστού δανδή, δεν βοηθούσε ιδιαίτερα την υπόθεσή του.

Το πρώτο του μυθιστόρημα έφερε τον εύγλωττο τίτλο «Η Λευκή Φρουρά» . Πραγματευόταν τα δραματικά γεγονότα στο Κίεβο κατά το χρονικό διάστημα 1918-1920, όταν η ουκρανική πρωτεύουσα είχε αλλάξει χέρια τουλάχιστον δεκαπέντε φορές. Το έργο αυτό, διασκευασμένο σε θεατρικό υπό τον τίτλο «Ημέρες των Τουρμπίν», ανέβηκε το 1926 στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σκηνοθετημένο από τον μεγάλο Στανισλάφσκι. Αποθεώθηκε από το κοινό, αλλά η καθεστωτική κριτική υπήρξε λυσσαλέα: «έργο αστικής ηθικής και ιδεολογίας», «αντεπαναστατικό, εξιδανικεύει τους Λευκούς». Ο ίδιος ο Στάλιν το επέκρινε δημόσια (μολονότι το είχε παρακολουθήσει δεκαπέντε φορές!), ενώ τελικά το θεατρικό χαρακτηρίσθηκε κι επίσημα ως απαγορευμένο.

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Από το ανέβασμα του θεατρικού του Μπουλγκάκοφ «Ημέρες των Τουρμπίν» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

Ο Μπουλγκάκοφ είχε πλέον απογοητευτεί. Άρχισε να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του φωναχτά σε φίλους και γνωστούς και να διατείνεται ότι ίσως να ήταν καλύτερα να πάει να ζήσει κάπου αλλού, σε κάποια χώρα όπου τουλάχιστον τα βιβλία του θα δημοσιεύονταν κι η αξία του ίσως και να αναγνωριζόταν. Και κάποια ημέρα χτυπά το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς αυτοπροσώπως!

«- Τι πληροφορούμαι, πολίτη Μπουλγκάκοφ! Μα, επιθυμείτε στ’ αλήθεια να εγκαταλείψετε τη Σοβιετική Ένωση;

Η αλήθεια είναι πως ένας Ρώσος συγγραφέας δεν μπορεί να ζήσει μακριά από την πατρίδα του.

Ά, πολύ ωραία, Μπουλγκάκοφ. Πολύ ωραία! Λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει. Θα δουλέψετε και πάλι στο Θέατρο Τέχνης ως βοηθός σκηνοθέτη, ίσως κι αλλού ως λιμπρετίστας για όπερες. Για τη δημοσίευση των έργων σας, θα δούμε εν καιρώ.»

Ι. Β. Στάλιν

Ι. Β. Στάλιν

Ο Στάλιν τήρησε την υπόσχεσή του κι ίσως έκανε και κάτι παραπάνω. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1931, παρακολουθεί μαζί με την ακολουθία του, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και σε ειδική παράσταση, το θεατρικό του Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς Αφινογκένοφ «Ο Φόβος». Ο συγγραφέας είναι ένθερμος κομμουνιστής, υπόδειγμα προλετάριου λογοτέχνη κι αγαπημένος του καθεστώτος. Το συγκεκριμένο έργο θα χαρακτηρισθεί ως το αριστούργημά του.

Ο Γεωργιανός δικτάτορας, όμως, έχει άλλη άποψη. Το έργο δεν του αρέσει καθόλου. Απόλυτο φέσι. Υπόδειγμα βαρεμάρας κι έλλειψης έμπνευσης. Γυρίζει και λέει στους υπεύθυνους του θεάτρου: «Εντελώς απογοητευτικό. Απαράδεκτο! Πρέπει να σας θυμίσω ότι έχετε στο ρεπερτόριό σας ένα εξαιρετικό έργο, τις Ημέρες των Τουρμπίν του Μπουλγκάκοφ. Γιατί δεν το ανεβάζετε ξανά

Στις 15 Ιανουαρίου 1932, η διεύθυνση του θεάτρου γνωστοποιούσε στον έκπληκτο Μπουλγκάκοφ ότι οι «Ημέρες των Τουρμπίν» θα ανέβαιναν ξανά. Οι παραστάσεις στη Μόσχα επρόκειτο να συνεχιστούν για εννέα ολόκληρες σαιζόν (χωρίς να λάβουμε υπόψη τις πολυάριθμες περιοδείες στην επαρχία).

Ως εκεί, όμως…

II. Νεότερος κατά 24 χρόνια του Μπουλγκάκοφ, ο Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ (που οι γονείς του τον είχαν βαφτίσει Κύριλλο) ήταν παιδί ευγενών. Τα ίχνη του πατέρα του, ανώτατου αξιωματικού του τσαρικού στρατού, χάθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 κάπου στην Πολωνία, εκεί όπου είχε καταφύγει συμμετέχοντας, κατά πάσα πιθανότητα, στις προσπάθειες ανατροπής του καθεστώτος των Μπολσεβίκων. Ο ευφυής νεαρός Σίμονοφ είχε βάλει σκοπό του όχι απλώς να ενταχθεί στη σοβιετική κοινωνία, αλλά να πετύχει πραγματικά στη ζωή του. Για τον λόγο αυτό, παρά τις έντονες αντιδράσεις της μητέρας και των συγγενών του, αποφάσισε να γραφτεί σε νυχτερινό τεχνικό λύκειο και να δουλεύει τα πρωινά σε εργοστάσιο. Μόνον έτσι θα μπορούσε να φοιτήσει σε κάποια από τις επίλεκτες πανεπιστημιακές σχολές, όπως στη φημισμένη Κρατική Σχολή Λογοτεχνίας της Μόσχας, στην οποία κι έγινε αργότερα δεκτός. Γνώριζε πολύ καλά πως για να παραμείνει μέλος της ελίτ θα έπρεπε να αλλάξει ταξική ταυτότητα κι από αριστοκράτης να μεταμορφωθεί σε προλετάριος, έστω και μόνο για τους τύπους.

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Κ. Μ. Σίμονοφ «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί (Живые и мёртвые)»

Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ο Σίμονοφ υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός λογοτέχνης. Το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») έγινε το αγαπημένο των ανδρών του Κόκκινου Στρατού που πολέμησαν τους Γερμανούς εισβολείς. Αρκετά αργότερα, με το μυθιστόρημά του «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί» («Живые и мёртвые») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Την εποχή του ταραχώδους γάμου του με τη δημοφιλέστατη ηθοποιό Βαλεντίνα Σερόβα, ενσάρκωσε μαζί με την τότε σύζυγό του το απόλυτο glamour της σταλινικής ΕΣΣΔ. Ισχυρός άνδρας της Εταιρίας Σοβιετικών Λογοτεχνών κι αρχισυντάκτης διάφορων λογοτεχνικών εντύπων, ο Σίμονοφ, χάρη και στις διασυνδέσεις του με το καθεστώς και την προσωπική φιλία του με τον Στάλιν, είχε τεράστια δύναμη.

III. Ο Μπουλγκάκοφ δούλευε και ξαναδούλευε το μυθιστόρημα που επρόκειτο να είναι το τελευταίο του. Τα χειρόγραφα της πρώτης εκδοχής του έργου αυτού κατέληξαν στη σόμπα του μοσχοβίτικου διαμερίσματος του λογοτέχνη. Ακολούθησαν άλλες τρεις. Την τελευταία από αυτές ο Μπουλγάκοφ πάσχιζε να την τελειοποιήσει σχεδόν μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1940, από κάποια εκφυλιστική πάθηση των νεφρών. Την τελική μορφή του μυθιστορήματος τη χρωστάμε μάλλον στη χήρα του λογοτέχνη, τη Γελένα Σεργκέγεβνα Μπουλγκάκοβα (Σιλόφσκαγια).

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Ο Μ. Α. Μπουλγκάκοφ το 1926

Μετά από αυτό, τα χειρόγραφα του μυθιστορήματος, που έφεραν πάνω τους τα ίχνη της μορφίνης, εξάρτηση στην οποία είχε ξανακυλήσει ο λογοτέχνης στην προσπάθειά του να απαλύνει τους πόνους της αρρώστιάς του, ξαναμπήκαν στα συρτάρια του γραφείου του εκλιπόντος όπου και θα παρέμεναν για πολλά χρόνια. Είναι αλήθεια πως το βιβλίο δεν είχε ουσιαστικές ελπίδες δημοσίευσης στη σταλινική ΕΣΣΔ. Χωρίς να είναι ευθέως ανατρεπτικό, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» («Мастер и Маргарита») ήταν ένα μυθιστόρημα αρκετά παράξενο, υπερβολικά ελαφρύ και ταυτόχρονα υπερβολικά σοβαρό για τις καθεστωτικές αντιλήψεις: ο διάβολος ο ίδιος επισκέπτεται μαζί με την ακολουθία του τη σταλινική Μόσχα κι αναστατώνει τους λογοτεχνικούς κύκλους της. Όλα αυτά μέχρι να προσελκύσει στον ιστό των δαιμονικών σχεδίων του την όμορφη και μυστηριώδη Μαργαρίτα και τον παράνομο έρωτά της, έναν περιθωριακό διανοούμενο που εκείνη αποκαλεί Μαιτρ κι ο οποίος έχει γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Πόντιο Πιλάτο. Στο επίκεντρο του έργου βρίσκονται οι βασανιστικές ασάφειες της ηθικής και της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

Η Γ. Σ. Μπουλγκάκοβα (ίσως το πρότυπο για τη Μαργαρίτα του μυθιστορήματος) σε φωτογραφία του 1928

IV. Από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, ο Σίμονοφ έβαλε σκοπό να εξοφλήσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή, να εξιλεωθεί για όλους τους συμβιβασμούς που είχε κάνει στα χρόνια του σταλινισμού προκειμένου να παραμείνει επιτυχημένος κι ισχυρός. Πάσχιζε για την έκδοση απαγορευμένων βιβλίων, βοηθούσε οικονομικά συγγραφείς που είχαν υποστεί διώξεις από το καθεστώς. Όταν το 1965 οι φίλοι του διοργάνωσαν επίσημη τελετή για τον εορτασμό των 50ών γενεθλίων του, ο Σίμονοφ ανέβηκε στο βήμα κι εκφώνησε τον παρακάτω λόγο:

«Σε τέτοιες περιστάσεις, όταν κάποιος συμπληρώνει πενήντα χρόνια ζωής, είναι φυσικό οι άνθρωποι να θυμούνται κυρίως τα καλά που έχει κάνει. Θα ήθελα απλώς να πω στους παριστάμενους, στους συντρόφους μου που ήρθαν, ότι ντρέπομαι για πολλά από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, να πω ότι δεν ήταν καλά όλα όσα έχω κάνει, το γνωρίζω, και να πω ότι δεν συμπεριφέρθηκα πάντα σύμφωνα με τις υψηλότερες ηθικές αρχές, ούτε τις πολιτικές ή τις ανθρώπινες. Υπάρχουν στη ζωή μου πράγματα που δεν τα θυμούμαι με ικανοποίηση, περιπτώσεις στις οποίες δεν ενήργησα με αρκετή θέληση, με αρκετό θάρρος. Το γνωρίζω. Και δεν τα λέω όλα αυτά με σκοπό κάποιας μορφής εξιλέωση, γιατί αυτή είναι προσωπική υπόθεση ενός ανθρώπου, αλλά απλώς επειδή όταν κάποιος θυμάται θέλει να αποφύγει την επανάληψη των ιδίων σφαλμάτων. Θα προσπαθήσω να μην τα επαναλάβω. Από εδώ και πέρα, όποιο κι αν είναι το κόστος, δεν θα επαναλάβω τους ηθικούς συμβιβασμούς που κάποτε έκανα

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

Ο Κ. Μ. Σίμονοφ σε ώριμη ηλικία

V. Η Γελένα Μπουλγκάκοβα γνώριζε προσωπικά τον Σίμονοφ (και πιο πριν τη μητέρα του συγγραφέα). Το 1956 τον όρισε υπεύθυνο για τη διαχείριση του αρχείου του εκλιπόντος συζύγου της. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Σίμονοφ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να επιτύχει τη δημοσίευση του «Μαιτρ και Μαργαρίτα». Έπεισε πρώτα τη χήρα του Μπουλγκάκοφ να δεχτεί ενδεχόμενες περικοπές που θα επέβαλλε η λογοκρισία. Έπειτα, έδωσε τα χειρόγραφα στη δεύτερη από τις τέσσερις συζύγους του, τη Γεβγκένιγια (Ζένια) Λάσκινα, η οποία εργαζόταν τότε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Μασκβά». Το έντυπο αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα στις αρχές του μπρεζνιεφικού καθεστώτος. Η ύλη του είχε καταντήσει βαρετή (οτιδήποτε ενδιαφέρον δεν μπορούσε να περάσει από τη λογοκρισία) και οι συνδρομές είχαν πέσει κατακόρυφα. Η Λάσκινα μίλησε για το σχέδιο δημοσίευσης του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» στον αρχισυντάκτη Γεβγκένι Ποπόφκιν, ο οποίος δίσταζε να προχωρήσει. Απευθύνθηκαν τελικά σε ένα συνταξιούχο συντάκτη του εντύπου, ο οποίος είχε εργαστεί παλιότερα για χρόνια ως λογοκριτής και στη συνέχεια, ως αρχισυντάκτης εντύπων, επιτύγχανε πάντα τη δημοσίευση των κειμένων που υπέβαλλε προς έγκριση. Το μυθιστόρημα, αφού κόπηκε περίπου το 10 % και τροποποιήθηκε άλλο ένα 15 % της ύλης του, εγκρίθηκε! Δημοσιεύθηκε στο «Μασκβά» σε δύο μέρη (στο τελευταίο τεύχος του 1966 και το πρώτο του 1967), γνωρίζοντας απίστευτη επιτυχία. Τα τεύχη εξαντλήθηκαν, οι συνδρομές στο περιοδικό απογειώθηκαν.

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Η πρώτη δημοσίευση του Μαιτρ και Μαργαρίτα στο περιοδικό Μασκβά

Για να γιορτάσουν την επιτυχία, ο Σίμονοφ κι η Λάσκινα ετοίμασαν σε τρία αντίτυπα ένα πρόχειρο βιβλίο με το πλήρες κείμενο του μυθιστορήματος. Κράτησαν ο καθένας από ένα αντίτυπο κι έδωσαν το τρίτο στη Γελένα Μπουλγκάκοβα. Λίγους μήνες μετά, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» εκδιδόταν στη Δύση με όλα τα αποσπάσματα που είχε αφαιρέσει η λογοκρισία. Η πρώτη πλήρης, μη λογοκριμένη, έκδοση του έργου στην ΕΣΣΔ θα κυκλοφορούσε το 1973. «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» θα γινόταν αντικείμενο λατρείας από το σοβιετικό (και όχι μόνο) κοινό.

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπουλγκάκοφ, με θέμα το Μαιτρ και Μαργαρίτα

[πηγή, για τις προσπάθειες του Σίμονοφ να αποκαταστήσει το έργο του Μπουλγκάκοφ: Orlando FIGES «The Whisperers (Private life in Stalin’s Russia)», Allen Lane 2007/ Penguin 2008]

Πού πηγαίνουν τ’ αστέρια σαν σβήσουν;

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова - муза и трагедия Константина Симонова

Βαλεντίνα Σερόβα/ πηγή: ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости/ Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова

Η Βαλεντίνα Βασίλιεβνα Σερόβα γεννήθηκε στους δίδυμους αστερισμούς της επιτυχίας και της τραγωδίας. Για δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια υπήρξε η απόλυτη σταρ του σοβιετικού θεάτρου και κινηματογράφου. Κι έπειτα ακολούθησε η βασανιστική συνεχής παρακμή. Παντρεύτηκε δύο διασημότητες της εποχής της. Χήρεψε από τον πρώτο άντρα της ακριβώς στην επέτειο του γάμου τους. Η σχέση της με τον δεύτερο ξεκίνησε παθιασμένα για να εκφυλιστεί σε αδιαφορία και αποξένωση, ενώ η ίδια βυθιζόταν όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό. Πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες πριν συμπληρώσει το 58ο έτος της ζωής της.

Η Βαλεντίνα γεννιέται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, στις 23 Δεκεμβρίου 1917, κόρη της ηθοποιού Κλάβντιγια Πολοβίκοβα και του μηχανικού Βασίλι Πολοβίκ. Ζει τα πρώτα χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά της στην Ουκρανία. Σε ηλικία έξι ετών ακολουθεί τη μητέρα της στη Μόσχα, όπου έχει εγκατασταθεί η δεύτερη για λόγους καρριέρας. Ακριβώς χάρη στη μητέρα της παίζει από μικρή ηλικία διάφορους παιδικούς ρόλους σε θεατρικά έργα. Το 1934 κερδίζει ένα μικρό κινηματογραφικό ρόλο, αλλά η σκηνή της κόβεται τελικά στο μοντάζ της ταινίας. Αρχίζει να γίνεται δημοφιλής χάρη στις εμφανίσεις της στο θέατρο (σε ρεπερτόριο μάλλον ελαφρύ). Περίπου την ίδια εποχή, ο πατέρας της συλλαμβάνεται και καταλήγει σε κάποιο από τα στρατόπεδα του Γκουλάγκ.

Η Βαλεντίνα γνωρίζει κι ερωτεύεται τον Ανατόλι Κονσταντίνοβιτς Σερόφ, διάσημο πιλότο που είχε δακριθεί στον Ισπανικό Εμφύλιο. Παντρεύονται στις 11 Μαΐου 1938. Η ευτυχία τους δεν θα διαρκέσει πολύ. Την ημέρα της πρώτης επετείου του γάμου τους, ο Σερόφ σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής πτήσης κι ενώ η Βαλεντίνα είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο Ανατόλι Σερόφ ο νεότερος θα γεννηθεί τον Σεπτέμβριο του 1939 χωρίς να γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του.

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος Repin.info, όπ. π.)

Η Βαλεντίνα Σερόβα με τον πρώτο της σύζυγο Ανατόλι Σερόφ (πηγή: ιστότοπος repin.info, όπ. π.)

Κ. Μ. Σίμονοφ

Κ. Μ. Σίμονοφ

Την τραγωδία, όμως, θα τη συνοδέψει η επιτυχία στον κινηματογράφο, κυρίως σε κομεντί και μελό ταινίες, ξεκινώντας από το  «Κορίτσι με χαρακτήρα», το 1939. Και, στο μεταξύ, ξεσπά ο πόλεμος. Τη γνωρίζει και την ερωτεύεται παράφορα ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Κονσταντίν Μιχάιλοβιτς Σίμονοφ, ο άνθρωπος που με το ποίημά του «Περίμενέ με» («Жди меня») κατόρθωσε να περιγράψει με τον πιο ακριβή και γλαφυρό τρόπο τα συναισθήματα του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού στο Μέτωπο. Αρχικά, η Σερόβα αποκρούει το φλερτ του Σίμονοφ. Λέγεται ότι την εποχή εκείνη ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Κονσταντίν Ροκοσσόφσκι. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία, η Σερόβα υπέβαλε τον καψούρη Σίμονοφ στην πλέον ακραία ταπείνωση, αναθέτοντάς του να παραδώσει ο ίδιος μια ερωτική επιστολή της στον στρατηγό. Η σχέση Σερόβα και Ροκοσσόφσκι, αν υποτεθεί ότι υπήρξε, τερματίστηκε γρήγορα, μια και, καθώς λένε, παρενέβη ο Στάλιν αυτοπροσώπως: υπενθύμισε στον Ροκοσσόφσκι ότι ήταν παντρεμένος κι ότι δεν θα έδινε και το καλύτερο παράδειγμα αν μαθευόταν ότι ένας από τους καλύτερους στρατηγούς του Κόκκινου Στρατού διατηρεί εξωσυζυγική σχέση!

Η επιμονή του Σίμονοφ ανταμείβεται. Το 1943, η Βαλεντίνα τον παντρεύεται! Την ίδια χρονιά, πρωταγωνιστεί στο φιλμ «Περίμενέ με» των Μπορίς Ιβανόφ και Αλεξάντρ Στόλπερ, σε σενάριο του ίδιου του Σίμονοφ (η ταινία εμπνέεται… χαλαρά από το ομώνυμο ποίημά του). Οι δυο τους περιοδεύουν στα διάφορα μέτωπα του πολέμου για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού.

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

1944: Σερόβα και Σίμονοφ σε περιοδεία, κάπου στο Μέτωπο του Λενινγκράντ (πηγή: repin.info, όπ. π.)

Με το θριαμβευτικό για την ΕΣΣΔ τέλος του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», η Σερόβα και ο Σίμονοφ είναι το πιο διάσημο σοβιετικό ζευγάρι. Ζουν στη Μόσχα σε συνθήκες χλιδής (για τα δεδομένα της χώρας και της εποχής) και ενσαρκώνουν το απόλυτο glamour της σταλινικής περιόδου. Η Σερόβα πρωταγωνιστεί και σε ταινίες μεγαλύτερων καλλιτεχνικών αξιώσεων (όπως η κινηματογραφική βιογραφία του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Μιχαήλ Γκλίνκα, το 1946). Μόνο που όλα αυτά αποδεικνύονται μια τεράστια ψευδαίσθηση που δεν θα αργήσει να θρυμματιστεί… Ο Σίμονοφ αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στο συγγραφικό του έργο και στα καθήκοντά του στην Εταιρία Σοβιετικών Συγγραφέων και στη διεύθυνση και αρχισυνταξία των μεγαλύτερων λογοτεχνικών εντύπων. Η Σερόβα αρχίζει να βρίσκει αγχολυτικό καταφύγιο στο ποτό. Ο Σίμονοφ, κατά τα λοιπά άνθρωπος με βαθύτατες ευαισθησίες, ο οποίος όμως έχει μάθει να αντιμετωπίζει με πειθαρχία κάθε αντιξοότητα της ζωής, δεν συγχωρεί στη σύζυγό του την αδυναμία της να διαχειριστεί την επιτυχία και μια, κατά τα φαινόμενα, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Η σχέση τους δηλητηριάζεται κι από το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ να έχει καλές σχέσεις με τον γιο της Σερόβα από τον πρώτο της γάμο, τον Ανατόλι. Στο τέλος, κατορθώνει να κλείσει τον μικρό Τόλια σε κάποιο ορφανοτροφείο πέρα από τα Ουράλια!

Το 1950, ο λογοτέχνης και η ηθοποιός αποκτούν την κόρη τους Μάσα. Αντί, όμως, η γέννηση του παιδιού να βελτιώσει τη σχέση τους, επιταχύνει την κατάρρευσή της. Ο Σίμονοφ διακόπτει πολύ γρήγορα κάθε επικοινωνία με το κοριτσάκι (σχεδόν μέχρι την ενηλικίωσή της αρνιόταν να τη δει και να την παρουσιάσει στους συγγενείς του). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατορθώνει να αφαιρέσει την επιμέλειά της κι από την ίδια τη Βαλεντίνα (η Μάσα ανατράφηκε από τη μητέρα της Βαλεντίνας). Το 1957 εκδίδεται το διαζύγιο κι από εκεί και πέρα η σταδιοδρομία της Σερόβα παίρνει την κάτω βόλτα.

Τα προβλήματά της με το ποτό επιδεινώνονται διαρκώς. Χάνει πρόβες και παραστάσεις, απολύεται από το ένα θέατρο μετά το άλλο. Τραγική ειρωνεία: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 η μοναδική απασχόληση της Σερόβα ήταν ένας ρόλος σε θεατρικό του τέως συζύγου της [«Άνθρωποι της Ρωσίας» («Русские люди»)]. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν σε μια ταινία του 1973.

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

1939: η Σερόβα με τον μικρό Τόλια (πηγή: http://www.liveinternet.ru/users/lora_norton/post208414955/)

Ο γιος της, μεγαλωμένος στο αφιλόξενο περιβάλλον του ορφανοτροφείου, κατέληξε μπλεγμένος με τον υπόκοσμο και βαριά αλκοολικός. Έζησε μεταξύ αναμορφωτηρίων, στρατοπέδων και φυλακών, πριν το αλκοόλ κόψει το νήμα της ζωής του το 1975.

Λίγους μήνες αργότερα, το βράδυ της 11ης προς τη 12η Δεκεμβρίου 1975, η Βαλεντίνα Σερόβα βρισκόταν νεκρή στο διαμέρισμά της στη Μόσχα. Τα αίτια του θανάτου της δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ. Πάνω στο φέρετρό της υπήρχε μια ανθοδέσμη με 58 τριαντάφυλλα. Ήταν το τελευταίο δώρο του Κονσταντίν Σίμονοφ προς τον μεγάλο έρωτα της ζωής του.

[πηγές: Βικιπαίδεια/ ιστότοπος repin.info/ Неизвестные знаменитости: «Актриса Валентина Серова – муза и трагедия Константина Симонова», 23.6.2013/ Orlando Figes «The Whisperers: Private Life in Stalin’s Russia», 2007]

Απ’ τη Λιλή και τη Μαρλέν, ποια να διαλέξω;

Ο Χανς Λάιπ στρατιώτης στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Ο Χανς Λάιπ στρατιώτης στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Τον λένε Χανς Λάιπ και γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1893 στο Αμβούργο. Παιδί φτωχής οικογένειας (ο πατέρας του δούλεψε ως ναυτικός και λιμενεργάτης), αλλά έξυπνος, μελετηρός και με φύση καλλιτεχνική, κατορθώνει να σπουδάσει και το 1914 διορίζεται ως δάσκαλος σ’ ένα προάστιο του Αμβούργου. Η χαρά δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ: ξεσπά ο μεγάλος πόλεμος κι ο νεαρός Χανς επιστρατεύεται.

Είναι όμως ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης κι όμορφος. Η εξωτερική του εμφάνιση θα κάνει τους υπεύθυνους της στρατολογίας να τον επιλέξουν για την αυτοκρατορική φρουρά στο Βερολίνο. Θα του χαρίσει κυρίως πολλές επιτυχίες με τα κορίτσια. Μια από τις κατακτήσεις του είναι κι η Μπέττυ, που εκείνος τη φωνάζει Λιλή, η κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Μόνο που δεν του αρκεί… Κυνηγά ταυτόχρονα και τη Μαρλέν, την κόρη ενός γιατρού η οποία εργάζεται ως νοσοκόμα.

Έρχεται η ώρα του κρίσιμου ραντεβού με τη Μαρλέν. Ο Χανς δεν θα καταφέρει ποτέ να τη συναντήσει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον βάζει σκοπιά ακριβώς τις ώρες που είχε κανονιστεί η συνάντηση με τη νεαρή νοσοκόμα. Δεύτερη ευκαιρία δεν πρόκειται να υπάρξει. Ο Χανς έχει μετατεθεί στο Μέτωπο των Καρπαθίων. Μες στην απελπισία του αποφασίζει να αποτυπώσει τα συναισθήματά του στο χαρτί. Γράφει ένα ποίημα με θέμα τον χωρισμό, ποίημα στους στίχους του οποίου οι δύο έρωτες της αληθινής ζωής ενώνονται σε ένα πρόσωπο, τη Λιλή Μαρλέν.

Χανς Λάιπ

Χανς Λάιπ

Ο Χανς Λάιπ θα πολεμήσει στην Ανατολή. Θα αποστρατευτεί το 1917 εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Επιστρέφει στο Αμβούργο, παντρεύεται μια παιδική φίλη, αποκτά παιδιά. Κι έπειτα, ξαφνικά, αποφασίζει να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του παρορμήσεις. Εγκαταλείπει την οικογένειά του, βυθίζεται στη μποέμικη ζωή κι αρχίζει σταδιοδρομία συγγραφέα. Ειδικά τα διηγήματά του θα γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Κάποια στιγμή αποφασίζει να συγκεντρώσει τα νεανικά του ποιήματα σε μια συλλογή. Μεταξύ τους βρίσκεται και το «Τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά» («Das Lied eines Jungen Soldaten auf der Wacht«).

Οι μελαγχολικοί στίχοι του ποιήματος θα εντυπωσιάσουν τον συνθέτη Ρούντολφ Τσινκ που θα αποφασίσει αμέσως να το μελοποιήσει και να το δώσει στην ερωμένη του η οποία εμφανίζεται σε κάποιο καμπαρέ του Μονάχου. Η κυρία αυτή ονομάζεται Ελίζαμπετ Μπούννενμπεργκ. Γεννήθηκε κι εκείνη στον Βορρά, στο Μπρέμερχάφεν για την ακρίβεια, το 1905. Το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο είναι Λάλε Άντερσεν. Είναι μια ψηλή ξανθιά, αισθησιακή για τα μέτρα της εποχής και, πρωτίστως, χειραφετημένη. Παράτησε άντρα και παιδιά για να σταδιοδρομήσει στα καμπαρέ και να κάνει μια εντυπωσιακή συλλογή εραστών, ο αριθμός των οποίων πρέπει να ξεπερνά εκείνον των τραγουδιών που έχει ερμηνεύσει. Και κάπως έτσι, κοντά στο τέλος του 1937, η Άντερσεν θα ερμηνεύσει για πρώτη φορά το «Τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά«.

Δεν θα περάσει χρόνος κι η Άντερσεν θα λάβει μια επιστολή από έναν άλλο παλιό της εραστή, τον επίσης συνθέτη Νόρμπερτ Σούλτσε. Έχοντας πια αναθεωρήσει την αρχική του άποψη για το ταλέντο της Λάλε, ο Σούλτσε της στέλνει μια σειρά από μελωδίες για να διαλέξει ποιες από αυτές θα επιθυμούσε να ερμηνεύσει. Με έκπληξη η τραγουδίστρια διαπιστώνει ότι ανάμεσα στις προτάσεις υπάρχει πάλι το ποίημα του Λάιπ, αυτή τη φορά με εντελώς διαφορετική μελωδία! Αντί της ρομαντικής μελοποίησης του Τσινκ, ο Σούλτσε έχει προτιμήσει ένα σκοπό που θυμίζει έντονα στρατιωτικό εμβατήριο.

Ν. Σούλτσε

Ν. Σούλτσε

Η σύνθεση του Σούλτσε δεν πολυαρέσει στην Άντερσεν. Αν ήξερε κιόλας ότι ο Σούλτσε είχε αρχικά συνθέσει τη μελωδία για να χρησιμοποιηθεί στο διαφημιστικό μιας οδοντόπαστας.. Με μισή καρδιά αποφασίζει να την τραγουδήσει, υποψιαζόμενη ότι ίσως αρέσει στο κοινό. Η πρώτη παρουσίαση θα γίνει το 1938 στο Kabarett der Komiker του Βερολίνου. Η επιτυχία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να αποφασιστεί κι η ηχογράφηση του τραγουδιού σε δίσκο, το 1939, με τον τίτλο «Das Mädchen unter der Laterne» («Το κορίτσι κάτω απ’ το φανάρι«). Μόνο που ο δίσκος δεν θα πάει καθόλου καλά.

Θα περάσουν δύο ολόκληρα χρόνια. Στο κατεχόμενο Βελιγράδι, οι παρουσιαστές του γερμανικού στρατιωτικού σταθμού διαλέγουν να παίξουν το τραγούδι του Σούλτσε και της Άντερσεν. Ο σταθμός αυτός φτάνει σε όλες τις γερμανικές μονάδες, στο Ανατολικό Μέτωπο, στη Βόρεια Αφρική κι αλλού. Κι ένα τραγούδι που μιλά για τον χωρισμό ενός στρατιώτη από το κορίτσι του είναι ιδανικό για να γίνει επιτυχία μέσα στην καρδιά του πολέμου. Πράγματι, η επιτυχία είναι ασύλληπτη, δεν υπάρχει Γερμανός στρατιώτης ή αξιωματικός που να μη λατρεύει τη μελωδία αυτή. Ο ίδιος ο Χίτλερ φέρεται να εκμυστηρεύθηκε ότι «το τραγούδι αυτό δεν θα ενθουσιάσει απλώς τον Γερμανό στρατιώτη, είναι πολύ πιθανό να συνεχίσει να γνωρίζει επιτυχία όταν εμείς θα έχουμε πια πεθάνει«.

Μ. Ντήτριχ

Μ. Ντήτριχ

Το παράξενο ήταν ότι το ίδιο τραγούδι κατέκτησε και τους αντιπάλους των Γερμανών. Οι Άγγλοι στρατιώτες ίσως να το πρωτάκουσαν στη Βόρεια Αφρική, πιθανώς στο Τομπρούκ, εκεί που γραμμές των εμπολέμων βρίσκονταν πολύ κοντά. Άρχισαν να το τραγουδούν κι εκείνοι. Η σύνθεση διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο κι άρχισε να γνωρίζει πολλές διασκευές. Έφτασε και στις ΗΠΑ, όπου η Μαρλέν Ντήτριχ δεν έχασε την ευκαιρία να οικειοποιηθεί ένα τραγούδι του οποίου η ηρωίδα είχε όνομα που θύμιζε το δικό της και το ηχογράφησε το 1944, τώρα πια με τον τίτλο «Λιλή Μαρλέν«.

Κι έτσι, συνέβη το αδιανόητο. Η ίδια μελωδία χρησιμοποιήθηκε από τα διαβόητα Einsatzgruppen των Ες Ες για να καλύπτει τις κραυγές των αθώων θυμάτων τους και τραγουδήθηκε από τους Αμερικανούς στρατιώτες που καταλάμβαναν γερμανικά εδάφη!

Οι τρεις πρωταγωνιστές πέρασαν από δυσκολίες, αλλά τελικά μάλλον τα κατάφεραν. Ο Σούλτσε ήταν εκείνος που είχε τις καλύτερες σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς. Αυτό του στοίχισε δικαίως την (πρόσκαιρη) περιθωριοποίησή του. Επανέκαμψε αρκετά σύντομα και γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως συνθέτης μουσικής επένδυσης κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών. Πέθανε πλήρης ημερών το 2002.

Η Λάλε Άντερσεν, μολονότι ερμηνεύτρια της εμβληματικής μουσικής επιτυχίας για τα γερμανικά στρατεύματα, ήρθε σχετικά γρήγορα σε σύγκρουση με τους ναζί. Στην επίσκεψή της στη Βαρσοβία αρνήθηκε κατηγορηματικά να μπει στο εβραϊκό γκέτο το οποίο οι ναζί αξιωματούχοι ήθελαν να της δείξουν σαν να επρόκειτο για ζωολογικό κήπο… Επιχείρησε να διαφύγει στο εξωτερικό. Της απαγόρεψαν να δίνει συναυλίες και να ακούγεται στο ραδιόφωνο και της έκαναν έξωση από το διαμέρισμά της στην Κουρφύρστενταμμ. Μετά τον πόλεμο ξανάρχισε την καλλιτεχνική σταδιοδρομία της κι υπήρξε μια από τις δημοφιλέστερες τραγουδίστριες στην ΟΔΓ. Όταν κάποτε της ζήτησαν να εξηγήσει την τεράστια επιτυχία της «Λιλή Μαρλέν«, εκείνη απάντησε με αρκετά ποιητικό τρόπο: «Μπορεί να εξηγήσει ο άνεμος πώς γίνεται θύελλα;».

Λ. Άντερσεν

Ο Χανς Λάιπ είχε αριστερό παρελθόν κι Εβραίους φίλους. Δεν μπορούσε να ελπίζει στη συμπάθεια των ναζί, ούτε και την ήθελε. Το 1943 διέφυγε στην Ελβετία όπου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Στα χρόνια του πολέμου δεν εισέπραξε ούτε πφέννιχ από πνευματικά δικαιώματα. «Δεν πειράζει, μου αρκεί η δόξα«, σχολίαζε. Μετά τον πόλεμο τιμήθηκε αρκετές φορές, ονομάσθηκε μάλιστα κι επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Ίσως η μεγαλύτερη τιμή να ήταν τα λόγια του Ντουάιτ Άιζενχάουερ: «ο Λάιπ είναι ο μόνος Γερμανός που έκανε όλο τον κόσμο ευτυχισμένο στα χρόνια του πολέμου«!

Όταν ήταν ακόμη νέος και βρισκόταν στο ουκρανικό μέτωπο, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λάιπ είχε γράψει στους δικούς του:

«Εγκαταλείψαμε ό,τι αγαπάμε… Ο διάβολος συντρίβει μέσα μας και το τελευταίο ίχνος καλοσύνης κι ανθρωπιάς. Πεθαίνουμε για ένα ιδανικό στο οποίο δεν πιστέψαμε ποτέ«.

Αυτό το μαρτύριο ίσως ν’ απάλυναν οι στίχοι του..

[πηγή: Jean-Baptiste Michel «La chanson qui a changé de champ«, GEOHISTOIRE, τεύχος αριθ. 17, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2014, σελ. 120-129/ Wikipedia]

Lili_Marleen,_film_poster

 

Τα κύματα του… Ήρεμου Ντον

quiet donO «Ήρεμος Ντον» του Μιχαήλ Αλιξάντροβιτς Σόλαχαφ είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στα χρόνια της ΕΣΣΔ. Έως το 1980 είχαν πωληθεί περίπου 80 εκατομμύρια αντίτυπα του βιβλίου, το οποίο είχε μεταφραστεί σε 84 τουλάχιστον γλώσσες. Χάρισε στον συγγραφέα το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΣΣΔ (τότε Βραβείο Στάλιν) το 1941 κι ένα Νομπέλ το 1965, μαζί με απίστευτα εγκώμια εκ μέρους των κριτικών, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον Σόλαχαφ ως «Σοβιετικό Ταλστόι».

Μ. Α. Σόλαχαφ, φωτογραφία του 1938

Μ. Α. Σόλαχαφ, φωτογραφία του 1938

Το τετράτομο έργο (με 8 μέρη) γράφτηκε από το 1926 έως το 1940 και δημοσιευόταν σε συνέχειες σε διάφορα έντυπα [π.χ. τα λογοτεχνικά περιοδικά «Октябрь» (Οχτώβρης) και «Новый мир» (Νέος Κόσμος)]. Περιγράφει τις περιπέτειες μιας οικογένειας Κοζάκων εγκατεστημένων στην περιοχή της Βιοσένσκαγια, κοντά στο Ραστόφ. Ο πατριάρχης των Μέλεχοφ, παππούς του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, επέστρεψε από τον Κριμαϊκό Πόλεμο παντρεμένος με μια Τατάρισσα, η οποία είχε αντιμετωπιστεί από τους συγχωριανούς με περιφρόνηση και φόβο κι είχε κατηγορηθεί για μάγισσα. Ακόμη και στην εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου τα μέλη της οικογένειας έχουν το προσωνύμιο «Τούρκοι»

Η συνάντηση του Γκριγκόρι και της Αξίνιας (σκίτσο του Σ. Καραλκόφ, 1935)

Η συνάντηση του Γκριγκόρι και της Αξίνιας (σκίτσο του Σ. Καραλκόφ, 1935)

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το βιβλίο περιγράφει με τα πιο ειδυλλιακά χρώματα τη φύση της περιοχής κοντά στις εκβολές του Ντον και την ειρηνική ζωή των χωρικών. Ο Γκριγκόρι Παντελέγιεβιτς Μέλεχοφ είναι ένας νεαρός αξιωματικός που ερωτεύεται την Αξίνια, σύζυγο του οικογενειακού φίλου Στεπάν Αστάχαφ. Οι παράνομοι εραστές κλέβονται, γεγονός που προκαλεί έριδα ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Η έναρξη του πολέμου επισκιάζει τις διαμάχες τις οποίες προκάλεσαν τα ερωτικά πάθη. Ο Γκριγκόρι επιστρατεύεται και βρίσκεται να πολεμά εναντίον των δυνάμεων της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Σε μια μάχη θα σώσει τη ζωή του αντίζηλού του. Ούτε αυτή η πράξη, όμως, θα δώσει τέλος στη διαμάχη μεταξύ του Γκριγκόρι και του Στεπάν. Θα ακολουθήσει η Οκτωβριανή Επανάσταση, η επιστροφή στην πατρίδα, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία και την περιοχή του Ντον. Ο Γκριγκόρι θ’ αλλάξει στρατόπεδο πολλές φορές για να βρεθεί τελικά σ’ αυτό των ηττημένων.

Роман-газеты_1928_гΠαρά την τεράστια επιτυχία του και την καταξίωση που προσέφερε στον συγγραφέα, το μυθιστόρημα είχε ταραχώδη ιστορία, αντιμετωπίζοντας ευθύς εξαρχής κατηγορίες για λογοκλοπή. Με το που άρχισε να δημοσιεύεται το έργο σε συνέχειες, υπήρξαν αρκετοί που υποστήριξαν ότι ο Σόλαχαφ είχε απλώς αντιγράψει το αδημοσίευτο βιβλίο του Κοζάκου συγγραφέα και φανατικού αντιμπολσεβίκου Φιόνταρ Ντμίτριεβιτς Κριούκοφ, ο οποίος πέθανε το 1920 από τυφοειδή πυρετό. Οι κατηγορίες αναζωπυρώθηκαν το 1974, όταν δημοσιεύθηκε στο Παρίσι ένα ανώνυμο άρθρο, γραμμένο από κάποιον κριτικό λογοτεχνίας. Μεταξύ των προσώπων που σε διάφορες εποχές κατηγόρησαν τον Σόλαχαφ για λογοκλοπή καταλέγονταν η Σβιτλάνα Αλλιλούγεβα, κόρη του Στάλιν, κι ένας από τους γνωστότερους Ρώσους αντιφρονούντες, ο συγγραφέας Αλιξάντρ Σαλζενίτσιν. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι το θέμα δεν έχει κλείσει οριστικά, η επικρατούσα άποψη συνηγορεί υπέρ της γνησιότητας του έργου (ακόμη και η στατιστική ανάλυση φαίνεται να την αποδεικνύει, ενώ έχουν βρεθεί και τα χειρόγραφα του Σόλαχαφ, για τα οποία όλοι πίστευαν ότι είχαν χαθεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).

Θα ήταν ίσως άδικο να σταθούμε στην ιστορία της λογοκλοπής. Όχι μόνο γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά και γιατί δεν ωφελεί να χρονοτριβούμε με ορισμένα ζητήματα όταν η Ιστορία της λογοτεχνίας έχει ήδη αποφανθεί, άλλως θα αρχίσουμε να διαφωνούμε για την πατρότητα π.χ. των σαιξπηρικών έργων.

Κυρίως, όμως, θα αδικούσαμε την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος. Πρόκειται για μια αριστοτεχνική παρουσίαση ενός θέματος κλασσικού για την παγκόσμια λογοτεχνία: πώς οι απλοί άνθρωποι παρασύρονται στη δίνη των γεγονότων της Μεγάλης Ιστορίας. Από την άποψη αυτή, η σύγκριση με τον Ταλστόι και ειδικότερα το «Πόλεμος και Ειρήνη» είναι απολύτως επιτυχημένη. Άδικη είναι επίσης η κατηγορία περί έργου φιλοσοβιετικής προπαγάνδας. Ο Γκριγκόρι απέχει πολύ από το πρότυπο του σοβιετικού ήρωα (καταλήγει, άλλωστε, αντίπαλος των μπολσεβίκων), ενώ το μυθιστόρημα υπέστη εκτεταμένη λογοκρισία για να πάρει άδεια δημοσίευσης.

Η αφίσα του κατά Μπανταρτσούκ "Ήρεμου Ντον"

Η αφίσα του κατά Μπανταρτσούκ «Ήρεμου Ντον»

Ο «Ήρεμος Ντον» μεταφέρθηκε τρεις φορές στον κινηματογράφο, την πρώτη μάλιστα χωρίς καν να έχει ολοκληρωθεί (1930, σκηνοθεσία Όλγκα Πριαμπραζένσκαγια και Ιβάν Πράβαφ). Η πιο κλασσική είναι μάλλον αυτή του 1957-1958 (σε τρία μέρη) από τον Σιργκέι Γκεράσιμαφ, με τον Πιοτρ Γκλέμπαφ ως Γκριγκόρι και την Ελίνα Μπιστρίτσκαγια ως Αξίνια. Η τρίτη απόπειρα μεταφοράς του μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη ήταν αυτή του Σιργκέι Μπανταρτσούκ το 1992-1993, με τον Ρούπερτ Έβερεττ και τη Γαλλίδα Ντελφίν Φορέ στους βασικούς ρόλους. Έμεινε ανολοκλήρωτη εξαιτίας του θανάτου του σκηνοθέτη το 1994. Ο γιος του, ο Φιόνταρ Μπανταρτσούκ, κατόρθωσε κατά κάποιο τρόπο να την ολοκληρώσει: το φιλμ προβλήθηκε στη ρωσική τηλεόραση με τη μορφή μίνι τηλεοπτικής σειράς.

Γκριγκόρι (Ρ. Έβερεττ) και Αξίνια (Ντ. Φορέ), από το φιλμ του Μπανταρτσούκ

Γκριγκόρι (Ρ. Έβερεττ) και Αξίνια (Ντ. Φορέ), από το φιλμ του Μπανταρτσούκ

* Και για το τέλος, σκηνές από την ανολοκλήρωτη ταινία του Μπανταρτσούκ με μουσική επένδυση ένα παραδοσιακό ουκρανικό τραγούδι το «Несе Галя воду» [δηλ. η Γκάλια ή… Χάλια, αν προτιμάτε μεταγραφή με βάση την ουκρανική προφορά, (υποκοριστικό της Γκαλίνας = Γαλήνης) φέρνει νερό]. Στο ποτάμι, συναντά τον νεαρό Ιβάνκο ο οποίος την φλερτάρει. Η κοπέλα του κάνει νάζια, αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, του δίνει και ραντεβού. 😉

«Несе Галя воду,
Коромисло гнеться,
За нею Іванко,
Як барвінок, в»ється.

 

– Галю ж моя Галю,
Дай води напиться,
Ти така хороша,
Дай хоч подивиться!

 

– Вода у криниці,
Піди тай напийся,
Як буду в садочку,
Прийди подивися.

 

– Прийшов у садочок,
Зозуля кувала,
А ти ж мене, Галю,
Та й не шанувала.

 

– Стелися, барвінку,
Буду поливати,
Вернися, Іванку,
Буду шанувати.

 

– Скільки не стелився,
Ти не поливала,
Скільки не вертався,
Ти не шанувала».

Οι περιπέτειες αυτών που αγαπήθηκαν

Η ιστορία των αγαπημένων που χάνονται μέσα στη δίνη των γεγονότων (συχνά αυτών της «Μεγάλης Ιστορίας») για να ξαναβρεθούν μετά από απίστευτες περιπλανήσεις και περιπέτειες, αποτελεί διαχρονικά κοινό τόπο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πέρα από τη συνήθως μεγάλη επιτυχία που γνωρίζουν, τα έργα αυτά περιγράφουν με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους.

(1) Το μυθιστόρημα με τον τίτλο «Τὰ κατὰ Λευκίππην καὶ Kλειτoφῶντα» που συνέγραψε, μάλλον κατά τον 2ο αιώνα, ο (κατά πάσα πιθανότητα) Αλεξανδρινός Αχιλλεύς Τάτιος αποτελεί ίσως το πρώτο παράδειγμα τέτοιου λογοτεχνικού έργου. Στην Τύρο της Φοινίκης, ο νεαρός Κλειτοφών, που προορίζεται για σύζυγος της ετεροθαλούς αδελφής του, της Καλλιγόνης, αναστατώνεται από την άφιξη στην πόλη της εξαδέλφης του, της Λευκίππης από το Βυζάντιο. Μετά από επίμονες προσπάθεις κερδίζει τον έρωτά της, μόνο που ταυτόχρονα πλησιάζει αδυσώπητα κι η καθορισμένη ημερομηνία του γάμου του με την Καλλιγόνη. Τη λύση τη δίνει εκούσια ο Καλλισθένης, ένας νεαρός συντοπίτης της Λευκίππης που φτάνει στην Τύρο με σκοπό να την απαγάγει, αλλά κατά λάθος κλέβει την Καλλιγόνη! Οι ερωτευμένοι αποφασίζουν να φύγουν από την Τύρο. Ναυαγούν στην Αίγυπτο όπου και χάνονται μετά από μια σειρά περιπετειών. Ο απογοητευμένος Κλειτοφών περιπλανιέται στην Αλεξάνδρεια πιστεύοντας ότι η Λευκίππη δεν ζει πλέον. Εκεί θα συναντήσει τη Μελίτη, μια νεαρή Εφέσια χήρα, η οποία θα τον πείσει να την παντρευτεί. Μόνο που στην Έφεσο θα δοθεί η λύση του δράματος. Ο Κλειτοφών ανακαλύπτει ότι η Λευκίππη ζει, όπως άλλωστε κι ο υποτίθεται νεκρός πρώτος σύζυγος της Μελίτης. Ακολουθούν εξελίξεις κι ανατροπές που θα ζήλευε και η πιο επιτυχημένη σύγχρονη σαπουνόπερα, αλλά στο τέλος οι δύο ήρωες κατορθώνουν θριαμβευτικά να παντρευτούν και να χαρούν τον έρωτά τους. Και ζήσαν αυτοί καλά, ο Καλλισθένης κι η Καλλιγόνη, που αγαπήθηκαν στο μεταξύ, καλύτερα, κι εμείς τέλεια!

Το μυθιστόρημα είχε τρελό σουξέ στα χρόνια του Βυζαντίου. Ο πατριάρχης Φώτιος το χαρακτήριζε άρτιο από τεχνική άποψη, αλλά απορριπτέο από ηθική. Ξέρετε, όμως, πόσο διαβάζονται τα μυθιστορήματα που κάποιοι παρουσιάζουν ως ανήθικα. Σε κάθε περίπτωση, το έργο μας προσφέρει μια υπέροχη τοιχογραφία εποχής, περιγράφοντας τον ελληνιστικό κόσμο στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εποχή που οι άνθρωποι έδιναν τα ρέστα τους αναζητώντας απαντήσεις στα μεταφυσικά τους ερωτήματα.

(2) Οι «Αρραβωνιασμένοι» («I promessi sposi» 1821-1842) του Αλεσσάντρο Μαντσόνι (1785-1873) είναι το εθνικό μυθιστόρημα της σύγχρονης Ιταλίας. Ο συγγραφέας, ενώ είχε ήδη τελειώσει το έργο του, έκρινε ότι αυτό είχε ακόμη πολλά στοιχεία από τη λομβαρδική διάλεκτο κι αποφάσισε να το ξαναγράψει πηγαίνοντας στην Τοσκάνη για να «ξεπλύνει το γραπτό του στον Άρνο». Το μυθιστόρημα δεν διαδραματίζεται στην εποχή που έζησε ο συγγραφέας, αλλά στην ελεγχόμενη από τους Ισπανούς Λομβαρδία του 17ου αιώνα. Ο ιερέας ενός μικρού χωριού κοντά στη λίμνη του Κόμο υποχρεώνεται να μην τελέσει τον γάμο μεταξύ του Ρέντσο Τραμαλίνο και της Λουτσία Μοντέλλα, μια και την νεαρή την έχει ερωτευτεί ο τοπικός άρχοντας, ο Δον Ροδρίγο. Ο Ρέντσο και η Λουτσία χωρίζουν προσπαθώντας να βρουν τρόπους και συμμάχους που θα καταστήσουν δυνατό τον γάμο τους. Θα τα καταφέρουν να ξαναβρεθούν, ύστερα από μύριες περιπέτειες, στο Μιλάνο, ενώ φτάνει στο τέλος της μια φοβερή επιδημία πανώλης. Θα πετύχουν τον σκοπό τους την ώρα που ο μεγάλος εχθρός αργοπεθαίνει, παρά την εγκόσμια δύναμή του, ως ένα ακόμη θύμα της πανούκλας.

(3) Στο επικό ποίημά του «Εβανζελίν» (1847), ο Χένρυ Γουάντσγουωρθ Λόνγκφέλλοου (1807-1882) μιλά για άγνωστες σε μας προσφυγιές. Οι Acadiens (Ακαδιανοί ή Ακάδιοι) ήταν οι Γάλλοι άποικοι των περιοχών της Βορειοδυτικής Αμερικής που αποτελούν σήμερα τις καναδικές επαρχίες της Νέας Σκωτίας και της Νέας Βρουνσβίκης. Πληρώνοντας την έκβαση μαχών που δόθηκαν στον Παλαιό Κόσμο, βρέθηκαν (μετά τη Συνθήκη της Ουτρέχτης, 1713) υπό αγγλική κατοχή. Το 1755, έχοντας αποφασίσει να προβούν σε μια εθνοκάθαρση (πριν εφευρεθεί ο όρος), οι Βρετανοί εκτοπίζουν το σύνολο του γαλλόφωνου πληθυσμού της Ακαδίας. Σ’ αυτή τη σκληρή περιπλάνηση από τον Βορρά στη Λουιζιάνα, θα χαθούν μεταξύ τους κι οι δύο ήρωες του ποιήματος, η Εβανζελίν Μπελλφονταίν κι ο Γκαμπριέλ Λαζενές. Η τραγική ειρωνεία έγκειται στο ότι πολλές φορές θα βρεθούν πολύ κοντά, χωρίς ο ένας να αντιληφθεί την παρουσία της αγαπημένης ύπαρξής του σχεδόν δίπλα του. Το ποίημα δεν έχει χάπυ εντ. Οι δυο αγαπημένοι θα ξαναβρεθούν στο τέλος μόνο της ζωής τους: η Εβανζελίν θα αναγνωρίσει ως γηραιά νοσοκόμα τον ετοιμοθάνατο Γκαμπριέλ στη Φιλαδέλφεια. Ο ήρωας θα πεθάνει στην αγκαλιά της αγαπημένης που είχε χάσει κι αναζητούσε σε ολόκληρη τη ζωή του.

Το μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου το συνάντησα περιδιαβαίνοντας τον ελληνιστικό κόσμο, τον Μαντσόνι μού τον υπέδειξαν τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο και το ποίημα του Λονγκφέλλοου το ανακάλυψα ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου.

[ανάρτηση στο Facebook, 14 Ιουλίου 2013]

Ρέκβιεμ για μια δημόσια υπηρεσία;

Πάμπλο Πικάσο "Στούντιο καλλιτέχνη με μαρμάρινο μπούστο", 1925

Χάρη στην κρατική τηλεόραση είχα κατορθώσει να δω, στην παιδική κι εφηβική μου ηλικία, όλες σχεδόν τις ταινίες που είχαν ως τότε σημαδέψει την ιστορία του κινηματογράφου. Από τον Μουρνάου ως τον Βέντερς κι από τον Αϊζενστάιν ως τον Ταρκόφσκι. Βισκόντι, Φελλίνι, Τρυφώ, Ντράγιερ και Μπέργκμαν. Παρακολούθησα κλασικά θεατρικά έργα και συναυλίες. Τηλεοπτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων, από το Μοναστήρι της Πάρμας του Σταντάλ ως το Μαγικό Βουνό και τον Δρα Φάουστους του Τόμας Μαν. Είδα τις σειρές του BBC, το Εγώ ο Κλαύδιος και τους Πτολεμαίους. Παρακολούθησα τον Βίνσεντ Πράις στα περισσότερα από τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόου. Το Τρίτο Πρόγραμμα του κρατικού ραδιοφώνου μου έδωσε την ευκαιρία να ακούω κλασσική μουσική κάθε μέρα κι όχι μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα. Και στο κρατικό ραδιόφωνο πρωτάκουσα τα περισσότερα ονόματα της μουσικής που επρόκειτο να αγαπήσω.

Η ΕΡΤ ήταν βέβαια κι άλλα πολλά. Ήταν μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας και εξυπηρέτησης ημετέρων. Ήταν ακόμη οι υπεράριθμοι, οι αργόμισθοι. Μάλλον. Αλλά ποιος τολμά να πει την αλήθεια; Ποιος έχει το θάρρος να πει ότι οι μεγάλες σπατάλες της ΕΡΤ οφείλονταν στην προσπάθειά της να μιμηθεί την ιδιωτική τηλεόραση, να αμείβει πέραν πάσης λογικής «αστέρια» της σκουπιδοκουλτούρας ή διαπλεκόμενους καλλιτέχνες (εντός κι εκτός εισαγωγικών), να επιδοτεί γενναιόδωρα ποδοσφαιρικές και καλαθοσφαιρικές εταιρίες;

Σκοπός της κρατικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης δεν μπορεί να είναι το κέρδος. Είναι το να καθιστά προσιτά στο σύνολο του κοινού έργα και δημιουργίες που δεν πρόκειται ποτέ να προβληθούν από ιδιωτικούς φορείς. Να δώσει την ευκαιρία στον καθένα να ξεφύγει από τα υποπροϊόντα μαζικής κατανάλωσης που προσφέρουν οι διάφοροι τομείς της βιομηχανίας του θεάματος.

Η κυβέρνησή μας είναι τελικά ειλικρινής. Καθιστά σαφείς τις προτεραιότητές της: η εξοικονόμηση πόρων αφορά ως τώρα αποκλειστικά τον πολιτισμό και το πνεύμα. Και γιατί όχι άλλωστε; Οι άβουλοι καταναλωτές πολιτιστικών σκουπιδιών είναι τα ιδανικά συστατικά μιας αποχαυνωμένης μάζας.

Πολλά μπορούν να λεχθούν για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση έλαβε και έθεσε σε εφαρμογή την τελευταία απόφασή της. Για την προσφυγή, χωρίς προδήλως να συντρέχουν οι απαιτούμενες από το Σύνταγμα προϋποθέσεις, στην επονείδιστη πρακτική της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, που με τις διάφορες ονομασίες που έφερε κατά το παρελθόν (αναγκαστικός νόμος, αναγκαστικό ή νομοθετικό διάταγμα) έχει συνδεθεί με ανώμαλες πολιτειακά περιόδους της Ιστορίας μας. Για την παντελή έλλειψη ακόμη και της πιο πρόχειρης μελέτης περί εξοικονόμησης πόρων, ενώ επρόκειτο για φορέα που είχε μειώσει δραστικά το προσωπικό και τις μισθολογικές δαπάνες του κι ήταν, έστω και χάρη στο ειδικό τέλος, κερδοφόρος.

Αλήθεια, σε τι τιμή εξακολουθεί το ελληνικό δημόσιο να αγοράζει ορθοπεδικά υλικά, φίλτρα αιμοκάθαρσης και βηματοδότες; Πόσα ξοδεύει για τις αμέτρητες γενικές και ειδικές γραμματείες, περίεργους φορείς κι επιτροπές ή για κατ’ όνομα «τεχνοκράτες», που δεν είναι παρά κομματάρχες υπουργών και πρωθυπουργών;

Ναι, το ξέρω. Θα συσταθεί νέα ΕΡΤ (κάτι σαν τον Νέο Πανιώνιο). Είμαι βέβαιος ότι θα στελεχωθεί βάσει 100% κομματικών και ρουσφετολογικών κριτηρίων κι ότι θα προσφέρει πολιτισμό επιπέδου τηλεοπτικών γλαστρών και φραπελιάς.

Η κυβερνητική απόφαση, όμως, δεν αφορά μόνον τον πολιτισμό. Επιχειρεί να επιβάλει καθεστώς ακραίας πόλωσης, καλώντας τους πολίτες να επιλέξουν στρατόπεδο μεταξύ «πρωτοπορίας» (όπου καταλέγεται μια αρπακτική οικονομική ελίτ που ακολουθεί μεθόδους ρώσου ολιγάρχη συνδυασμένες με αυτές Βαλκάνιου πλιατσικολόγου) και «οπισθοδρομικών» δυνάμεων, προσκολλημένων σε «ξεπερασμένες και επιζήμιες» αξίες, όπως είναι ο σεβασμός στο δημοκρατικό πολίτευμα και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Ευτυχώς, η επιτυχία του εγχειρήματος αυτού κάθε άλλο παρά βέβαιη είναι. Τόσο η πρωτοφανής ευαισθητοποίηση του κοινού αμέσως μετά την αυθαίρετη απόφαση όσο και οι αντιδράσεις συμπαράστασης σε ολόκληρη την Ευρώπη αποτελούν βάσιμους λόγους αισιοδοξίας. Ακόμα και στους δύσκολους καιρούς μας, η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερη αξία.

[ξεκίνησε σαν σχόλιο στο Facebook, στις 11 Ιουνίου 2013, δηλαδή το βράδυ που έκλεισε η ΕΡΤ. Γράφτηκε στην παρούσα μορφή για τα Ενθέματα και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 17ης Ιουνίου 2013]

Λογοτεχνικά αλκοολικός

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βενετία, το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1948, ο Έρνεστ Χέμινγουέυ έπαιρνε κάθε μέρα το ίδιο πρωινό στο Παλάτσο Γκρίττι: ομελέτα, μπέικον και νεφρά μοσχαρίσια. Το συνόδευε με δυο μπουκάλια κρασί Bαλπολιτσέλλα (ή, μάλλον, το πρωινό συνόδευε το κρασί). Λίγο μετά τις δέκα, κατέβαινε στο Χάρρυ’ς Μπαρ για να πιει μερικά Μπλάντυ Μαίρυ, περιμένοντας τον πλατωνικό του έρωτα, την Αντριάνα Ίβαντσιτς. Μαζί έπιναν κάμποσες σαμπάνιες.

Μακρύς ο δρόμος για να γίνει κανείς λογοτεχνικά αλκοολικός…

[Facebook, 18 Μαΐου 2012]