La Forbie

Μεσαιωνική μικρογραφία που απεικονίζει τη Μάχη της Φορμπί

Μεσαιωνική μικρογραφία που απεικονίζει τη Μάχη της Φορμπί

Στην Ιστορία των χριστιανικών κρατών της Συρίας-Παλαιστίνης, η μάχη που δόθηκε στη Φορμπί στις 17 και 18 Οκτωβρίου 1244 επέχει θέση καταστροφής ανάλογης με τη συμφορά στο Χαττίν. Αποδεικνύει, επίσης, τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα της ισορροπίας δυνάμεων και των συμμαχιών στη μεσαιωνική Μέση Ανατολή που καμία σχέση δεν έχουν με το στερεότυπο της μονοσήμαντης αντιπαλότητας χριστιανών και μουσουλμάνων. Στη μάχη αυτή πολέμησαν μαζί οι δυνάμεις του χριστιανικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και εκείνες των εμιράτων της Χομς και της Δαμασκού αντιμετωπίζοντας τα στρατεύματα του σουλτανάτου της Αιγύπτου.

Η συμμαχία που συνάφθηκε στην Ιόππη (Γιάφα) στις αρχές του καλοκαιριού του 1244 ανάμεσα στα χριστιανικά κράτη, τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα και τα εμιράτα της Χομς, της Δαμασκού και του Κεράκ και της Υπεριορδανίας είχε διττή εξήγηση. Αφενός, οι μουσουλμάνοι εμίρηδης επιδίωκαν να ελέγξουν την ισχύ του Αγιουβίδη σουλτάνου της Αιγύπτου ας-Σαλίχ, διασφαλίζοντας την ίδια την ύπαρξη των ηγεμονιών τους. Αφετέρου, στην ευρύτερη περιοχή είχε πλέον εισέλθει ένας απροσδόκητος αποσταθεροποιητικός παράγοντας του οποίου η δράση ήταν ουσιαστικά ανεξέλεγκτη: επρόκειτο για τους Χωρέσμιους μισθοφόρους.

Η επικράτεια των σάχηδων της Χωρεσμίας, περ. 1190-1220 (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Arab League)

Η επικράτεια των σάχηδων της Χωρεσμίας, περ. 1190-1220 (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Arab League)

Οι σάχηδες της Χωρεσμίας, μέλη μιας τουρκοπερσικής δυναστείας, αυτονομήθηκαν σταδιακά από τους Σελτζουκίδες σουλτάνους της Βαγδάτης. Στις αρχές του 13ου αιώνα, ο σάχης Αλάα αντ-ντιν Μουχάμμαντ κυβερνούσε μια αχανή αυτοκρατορία που απλωνόταν από τις ακτές του Περσικού Κόλπου ως το βορειοανατολικό άκρο της Υπερωξιανής. Η ακμή αυτή είχε σύντομη διάρκεια: το 1220 οι μογγολικές ορδές του Τσενγκίς Χαν συνέτριβαν τα στρατεύματα του άτυχου σάχη. Όσοι γλίτωσαν από την οργή των Μογγόλων, ακολούθησαν τον γιο του σάχη, τον Τζαλάλ αντ-ντιν, στη φυγή του στο Αζερμπαϊτζάν, προσπαθώντας να αντισταθούν. Μετά τη δολοφονία του τελευταίου σάχη της Χωρεσμίας (1231), τα στρατεύματα αυτά κατέληξαν να αποτελούν μια περιπλανώμενη δύναμη ατάκτων που λεηλατούσε τις περιοχές από τις οποίες περνούσε. Κάπως έτσι οι Χωρέσμιοι έφτασαν στη Μέση Ανατολή. Τυπικά υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον στρατό του σουλτανάτου της Αιγύπτου, στην πράξη όμως λυμαίνονταν τα εδάφη των χριστιανικών κρατών και των ισλαμικών εμιράτων με σκοπό τη λαφυραγώγηση.

Mort_de_Muhammad_Hwârazmshâh

«Ο θάνατος του σάχη Μουχάμμαντ» – Χεράτ, περ. 1430, εικονογράφηση του Σαΰφ Αλ Βαχιντί στο χρονικό «Τζαμί αλ Ταβαρίχ» του Ρασίντ αντ-ντιν Χαμαντανί

Στις 11 Ιουλίου οι Χωρέσμιοι εμφανίστηκαν έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Από το 1229 και τη συνθήκη που είχε συνάψει ο Φρειδερίκος Β΄ των Χοχενστάουφεν με τον σουλτάνο Αλ Καμίλ, η πόλη βρισκόταν υπό χριστιανική διοίκηση. Η φρουρά αμύνθηκε σθεναρά, αλλά όταν πια κατέστη σαφές ότι δεν επρόκειτο να φτάσουν ενισχύσεις συνθηκολόγησε. Στις 23 Αυγούστου, έξι με εφτά χιλιάδες χριστιανοί εγκατέλειπαν τις εστίες τους. Οι Χωρέσμιοι κατέστρεψαν και λεηλάτησαν, βεβήλωσαν τον Πανάγιο Τάφο και τα μνήματα των Λατίνων βασιλέων.

Στα σταυροφορικά κράτη κηρύχθηκε επιστράτευση για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος των Χωρέσμιων και του στρατού του αιγυπτιακού σουλτανάτου. Στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας συγκεντρώθηκαν όλοι οι ιππότες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και πολλοί ακόμη από την Κομητεία της Τρίπολης και το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Τα μεγάλα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα, οι Ναΐτες, οι Ιωαννίτες και οι Τεύτονες Ιππότες, συμμετείχαν με πάνω από 300 ιππότες το καθένα κι ακόμη περισσότερους υπαξιωματικούς και ελαφρά οπλισμένους πεζικάριους. Επικεφαλής των χριστιανικών δυνάμεων ορίστηκε ο Βάλθερος Δ΄ Βριέννιος, κόμης της Ιόππης κι ανεψιός του πρώην βασιλιά Ιωάννη Βριέννιου, μολονότι ο Φίλιππος του Μονφόρ, άρχοντας της Τύρου, ήταν κατά πολύ αξιότερός του στα ζητήματα του πολέμου. Το στράτευμα (περισσότεροι από 10.000 άνδρες) ήταν το μεγαλύτερο που είχαν συγκεντρώσει οι Φράγκοι της Μέσης Ανατολή από την εποχή του Χαττίν και του πολέμου με τον Σαλαδίνο. Σύντομα έφτασαν κι οι δυνάμεις των συμμάχων μουσουλμάνων: ήρθαν ο Αλ Μανσούρ Ιμπραίμ, εμίρης της Χομς, με τον στρατό του, το στράτευμα του εμίρη της Δαμασκού Αλ Σάλιχ Ισμαήλ, ο οποίος δεν συμμετείχε στην εκστρατεία αυτοπροσώπως, κι ο Αλ Νάσιρ Νταούντ, ηγεμόνας του Κεράκ και της Υπεριορδανίας, με τους Βεδουίνους ιππείς του.

Πιθανό οικόσημο του Βάλθερου Βριέννιου, κόμη της Ιόππης

Πιθανό οικόσημο του Βάλθερου Βριέννιου, κόμη της Ιόππης

Τις δυνάμεις του αντιπάλου τις διοικούσε ένας νεαρός Μαμελούκος αξιωματικός, ο Ρουκν αντ-ντιν Μπαϊμπάρς Μπουντουκνταρί. Ήταν Τούρκος Κιπτσάκ, ανήκε δηλαδή σε κάποια από εκείνες τις φυλές που ζούσαν νομαδικά στην Κριμαία, το Κουμπάν και τις στέπες του Βόλγα. Οι Κιπτσάκ δεν είχαν προσηλυτιστεί στο ισλάμ, οπότε οι μουσουλμάνοι δουλέμποροι δεν κωλύονταν να τους αιχμαλωτίζουν και να τους πωλούν ως σκλάβους. Ο Μπαϊμπάρς αιχμαλωτίστηκε παιδί και βρέθηκε δούλος στη Δαμασκό. Ένας Μαμελούκους εμίρης, ο Μπουντουκντάρ, πρόσεξε τις ικανότητές του και τον έστειλε για στρατιωτική εκπαίδευση στη φρουρά του σουλτάνου στο Κάιρο. Ο Μπαϊμπάρς ήταν ψηλός, με γαλανά μάτια, σκούρο δέρμα και στεντόρεια φωνή. Το 1244 βρισκόταν στην αρχή μιας λαμπρής σταδιοδρομίας που επρόκειτο να τον φέρει το 1260 στον θρόνο, ως τέταρτο Μαμελούκο σουλτάνο της Αιγύπτου.

Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Γάζας, κοντά σ΄ ένα χωριό που οι Φράγκοι ονόμαζαν Λα Φορμπί κι οι μουσουλμάνοι Χερμπίγια. Στο πολεμικό συμβούλιο των συμμάχων ο Αλ Μανσούρ συμβούλεψε τον Βάλθερο Βριέννιο να κρατήσει στάση αναμονής: οι Αιγύπτιοι κι οι Χωρέσμιοι μισθοφόροι τους βρίσκονταν μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους και δεν θα άντεχαν ένα μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς. Εάν επέλεγαν να επιτεθούν πρώτοι, τότε και πάλι οι σύμμαχοι θα έπρεπε να περιμένουν: οι Χωρέσμιοι δεν φημίζονταν για την πειθαρχία τους ούτε για τις ικανότητές τους όσον αφορά την τακτική: κάποια στιγμή θα άφηναν ακάλυπτες τις τακτικές δυνάμεις τους αιγυπτιακού στρατεύματος. Ο Βριέννιος, όμως, ήταν αμετάπειστος. Οι σύμμαχοι έπρεπε να επιτεθούν αμέσως, είχαν άλλωστε αριθμητική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους.

Στις 17 Οκτωβρίου οι Φράγκοι ιππότες επιχείρησαν επανειλημμένα με εφόδους να διασπάσουν τις τάξεις του αιγυπτιακού στρατού. Δεν τα κατάφεραν. Όλες τους οι επιθέσεις αποκρούστηκαν. Την επομένη ημέρα δόθηκε η καθοριστική μάχη. Στο δεξί άκρο του συμμαχικού στρατεύματος παρατάχθηκαν οι Φράγκοι ιππότες, έπειτα οι στρατοί της Χομς και της Δαμασκού και στα αριστερά οι Βεδουίνοι του Αλ Νάσιρ Νταούντ. Οι αρχικές επελάσεις του φραγκικού ιππικού αναχαιτίσθηκαν και πάλι απ’ τον στρατό του Μπαϊμπάρς. Έπειτα άρχισαν την άγρια εφόρμησή τους οι Χωρέσμιοι με στόχο το κέντρο των συμμάχων. Οι δυνάμεις του Αλ Μανσούρ άντεξαν, όχι όμως κι εκείνες του εμιράτου της Δαμασκού που τράπηκαν σε υποχώρηση και παρέσυραν μαζί τους και το στράτευμα του Αλ Νάσιρ. Οι Φράγκοι, κινδυνεύοντας να περικυκλωθούν από τη συντονισμένη επίθεση Αιγύπτιων και Χωρέσμιων, επιχείρησαν μια έφοδο απελπισίας. Συνετρίβησαν κι αποδεκατίστηκαν. Η καταστροφή ήταν ασύλληπτη. Τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα ιδίως είχαν πληρώσει βαρύτατο φόρο αίματος: σώθηκε μόνο το ένα δέκατο από τους Ναΐτες και τους Ιωαννίτες που πολέμησαν, ενώ από τους Τεύτονες ιππότες μόλις 3 επέστρεψαν στη βάση τους. Ο Αρμάνδος του Περιγκόρ, μάγιστρος των Ναϊτών, έπεσε στο πεδίο της μάχης. Ο μέγας μάγιστρος των Ιωαννιτών, ο Γουλιέλμος του Σατωνέφ, αιχμαλωτίστηκε, όπως κι ο κόμης της Ιόππης Βάλθερος Βριέννιος.

Το τέμενος του Μπαϊμπάρς στο Κάιρο (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Fryed peach)

Το τέμενος του Μπαϊμπάρς στο Κάιρο (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Fryed peach)

Οι νικητές δεν εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τον θρίαμβό τους. Μακριά από τη βάση τους, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Ασκάλωνα και την Ιόππη κι έπειτα αποχώρησαν. Για τους Φράγκους, όμως, οι απώλειες ήταν τέτοιες που τα σταυροφορικά κράτη δεν επρόκειτο να συνέλθουν ποτέ από τη συμφορά της Φορμπί. Όπως σημείωνε ο Στήβεν Ράνσιμαν «η καταστροφή της Γάζας στέρησε από τους Φράγκους όλα τα επισφαλή κέρδη που είχαν αποκομίσει χάρη στη διπλωματία τις τελευταίες δεκαετίες». Επιπλέον, για κράτη που αντιμετώπιζαν χρόνιο κι οξύτατο πρόβλημα λειψανδρίας, οι τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αναπληρωθούν. Το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ μπορεί να είχε μπροστά του σχεδόν μισό αιώνα ζωής, το τέλος του, όμως, είχε ήδη αποφασισθεί. Απλώς η εκτέλεση της ποινής είχε ανασταλεί προσωρινά.

Πηγές: Steven RUNCIMAN  «A History of the Crusades – vol. 3, The Kingdom of Acre and the Later Crusades», Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1954, γαλλ. έκδοση «Histoire des Croisades», Tallandier, Παρίσι 2006, ειδ. σελ. 849-852/ Joshua PRAWER «Histoire du Royaume Latin de Jérusalem», CNRS Editions, Παρίσι 2007 (2η έκδοση, αρχική το 1969), ειδ. σελ. 308-313.

 

Οι κιονίσκοι του Μελκάρτ (ή η άλλη, λιγότερο γνωστή, «Στήλη της Ροζέττης»)

Ο κιονίσκος του Μουσείου του Λούβρου/ πηγή: Magnus Manske - Wikipedia

Ο κιονίσκος του Μουσείου του Λούβρου/ πηγή: Magnus Manske – Wikipedia

 

Στα τέλη του 17ου αιώνα, είχε διαδοθεί στους κύκλους των Ευρωπαίων λογίων η φήμη ότι στη Μάλτα υπήρχε ένα ζεύγος κιονίσκων που πιθανώς κρατούσε το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση του φοινικικού αλφαβήτου και της φοινικικής γλώσσας. Κύριος υπεύθυνος για τη διάδοση της πληροφορίας αυτής ήταν το δίκτυο διοίκησης του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου, στην κυριαρχία του οποίου βρισκόταν την εποχή εκείνη το Αρχιπέλαγος της Μάλτας.

Οι κιονίσκοι ήταν γνωστό στοιχείο της φοινικικής τέχνης. Οι δύο συγκεκριμένοι, όμως, δεν ήταν απλώς ενεπίγραφοι, αλλά έφεραν δίγλωσση επιγραφή, στα φοινικικά και τα αρχαία ελληνικά. Κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα πότε, πού και πώς είχαν βρεθεί. Ένας θρύλος ήθελε να έχουν βρεθεί στα τέλη του 15ου αιώνα στο ψαροχώρι Μάρσασλοκκ, όπου υπήρχε ένας μεγάλος ναός του Μελκάρτ/ Ηρακλή. Κάποιος ιερωμένος είχε ισχυριστεί ότι οι κιονίσκοι βρίσκονταν στην είσοδο της έπαυλης του Μαλτέζου ιστορικού Ιωάννη Φραγκίσκου Αμπέλα, στη Μάρσα. Άλλοι υποστήριζαν ότι το ζεύγος των κιονίσκων είχε βρεθεί στο νησί Γκόζο.

Το 1687 αντίγραφα του κειμένου των επιγραφών στάλθηκαν στον Ιωαννίτη ιππότη Βαρθολομαίο του Πότσο, στη Βερόνα. Παραδόθηκαν σε ένα Βερονέζο ευγενή, τον Φραγκίσκο Σπαραβιέρο, ο οποίος λίγα χρόνια μετά δημοσίευσε το ελληνικό κείμενο της επιγραφής. Το 1741, ο Γάλλος λόγιος Μισέλ Φουρμόν επιχείρησε να μεταφράσει το φοινικικό κείμενο, χωρίς επιτυχία. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο Ιωαννίτης ιππότης Γκυγιό ντε Μαρν δημοσίευσε τα κείμενα της επιγραφής στις δύο γλώσσες, χωρίς να προσπαθήσει να τα μεταφράσει. Το 1758, ο ηγούμενος Ιωάννης-Ιάκωβος Μπαρτελεμύ κατόρθωνε να αποκρυπτογραφήσει το φοινικικό κείμενο με σχεδόν απόλυτη επιτυχία. Η εργασία του δημοσιεύθηκε το 1764. Η φοινικική γλώσσα μπορούσε πια να αποκαλύψει όλα τα μυστικά της στους ερευνητές. Το 1782. ο Μέγας Μάγιστρος των Ιωαννιτών Εμμανουήλ του Ροάν-Πολντύκ προσέφερε τον έναν από τους δύο κιονίσκους στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το έργο του ηγούμενου Μπαρτελεμύ. Ο κιονίσκος αυτός βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο, ενώ ο δεύτερος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μάλτας, στη Βαλλέττα.

Το φοινικικό κείμενο της επιγραφής/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

Το φοινικικό κείμενο της επιγραφής/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

Το κείμενο της επιγραφής αποτελείται από την αφιέρωση δύο αδελφών, πιθανότατα από την Τύρο, στον θεό Μελκάρτ, τον οποίο ταύτιζαν με τον δικό μας Ηρακλή.

«lʾdnn lmlqrt bʿl ṣr ʾš ndrʿbd[k] ʿbdʾšr wʾḥy ʾsršmršn bn ʾsršmr bn ʿbdʾšr kšmʿqlm ybrkm» [«Στον Κύριό μας, τον Μελκάρτ, τον άρχοντα της Τύρου, αφιερώνεται από τον δούλο του, τον Αμπντόσιρ (= δούλο του Οσίριδος) και από τον αδελφό του τον Οσιρσαμάρ (= τον ευλογημένο από τον Όσιρη), γιους του Οσιρσαμάρ, γιου του Αμπντόσιρ, επειδή εισάκουσε τις προσευχές τους! Είθε να τους ευλογεί!»]

Η επιγραφή στα ελληνικά έχει ως εξής: Το ελληνικό κείμενο της επιγραφής των Κιονίσκων του Μελκάρτ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

Το ελληνικό κείμενο της επιγραφής των Κιονίσκων του Μελκάρτ/ πηγή: Wikipedia, χρήστης Vermondo

«Διονύσιος καὶ Σαραπίων οἱ Σαραπίωνος Τύριοι Ἡρακλεῖ ἀρχηγέτει».

Το περιεχόμενο της δίγλωσσης επιγραφής (που χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ.) επιβεβαιώνει τον υψηλότατο βαθμό του πολιτισμικού συγκρητισμού που χαρακτήριζε ανέκαθεν τις φοινικικές κοινωνίες. Αμφότεροι οι δωρητές φέρουν ονόματα που μνημονεύουν ένα θεό της Αιγύπτου. Στην εξελληνισμένη μορφή των ονομάτων τους, όμως, προτιμούν να παραπέμψουν στον Διόνυσο και τον Σέραπη. Κι όλα αυτά, χωρίς να ξεχνάμε την παραδοσιακή ταύτιση του πολιούχου της Τύρου με τον Ηρακλή.