Brava gente!

Ιταλοί Μπερσαλιέροι στο Στάλινο (σημερινό Ντονιέτσκ) της ανατολικής Ουκρανίας

Όψη 1η

«Η νύχτα των Χριστουγέννων έπεσε πάνω από τη λευκή έκταση. Συγκλόνιζε και σπάραζε την καρδιά, όπως μπορούν να νιώσουν μοναχά οι στρατιώτες στα χαρακώματα, μακριά από κάθε αγαθό, σκορπισμένοι μέσα στη σιωπή, δίπλα στ’ αστέρια…» [Τζούλιο Μπεντέσκι «Centomila gavette di ghiaccio»]

«Όταν μπήκαμε στη Νίκαια ήταν προφανές ότι οι Γάλλοι μάς υποδέχτηκαν με ένα συναίσθημα χειρότερο από το μίσος, την περιφρόνηση. Δεν σταματούσαν να λένε ότι το μοναδικό αήττητο γαλλικό στράτευμα ήταν η Στρατιά των Άλπεων που μας είχε νικήσει στο πεδίο της μάχης. Διατείνονταν ότι οι Ιταλοί δεν θα έμεναν στη Γαλλία παρά μόνο λίγους μήνες. Κι έλεγαν κοροϊδευτικά ότι οι Μπερσαλιέροι που έφτασαν φορώντας φτερά στα καπέλα θα έφευγαν με το φτερό στον κ…» [λοχαγός Μπρόκι, αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών του ιταλικού στρατού, Νοέμβριος 1942]

Το στερεότυπο για τον Ιταλό στρατιώτη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παραπέμπει σε ένα μάλλον συμπαθητικό τύπο που παίζει μαντολίνο, τραγουδά και φλερτάρει τις κοπέλες. Οι επιδόσεις του στο πεδίο της μάχης απέχουν πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν αξιοσημείωτες. Σύμμαχοι και αντίπαλοι μιλούν υποτιμητικά για τις ικανότητές του.

Εκ πρώτης όψεως, τα ιστορικά γεγονότα επιβεβαιώνουν τις εντύπωση αυτή. Ήττα στις Άλπεις από τις δυνάμεις ενός γαλλικού στρατού που ήδη έχει συντριβεί από τη Βέρμαχτ, στραπάτσο στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, αποτυχίες στη Βόρειο Αφρική. Μια προσεκτικότερη ματιά, ωστόσο, αποκαλύπτει μια αλήθεια πιο σύνθετη. Αν οι ιταλικές επιδόσεις στον πόλεμο δεν είναι λαμπρές, αυτό δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη σε κάποια εγγενή αδυναμία ή αδιαφορία για το αιματηρό «άθλημα» του πολέμου. Η όχι ιδιαίτερα προικισμένη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, η προβληματική διοικητική μέριμνα κι ο πλημμελής εξοπλισμός εξηγούν πολλά (οι υποτιθέμενες μηχανοκίνητες -autotrasportate- μονάδες του ιταλικού στρατού είχαν τόσο μεγάλες ελλείψεις σε οχήματα που οι στρατιώτες που υπηρετούσαν σ’ αυτές τις αποκαλούσαν autoscarpe, σαν να έλεγαν, δηλαδή, ότι το μόνο μηχανοκίνητο στοιχείο της μονάδας ήταν τα παπούτσια των ίδιων των φαντάρων).

Στην πραγματικότητα, ο ιταλικός στρατός ήταν ένα στράτευμα όπως όλα τ’ άλλα. Είχε κι αυτός να επιδείξει πράξεις ηρωϊσμού, ακριβώς όπως και το δικό του παθητικό το βάρυναν εγκλήματα πολέμου.

—————————————————————————–

Η φασιστική Ιταλία συμμετείχε στην προσπάθεια του Χίτλερ να πραγματοποιήσει το παράλογο σχέδιο κατάκτησης της ΕΣΣΔ με ένα εκστρατευτικό σώμα (ARMIR) που αριθμούσε περίπου 250.000 άνδρες. Οι μισοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.

Μολονότι συνήθως οι ιταλικές δυνάμεις αποτελούσαν εύκολη λεία για τον Κόκκινο Στρατό, σε κάποιες περιπτώσεις οι Ιταλοί πολέμησαν με απαράμιλλη ανδρεία. Τον Ιανουάριο του 1943, ενώ η 6η Στρατιά του Πάουλους εξοντώνεται πολιορκημένη στο Σταλινγκράντ, τρεις ορεινές μεραρχίες (Γιούλια, Κουνεένσε και Τριντεντίνα) επιλέγουν την αυτοθυσία ώστε να καταστήσουν δυνατή την υποχώρηση των συμπολεμιστών τους, Γερμανών και Ιταλών, από την περιοχή του Ντον.

Η υποχώρηση του ιταλικού πεζικού στην περιοχή του ποταμού Ντον

«Προτίμησαν να δώσουν φονικές μάχες οπισθοφυλακής, την ώρα που παρενοχλούνταν διαρκώς από παρτιζάνους, παρά να παραδοθούν. Με τίμημα μεγάλες απώλειες, διέσχισαν 350 χιλιόμετρα πεζοί, μέσα στο χιόνι και το κρύο, με θερμοκρασίες χαμηλότερες από 30, 40, ακόμα και 50 βαθμούς υπό το μηδέν, χωρίς οχήματα, χωρίς εφόδια, χωρίς αντιαρματικά όπλα, χωρίς αεροπορική κάλυψη, χωρίς ασυρμάτους.» [Hubert Heyriès σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2015, σελ. 205 επ., ειδικ. σελ. 219-220]

«Έβλεπα να περνά μπροστά μου μια ατέλειωτη φάλαγγα φαντασμάτων, μορφών που δεν είχαν πια τίποτε το ανθρώπινο. Προχωρούσαν τρεκλίζοντας, παραπατώντας, σέρνοντας τα πόδια τους στο χιόνι, σιωπηλοί. Η όψη αυτών των σκαμμένων, αποστεωμένων προσώπων, το βλέμμα που διάβαζε κάποιος σε αυτά τα κοκκινισμένα μάτια, τα χαμένα σε παραισθήσεις, έδιναν την εντύπωση μια παρέλασης πλασμάτων τα οποία, έχοντας υποστεί ένα παρατεταμένο μαρτύριο, είχαν χάσει το φως της λογικής». [λοχαγός Τζιοβάννι Μπαττίστα Στούκι, 31 Ιανουαρίου 1943]

Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό του Κόκκινου Στρατού και να ξεφύγουν, Ανάμεσά τους, ο Τζούλιο Μπεντέσκι, που υπηρετούσε ως ανθυπίατρος στην 3η Ορεινή Μεραρχία «Γιούλια» και ο οποίος περιέγραψε γλαφυρά το έπος των συμπολεμιστών του στο μυθιστόρημα «Centomila gavette di ghiaccio» [(«Εκατό χιλάδες παγωμένες καραβάνες»), εκδ. Mursia, Μιλάνο, 1963]

Εξώφυλλο του βιβλίου του Μπεντέσκι

[ο Μπεντέσκι δεν ήταν, βέβαια, κάποιος άγιος. Ιδεολογικά κοντά στο φασιστικό κόμμα, προτίμησε το θέρος του 1943 να συνταχθεί με την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία. Μεταπολεμικά καταδικάστηκε σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και εκτόπιση στη Σικελία.]

Όψη 2η

Όταν γίνεται λόγος για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό είναι γνωστά: Δίστομο, Καλάβρυτα, ενδεχομένως μαζί με την Κάντανο ή το Κοντομαρί, τους μαρτυρικούς τόπους των σφαγών στην Κρήτη που προηγήθηκαν χρονικά εκείνων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτουργός ήταν η Βέρμαχτ. Και είναι δύσκολο να ξεχαστούν τα δράματα αυτά. Το ίδιο το ελληνικό κράτος τιμά με κάθε επισημότητα τη μνήμη των θυμάτων, ενώ φορείς και άτομα συνεχίζουν να διεκδικούν πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία. Πόσοι, όμως, θυμούνται ή γνωρίζουν το Δομένικο;

Ακριβώς όπως ο τόσο υποτιμημένος ιταλικός στρατός είχε να επιδείξει ανδραγαθήματα, ομοίως βαρύνεται και με εγκλήματα πολέμου. Όχι σπάνια η εικόνα του ως στρατού κατοχής δεν ήταν σύμφωνη με το στερεότυπο του ευγενικού στρατεύματος του οποίου τα σοβαρότερα εγκλήματα ήταν η διατάραξη κοινής ησυχίας, από τις καντάδες των στρατιωτών του, και το φλερτ στα κορίτσια των υπό κατοχή περιοχών.

Η σφαγή στο Δομένικο είναι, ίσως, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Νωρίς το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 1943 μια ιταλική φάλαγγα πέφτει σε ενέδρα ανταρτών του ΕΛΑΣ έξω από το χωριό Δομένικο της επαρχίας Ελασσόνας. Στη συμπλοκή που ακολουθεί σκοτώνονται 9 Ιταλοί στρατιώτες. Η απάντηση της 24ης Μεραρχίας Πεζικού «Πινερόλο» η οποία στρατοπεδεύει στη Λάρισα και την οποία διοικεί ο στρατηγός Τσέζαρε Μπενέλλι είναι άμεση. Λίγες ώρες μετά το συμβάν, οι άνδρες της μπαίνουν στο Δομένικο και αρχίζουν να πυρπολούν τα σπίτια του χωριού. Συγκεντρώνουν τον πληθυσμό στην πλατεία και ξεχωρίζουν όλους τους άρρενες μεταξύ 14 και 80 ετών, τους οποίους και εκτελούν στη συνέχεια σε διάφορα σημεία. Οι επιχειρήσεις συνεχίζονται και την επομένη με τον εντοπισμό και την εκτέλεση όσων είχαν ξεφύγει από την πρώτη μαζική σύλληψη. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ανέρχεται, τουλάχιστον, στα 150.

Η σφαγή στο Δομένικο

Η σφαγή στο Δομένικο είναι ίσως το πιο αιματηρό συμβάν, αλλά δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Ανάλογες σφαγές διαπράττονται στην Τσαρίτσανη, τον Δομοκό και τα Φάρσαλα, χωρίς να ξεχνούμε τις εκτελέσεις κρατουμένων στο στρατόπεδο της Λάρισας. Ανάλογη είναι η συμπεριφορά των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων και εκτός Ελλάδας. Στις αρχές του 1942, ο στρατηγός Μάριο Ροάττα (που διατέλεσε δύο φορές αρχηγός γενικού επιτελείου), τότε διοικητής των ιταλικών δυνάμεων σε Σλοβενία και Δαλματία, εκδίδει την αριθ. 3C εγκύκλιο, πραγματικό εγχειρίδιο καταστολής του ανταρτοπολέμου, με την οποία επιβάλλει τη χρήση σκληρών αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού. Η εγκύκλιος αυτή δεν έμεινε, βεβαίως, ανεφάρμοστη. Τέλος, στη Βόρεια Αφρική, τα θύματα είναι συνήθως άμαχοι προερχόμενοι από τον ιθαγενή πληθυσμό και αιχμάλωτοι Ινδοί στρατιώτες του βρετανικού στρατού.

Στρατηγός Μάριο Ροάττα

Το καλοκαίρι του 1943, μετά την ανατροπή του καθεστώτος Μουσσολίνι, η Ιταλία βρέθηκε στο στρατόπεδο των συμμάχων. Μεταπολεμικά, δεν έπρεπε να θιγεί σε καμία περίπτωση το κύρος ενός πυλώνα του δυτικού κόσμου. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε ιταλική Νυρεμβέργη. Το ιταλικό κράτος διέγραψε τα εγκλήματα πολέμου από τη συλλογική ιστορική μνήμη, το ίδιο δε έπραξαν κι οι κυβερνήσεις των χωρών των θυμάτων. Όλα ξεχάστηκαν. Το ντοκιμαντέρ του Τζοβάνι Ντονφραντσέσκο «La guerra sporca di Mussolin» («Ο βρόμικος πόλεμος του Μουσσολίνι») προβλήθηκε το 2008 στο History Channel. Στην Ιταλία κανένας τηλεοπτικός σταθμός δεν ενδιαφέρθηκε ή δεν θέλησε να το προβάλει.

Brava gente… αλλά ο ιταλικός στρατός συμπεριφέρθηκε όπως κάθε στρατός κατοχής. Βίαια και ενίοτε εγκληματικά.

[πηγές: Hubert Heyriès σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2015, σελ. 205 επ./ Lidia Santarelli «Muted violence: Italian war crimes in occupied Greece«, Journal of Modern Italian Studies τ. 9, αριθ. 3, 2004, σελ. 280 επ./ Davide Rodogno σε J. Lopez και Olivier Wieviorka (επιμ.) «Les mythes de la seconde guerre mondiale, volume 2», εκδ. Perrin, Παρίσι, 2017, σελ. 183 επ.]

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 27 Νοεμβρίου και 30 Νοεμβρίου 2019]