Ο Κρητικός μεγιστάνας της Γαλικίας

Κωνσταντίνος Κορνιακτός, αρχές του 17ου αι., Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Λβίου, Ουκρανία

Λένε πως όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, κάποιον Έλληνα θα βρεις. Κάποιες φορές η λαϊκή ρήση αυτή επιβεβαιώνεται με τρόπο εντυπωσιακό στα πλέον απροσδόκητα μέρη. Τι θα μπορούσε να συνδέει, άλλωστε, το Ηράκλειο με την ουκρανική Λεόπολη;

Στην πρωτεύουσα της Γαλικίας, την πόλη που οι Ουκρανοί αποκαλούν Λβίου (Львів), οι Πολωνοί Λβουφ, οι γερμανόφωνοι Λέμπεργκ κι οι Ρώσοι Λβοφ, ένα από τα πιο επιβλητικά κτήρια της ιστορικότατης Πλατείας της Αγοράς (ουκρ.: Площа Ринок, πολ.: Rynek we Lwowie) είναι το Μέγαρο Κορνιακτού (Палац Корнякта).

Άποψη της πρωτεύουσας της Γαλικίας/ πηγή Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός γεννήθηκε το 1517 (ή το 1520) στο Ηράκλειο, τον Χάνδακα της ενετοκρατούμενης Κρήτης. Έφηβος ακόμη μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Οι ικανότητές του νεαρού Κρητικού ήταν τόσο μεγάλες που γρήγορα απέκτησε σημαντική περιουσία. Την περιουσία αυτή την αύξησε ακόμη περισσότερο επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του στη Μολδαβία. Στην παραδουνάβια αυτή ηγεμονία ανέλαβε την άσκηση μιας από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες της εποχής: τη διαχείριση τελωνείων και την είσπραξη των αντίστοιχων δασμών για λογαριασμό των υποτελών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ηγεμόνων της περιοχής. Στοχεύοντας πάντα ψηλότερα, ο Κορνιακτός αποφάσισε να μετακινηθεί βορειότερα, χωρίς πάντως να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις του στη Μολδαβία και στην Πόλη. Κι έτσι, κάποια στιγμή, ίσως στα μέσα της δεκαετίας του 1550, βρέθηκε στην πόλη όπου επρόκειτο να ριζώσει, το πολωνικό τότε Λβουφ.

Μέγαρο Κορνιακτού, Λβίου/Λβουφ (πηγή: Wikipedia, χρήστης Gryffindor)

Σε μια εποχή κατά την οποία η πανίσχυρη Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία βρίσκεται στη μέγιστη ακμή της, η Γαλικία αποτελεί τόπο που προσφέρει εξαιρετικές επιχειρηματικές ευκαιρίες. Ήδη ισχυρότατος οικονομικά, ο Κρητικός επιχειρηματίας θα γίνει μέσα σε λίγα χρόνια ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Γαλικία. Τρεις είναι οι κύριοι τομείς δραστηριοτήτων του: πρώτον, το διεθνές εμπόριο διαφόρων προϊόντων (κρασιά, μέλι, υφάσματα, βαμβάκι, δέρματα και γούνες) από και προς την Πολωνία και Λιθουανία, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, τα υπόλοιπα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη Γερμανία. Δεύτερον, η είσπραξη φόρων, τελών και δασμών. Τρίτον, οι τραπεζικές επιχειρήσεις: ο Κορνιακτός δανείζει μεγάλα ποσά όχι μόνο στα μέλη της πολωνικής αριστοκρατίας (szlachta), αλλά και στους ίδιους τους Πολωνούς βασιλείς (μεταξύ των οποίων, στον Σιγισμούνδο Β΄ Αύγουστο). Για τις υπηρεσίες του αυτές ανταμείβεται με τον τίτλο του ευγενούς (1571) και την παραχώρηση σημαντικών φέουδων στη Γαλικία.

Τη δεκαετία του 1570 ξεκινά και η ανέγερση του ιδιωτικού μεγάρου του Κορνιακτού, στην πλατεία της κεντρικής αγοράς του Λβουφ. Τα σχέδια εκπονεί ο Ιταλοπολωνός αρχιτέκτονας Πιοτρ Μπάρμπον (ή Πιέτρο Μπαρμπόνε ή Πιέτρο ντι Μπαρμπόνα), πιθανώς με τη βοήθεια ενός ακόμη Ιταλοπολωνού, του Πάβεου Ζιμιάνιν (ή Πάολο Ρομάνο). Το αναγεννησιακού ρυθμού κτίσμα ολοκληρώνεται πριν από το 1580.

Μέγαρο Κορνιακτού, η εσωτερική αυλή/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Stako (Stanislaw Kosiedowski)

Σε ώριμη ηλικία, το 1575, ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός νυμφεύεται την Άννα Τζεντουσίτσκι, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας ρουθηνικής καταγωγής. Αποκτούν επτά παιδιά, τρεις γιους και τέσσερις κόρες.

Ιδιαιτέρως πιστός, ο Κρητικός μεγιστάνας ενισχύει με κάθε τρόπο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Προβαίνει σε σημαντικές οικονομικές δωρεές, αναζητεί χρηματοδότες μεταξύ κυρίως των Ρουθηνών ευγενών και των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, μεσολαβεί ώστε να εξασφαλισθεί η εύνοια των Πολωνών βασιλέων προς την ορθοδοξία. Πρωτοστατεί στην ίδρυση της Αδελφότητας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και χρηματοδοτεί την ανέγερση σημαντικού μέρους του αρχιτεκτονικού συμπλέγματος του ομώνυμου ναού στο Λβουφ, ο οποίος θεωρείται σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά μνημεία της Ουκρανίας.

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Λβίου/Λβουφ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Lestat (Jan Mehlich)

Πεθαίνει το 1603, έχοντας κατορθώσει να είναι ένας από τους ισχυρότερους, πολιτικά και οικονομικά, ανθρώπους στην Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία. Μετά τον θάνατο του Κορνιακτού, τα παιδιά του ασπάζονται τον καθολικισμό και εκπολωνίζονται πλήρως. Ο Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος, που θα αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πατέρα του, εγκαθίσταται στο οικογενειακό φέουδο του Μπιαουόμποκ (ουκρ.: Μπιλόμποκ) όπου και οικοδομείται το κάστρο του. Θα ζήσει μια ιδιαίτερα ταραχώδη ζωή, εμπλεκόμενος σε συνεχείς και εξαιρετικά βίαιες έριδες με τους Πολωνούς ευγενείς (αρκετοί από τους οποίους τον αντιμετωπίζουν ως ξένο και παρείσακτο), ιδίως δε με τον Στανίσουαφ Σταντνίτσκι, τον (όχι άδικα) επονομαζόμενο και Διάβολο.

Κωνσταντίνος Κορνιακτός ο Νεότερος (Κονστάντυ Κορνιάκτ), 17ος αι., Μουσείο Ιστορίας του Λβίου

Το Μέγαρο Κορνιακτού θα αγοραστεί το 1640 από τη φημισμένη οικογένεια Σομπιέσκι. Θα αποτελέσει την κατοικία του επιφανέστερου μέλους της, του Πολωνού βασιλέα Ιωάννη Γ΄ Σομπιέσκι, του ανθρώπου που συνέτριψε τις οθωμανικές δυνάμεις έξω από τη Βιέννη το 1683. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πολωνοί εξακολουθούν να ονομάζουν το μέγαρο «Βασιλική Κατοικία στο Λβουφ» (Kamienica Królewska we Lwowie). Σήμερα, το κτήριο στεγάζει το Μουσείο Ιστορίας της πόλης.

Σοσιαλιστική αυτοκρατορία των Ίνκα!

Άποψη του Μάτσου Πίκτσου (κέντρο τελετών και/ή εξοχική κατοικία του μονάρχη), σε φωτογραφία του Martin St-Amant από τη Wikipedia

Άποψη του Μάτσου Πίκτσου (κέντρο τελετών και/ή εξοχική κατοικία του μονάρχη), σε φωτογραφία του Martin St-Amant από τη Wikipedia

Το 1928 ο Γάλλος οικονομολόγος Λουί Μπωντέν εξέδιδε το σύγγραμμά του με τίτλο L’Empire socialiste des Inka. Μη χαίρεστε, όμως, ο Μπωντέν ήταν ένθερμος υποστηρικτής του φιλελευθερισμού και θεωρούσε την προκολομβιανή αυτή αυτοκρατορία περίπου αντίστοιχο παράδειγμα της… Σοβιετίας. Ένα ψυχρό γραφειοκρατικό κατασκεύασμα όπου μια ελίτ έπαιρνε όλες τις αποφάσεις ρυθμίζοντας μέχρι την τελευταία λεπτομέρειά της τη ζωή ενός παθητικού πληθυσμού βυθισμένου σε πνευματικό λήθαργο!

Την ίδια χρονιά, όμως, ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, ιδρυτής του ΚΚ Περού προέβαινε σε μια διαμετρικά αντίθετη εκτίμηση της ινκαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς διέβλεπε σ’ αυτήν στοιχεία ενός ιδιαίτερου κομμουνισμού τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως οδηγός για τη γνήσια ανδική εκδοχή του σοσιαλισμού. Πολύ πρωτύτερα, τον 19ο αιώνα, ο Αμερικανός ιστορικός Γουίλιαμ Πρέσκοττ χαρακτήριζε την αυτοκρατορία των Ίνκα ως την «ηπιότερη από τις δεσποτείες«, ενώ ακόμη νωρίτερα συμπαθείς τύποι σαν τον Βολταίρο επαινούσαν τους νόμους των Ίνκα ως υποδείγματα ορθολογισμού και δικαιοσύνης.

Για να μην μπερδεύεστε, ας πούμε ότι, για μια φορά ακόμη, οι μεταγενέστερες εποχές αρνούνται να αποτιμήσουν αυτοτελώς μια προγενέστερη και προτιμούν να την κρίνουν με τις δικές τους αντιλήψεις και προσδοκίες.

Φυσικά, η μελέτη του κράτους των Ίνκα μας παρέχει διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία, ενδεχομένως κι αξιοποιήσιμα ακόμη κι από τις σύγχρονες κοινωνίες. Θα αρκεστούμε στην επισήμανση δύο στοιχείων οικονομικού ενδιαφέροντος.

Το πρώτο προϋπήρχε του κράτους των Ίνκα, αλλά διατηρήθηκε κι από τους ηγεμόνες του Κούσκο. Η περιοχή των Κεντρικών Άνδεων (που συμπίπτει με το σύγχρονο Περού) χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη τριών διαφορετικών οικολογικών-παραγωγικών ζωνών. Η γιούνκα, η θερμή «ημιορεινή» ζώνη που απλώνεται από τα παράλια και φτάνει στους πρόποδες των Άνδεων, σε υψόμετρο μέχρι 1.500 (και σε κάποιες περιπτώσεις περισσότερα) μέτρα, τόπος καλλιέργειας βαμβακιού, πιπεριών, αβοκάδο, φυστικιών και κόκας. Η κίτσουα, ζώνη των ορεινών κοιλάδων με υψόμετρο ως και 3.000 μ., περιοχή καλλιέργειας καλαμποκιού, φασολιών και κινόας. Τέλος, η πούνα, τα στεπώδη ορεινά υψίπεδα, πάνω από τα 3.000 μέτρα υψόμετρο, ζώνη κατεξοχήν κτηνοτροφική (λάμα και αλπακά), αλλά και καλλιέργειας πατάτας. Οι διάφορες ανδικές κοινότητες επιδίωκαν πάντα την οικονομική αυτάρκειά τους. Για τον σκοπό αυτό, αντί να στραφούν στην απόκτηση αγαθών που δεν παρήγαγε η περιοχή τους μέσω των εμπορικών συναλλαγών, προτίμησαν τη λύση του αποικισμού. Έτσι μια κοινότητα που είχε τη βάση της στη μέση ορεινή ζώνη έστελνε κάποια μέλη της να εγκατασταθούν στην πούνα, για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία και να καλλιεργήσουν πατάτες, και κάποια άλλα στα «πεδινά», έτσι ώστε η κοινότητα να εξασφαλίσει βαμβάκι, πιπεριές και κόκα!

 

"Οι αποθήκες του μονάρχη", από το "El primer nueva corónica y buen gobierno" του Φελίπε Χουαμάν Πόμα ντε Αγιάλα, περ. 1615

«Οι αποθήκες του μονάρχη», από το «El primer nueva corónica y buen gobierno» του Φελίπε Χουαμάν Πόμα ντε Αγιάλα, περ. 1615

Το δεύτερο στοιχείο είναι άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου διακυβέρνησης των Ίνκα. Σε κοινωνίες όπου το εμπόριο ήταν σχεδόν άγνωστο (εκτός από τις ακτές του Ειρηνικού και το βόρειο τμήμα των Άνδεων), η κεντρική εξουσία αναλαμβάνει το μονοπώλιο σχεδόν της κυκλοφορίας των αγαθών σε μεγάλη απόσταση. Όπως σημείωναν το 1558 δύο υπάλληλοι του ισπανικού στέμματος, ο Κριστόμπαλ ντε Κάστρο κι ο Ντιέγο ντε Ορτέγα Μορεχόν «ο Ίνκα διέτασσε τους αξιωματούχους του να ενεργούν ώστε τα αγαθά που του έδιναν ως φόρο υποτελείας οι επαρχίες του Νότου (Κολλασούγιου) να διανέμονται στις επαρχίες του Βορρά (Τσιντσασούγιου) και το αντίστροφο, διότι είχε διαπιστωθεί ότι τα αγαθά που παρήγαν οι μεν έλειπαν στους δε«. Υποκαθιστώντας πλήρως το εμπόριο και την αγορά, το ινκαϊκό κράτος επιτυγχάνει δύο πράγματα: αφενός, πραγματοποιεί τεράστια κέρδη, που του επιτρέπουν να συντηρεί όχι μόνο το γραφειοκρατικό του μηχανισμό, αλλά κυρίως ένα τεράστιο στράτευμα που μπορεί να χρησιμοποιεί για κατακτητικούς σκοπούς. Αφετέρου, αυξάνει σε απίστευτο ποσοστό τόσο την παραγωγή όσο και την κατανάλωση, βελτιώνοντας θεαματικά το βιοτικό επίπεδο των υπηκόων του.

Ας επισημανθεί κι ένα ακόμη γεγονός: ο φόρος υποτελείας στον μονάρχη καταβαλλόταν πρωτίστως με τη μορφή εργασίας. Κανονικά θα έπρεπε να κάνουμε λόγο για καταναγκαστική εργασία, πλην όμως οι πληθυσμοί των Άνδεων βίωναν την εμπειρία αυτή περισσότερο ως γιορτή. Η παροχή εργασίας συνεπαγόταν ως αντιπαροχή φαγητό (καλύτερης ποιότητας από τη συνηθισμένη) και, κυρίως, άφθονη μπίρα από καλαμπόκι. Αντί για τιμωρία ή υποχρέωση, η εργασία κατέληγε να είναι ευκαιρία σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ κράτους και υποτελών.

Πηγή: César ITIER «Les Incas«, «Guides des civilisations«, Les Belles Lettres, Παρίσι, 2010

[Facebook, 14 Δεκεμβρίου 2013]