Τέλος άδοξο και ατυχές…

Η αυλαία έπεσε βεβαίως με κάποιαν επιδεξιότητα, όπως αρμόζει όταν αποφαίνονται ειδικοί. Πολλοί, άλλωστε, ήταν εκείνοι που διατείνονταν ότι για τέτοια θέματα δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη έχουν μόνον οι επαΐοντες. Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό: αφορά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μιας κοινωνίας και τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζονται οι προτεραιότητες αυτές.

Τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης ήταν πολλαπλώς άτυχα. Κατά πρώτον, αναγόμενα στην Ύστερη Αρχαιότητα, δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε στο εθνικό παραϊστορικό αφήγημα ούτε στο φαντασιακό περί Αρχαιότητας που διαμόρφωσαν και εν συνεχεία μας μετέδωσαν οι διάφοροι δυτικοί αρχαιολάτρες του 18ου και του 19ου αιώνα. Δεν υπήρχαν ούτε Μεγαλέξανδροι ούτε Αθηναϊκές Δημοκρατίες. Δεν μπορούσαν καν να σωθούν με την επίκληση κάποιου παραμυθιού με δράκο, όπως αυτό των «ξένων που μας ζηλεύουν, μας φθονούν και κλέβουν τα μνημεία μας». Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί υποστηρικτές της διάσωσης των ευρημάτων προτιμούσαν να κάνουν λόγο, κάπως αδέξια, για «βυζαντινά μνημεία», μήπως και συγκινήσουν τίποτε ευαίσθητους πατριδόψυχους. Για τους ίδιους λόγους, η επιχειρηματολογία των υπέρμαχων της κατ’ ουσίαν καταστροφής των αρχαιοτήτων ολίσθησε γρήγορα από το λογικοφανές («δεν είναι δυνατό μερικά αρχαία να θέτουν σε κίνδυνο την υλοποίηση ενός έργου απαραίτητου για μια σύγχρονη μεγαλούπολη») στη χονδροειδή υποτίμηση και τους χυδαίους αφορισμούς («Σιγά το πράγμα! Κι εγώ άμα σκάψω στην αυλή μου θα βρω τέτοια αρχαία!», «Και τι θα πάθουμε με μια κολόνα λιγότερη;»).

Εν συνεχεία, οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης είχαν την ατυχία να μην αποτελούν μεμονωμένα ευρήματα: δεν ήταν ένα περίτεχνο γλυπτό, δυο ψηφιδωτά, μια τοιχογραφία, πράγματα που προκαλούν ευκολότερα το ενδιαφέρον του κοινού. Αποτελούσαν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Ωστόσο, όπως σοφά επισήμαινε κάποτε ο Αντρέ Μαλρώ, η διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς δεν μπορεί να περιορίζεται στη διατήρηση μεμονωμένων μνημείων, αλλά επιτάσσει τη διατήρηση συνόλων. Στην περίπτωσή μας, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα είχε την ευκαιρία να περπατήσει στους δρόμους του κέντρου μιας πόλης της Ύστερης Αρχαιότητας, μιας τετραρχικής πρωτεύουσας, της μητρόπολης του ελληνικού χώρου και των Βαλκανίων.

Κάποιος θα έλεγε ότι με τη στάση μας καταδεικνύεται ο προνεοτερικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας. Κάποιος άλλος, με λιγότερες αναστολές, θα υποστήριζε ότι η κοινωνία αυτή έχει από καιρό κάνει τις θεμελιώδεις επιλογές της, που δεν είναι άλλες από την αναζήτηση του βραχυπρόθεσμου κέρδους και την αρπαχτή. Για τον λόγο αυτό και δεν θα ωφελούσε σε τίποτε η επιχειρηματολογία με όρους μάντζμεντ και μάρκετιν, η υπόμνηση του brand name «Ελλάδα», που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ιστορική κληρονομιά της, η επισήμανση του αυτονόητου, ότι δηλαδή το ίδιο το οικονομικό συμφέρον μας επιβάλλει τη διάσωση και την ανάδειξη μνημείων.

Κατά τα λοιπά, μπορούμε πάντοτε να φαντασιωνόμαστε Μεγαλέξανδρους στην Αμφίπολη, να ζητούμε την επιστροφή των Ελγινείων, να επικαλούμαστε το ένδοξο παρελθόν και, παράλληλα, να ονειρευόμαστε ότι από την οικονομική κρίση θα μας βγάλουν οι εκατοντάδες νεοφυείς επιχειρήσεις που θα πωλούν λογισμικό στους «κουτόφραγκους». Να πιστεύουμε, δηλαδή, ότι στην έρημο που οι ίδιοι δημιουργήσαμε θα φυτρώσει δάσος τροπικό.

Μπορεί και να είναι έτσι. Δεν είμαι ειδικός για να σας το πω.

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 19 Δεκεμβρίου 2019]

Η (άτακτη;) υποχώρηση του δημόσιου χώρου

Το ταχυδρομικό μέγαρο στην Πλατεία Αμίλιους πριν από τα έργα (πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης MMFE)

Σε παλαιότερες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαμε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι επιλογές των λουξεμβουργιανών ελίτ ενέχουν τον κίνδυνο να καταστήσουν τη χώρα λιγότερο φιλόξενη σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο απ’ ό,τι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Ένα παράδειγμα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι μεμονωμένο, καταδεικνύει ότι τον ίδιο κίνδυνο διατρέχει και το ίδιο το αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας της χώρας.

Πριν από μερικά χρόνια η Πλατεία Αμίλιους αποτελούσε χώρο κατεξοχήν δημόσιο. Εκεί βρίσκονταν το κέντρο διοικητικών υπηρεσιών του δήμου, το οποίο εξυπηρετούσε τους πολίτες, η αστυνομία, το ταχυδρομικό μέγαρο και, βέβαια, οι στάσεις των λεωφορείων. Η πλατεία δεν ήταν ακριβώς όμορφη. Τα τελευταία νεοκλασσικά και λοιπά κτίρια υψηλής αισθητικής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα παραδίνονταν στις μπουλντόζες κι έδιναν τη θέση τους σε απρόσωπα κτίρια γραφείων που μετά από μια δεκαετία μόλις έδειχναν ήδη κακογερασμένα. Ήταν ωστόσο ένας χώρος φιλόξενος για τους κατοίκους και τους επισκέπτες. Οι στάσεις των λεωφορείων ήταν λειτουργικές, διέθεταν στέγαστρα, παρείχαν στον πολίτη τη δυνατότητα να περιμένει σε συνθήκες ανθρώπινες. Η αισθητική του χώρου διασωζόταν από το υπέροχο ταχυδρομικό μέγαρο, έργο του αρχιτέκτονα Σωσθένη Βάις στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τέλος, η πλατεία αποτελούσε την πύλη εισόδου στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Ο ανοιχτός της χώρος σε προσκαλούσε να προχωρήσεις και να επισκεφθείς τα πολύ ομορφότερα σημεία που σε περίμεναν στη συνέχεια του δρόμου σου.

Την ίδια στιγμή ο Δήμος Λουξεμβούργου εκπονούσε το σχέδιο που, σύμφωνα με τους εμπνευστές του θα έφερνε την Πόλη του Λουξεμβούργου στον 21ο αιώνα. Ποιον, όμως, 21ο αιώνα και με βάση ποιες ακριβώς αντιλήψεις; Το φαραωνικό σχέδιο, το οποίο η πόλη θα ανέθετε σε κάποιον διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα κατόπιν διαγωνισμού, προέβλεπε ένα τεράστιο συγκρότημα το οποίο θα κάλυπτε όχι μόνον τον χώρο της Πλατείας Αμίλιους, αλλά θα συνεπαγόταν και την απαλλοτρίωση σειράς κτιρίων επί του Μπουλβάρ Ρουαγιάλ, και το οποίο θα περιελάμβανε εμπορικό κέντρο, πολυώροφο γκαράζ και διαμερίσματα κατοικιών. Οι διαγωνισμοί προκηρύχθηκαν και διενεργήθηκαν, ο σχεδιασμός ανατέθηκε στον Βρετανό σερ Νόρμαν Φόστερ, οι εργολάβοι ορίστηκαν. Το κέντρο της πόλης μετατράπηκε για μια πενταετία σε ένα κακάσχημο αχανές εργοτάξιο, με αίσθηση Βερολίνου του 1945. Ανυπολόγιστη η ζημιά για τα καταστήματα κι εστιατόρια της περιοχής. Απίστευτη η ταλαιπωρία των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης. Το σύστημα των δημόσιων συγκοινωνιών μεταρρυθμίσθηκε ριζικά. Το κοινό των στάσεων της πλατείας μεταφέρθηκε σε δύο στάσεις, Μπουλβάρ Ρουαγιάλ-Αμίλιους και Ίδρυμα Πεσκατόρ, συνωστιζόμενο σε στενά πεζοδρόμια, περιμένοντας κάτω από τη βροχή, το χιόνι ή τον ήλιο, σχηματίζοντας ουρές μήκους 500 μέτρων. Οι άνθρωποι διαγκωνίζονταν για να κατορθώσουν να φτάσουν στο απρόβλεπτο σημείο όπου στάθμευε το λεωφορείο που περίμεναν, αγωνίζονταν να αποφύγουν ποδηλάτες και οδηγούς ηλεκτρικών πατινιών που θεωρούσαν ότι είναι οι απόλυτοι κύριοι του πεζοδρομίου κι αποφάσιζαν να επιταχύνουν μέσα στο πλήθος…

Η νέα μορφή της πλατείας (πηγή: ιστότοπος του νέου συγκροτήματος royal-hamilius, http://www.royal-hamilius.lu)]

Και κάποια στιγμή το έργο ολοκληρώθηκε. Ένα μαμούθ από γυαλί και μέταλλο. Κρύο. Όχι ιδιαιτέρως όμορφο. Με την παραδοξότητα να διακόπτεται από μια γερασμένη πολυκατοικία (της οποίας δεν συμφώνησαν όλοι οι ιδιοκτήτες με την απαλλοτρίωση) της δεκαετίας του 1970 για να συνεχιστεί μετά… Ένας γίγαντας που κρύβει το όμορφο ταχυδρομικό μέγαρο. Οι μόνοι που θα έχουν τη δυνατότητα να το θαυμάζουν είναι οι ένοικοι των διαμερισμάτων τους συγκροτήματος. Άνθρωποι που πλήρωσαν κοντά 20 χιλιάδες ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, χωρίς μάλιστα να αποκτούν πλήρη κυριότητα, αλλά στο πλαίσιο απλώς εμφυτευτικής μίσθωσης ισχύος 100 ετών. Οι υπόλοιποι θα μπορούν απλώς να το βλέπουν μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της στενής οδού την οποία καταδέχτηκε να παραχωρήσει το συγκρότημα ανάμεσα στα δύο μέρη του. Πράσινο δεν υπάρχει πουθενά, εκτός από την οροφή του εμπορικού κέντρου. Κι αν αναρωτιέστε μήπως κέρδισε κάτι ο καταναλωτής, η απάντηση φοβούμαι ότι δεν θα είναι ενθαρρυντική. Το τμήμα βιβλίων της Φνακ είναι θλιβερά μικρό. Οι νέες Γκαλλερί Λαφαγιέτ άνοιξαν διατυμπανίζοντας τη συνεργασία τους με γνωστό λουξεμβουργιανό κατάστημα πώλησης ενδυμάτων. Σε τελική ανάλυση προσφέρουν αυτά που ήδη έβρισκε ο καταναλωτής και πριν…

Η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε κι η γεύση που αφήνει είναι μάλλον πικρή. Το ελάχιστο και σχετικό κέρδος δεν αντισταθμίζει την ταλαιπωρία πέντε δύσκολων χρόνων ούτε, κατά μείζονα λόγο, τις απώλειες για τον πολίτη. Ο δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Το άτομο αντιμετωπίζεται λιγότερο ως πολίτης και πολύ περισσότερο ως πελάτης-καταναλωτής. Το Βασιλικό Βουλεβάρτο από πύλη εισόδου στο ιστορικό κέντρο μετατράπηκε σε τείχος που διώχνει τον επισκέπτη κάνοντάς τον να αισθανθεί παρείσακτος. Η ίδια η πόλη χάνει την ιστορική της συνέχεια, απεμπολεί το παρελθόν της. Είναι λογικό όταν, βάσει πνεύματος νεοπλουτισμού, τα πρότυπα είναι το Μανχάταν και το Ντουμπάι.

Παραφράζοντας ελαφρώς την κατακλείδα του άρθρου που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για την ανάρτηση, οι επιλογές αυτές είναι ουσιωδώς πολιτικές. Όσο, όμως, οι άνθρωποι βρίσκουν φτηνά επώνυμα ρούχα, σημεία φόρτισης του κινητού τους και σάντουιτς με αβοκάντο δεν υπάρχει περίπτωση να αναλογισθούν τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν τις δυτικές κοινωνίες του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα.

[αρχική δημοσίευση: ΦΜΠ, 15 Δεκεμβρίου 2019]

Ο «άγιος» Γκινφόρ (παράξενες δοξασίες του Μεσαίωνα… κι όχι μόνο)

Από το Livre de Chasse (1387-1389), του Γκαστόν Φεμπύς, κόμητος της Φουά

Από το Livre de Chasse (1387-1389), του Γκαστόν Φεμπύς, κόμητος της Φουά

Όπως μας λέει ο θρύλος, ο Γκινφόρ ήταν το λαγωνικό ενός καστελλάνου της περιοχής των Ντομπ, όχι πολύ μακριά από τη Λυών (πιθανώς του καστελλάνου του Βιγιάρ-λε-Ντομπ). Μια μέρα, ο καστελλάνος φεύγει από τον πύργο του, αφήνοντας το μωρό του μαζί με τον Γκινφόρ. Επιστρέφοντας το απόγευμα βλέπει έντρομος την κούνια του μωρού άδεια κι αναποδογυρισμένη και τον σκύλο μέσα στα αίματα. Πιστεύοντας ότι ο σκύλος κατασπάραξε το βρέφος, βγάζει το ξίφος του και σκοτώνει τον δύστυχο Γκινφόρ στη στιγμή. Τότε ακούει το κλάμα του μωρού του, ανακαλύπτει δίπλα ένα νεκρό φίδι και συνειδητοποιεί ότι το σκυλί όχι μόνο δεν είχε επιχειρήσει να κάνει κακό στο μωράκι, αλλά το προστάτεψε από θανάσιμο κίνδυνο. Συντετριμμένος, ο καστελλάνος αντιλαμβάνεται το μέγεθος του σφάλματός του. Παίρνει το άψυχο σώμα του ηρωϊκού Γκινφόρ και το θάβει στο κοντινό δάσος. Έπειτα φυτεύει ένα δεντράκι πάνω απ’ το σημείο του τάφου, ώστε όλοι να θυμούνται πού ακριβώς αναπαύεται το γενναίο σκυλί. Η φήμη του Γκινφόρ εξαπλώνεται και γεννιέται ένας πραγματικός θρύλος. Οι χωρικοί των γύρω περιοχών πιστεύουν ότι έχει θαυματουργές ιδιότητες: το νεκρό σκυλί μετατρέπεται σε άγιο προστάτη των άρρωστων κι ανάπηρων βρεφών.

Ο Στέφανος του Μπουρμπών γεννήθηκε μεταξύ του 1180 και του 1190 στην Μπελλβίλ, πάντα στην περιοχή της Λυών. Το 1217, στο Παρίσι, εισέρχεται στο τάγμα των Δομινικανών. Το 1223 ονομάζεται γενικός ιεροκήρυκας κι αρχίζει να διατρέχει ολόκληρη την ανατολική Γαλλία, από τη Λυών ως τη Λωρραίνη, κι από τη Βουργουνδία μέχρι το Ρουσσιγιόν, κηρύττοντας τον Λόγο του Θεού κι αναζητώντας αιρέσεις και παρεκκλίνουσες δοξασίες. Μεταξύ άλλων, ο Στέφανος γίνεται ένας από τους πρώτους ιεροεξεταστές, σχεδόν αμέσως μετά τη συγκρότηση του σώματος (1231). Προς το τέλος της σταδιοδρομίας του, συγγράφει μια εκτεταμένη συλλογή από παραβολές και άλλες ιστορίες ηθικοπλαστικού περιεχομένου, χρήσιμες για το κήρυγμα ενός ιερωμένου. Πρόκειται για το «Tractatus de diversis materiis predicabilibus» (περ. 1250). Στο βιβλίο του, περιγράφει και την παράδοξη (και εντελώς αιρετική για εκείνον) λατρεία του «αγίου» Γκινφόρ.

Δάσος του Saint-Guignefort στη Ντομπ (φωτογραφία του χρήστη της Wikipédia Cú Faoil)

Δάσος του Saint-Guignefort στη Ντομπ (φωτογραφία του χρήστη της Wikipédia Cú Faoil)

«Πολλές γυναίκες που είχαν άρρωστα ή ανάπηρα παιδιά τα έφερναν σε εκείνο το μέρος. Σ’ ένα κάστρο καλούσαν μια μάγισσα, η οποία δίδασκε στις γυναίκες την τελετή, τις πληροφορούσε τι θα έπρεπε να προσφέρουν και τις μάθαινε τα λόγια της επίκλησης προς τους δαίμονες. Έπειτα τις οδηγούσε στο σημείο του τάφου. Όταν έφταναν εκεί έριχναν αλάτι κι έκαναν κι άλλες προσφορές στους δαίμονες. Κρεμούσαν τα ρουχαλάκια του μωρού στα κλαδιά του δέντρου που ήταν δίπλα τους και κάρφωναν από ένα καρφί στον κορμό καθενός από τα άλλα δέντρα. Ύστερα, η μάνα και η μάγισσα περνούσαν το γυμνό βρέφος μέσα από το άνοιγμα που σχηματιζόταν ανάμεσα σε δυο κορμούς δέντρων και το έδιναν η μία στην άλλη ενιά φορές. Προέβαιναν στη δαιμονική επίκληση κι ικέτευαν τα ξωτικά να δεχτούν το άρρωστο κι ασθενικό μωρό και να τους δώσουν το δικό τους, γερό, στρουμπουλό και υγιές. Έπαιρναν, τέλος, το μωρό και, κάτω από ένα δέντρο, το απέθεταν γυμνό πάνω στο στρώμα που σχημάτιζαν τα ρούχα του. Πλάι στο κεφάλι του τοποθετούσαν δύο κηροπήγια, τα οποία τα στερέωναν στον κορμό του δέντρου που βρισκόταν από πάνω τους

Καθώς η λατρεία του σκυλιού εξαπλώνεται, ο Στέφανος του Μπουρμπών φτάνει στη Ντομπ, πιθανώς το 1235. Διατάσσει την εκταφή του Γκινφόρ και καίει τα οστά του, όπως και το δεντράκι που είχε φυτρώσει πάνω από τον τάφο. Πιστεύει ότι μετά από αυτό, θα πάψει κι η λατρεία του «αγίου» Γκινφόρ. Πλανάται. Οι χωρικοί θα συνεχίσουν να ζητούν τη βοήθεια του σκυλιού για να θεραπευτούν τα άρρωστα παιδιά τους. Η παράδοση θα μείνει ζωντανή μέχρι τη δεκαετία του 1930.

"Ο Μοναχός και η Μάγισσα"

«Ο Μοναχός και η Μάγισσα»

– Η παράξενη αυτή ιστορία θα εμπνεύσει τη Γαλλίδα σκηνοθέτρια Συζάν Σιφφμάν (1929-2001), επί σειρά ετών συνεργάτιδα του Φρανσουά Τρυφφώ, η οποία θα την επιλέξει ως θέμα της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας της. Στον «Μοναχό και τη Μάγισσα» Le Moine et la Sorcière », αγγλικός τίτλος «The Sorceress»), που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1987, ο Στέφανος του Μπουρμπών (Τσεκύ Καρυό) φτάνει σ’ ένα χωριό της Ντομπ αποφασισμένος να ξεριζώσει κάθε δοξασία ή συμπεριφορά που δεν είναι σύμφωνη με το δόγμα της Εκκλησίας. Έχοντας την εντύπωση ότι ξεμπέρδεψε με τη βδελυρή λατρεία του σκυλιού, ανακαλύπτει τον ιδανικό ένοχο στο πρόσωπο της Έλντας (Κριστίν Μπουασσόν), μιας νεαρής γυναίκας που ζει στο δάσος και θεραπεύει τους χωρικούς με βότανα. Στην προσπάθειά του να καταδικάσει την Έλντα ως μάγισσα, ο Στέφανος έρχεται σε σύγκρουση με ολόκληρη την κοινωνία του χωριού, περιλαμβανομένου και του ιερέα του (Ζαν Καρμέ). Στην ουσία, πρόκειται για τη μάχη ανάμεσα στο «λόγιο» επίσημο ιδεολογικό πρότυπο που θέλει να επιβάλει η εξουσία και στις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες.

(- ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τον μύθο του αγίου Γκινφόρ απηχεί και μια σκηνή από τη γνωστή παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων «Η Λαίδη και ο Αλήτης». Στην ταινία του Γουώλτ Ντίσνευ, ο Αλήτης σώζει το μωράκι των κυρίων της Λαίδης από έναν αρουραίο. Εκεί, φυσικά, το τέλος είναι ευτυχές)

Πηγές: – Jean-Claude SCHMITT  « Le saint lévrier. Guinefort, guérisseur d’enfants depuis le XIIIe siècle », Flammarion, Παρίσι 1979, τελευταία έκδοση 2004.

– Laure VERDON « Le Moyen Âge : 10 siècles d’idées reçues », Le Cavalier Bleu, Παρίσι 2013, σελ. 95, 108.

Η αμερικανική αφίσα της ταινίας "Ο Μοναχός και η Μάγισσα"

Η αμερικανική αφίσα της ταινίας «Ο Μοναχός και η Μάγισσα»

[με ειδική αφιέρωση στον Δύτη και στον Γρηγόρη Στ. και τους Κυνοκέφαλούς του]

Γενέθλια πόλη

Φωτογραφία του Άρη Καλαντίδη, Μάρτιος 2014

Φωτογραφία του Άρη Καλαντίδη, Μάρτιος 2014

Είναι δυνατό και, κυρίως, θεμιτό να γράψει για την Αθήνα κάποιος που την έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια; Όχι πάρα πολλά, αλλά αρκετά για να χάσει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τις συνεχείς αλλαγές και μεταλλάξεις της, για να μην μπορεί πλέον να πιάσει τον σφυγμό της; Ίσως, όμως, αυτό να μην είναι παρά ένα ψευτοδίλημμα. Γράφουμε με άνεση, χωρίς κανένα ενδοιασμό, για πόλεις τις οποίες δεν έχουμε καν επισκεφτεί, πιθανότατα επειδή στην περίπτωση αυτή δεν αισθανόμαστε καμία υποχρέωση απέναντι στην αλήθεια. Γιατί να διστάσουμε, επομένως, να μιλήσουμε για ένα κομμάτι της ζωής μας; Η απόσταση στον χώρο και τον χρόνο δεν συνεπάγεται απώλεια μνήμης.

Σε ποια Αθήνα αναφερόμαστε, όμως; Σ’ αυτήν που βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Αθηναίων ή σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα; Στην Αθήνα των παιδικών και νεανικών χρόνων, με άλλο μέγεθος και χαρακτηριστικά από τη σημερινή, ή σ’ αυτήν που τείνει να καταλάβει ολόκληρο το λεκανοπέδιο οδηγώντας σε μια παράδοξη σύμπτωση του σύγχρονου αστικού ιστού με την επικράτεια της αρχαίας πόλης, αστική και αγροτική μαζί; Στην Αθήνα των εποχών της ανάπτυξης και της ευημερίας, αληθινής ή επίπλαστης, ή σ’ αυτήν της κρίσης με τις πληγές και τις ελπίδες της; Στην Αθήνα της Ιστορίας και του μακρινού ή πρόσφατου παρελθόντος ή σ’ αυτήν του αύριο; Προφανώς σε όλες αυτές και σε πολλές ακόμη που γνώρισα ή που ουδέποτε κατόρθωσα να ζήσω.

Η Αθήνα είναι πρωτίστως ο τόπος των αναμνήσεων που όλες γίνονται γλυκές με το πέρασμα του χρόνου. Ο πρώτος περίπατος στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, τη Στοά του Αττάλου και το Θησείο, η αίσθηση της σύνδεσης με την Ιστορία. Οι αμέτρητες φορές που ανηφόρισα τη Βαλτετσίου ή την Ακαδημίας με προορισμό το σχολείο κι αργότερα τη σχολή. Οι νύχτες, όταν η φαντασία μπορεί να κάνει το αστικό τοπίο ομορφότερο απ’ ό,τι είναι. Η χαρά της ανακάλυψης της ζωής σε όλες τις πτυχές της. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα, σημαντικά ή καθημερινά. Όλα συνδέονται με την Αθήνα.

Η πόλη όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες είναι σαν την οικογένεια: δεν τη διαλέγεις και δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να την αγαπήσεις, όποια κι αν είναι, εκτός κι αν θες να επιλέξεις τη διαρκή δυστυχία. Και, για να είμαι ειλικρινής, για πολλά χρόνια η σχέση μου με την πόλη δεν χαρακτηριζόταν ακριβώς από αισθήματα έρωτα δίχως επιφυλάξεις. Την έβρισκα μάλλον άσχημη, άναρχη στην ανάπτυξή της, χωρίς «παλιά πόλη» κι αληθινό «ιστορικό κέντρο», χωρίς σαφή ταυτότητα και πραγματική Ιστορία, πέρα από κάποιες απομονωμένες νησίδες στις οποίες, συνήθως, το τουριστικό στοιχείο έπνιγε το ιστορικό. Στην Αθήνα δεν έβρισκες την ιστορική συνέχεια που χαρακτηρίζει κάποιες ευρωπαϊκές πόλεις, το παρελθόν, κατά περίπτωση, είχε χαθεί ή κρυφτεί, δεν ήταν τόσο σημαντικό για να αφήσει το αποτύπωμά του ή δεν μπορούσε να συνδεθεί με τη σύγχρονη ζωή της πόλης. Βέβαια, είναι αδύνατο μια πόλη να μη δείχνει την Ιστορία της. Στην περίπτωση της πρωτεύουσας η εικόνα αυτή έλλειψης κι ασυνέχειας οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι, ύστερα από ένα ένδοξο μακρινό παρελθόν, η πόλη βρέθηκε για αιώνες στην περιφέρεια αυτοκρατοριών κι αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία από την εκάστοτε κεντρική εξουσία. Με χρόνο ουσιαστικής ύπαρξης που με το ζόρι έφτανε τους δύο αιώνες, η σύγχρονη Αθήνα δεν ήταν κάτι άλλο από έναν καθρέφτη του νεότερου ελληνικού κράτους και των δυσκολιών του. Εν μέρει, όμως… Η υπόλοιπη ευθύνη ανήκει στις ατυχέστατες επιλογές οικιστικής ανάπτυξης κατά την μεταπολεμική περίοδο. Κάποτε, είχα διαβάσει αποσπάσματα από το ημερολόγιο ενός Γερμανού αξιωματικού των κατοχικών δυνάμεων: περιέγραφε με ενθουσιασμό την Αθήνα σαν ένα μικρό μεσογειακό Παρίσι. Αυτήν την πόλη δεν τη γνώρισα ποτέ, μόνο να τη φανταστώ προσπάθησα βλέποντας τα λίγα νεοκλασικά που σώθηκαν από σύμπτωση.     

Φυσικά, σε όλα αυτά τα χρόνια αγάπησα γωνιές της Αθήνας. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος ότι τις αγάπησα πραγματικά για αυτό που ήταν ή επειδή στο μυαλό μου υποκρινόμουν ότι έπρεπε ν’ ανήκουν στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μόσχα ή το Λος Άντζελες.

Κι έπειτα έφυγα για μια πρώτη φορά. Ερωτεύτηκα άλλες πόλεις, αγάπησα αυτές στις οποίες έζησα. Ξαναέφυγα, μάλλον οριστικά, σε μια στιγμή που είχα αρχίσει ν’ αποδέχομαι ότι θα περνούσα την υπόλοιπη ενήλικη ζωή μου στην πόλη αυτή. Σταδιακά, απωθημένα εξαφανίστηκαν κι επιθυμίες ικανοποιήθηκαν, καταστάσεις απομυθοποιήθηκαν. Άργησα, αλλά συνειδητοποίησα ότι μπορούσα πλέον ν’ αγαπήσω ανυπόκριτα την πραγματική Αθήνα. Επειδή με την πόλη μ’ ενώνουν άρρηκτοι δεσμοί, αλλά κι επειδή μια άσχημη με χαρακτήρα μπορεί να έχει τελικά γοητεία.

Επειδή πέρα από την υποκειμενική αντίληψη περί αισθητικής, η ταυτότητα μιας πόλης είναι η ζωή, η δυναμική κι οι άνθρωποί της. Και η Αθήνα εμπεριέχει όλες τις δυνατότητες, τις αρετές και τις παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας σαφώς μεγεθυμένες. Γοητευτική ή αποκρουστική, είναι αδύνατο να μην προκαλεί έντονα αισθήματα. Από υποκειμενική άποψη, πάλι, είναι η πόλη όπου ζουν πολλοί από τους ανθρώπους που θεωρώ σημαντικούς στη ζωή μου. Ακόμη και τώρα που βρίσκομαι μακριά της, η Αθήνα εξακολουθεί να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι. Δύσκολο να δοθεί μεγαλύτερος έπαινος σε μια πόλη.

[14 Μαρτίου 2014]

ΥΓ: Δεν ξέρω γιατί ποτέ δεν έγραψα κάτι για την Αθήνα. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να γράψω κάτι. Μάλλον επειδή ποτέ δεν γράφω για προσωπικά θέματα στα ιστολόγιά μου. Σε κάθε περίπτωση, μένω με την αίσθηση ότι παρέδωσα μια μέτρια γυμνασιακή έκθεση. 😉

Πρωτοχρονιά;

Η εικόνα για τον Ιανουάριο, από τις "Très Riches Heures du duc de Berry" (15ος αι.) - ο εορτασμός στον οποίο μετέχουν ο δούκας και η ακολουθία του δεν είναι βέβαια της Πρωτοχρονιάς, αλλά των Θεοφανίων

Η εικόνα για τον Ιανουάριο, από τις «Très Riches Heures du duc de Berry» (15ος αι.) – ο εορτασμός στον οποίο μετέχουν ο δούκας και η ακολουθία του δεν είναι βέβαια της Πρωτοχρονιάς, αλλά των Θεοφανίων

Η συνήθεια να γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου δεν αποτελεί παράδοση ούτε οικουμενική ούτε και τόσο παλιά. Και, μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να σας μιλήσω για την ανοιξιάτικη Βαβυλωνιακή Πρωτοχρονιά και να σας στείλω να αγγίξετε το χέρι του αγάλματος του θεού Μπέλ-Μαρδούκ.

Ακόμη, όμως, και στη χριστιανικότατη Δύση έως τους Νεότερους Χρόνους δεν υπήρχε ομοφωνία ως προς το σημείο έναρξης του έτους. Στη μεσαιωνική Γαλλία των Καπετιδών, για παράδειγμα, η Πρωτοχρονιά συνέπιπτε κατά κανόνα με την Κυριακή του Πάσχα (γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα έτη άνισης διάρκειας)! Το «κατά κανόνα» έχει την αξία του, δότι σε διάφορες περιοχές υπήρχαν ταυτόχρονα διαφορετικές παραδόσεις, κι έτσι κάποιοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά μαζί με τα Χριστούγεννα (Λυών), ενώ άλλοι μαζί με τον Ευαγγελισμό. Ό,τι «καλύτερο» για τους σημερινούς ιστορικούς του Μεσαίωνα που αντιμετωπίζουν πραγματικές σπαζοκεφαλιές όταν πρέπει να εκτιμήσουν τη χρονολογία που συναντούν σε ένα κείμενο της εποχής! Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις πηγές, η Σύνοδος της Τρουά, στο πλαίσιο της οποίας αναγνωρίσθηκε επίσημα το Τάγμα των Ναϊτών, συγκλήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1128. Στη Γαλλική Καμπανία, όμως, ακολουθούσαν την παράδοση να αλλάζουν χρόνο την ημέρα του Ευαγγελισμού (25.3). Άρα η σωστή χρονολογία για μας είναι το 1129!

Όσον αφορά τη Γαλλία, η επιβολή της 1ης Ιανουαρίου ως ημερομηνίας έναρξης του νέου έτους οφείλεται σε έδικτο του Καρόλου Θ΄ (1564), ενώ για το σύνολο της καθολικής χριστιανοσύνης σε απόφαση της Αγίας Έδρας (1622). Υπήρξε φυσικά στη Γαλλία και το επαναστατικό διάλειμμα (1792-1806), όταν η χρονιά άρχιζε την 1η του Τρυγητή (vendémiaire), δηλαδή στις δικές μας 22 Σεπτέμβρη.

[Facebook, 2 Ιανουαρίου 2014]

Επόμενος σταθμός: Πάτνα, Μπιχάρ…

Τις ημέρες αυτές της παραμονής μου στα πάτρια εδάφη είχα την ευτυχία να συναλλαγώ εκ νέου με υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου. Ξεκίνησα από το ληξιαρχείο κάποιου δήμου για να ζητήσω ένα πιστοποιητικό. Έκανα τη δουλειά μου μέσα σε δύο λεπτά της ώρας (περιλαμβανομένης της – ανύπαρκτης εν προκειμένω – αναμονής). Το πιστοποιητικό μού είχε παραδοθεί πριν καν υπογράψω την αίτηση! Αίσθηση Ευρώπης σε αυτό που οι περισσότεροι θεωρούμε άντρο διαφθοράς. Αλλά η χαρά μου κράτησε μόλις πέντε λεπτά, όσα μου χρειάστηκαν για να φθάσω στη ΔΟΥ μου. Εκεί βρέθηκα σε ένα άλλον σύμπαν, εξόχως τριτοκοσμικό. Η εικόνα παρέπεμπε σε ινδικό τρένο, μάλλον άλλης εποχής.

Μέρες που είναι, λοιπόν, ας δώσω μιαν ευχή στους ανθρώπους που λαμβάνουν αποφάσεις στο ΥπΟικ, ειδικώς στη ΓΓ Εσόδων ή όπου αλλού. Επιβάλλετε ό,τι επιβάλλετε σε φόρους και τέλη, βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει ώστε να καταστήσετε την καταβολή τους όσο γίνεται ευχερέστερη. Πάρτε παραδείγματα από αυτήν την άτιμη τη Δύση που επικαλείσθε, είτε ως παράδειγμα προς μίμηση είτε ως «κακιά δανείστρια» που σας αναγκάζει να παίρνετε «δυσάρεστα μέτρα». Θα δείτε ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι από αυτούς τους παρωχημένους που διαλέγετε. Και θα δείτε και τα έσοδά σας να αυξάνονται. Και αφήστε επιτέλους αυτό το παιχνίδι με τις προθεσμίες και τις παρατάσεις. Τάξτε ευθύς εξαρχής προθεσμίες γενναιόδωρες, αντί για τις τσιγγούνικες που θα παρατείνετε μια και δυο φορές όταν θα διαπιστώσετε ότι δεν έχει συγκεντρωθεί το ποσό που είχατε προϋπολογίσει, ενώ ενδιαμέσως θα έχετε δηλώσει πανηγυρικά (ή θα έχετε «τιτιβίσει» ) ότι «δεν θα δοθεί καμία παράταση».

Κι αφού θα βάλετε το μυαλό σας σε λειτουργία, θα σκεφτείτε επιτέλους κι άλλα πράγματα. Όπως για παράδειγμα ότι η μείωση του ΕΦΚ σε πετρέλαιο θέρμανσης και καύσιμα θα σας αποφέρει απίστευτα περισσότερα έσοδα. Για τον απλό λόγο ότι οι συντελεστές που επιβάλατε οδηγούν σε σχεδόν μηδενικές καταναλώσεις, αφού υπερβαίνουν βάναυσα τη φοροδοτική ικανότητα του μέσου ανθρώπου.

Εάν, βεβαίως, πιστεύετε βάσιμα ότι ο Έλληνας καίει ό,τι σαββούρα βρει από επιλογή, γιατί γουστάρει να αναπνέει δηλητήριο και να ξεχαρμανιάζει κι όχι γιατί το πετρέλαιο θέρμανσης είναι ακριβό λόγω φόρων, μπορείτε να αγνοήσετε τις ευχές μου. Το ίδιο ισχύει κι εφόσον ο στόχος δεν είναι η αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων, αλλά η έσχατη ταπείνωση του φορολογούμενου.

Σε κάθε περίπτωση, καλή χρονιά!

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook την 31η Δεκεμβρίου 2013 – αναδημοσιεύθηκε στο Portal στις 6 Ιανουαρίου 2014]

Το Πολυτεχνείο και η σημασία του

Ποια μπορεί να είναι σήμερα η σημασία του Πολυτεχνείου, σαράντα ακριβώς χρόνια μετά τη φοιτητική εξέγερση που υπήρξε το κατεξοχήν σύμβολο της αντίστασης μέρους του ελληνικού λαού στην επαίσχυντη δικτατορία των συνταγματαρχών; Δεν έχει ξεθωριάσει η αξία του κάτω από το βάρος του χρόνου, τις σφοδρές επικρίσεις των οποίων αποτελεί αντικείμενο η ίδια η έννοια της Μεταπολίτευσης, την αμφιλεγόμενη δράση ορισμένων από τους πρωταγωνιστές του; Κι όμως, το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, ίσως μάλιστα περισσότερο από ποτέ.

Πρώτον, το Πολυτεχνείο είναι πάντα σημαντικό επειδή η ιδεολογία στην οποία αντιστάθηκαν σθεναρά οι φοιτητές όχι μόνο δεν έχει εκλείψει, αλλά βρίσκεται σε φάση επικίνδυνης αναζωπύρωσης. Αφενός, επειδή σήμερα ένα αμιγώς νεοναζιστικό κόμμα βρίσκεται εντός του Κοινοβουλίου μας και παρά τα όσα έχουν συμβεί, τις δολοφονίες, τις ποινικές διώξεις, τις αποφάσεις περί άρσεως βουλευτικής ασυλίας, φαίνεται ότι χαίρει της υποστήριξης ενός διόλου ευκαταφρόνητου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας κι εμφανίζει ποσοστά ως προς την πρόθεση ψήφου που αγγίζουν, αν δεν υπερβαίνουν, το 10 %. Αφετέρου επειδή η ιδεολογία της ακροδεξιάς και του αυταρχισμού κερδίζουν διαρκώς έδαφος μεταξύ των παραδοσιακών πολιτικών χώρων. Η ελληνική πολιτική ζωή κινείται σταθερά προς το συντηρητικότερο και αυταρχικό, προσεγγίζοντας τις θέσεις της παραδοσιακής ακροδεξιάς. Μέσω διαφόρων επικοινωνιακών στρατηγημάτων, η Αριστερά στηλιτεύεται συλλήβδην ως δήθεν «άκρο» (ενώ ουδείς διανοήθηκε, για παράδειγμα, να χαρακτηρίσει ως ακραίο το σύνολο της δεξιάς παράταξης), την ώρα που πρακτικές αμφίβολης συνταγματικότητας και δημοκρατικότητας εφαρμόζονται όλο και συχνότερα και απολαύουν της επιδοκιμασίας αρκετών.

Δεύτερον, το Πολυτεχνείο είναι σημαντικό διότι από άποψη συμβολισμού αποτελεί το ιδρυτικό γεγονός της νεότερης ελληνικής δημοκρατίας. Της καλύτερης που είχαμε ποτέ. Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πριν τη Μεταπολίτευση σχεδόν για το μισό του ελληνικού λαού δεν ήταν δυνατή η πλήρης ένταξη στην κοινωνία κι ότι πολιτικοί που (κατά τα λοιπά, δικαίως) έφεραν τον τίτλο του διανοούμενου μιλούσαν χωρίς ενδοιασμούς για τους «νέους Παρθενώνες» του ελληνισμού, υπονοώντας τους τόπους εξορίας και μαρτυρίου συμπατριωτών τους.

Το Πολυτεχνείο, επομένως, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και σημαντικό ακριβώς γιατί σήμερα έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα οργανωμένο σχέδιο απαξίωσης της Μεταπολίτευσης. Με όλα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες της, όμως, η Μεταπολίτευση είναι συνώνυμη της δημοκρατίας. Είναι παράλογο να της καταλογίζονται όλες οι παθογένειες που κατατρύχουν την ελληνική πολιτική και κοινωνία, ενώ πρόκειται για εγγενή χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νεότερου ελληνικού κράτους που υφίστανται από την ίδρυσή του. Η Μεταπολίτευση δεν έφερε ούτε το πελατειακό κράτος ούτε την προώθηση των «ημετέρων», ούτε το δυσλειτουργικό Δημόσιο ή τον παρασιτικό, κρατικοδίαιτο, ιδιωτικό τομέα. Όλα αυτά προϋπήρχαν.

Μόνο που η επιχειρούμενη απαξίωση της Μεταπολίτευσης δεν είναι αθώα, δεν αποτελεί απλώς πεπλανημένη εκτίμηση. Στοχεύει τελικά στην απαξίωση της δημοκρατίας. Εμμέσως αθωώνει το δικτατορικό καθεστώς, τον αυταρχισμό και τις ανελεύθερες πρακτικές του. Επιτρέπει σε κάποιους να ευαγγελίζονται δημοσίως την περιστολή των ατομικών ελευθεριών ή ανερυθρίαστα να παρομοιάζουν χουντικούς δολοφόνους με ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Επιχειρεί να μας υποχρεώσει να λησμονήσουμε τα ουσιώδη στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Για αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους πρέπει να τιμούμε την αντίσταση των φοιτητών, το Νοέμβρη του 1973. Μολονότι, τυπικώς «συνιστούσε παράνομη βία».  

[Γράφτηκε για ToPortal όπου και δημοσιεύθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2013]

Περί Σωκράτους

Μια κι έγινε λόγος για τη στάση του Σωκράτη κατόπιν της καταδίκης του… [Κ. Δουζίνας «Η ανθρωπότητα γεννιέται με ανυπακοή… Ο Σωκράτης παραβιάζει την ορθοδοξία της Αθήνας και πεθαίνοντας βάζει τον θεμέλιο λίθο της φιλοσοφίας»/ Π. Μανδραβέλης «ο Σωκράτης με την απόφασή του να πιει το κώνειο, παρά την καταφανώς άδικη απόφαση του δικαστηρίου, ήθελε να διδάξει στους νέους την αξία της υποταγής στους νόμους της Δημοκρατίας»], οφείλω να ομολογήσω ότι το ζήτημα της αποτίμησης της στάσης αυτής υπερβαίνει τις δυνατότητές μου. Όχι μόνο γιατί κρίνω ότι οι γνώσεις μου περί φιλοσοφίας δεν είναι ικανοποιητικές αλλά και γιατί τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι επαρκή. Γνωρίζουμε τον Σωκράτη του Πλάτωνα κι εκείνον του Ξενοφώντα κι εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Δεν μας λείπουν μόνον οι αντικειμενικές μαρτυρίες για το πρόσωπο, αλλά και για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις ειδικές συνθήκες της υπόθεσης της δίκης και των όσων ακολούθησαν.

Ίσως θα ήταν πιο δόκιμο να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε το αντίστροφο ερώτημα. Όχι δηλαδή να ερμηνεύσουμε ψυχολογικά τη στάση του προσώπου (εγχείρημα εξαιρετικά δυσχερές ακόμη και για σύγχρονά μας γεγονότα,πόσο μάλλον για κάτι που συνέβη πριν 2.400 χρόνια) αλλά να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους η Αθηναϊκή Δημοκρατία καταδίκασε τον φιλόσοφο.

Καταρχάς, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση περίπτωσης: μια πόλη που μόλις έχει περάσει μια διπλή τραυματική εμπειρία, έναν καταστροφικό πόλεμο που τελειώνει με ταπεινωτική ήττα και την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος εξαιτίας της τυραννίας των Τριάκοντα. Κι ένα πρόσωπο που ποτέ δεν έκρυψε τις φιλίες του με διάφορους ολιγαρχικούς και την εχθρότητά του προς το πληγωμένο κι εύθραυστο πολίτευμα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, μια εύλογη ερμηνεία είναι η εξής: η αναγκαία ομόνοια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας επετεύχθη χάρη μέσω μιας γενικής αμνηστίας η οποία συνεπαγόταν κι απαιτούσε για να καταστεί αποτελεσματική μια αντίστοιχη καθολική αμνησία. Η διδασκαλία του Σωκράτη παραβίαζε επομένως τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εδραίωση και διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Περισσότερο από κάποια συγκεκριμένη κατηγορία, η τελική καταδίκη του ήταν αποτέλεσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.

Για περισσότερα, θα άξιζε να ανατρέξει κανείς στο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, πρόσφατο βιβλίο του Paulin Ismard «L’Evénement Socrate», εκδ. Flammarion, 2013 (παρουσίαση στη Monde και στο L’Histoire).

[Facebook, 25 Οκτωβρίου 2013]

 

Περί βίας

Η επικινδυνότητα του γενικού αφορισμού

Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι η βία αποτελεί διαχρονικό στοιχείο των ανθρώπινων κοινωνιών, είτε στο εσωτερικό τους είτε στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι επίσης σαφές ότι, γενικά κι αφηρημένα, δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση μεταξύ «καλής» και «κακής» βίας. Εξ ορισμού η άσκηση βίας αποτελεί δυσάρεστη και απευκταία κατάσταση.

Η πραγματικότητα, εντούτοις, είναι πολύ πιο σύνθετη. Τούτο διαπιστώνεται και βάσει των όχι λίγων προσπαθειών να δικαιολογηθούν μορφές βίας. Για τη σημαντικότερη από αυτές, τον πόλεμο, πολλοί και διάφοροι, τουλάχιστον από την εποχή του Αυγουστίνου της Ιππώνος (τέλη 4ου αιώνα), έχουν επιχειρήσει να θεμελιώσουν θεωρητικά την έννοια του «δίκαιου πολέμου», εξηγώντας τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις.

Κατ’ αναλογία και όσον αφορά τις σχέσεις εντός ορισμένης κοινωνίας, είναι γενικά αποδεκτό ότι, υπό όρους, υφίσταται νομίμως ασκούμενη βία από τα ειδικώς εντεταλμένα όργανα της Πολιτείας. Ομοίως, η άσκηση βίας ως νόμιμη άμυνα αποτελεί λόγο που αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα πράξης. Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στη δικαιολόγηση της βίας υπεισέρχεται κι ένας μεταβλητός παράγοντας: η ταυτότητα του εκάστοτε φορέα εξουσίας. Έτσι, πράξεις αντίστασης σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς, οι οποίες θα αντιμετωπιστούν από αυτό ως παράνομη άσκηση βίας, θα δικαιολογηθούν μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Για τους λόγους αυτούς, αφορισμοί όπως «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» στερούνται τελικά νοήματος. Εκτός των άλλων, ενδέχεται να υπονοούν μια αυθαίρετη εξομοίωση πράξεων εντελώς ανομοιογενών που δεν έχουν καν την ίδια βαρύτητα:  βία ασκούμενη στο πλαίσιο ένοπλης σύγκρουσης (μεταξύ κρατικών οντοτήτων ή εμφύλιας), υπέρβαση ορίων από όργανα της πολιτείας, οργανωμένη πολιτική βία, τρομοκρατία, διάχυτες “μαζικές” ταραχές, παρεκτροπές στο πλαίσιο διαδηλώσεων ή ενεργειών περιβαλλοντικού ακτιβισμού κ.ο.κ.

Ο γενικός αφορισμός καθίσταται δε κατά μείζονα λόγο αλυσιτελής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπαγορεύεται αποκλειστικά από πολιτικές (αν όχι αμιγώς κομματικές) σκοπιμότητες. Δεν εκφέρεται επειδή αποσκοπεί στην καταπολέμηση της βίας, αλλά επειδή στοχεύει στην εξουδετέρωση πολιτικών αντιπάλων. Υπό τους όρους αυτούς, καταλήγει να είναι επικίνδυνος για την πολιτειακή ομαλότητα και την κοινωνική ειρήνη.

[συμμετοχή στο αφιέρωμα του ιστότοπου Popaganda στο θέμα της βίας (21 Οκτωβρίου 2013) – στους συμμετέχοντες είχε τεθεί το εξής ερώτημα: «Η βία είναι συστατικό κομμάτι κάθε κοινωνίας; Κι αν ναι, πώς θα την ορίζατε»; Στο 1ο μέρος απάντησαν: ελληνάκι, Άκης Γαβριηλίδης, Niemands Rose, OldBoy, Ρογήρος και το Βυτίο/ Στο 2ο μέρος (23 Οκτωβρίου 2013): Χρ. Κάσδαγλης, Μιχ. Κωνσταντάτος, Ανδρ. Πετρουλάκης, Δημ. Κ. Ψυχογιός και Θοδ. Ρακόπουλος]

Παγκόσμια ηγεμονία και προσωπικά δεδομένα

Εάν η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων, την ώρα που το Δημόσιο των ΗΠΑ ακροβατεί για να αποφύγει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, εάν η αμερικανική στρατιωτική ισχύς αντιμετωπίζεται από κάποιους σαν «ξεπερασμένο μέσο επιβολής», η ηγεμονία της υπερδύναμης δεν μπορεί να τεθεί σοβαρά εν αμφιβόλω όταν οι ΗΠΑ ελέγχουν κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο τις νέες τεχνολογίες και ιδίως αυτές που σχετίζονται με τη διάδοση της πληροφορίας. Επικοινωνούμε αυτή τη στιγμή στο πλαίσιο ενός ΜΚΔ που ανήκει σε εταιρία εδρεύουσα στην Καλιφόρνια, διατηρούμε ιστολόγιο χάρη σε κάποιον πάροχο από τις ΗΠΑ, χρησιμοποιούμε αμερικανικές μηχανές διαδικτυακής αναζήτησης και αμερικανικό λογισμικό. Όλες αυτές οι καλές εταιρίες χρησιμοποιούν τα προσωπικά δεδομένα μας με μόνους περιορισμούς αυτούς (τους λίγους) που τους επιβάλλει η νομοθεσία της πολιτείας της έδρας τους και η ομοσπονδιακή νομοθεσία των ΗΠΑ.

Από την πλευρά της, η νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία προσωπικών δεδομένων είναι ξεπερασμένη (το σώμα της ανάγεται στη δεκαετία του 1990, δηλ. στην προ της διάδοσης του Διαδικτύου εποχή) και μάλλον όχι ιδιαιτέρως ικανή για να προστατεύσει τους Ευρωπαίους χρήστες του Διαδικτύου. Εκτός της υστέρησης ως προς την παρακολούθηση των συχνά ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, η νομοθεσία αυτή πάσχει και για έναν πρόσθετο λόγο: ο τότε νομοθέτης είχε παραβλέψει ότι το κρίσιμο ζήτημα για την αποτελεσματική προστασία θα ήταν αυτό του εφαρμοστέου δικαίου. Οι αμερικανικές εταιρίες οχυρώνονται πίσω από τη νομοθεσία της έδρας τους (ή την επίσης ευνοϊκή για τα συμφέροντά τους νομοθεσία της χώρας έδρας της ευρωπαϊκής θυγατρικής τους) για να αποκρούσουν την εφαρμογή ενωσιακών κανόνων προστασίας του χρήστη. Θα θυμάστε ίσως την περίπτωση του ΦΜΠ στη Γερμανία: το ΜΚΔ ζητούσε συστηματικά από τους Γερμανούς χρήστες να διατηρούν λογαριασμούς μόνο με την πραγματική ταυτότητά τους, μολονότι η γερμανική νομοθεσία ρητώς επιτρέπει τη χρήση του Διαδικτύου με ψευδώνυμο. Όταν χρήστης προσέφυγε στην αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων του ομόσπονδου κράτους της κατοικίας του (Σλέσβιχ-Χολστάιν), το ΦΜΠ επικαλέστηκε την αμερικανική και την (άκρως «φιλελεύθερη») ιρλανδική νομοθεσία.

Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την προστασία του Ευρωπαίου χρήστη είναι φυσικά το να καταστεί εφαρμοστέο το ενωσιακό δίκαιο από τη στιγμή που η εταιρία, ανεξαρτήτως έδρας, απευθύνεται σε Ευρωπαίους καταναλωτές και παρέχει υπηρεσίες εντός της Ευρώπης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει πολύ απλά με τον χαρακτηρισμό των σχέσεων ως συμβατικών και την εφαρμογή του αντίστοιχου κανονισμού για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Μπορεί βεβαίως να γίνει και με ειδική προς τούτο νομοθεσία, όπως επέλεξε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία έχει ετοιμάσει μια ογκώδη δέσμη για τη μεταρρύθμιση της ενωσιακής νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Το σχέδιο αυτό αντιμετωπίζει διαρκή εμπόδια. Κάποια κράτη μέλη δεν θέλουν να γίνει κάτι που θα στεναχωρήσει τον υπερατλαντικό εξάδελφο ή προστάτη ούτε να χάσουν τον επικερδή μεταπραττικό τους ρόλο. Παρά την αισιοδοξία της επιτρόπου Ρέντινγκ, η οποία πιστεύει ότι η δέσμη θα έχει εγκριθεί εντός του έτους, εύλογοι είναι οι φόβοι για υποχωρήσεις της τελευταίας στιγμής που θα ξεδοντιάσουν το φιλόδοξο σχέδιο.

Επομένως, όταν ανησυχείτε για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σας υπάρχουν αποτελεσματικότεροι τρόποι αντίδρασης από την επικόλληση του γνωστού κειμένου (που αν ακολουθηθούν οι οδηγίες του το μόνο αποτέλεσμα θα είναι να μη μπορούν να δουν τις φωτογραφίες που αναρτάτε οι δικοί σας φίλοι). Μπορείτε να υποστηρίξετε την πρωτοβουλία της Επιτροπής (ακόμη κι αν για δικούς σας λόγους δεν τη συμπαθείτε ).

[Ανάρτηση στο Facebook (8 Οκτωβρίου 2013) – δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο ToPortal στις 10 Οκτωβρίου 2013]

Σκόρπιες σημειώσεις για την άνοδο του νεοναζισμού στην Ελλάδα

«Σοβαρότητα»

Και τώρα που όλοι συνειδητοποιήσαμε η σοβαρότητα τι σημαίνει… Τώρα που ανεπαισθήτως περάσαμε στην επόμενη πίστα του άθλιου παιχνιδιού σκληρής βίας το οποίο μας υποχρεώσατε να βιώνουμε… Συνεχίστε να βαυκαλίζεστε με τις θεωρίες των δύο άκρων, να χαϊδεύετε δολοφονικές οργανώσεις, να μας κάνετε μάθημα για το τι δεν είναι ντροπή. Συνεχίστε να μας νουθετείτε για το πού πρέπει να γίνονται εκπτώσεις στη δημοκρατία, στο κράτος δικαίου, στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, να μας εξηγείτε τους λόγους για τους οποίους παρέλκει η θέσπιση αντιρατσιστικής νομοθεσίας «αφού το νομικό μας οπλοστάσιο είναι πλήρες». Συνεχίστε! Δεν συνέβη τίποτε!

[Facebook, 18 Σεπτεμβρίου 2013]

Αρχιερείς του αμοραλισμού

Εσείς που αναρωτιέστε πώς φτάσαμε ως εδώ… Εσείς που είστε έτοιμοι να ρίξετε τις ευθύνες στον κάθε απλό άνθρωπο… Έχετε πια τη δυνατότητα να αντικρίσετε κρεμασμένο στα περίπτερα το πρόσωπο των αρχιερέων του αμοραλισμού.

Κανείς δεν πρέπει να αγοράσει φυλλάδες που προσβάλλουν τη μνήμη νεκρών. Κι όσοι εκ της θέσης τους έχουν ευθύνη να αντιδράσουν, ας πράξουν τα δέοντα. Όσοι κατανοούν την έννοια της δεοντολογίας στη δημοσιογραφία. Όσοι υπηρετούν τη δικαιοσύνη. Κι όλοι όσοι έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους ως πολίτες δημοκρατικής χώρας.

Αυτή η προσβολή δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη. Για πόσο ακόμη θα ανεχόμαστε τα σκουπίδια να καθορίζουν τη ζωή μας;

[Facebook, 21 Σεπτεμβρίου 2013]

Δίκαιο και ηθική

Ο κόσμος του δικαίου δεν ταυτίζεται με αυτόν της ηθικής και, κατά μείζονα λόγο, της πολιτικής. Η προσπάθεια νομοθεσίας επί τούτου, υπό την ασφυκτική πίεση των γεγονότων και των (θεμιτών εν προκειμένω) πολιτικών στόχων, ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει σε νομικά εξαμβλώματα άχρηστης περιπλοκότητας που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποδειχθούν απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού.

Διαβάζω ότι: «Νομοθετική πρόταση προωθούν τα υπουργεία Δημόσιας Τάξης και Εσωτερικών» [γιατί όχι και το κατεξοχήν αρμόδιο Υπ. Δικαιοσύνης;] σύμφωνα με την οποία «αναστέλλεται η κρατική χρηματοδότηση ενός κόμματος σε περίπτωση αμετάκλητης παραπομπής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του αρχηγού του ή κρίσιμου αριθμού (περισσοτέρων του ενός δεκάτου του συνολικού αριθμού) βουλευτών ή μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησής του, για τα αδικήματα των άρθρων 187 ή 187Α ή 187Γ του Ποινικού Κώδικα ή για κακούργημα που επισύρει ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών». Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν μια τέτοια διάταξη θα καταλάβει στην πράξη την περίπτωση της ΧΑ (ενώ με μαθηματική ακρίβεια όλο και κάποιον άσχετο θα πετύχει στο μέλλον), μεταξύ άλλων και γιατί η υπαγωγή της ΧΑ στο άρθρο 187 ΠΚ δεν θα είναι στην πράξη ευχερής από άποψη αποδείξεων.

Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε βέβαια στα χέρια της το νομοθετικό μέσο για να αντιμετωπίσει τους νεοναζί (και ήταν μάλιστα υποχρεωμένη να το εντάξει στην ελληνική έννομη τάξη). Το πέταξε στα σκουπίδια, διατεινόμενη ότι το νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του ρατσισμού ήταν πλήρες. Όπως, όμως, είχαμε επισημάνει στο παρελθόν η μεταφορά της απόφασης πλαισίου 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου, θα παρείχε, εκτός των άλλων, τη «δυνατότητα επιβολής κυρώσεων (περιλαμβανομένου και του αποκλεισμού από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις) σε νομικά πρόσωπα (άρθρο 6, παρ. 1, της απόφασης πλαισίου), τα οποία μπορούν να κριθούν υπεύθυνα για αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας (άρθρο 5)», και συμπληρώναμε ότι «Είναι μάλλον προφανές εναντίον ποιας πολιτικής οργάνωσης θα μπορούσε να στραφεί μια τέτοια διάταξη και ποιος προστατεύεται καταρχήν με την απόσυρση του «αντιρατσιστικού» σχεδίου νόμου».

Καμία παραδοχή του σφάλματος από υπεύθυνα χείλη θα ακούσουμε;

[Facebook, 22 Σεπτεμβρίου 2013]

Λόγοι κι εξηγήσεις

Στο σημείο που βρισκόμαστε οφείλουμε να επιχειρήσουμε έστω να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο φασισμός (και μάλιστα στην πιο αποκρουστική εκδοχή του, αυτήν του ναζισμού) μπορεί να είναι για κάποιους ελκυστικός, όχι το 1920 ή το 1930, αλλά σήμερα που έχουμε την ιστορική γνώση των εγκλημάτων του. Ποιοι παράγοντες είναι αυτοί που υπερνικούν τη γνώση του κακού, ποιες ελπίδες και προσδοκίες δημιουργεί ο νεοναζισμός σε αυτούς που τον ασπάζονται; Είναι μόνον η εν απελπισία αντίδραση στη διαφθορά και τον ζόφο της οικονομικής κατάρρευσης ή υπάρχει και αυτοτελής δύναμη έλξης;

Πέραν από την αδιαμφισβήτητη διέξοδο στη συσσωρευμένη επιθετικότητα, την «ασφάλεια» της υπαγωγής σε μια ομάδα, την ψευδαίσθηση της δύναμης και της «διάκρισης», υπάρχουν άραγε άλλα στοιχεία, μια ελληνική ιδιαιτερότητα που να εξηγεί τη γιγάντωση της φαυλότητας; Θα μπορούσε το φαινόμενο ΧΑ να επαναληφθεί σε άλλη χώρα, ακόμη κι αν οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν σ’ αυτήν ήταν πανομοιότυπες με αυτές της Ελλάδας;

Χωρίς, βεβαίως, αυτό να αποτελεί πλήρη κι αποκλειστική εξήγηση, συγκεκριμένοι παράγοντες καθιστούν «ανεκτή», για μέρος της ελληνικής κοινωνίας, την προσχώρηση στη ΧΑ ή την ψήφο σε αυτήν. Παρά τους διάφορους μύθους περί ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς, ο φασισμός δεν απαξιώθηκε ουσιαστικά στη χώρα μας. Οι ιδεολογικοί συγγενείς του βρέθηκαν νικητές και τροπαιούχοι μετά τον Β΄ ΠΠ (παραδόξως) και τον Εμφύλιο (διόλου περίεργα). Στοιχεία της ιδεολογίας που αυτός ασπάζεται συνέχιζαν να πλαισιώνουν την επίσημη εθνική αφήγηση. Και μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η κάθαρση δεν υπήρξε πλήρης: προχώρησε περισσότερο απ’ ό,τι στη Χιλή μετά τον Πινοτσέτ (λογικό, η χούντα μας κατέρρευσε, ενώ στη Χιλή παρέδωσε την εξουσία ρυθμίζοντας η ίδια τη διαδοχή της), σαφώς όμως σε μικρότερο βάθος απ’ ό,τι η αντίστοιχη στην Αργεντινή. Ας προσθέσουμε ότι τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια έντονη τάση ιστορικού και πολιτικού/ δημοσιογραφικού αναθεωρητισμού που σκοπεί, εκτός των άλλων, και σε μια μορφή «αποκατάστασης» προσώπων και πρακτικών συνδεδεμένων στη χώρα μας με την ακροδεξιά.

Με άλλα λόγια, μέρος της ελληνικής κοινωνίας ήταν ανεκτικό όχι μόνο στη βία, αλλά και σε ιδεολογικά στοιχεία που συγγένευαν, αν δεν ταυτίζονταν εν μέρει, με αυτά του νεοναζιστικού μορφώματος.

[Facebook, 23 Σεπτεμβρίου 2013]

Αντιμετώπιση μιας εγκληματικής οργάνωσης

Η ΧΑ αποτελεί αδιαμφισβήτητα εγκληματική οργάνωση από πολιτική, κοινωνική και ηθική άποψη. Η νομική, βεβαίως, αποτελεί άλλο ζήτημα: ζήτημα αποδείξεων ώστε να συναχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η δράση του, κατηγορούμενου σήμερα, πυρήνα της ΧΑ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής συγκεκριμένης διάταξης νόμου (του άρθρου 187 ΠΚ). Επομένως, εύχομαι ολόψυχα οι δικαστικές αρχές να έχουν στη διάθεσή τους ακλόνητα στοιχεία που θα οδηγήσουν σε καταδίκες. Τυχόν διαφορετική εξέλιξη ενέχει τον κίνδυνο να εμφανίσει τους νεοναζί ως «μάρτυρες» και να χαρίσει στη ΧΑ τον κινηματικό χαρακτήρα που, ευτυχέστατα, μέχρι τώρα της λείπει.

Πέραν αυτού, πέραν της χαράς και της ικανοποίησης που επιτέλους κάτι σοβαρό γίνεται, διατηρώ ως σκεπτόμενος πολίτης το δικαίωμα να θέτω ερωτήματα για την πολιτική σκοπιμότητα της κίνησης, για την καθυστέρηση με την οποία συνειδητοποιήθηκε η σοβαρότητα του κινδύνου ενώ τα στοιχεία υπήρχαν εδώ και πολύ καιρό, για την τήρηση της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Μαθήματα δημοκρατικής συνείδησης κι ευαισθησίας δεν θα δεχθώ από κανέναν από αυτούς που κανάκευαν τους νεοναζί, που αναζητούσαν τους «σοβαρούς» μεταξύ αυτών, που, υπόρρητα ή μη, τους θεωρούσαν «χρήσιμο αντίβαρο» έναντι της Αριστεράς κι «απαραίτητο μέσο ανέξοδης εκτόνωσης» της λαϊκής αγανάκτησης.

Αυτήν την κρίσιμη στιγμή, πρέπει να επισημανθούν και τα εξής:

– η αντιμετώπιση των εχθρών της Δημοκρατίας απαιτεί μεγάλη προσοχή, διότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν μέσα που θα αναιρούν την ίδια την ουσία της.
– ακόμη κι ο νεοναζί ή ο τρομοκράτης έχουν δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
– ο αγώνας για την αντιμετώπιση του φασισμού δεν τελειώνει βέβαια σήμερα ούτε θα τελειώσει με τις ενδεχόμενες καταδίκες της ηγεσίας της ΧΑ. Το τέρας μπορεί να πάρει κι άλλες μορφές. Κι υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό συμπατριωτών μας που πρέπει να κατανοήσει τον αδιέξοδο κι εγκληματικό χαρακτήρα της επιλογής του να δώσει την ψήφο του σ’ ένα νεοναζιστικό μόρφωμα. Όλα αυτά απαιτούν διαρκή εγρήγορση και προσπάθεια.

Δεν είμαι οπαδός της κλασσικής ρήσης του Λουί Αντουάν ντε Σαιν-Ζυστ. Πιστεύω στα άρθρα 5 και 6 της ΕΣΔΑ.

[Facebook, 28 Σεπτεμβρίου 2013]

Απορίες

– Εάν τυχόν δεν έχετε διαβάσει διηγήσεις για τις εκδηλώσεις του όχλου στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη ή για τον κόσμο που μαζευόταν να παρακολουθήσει εκτελέσεις στην πυρά κι απαγχονισμούς, μια βόλτα στα ελληνόφωνα ΜΚΔ θα μπορούσε να καλύψει το κενό. Σε φωνές και κατάρες πλειοδοτούν πολύ συχνά αυτοί που μέχρι την προηγούμενη δόξαζαν ή κρατούσαν το στόμα τους κλειστό («γιατί πού ξέρεις τι μπορεί να συμβεί»).

– Όλοι όσοι χάιδευαν τη ΧΑ και τη θεωρούσαν δυνητικό εταίρο είναι σήμερα απασχολημένοι να ζητούν από όλους τους υπόλοιπους πιστοποιητικά αντιφασιστικών φρονημάτων και να τα ελέγχουν προσεκτικά.

– Στον ελληνικό δημόσιο «διάλογο» μόνο μία άποψη είναι ανεκτή (αδιάφορο, βεβαίως, αν η «αλήθεια» του σήμερα είναι ακριβώς το «ψέμα» του χτες). Απόψεις με επιφυλάξεις, αιρέσεις κι αστερίσκους απορρίπτονται πάραυτα και λοιδωρούνται. Το φαινόμενο δεν είναι χτεσινό. Δυστυχώς δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σύντομα.

– Αντί να εξυμνούμε τον εαυτό μας και να βαυκαλιζόμαστε με την τελειότητα της δημοκρατίας μας, ας πούμε εν προκειμένω κι ένα ευχαριστώ στην ΕΕ. Χωρίς την πίεση του ευρωπαϊκού παράγοντα ακόμη θα αναζητούσαμε τη «σοβαρή ΧΑ».

– Πολύ χρήσιμο θα ήταν να εξηγήσει κάποιος την ειδοποιό διαφορά μεταξύ μελών εγκληματικής οργάνωσης και (σεβάσμιων πλέον) «ακτιβιστών της δεξιάς».

[Facebook, 29 Σεπτεμβρίου 2013]

Νομική ή πολιτική αντιμετώπιση;

Η αντιμετώπιση του ελληνικού νεοναζισμού με νομικά μέσα αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι και ικανή αφεαυτής συνθήκη για την εξάλειψή του. Η δικαστική διερεύνηση θα εστιάσει κατ’ ανάγκη στο αμιγώς ποινικό σκέλος της υπόθεσης. Αυτό, όμως, που κατέστησε τη ΧΑ το πλέον επικίνδυνο φαινόμενο που γνώρισε η χώρα μας μετά το 1974 ήταν ο συνδυασμός εγκληματικής δράσης και απεχθούς ιδεολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, η νέα αφήγηση περί «ελληνισμού» κι «ελληνικού έθνους» που «νίκησε τον φασισμό» είναι όχι μόνον απρόσφορη, αλλά κι επικίνδυνη. Η αντιμετώπιση της ΧΑ με ιδεολογήματα που δεν είναι πολύ απομακρυσμένα από τη ρητορική της παραβλέπει (ακούσια;) τα αίτια που γέννησαν ή μεγέθυναν το πρόβλημα και δεν προμηνύει τίποτε καλό για τα κύρια θύματα της εγκληματικής δράσης της ΧΑ, τους μετανάστες.

Κατά τα λοιπά, τις τελευταίες ημέρες πολλοί «πέφτουν από τα σύννεφα». Η έκπληξή τους μπορεί να δικαιολογηθεί αν ενημερώνονταν αποκλειστικά από το «Πρώτο Θέμα», τα τηλεοπτικά κανάλια και το «Αντινιούς». Μου θυμίζει άλλωστε, την αντίστοιχη «έκπληξη» μετά το προ διετίας σκάνδαλο των στημένων ποδοσφαιρικών αγώνων (κι έχω κάποιο προαίσθημα ότι οι δύο αυτοί κόσμοι θα αποδειχθούν εν μέρει συγκοινωνούντα δοχεία).

Ά ναι, για να μην το ξεχάσω, θα μάθουμε άραγε κάτι για τους χρηματοδότες της ΧΑ;

[Facebook, 30 Σεπτεμβρίου 2013]

Αποδείξεις;

Για να μη μου παραπονιέστε ότι όλο γκρινιάζω… να πω κι εγώ ότι από χτες τα πράγματα πάνε καλύτερα στο σήριαλ των αβγών φαμπερζέ α λα γκρεκ. Όχι μόνο λόγω της διάταξης περί προσωρινής κράτησης του αρχηγού της ΧΑ, αλλά και λόγω των αποτελεσμάτων των ερευνών στα πιο χαμηλά πατώματα της ακροδεξιάς πυραμίδας. Δημιουργείται η εντύπωση ότι εάν συνεχιστεί απρόσκοπτα η διερεύνηση (και η εξάρθρωση των κυκλωμάτων παροχής προστασίας στη ΧΑ εντός της αστυνομίας) μέσα σε ένα μήνα το πολύ θα έρθουν στο φως τόσο ακλόνητα στοιχεία που κανείς δεν θα μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των ερευνών καταδεικνύουν την (ας πούμε, ευγενικά) ασυνέπεια μεταξύ των διακηρύξεων των Ελλήνων νεοναζί (που τους κατέστησαν ελκυστικούς σε μέρος του εκλογικού σώματος) και των πράξεών τους.

Πατριώτης, σου λέει, ο ένας, θα μας έσωζε από τον πολιτικό και οικονομικό ζυγό των «Γερμανών και άλλων κατακτητών», αλλά αντί για κινέζικα βάζα και μπιμπλό στο σύνθετο μου είχε φόρα παρτίδα τα «συλλεκτικά» κράνη της Βέρμαχτ και των Βάφφεν Ες Ες, κι από δίπλα τα μπουκάλια με τον Ντούτσε (πλησιάζει κι η 28η Οκτωβρίου). Η άλλη ήταν αγανακτισμένη, αγνή κι άδολη κάτοικος του Αγίου Παντελεήμονα κι ήθελε να «ξεβρομίσει τη γειτονιά της από τους λαθρομετανάστες». Μόνο που στις ελεύθερες ώρες της ασκούσε, κατά πως φαίνεται, τις ευγενείς δραστηριότητες της λαθρεμπορίας, της παροχής προστασίας κατόπιν εκφοβισμού και του δουλεμπορίου. Κι είχε στη δούλεψή της στρατιές ολόκληρες μεταναστών από τους οποίους παρακρατούσε το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεών τους προκειμένου να τους αφήνει ήσυχους.

Ουσιαστικότερη απαξίωση της ΧΑ από το ξεγύμνωμα αυτό δεν μπορεί να υπάρξει. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έπρεπε να απομακρύνει από αυτήν και τον τελευταίο υποστηρικτή της.

[Υπό φυσιολογικές, λέω, γιατί μερικές φορές είναι μυστήρια η βούληση ενός λαού]

[Facebook, 3 Οκτωβρίου 2013]

Σκόρπιες σημειώσεις για την ΕΡΤ

Τεντυμποϊσμός;

«Επειδή η εγκληματική βλακεία δεν μπορεί να ονομάζεται ούτε ηγετική αποφασιστικότητα ούτε μεταρρύθμιση. Επειδή πολύ ακούγεται και γράφεται ο ισχυρισμός ότι το κλείσιμο της ΕΡΤ αποτελούσε αναγκαία κίνηση που ανταποκρίνεται στη λογική, ενώ όσοι αντιδρούν σ’ αυτό είναι υποστηρικτές «ακραίων κομμάτων που αντιπροτείνουν μονάχα μια μελοδραματική αφήγηση»… λέω να υποβάλω μερικά απλά ερωτήματα. Πόσο ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο από την παύση λειτουργίας ενός κερδοφόρου φορέα (διότι άλλο πράγμα το είμαι καταρχήν αντίθετος στο ειδικό τέλος κι άλλο το καμώνομαι πως αυτό δεν υπάρχει); Πόσο ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο από την αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων της ΕΡΤ ΑΕ κι από τις αποζημιώσεις προς το απολυμένο προσωπικό της; Διαπραγματεύτηκε το Ελληνικό Δημόσιο, ως φυσικός διάδοχος της ΕΡΤ ΑΕ, τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών διοργανώσεων που κατείχε ο καταργηθείς φορέας; Καταβλήθηκε κάποιο αντίτιμο από τους ιδιωτικούς φορείς που μετέδωσαν ήδη κάποια τέτοια γεγονότα (όπως τον τρίτο τελικό του πρωταθλήματος μπάσκετ και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών Ποδοσφαίρου); Ποια είναι ακριβώς η ζημία του Ελληνικού Δημοσίου στις περιπτώσεις αυτές (αντίτιμο που κατέβαλε η ΕΡΤ ΑΕ στις διοργανώτριες αρχές ή στους όποιους δικαιούχους, μη πραγματοποιηθέντα έσοδα από διαφημίσεις κ.λπ.);

Πέρα από την πολιτική και πολιτιστική ανάγκη ύπαρξης δημόσιας τηλεόρασης, πέρα από την αυτοτελή αξία της συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας, οι υπέρμαχοι της λογικής ζητούν και στοιχεία κι αριθμούς. Υπολογισμούς κόστους κάθε απόφασης. Τα υπόλοιπα επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης δεν είναι παρά ιδεοληψίες και παραμύθια γραμμένα από ατάλαντο συγγραφέα.

Όταν σπάζεις αυγά πετώντας τα σε τοίχους και σε περαστικούς δεν φτιάχνεις ομελέτα. Η ταπεινή φιλοδοξία του μαγείρου δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί ποτέ με τον τρόπο αυτό. Το μόνο που μένει είναι ο τεντυμποϊσμός.» [ανάρτηση στο Facebook, 16 Ιουνίου 2013]

 

Δημιουργική ερμηνεία δικαστικών αποφάσεων

«Είναι εντυπωσιακό το πώς η πολιτική ιδεολογία και η προσκόλληση σε ό,τι θεωρήθηκε επιθυμητό αποτέλεσμα οδηγούν ανθρώπους, μερικοί εκ των οποίων διαθέτουν πτυχίο νομικής, σε δραματική παρανάγνωση αποφάσεων δικαιοδοτικών οργάνων. Μυριάδες αυτόκλητων ειδικών γνωμοδότησαν επί της πολυαναμενόμενης προσωρινής διαταγής του Προέδρου του ΣτΕ με αποκλειστική πηγή πληροφοριών το ρεπορτάζ δημοσιογράφου. Χωρίς να έχουν δει την προσωρινή διαταγή, χωρίς να έχουν διαβάσει την αίτηση ακυρώσεως (αφού όλοι «προσφυγή» την έλεγαν) και τα αιτήματα για τη λήψη προσωρινών/ ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να ξέρουν ποια ακριβώς ήταν η προσβαλλόμενη πράξη (ή οι προσβαλλόμενες πράξεις) της διοίκησης, χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να διαβάσουν το άρθρο 52 του ΠΔ 18/1989, όπως έχει αντικαταστάθεί με τις διατάξεις του άρθρου 35 του νόμου 2721/1999 και να θυμηθούν τι ακριβώς κρίνεται σε τέτοιες διαδικασίες.

Διάβασα τόσες φορές ότι το «ΣτΕ αποφάνθηκε υπέρ της νομιμότητας και συνταγματικότητας» της ΠΝΠ και της επίμαχης ΚΥΑ (ή το αντίθετο). Όλα αυτά για μια προσωρινή διαταγή (που δεν είναι καν η απόφαση περί αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης, την οποία εκδίδει η Επιτροπή της παρ. 2 του άρθρου 52). Μάλλον ξεχάσαμε τα νομικά μας αναμένοντας κρίση επί της ουσίας από προσωρινή διαταγή.

Άρα ή πολλά πεντάρια κι αντιγραφή είχε πέσει στο Διοικητικό ή πέρασαν τα χρόνια και θεωρούμε κι αμαρτία ν’ ανοίξουμε κανένα βιβλίο ή μας τυφλώνει η ιδεοληψία μας. Διαλέξτε!» [ανάρτηση στο Facebook, 17 Ιουνίου 2013]

 

Υποχρέωση

«Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει.» (Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 95, παρ. 5)[ανάρτηση στο Facebook, 18 Ιουνίου 2013]

 

Διευκρινίσεις;

«Τα δικαστήρια (και δη τα ανώτατα) ΔΕΝ παρέχουν διευκρινίσεις επί των αποφάσεών τους. Ναι, καλοί μου φίλοι, το καταλάβατε… και οι «διευκρινίσεις» που δημοσιεύθηκαν σε ΜΜΕ το βράδυ της Δευτέρας ήταν πλαστές. Τώρα αν εγώ αν μιλήσω για γατάκια που το παίζουν νομικοί και αναλύουν αποφάσεις κατά το δοκούν θα είμαι εριστικός, έ; Δεν θα μιλήσω, λοιπόν… φαίνεται ότι αυτοί όταν δίκαζαν υπόθεση στην Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ έπαιρναν «επίσημες διευκρινίσεις».

Μη μιλάς για Ευρώπη όταν οι πρακτικές σου παραπέμπουν στη Νότια Βαλκανική του προπερασμένου αιώνα (και πιο παλιά).» [ανάρτηση στο Facebook, 19 Ιουνίου 2013]

Ρέκβιεμ για μια δημόσια υπηρεσία;

Πάμπλο Πικάσο "Στούντιο καλλιτέχνη με μαρμάρινο μπούστο", 1925

Χάρη στην κρατική τηλεόραση είχα κατορθώσει να δω, στην παιδική κι εφηβική μου ηλικία, όλες σχεδόν τις ταινίες που είχαν ως τότε σημαδέψει την ιστορία του κινηματογράφου. Από τον Μουρνάου ως τον Βέντερς κι από τον Αϊζενστάιν ως τον Ταρκόφσκι. Βισκόντι, Φελλίνι, Τρυφώ, Ντράγιερ και Μπέργκμαν. Παρακολούθησα κλασικά θεατρικά έργα και συναυλίες. Τηλεοπτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων, από το Μοναστήρι της Πάρμας του Σταντάλ ως το Μαγικό Βουνό και τον Δρα Φάουστους του Τόμας Μαν. Είδα τις σειρές του BBC, το Εγώ ο Κλαύδιος και τους Πτολεμαίους. Παρακολούθησα τον Βίνσεντ Πράις στα περισσότερα από τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόου. Το Τρίτο Πρόγραμμα του κρατικού ραδιοφώνου μου έδωσε την ευκαιρία να ακούω κλασσική μουσική κάθε μέρα κι όχι μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα. Και στο κρατικό ραδιόφωνο πρωτάκουσα τα περισσότερα ονόματα της μουσικής που επρόκειτο να αγαπήσω.

Η ΕΡΤ ήταν βέβαια κι άλλα πολλά. Ήταν μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας και εξυπηρέτησης ημετέρων. Ήταν ακόμη οι υπεράριθμοι, οι αργόμισθοι. Μάλλον. Αλλά ποιος τολμά να πει την αλήθεια; Ποιος έχει το θάρρος να πει ότι οι μεγάλες σπατάλες της ΕΡΤ οφείλονταν στην προσπάθειά της να μιμηθεί την ιδιωτική τηλεόραση, να αμείβει πέραν πάσης λογικής «αστέρια» της σκουπιδοκουλτούρας ή διαπλεκόμενους καλλιτέχνες (εντός κι εκτός εισαγωγικών), να επιδοτεί γενναιόδωρα ποδοσφαιρικές και καλαθοσφαιρικές εταιρίες;

Σκοπός της κρατικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης δεν μπορεί να είναι το κέρδος. Είναι το να καθιστά προσιτά στο σύνολο του κοινού έργα και δημιουργίες που δεν πρόκειται ποτέ να προβληθούν από ιδιωτικούς φορείς. Να δώσει την ευκαιρία στον καθένα να ξεφύγει από τα υποπροϊόντα μαζικής κατανάλωσης που προσφέρουν οι διάφοροι τομείς της βιομηχανίας του θεάματος.

Η κυβέρνησή μας είναι τελικά ειλικρινής. Καθιστά σαφείς τις προτεραιότητές της: η εξοικονόμηση πόρων αφορά ως τώρα αποκλειστικά τον πολιτισμό και το πνεύμα. Και γιατί όχι άλλωστε; Οι άβουλοι καταναλωτές πολιτιστικών σκουπιδιών είναι τα ιδανικά συστατικά μιας αποχαυνωμένης μάζας.

Πολλά μπορούν να λεχθούν για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση έλαβε και έθεσε σε εφαρμογή την τελευταία απόφασή της. Για την προσφυγή, χωρίς προδήλως να συντρέχουν οι απαιτούμενες από το Σύνταγμα προϋποθέσεις, στην επονείδιστη πρακτική της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, που με τις διάφορες ονομασίες που έφερε κατά το παρελθόν (αναγκαστικός νόμος, αναγκαστικό ή νομοθετικό διάταγμα) έχει συνδεθεί με ανώμαλες πολιτειακά περιόδους της Ιστορίας μας. Για την παντελή έλλειψη ακόμη και της πιο πρόχειρης μελέτης περί εξοικονόμησης πόρων, ενώ επρόκειτο για φορέα που είχε μειώσει δραστικά το προσωπικό και τις μισθολογικές δαπάνες του κι ήταν, έστω και χάρη στο ειδικό τέλος, κερδοφόρος.

Αλήθεια, σε τι τιμή εξακολουθεί το ελληνικό δημόσιο να αγοράζει ορθοπεδικά υλικά, φίλτρα αιμοκάθαρσης και βηματοδότες; Πόσα ξοδεύει για τις αμέτρητες γενικές και ειδικές γραμματείες, περίεργους φορείς κι επιτροπές ή για κατ’ όνομα «τεχνοκράτες», που δεν είναι παρά κομματάρχες υπουργών και πρωθυπουργών;

Ναι, το ξέρω. Θα συσταθεί νέα ΕΡΤ (κάτι σαν τον Νέο Πανιώνιο). Είμαι βέβαιος ότι θα στελεχωθεί βάσει 100% κομματικών και ρουσφετολογικών κριτηρίων κι ότι θα προσφέρει πολιτισμό επιπέδου τηλεοπτικών γλαστρών και φραπελιάς.

Η κυβερνητική απόφαση, όμως, δεν αφορά μόνον τον πολιτισμό. Επιχειρεί να επιβάλει καθεστώς ακραίας πόλωσης, καλώντας τους πολίτες να επιλέξουν στρατόπεδο μεταξύ «πρωτοπορίας» (όπου καταλέγεται μια αρπακτική οικονομική ελίτ που ακολουθεί μεθόδους ρώσου ολιγάρχη συνδυασμένες με αυτές Βαλκάνιου πλιατσικολόγου) και «οπισθοδρομικών» δυνάμεων, προσκολλημένων σε «ξεπερασμένες και επιζήμιες» αξίες, όπως είναι ο σεβασμός στο δημοκρατικό πολίτευμα και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Ευτυχώς, η επιτυχία του εγχειρήματος αυτού κάθε άλλο παρά βέβαιη είναι. Τόσο η πρωτοφανής ευαισθητοποίηση του κοινού αμέσως μετά την αυθαίρετη απόφαση όσο και οι αντιδράσεις συμπαράστασης σε ολόκληρη την Ευρώπη αποτελούν βάσιμους λόγους αισιοδοξίας. Ακόμα και στους δύσκολους καιρούς μας, η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερη αξία.

[ξεκίνησε σαν σχόλιο στο Facebook, στις 11 Ιουνίου 2013, δηλαδή το βράδυ που έκλεισε η ΕΡΤ. Γράφτηκε στην παρούσα μορφή για τα Ενθέματα και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 17ης Ιουνίου 2013]

Λίγο πιο πέρα απ’ την αρένα των εικονικών μονομαχιών

Τα όσα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία δεν χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από κάποια μοναδικότητα. Ανάλογα φαινόμενα συναντούμε στις περισσότερες δυτικές χώρες. Κάποιοι, ωστόσο, έχουν βαλθεί να αποδείξουν ότι η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη, τουλάχιστον εν μέρει. Γιατί τελικά υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα κι έγκειται στον στρεβλό τρόπο με τον οποίο πολλοί αντιλαμβάνονται και σχολιάζουν την επικαιρότητα.

Αναφέρομαι (κι ας μην ήθελα καθόλου να σχολιάσω το θέμα αυτό) στη γνωστή υπόθεση της διπλής μαστεκτομής στην οποία υποβλήθηκε για προληπτικούς λόγους η Αντζελίνα Τζολί και, κυρίως, σε όσα γράφτηκαν σχετικά στη χώρα μας. Πώς είναι δυνατόν αυτό το θέμα να αντιμετωπισθεί ως ευκαιρία πολιτικής αντιπαράθεσης και ξεκαθαρίσματος προσωπικών λογαριασμών μεταξύ γραφιάδων και πιστών τους; Πώς καταφέραμε να το κάνουμε ζήτημα σύγκρουσης «μνημονιακών» κι «αντιμνημονιακών» ή αυτοπροσδιοριζόμενων ως «υπεύθυνων» πανέτοιμων να στηλιτεύσουν με βαρύ οπλισμό την «ανευθυνότητα» όσων έκαναν το λάθος να διατυπώσουν γνώμη διαφορετική από τη δική τους; Θα τρελαθούμε εντελώς, καθώς φαίνεται, ή μάλλον έχουμε ήδη τρελαθεί.

Η ηθοποιός άσκησε την ελευθερία της να διαθέτει το σώμα της όπως αυτή κρίνει. Πήρε μια απόφαση δύσκολη (να υποβληθεί σε μια σειρά επώδυνων ιατρικών πράξεων), κρίνοντας ότι ήταν η καλύτερη για την υγεία της. Της πρέπει σεβασμός. Ουδείς έχει δικαίωμα να της υποδείξει τι θα έπρεπε να κάνει. Και, ναι, η πρόσβαση στις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης και, ακόμη περισσότερο, σε υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με τα πλέον πρόσφατα επιτεύγματα της έρευνας είναι εν πολλοίς και ταξική υπόθεση. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ αυτές. Όμως, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να αναδειχθεί αυτός ο ταξικός χαρακτήρας. Δεν μου φαίνεται πρέπον τώρα, ειδικά με αυτόν τον τρόπο, πώς να το κάνουμε… Από την άλλη, οι διθύραμβοι περί «ηρωίδας» είναι υπερβολικοί. Μια προσωπική απόφαση επί ζητήματος υγείας, η οποία λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον του ατόμου και της οικογένειάς του, δεν αποτελεί «ηρωισμό», τουλάχιστον όχι όπως τον αντιλαμβάνονται ορισμένοι. Με άλλα λόγια, πάλι χάσαμε την ουσία της υπόθεσης.

Η ιστορία αυτή φέρνει στην επιφάνεια δύο ζητήματα.

Το πρώτο αφορά την δέουσα ιατρικώς αντιμετώπιση της γενετικής προδιάθεσης για σοβαρά νοσήματα. Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει; Πόσο μπορεί να προβληθεί μια μέθοδος αντιμετώπισης ως η βέλτιστη εν γένει, όταν η κάθε περίπτωση έχει τη μοναδικότητά της και οι όποιες κατηγοριοποιήσεις είναι εξαιρετικά περίπλοκες για να αποτελέσουν θέμα συζήτησης σε κοινωνία και ΜΜΕ; Το βέβαιο είναι ότι η απόφαση της Αμερικανίδας ηθοποιού καταδεικνύει μια σοβαρή διαφοροποίηση σε επιστημονικό και κοινωνικό επίπεδο μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Στις ΗΠΑ ιατρική και κοινωνία φαίνεται να προτιμούν τις πιο επιθετικές λύσεις, ακόμη κι αν δεν έχει αποδειχθεί η ορθότητά τους. Θυμάμαι πρόσφατη απόφαση ατόμου το οποίο, μαθαίνοντας ότι έχει αυξημένη προδιάθεση να αναπτύξει καρκίνο στο πάγκρεας, προτίμησε να το αφαιρέσει, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του ως διαβητικό. Αντιθέτως, η ιατρική κοινότητα στην Ευρώπη είναι εξαιρετικά επιφυλακτική σε σχέση με τις επιθετικές αμερικανικές λύσεις.

«Πρόκειται για χαρακτηριστικά αμερικανική αντίδραση την οποία θεωρώ υπερβολική. Στην Ευρώπη δεν υιοθετούμε την ίδια ακριβώς προσέγγιση. Πρόκειται για ακραία περίπτωση άσκησης προληπτικής ιατρικής που δεν τελεί σε σχέση αναλογικότητας με τον κίνδυνο εμφάνισης του νοσήματος» (Μαρί-Πωλ Προστ-Χάινις, διευθύντρια του Αντικαρκινικού Ιδρύματος Λουξεμβούργου και προφανώς όχι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΜΕ).

Διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά και σίγουρα δεν έχουν σχέση ούτε με ηρωίδες ούτε με εκπροσώπους της ανάλγητης πλουτοκρατίας. Η εύλογη απορία είναι η εξής: είναι σωστό μια διασημότητα να προβάλλει ως ενδεδειγμένη μια ιατρική πράξη αμφισβητούμενης επιστημονικά σκοπιμότητας;

Το δεύτερο ζήτημα είναι ταυτόχρονα νομικό και κοινωνικό. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ εκκρεμεί διαφορά σχετική με τη δυνατότητα εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ιατρικής έρευνας να κατοχυρώνουν ανθρώπινο γενετικό υλικό και τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας (υπόθεση AssociationforMolecularPathology κατά MyriadGenetics)! Είναι σαφές ότι το ενδεχόμενο νομικής προστασίας και παροχής δικαιωμάτων που απορρέουν από διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα καταστήσει τα τεστ γενετικής προδιάθεσης τόσο ακριβά που η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν θα έχει καμιά ελπίδα πρόσβασης σ’ αυτά. Να ποια είναι τα πραγματικά σημαντικά ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν με τον πιο καθοριστικό τρόπο τη ζωή πολλών ανθρώπων. Κι οι απαντήσεις στα διλήμματα (προστασία νόμιμων και θεμιτών εμπορικών δικαιωμάτων ή προστασία της υγείας και με ποιους όρους) δεν είναι καθόλου απλές. Πώς θα σταθμισθούν δύο έννομα αγαθά με τον πιο δίκαιο τρόπο στο πλαίσιο κοινωνιών με συγκεκριμένες δομές και αντιλήψεις;

Αυτός είναι ο προβληματισμός που η υπόθεση της Αντζελίνας Τζολί θα μπορούσε να αναδείξει και στη χώρα μας. Αντ’ αυτού προτιμήσαμε, ως συνήθως, να επιδοθούμε σε ανταλλαγές υποτιμητικών χαρακτηρισμών, αφορισμούς και δηλώσεις με στόχο τον εντυπωσιασμό. Ας περιοριστούμε λοιπόν στον χαβαλέ του ποιος τα λέει καλύτερα και πιο υπεύθυνα κι ας απολαύσουμε λογοτέχνες, δημοσιογράφους κι άλλους πολλούς στις εικονικές αρένες των μονομαχιών τους (που όλο και περισσότερο θυμίζουν τους θρυλικούς σικέ αγώνες κατς που διεξάγονταν παλαιότερα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας).

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 17 Μαΐου 2013]

Κόστος και προτεραιότητες

Μας έλεγαν και συνεχίζουν να μας λένε ότι «ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας«. Μάλιστα! Για αυτό, φαίνεται, η Ιταλία, που δεν έχει καθόλου μνημεία, ανέπτυξε βιομηχανία. 😉 [η άλλη ανάγνωση είναι ότι σε μια χώρα που δεν παράγει ούτε συνδετήρες από κάπου έπρεπε να πιαστούμε]. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ο αφελής, ποια θα ήταν τα αποτελέσματα για τον ελληνικό τουρισμό:

αν η Ελλάδα ακολουθούσε με συνέπεια κι επιμονή μια πολιτική προχωρημένης οικολογικής ευαισθησίας σε θέματα προστασίας περιβάλλοντος και «πουλούσε» την εικόνα αυτή στο εξωτερικό (δεν βλέπω πού θα ήταν το κακό).

– αν αποφάσιζε επιτέλους να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στα αρχαιολογικά και λοιπά ιστορικά μνημεία της. Αν ας πούμε η Θεσσαλoνίκη αναδείκνυε τα ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία της, αντί να τα έχει αφήσει θαμμένα ανάμεσα σε αισθητικά πανάθλιες πολυκατοικίες των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Ή αν, τώρα, έδινε στους επισκέπτες της την ευκαιρία να περπατήσουν σε έναν αληθινό δρόμο της Ύστερης Αρχαιότητας.

Ναι ξέρω, οι συνέπειες θα ήταν οικονομικά ολέθριες…

Όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων και προοπτικής. Έτσι αποτιμάται και το όποιο κόστος. Αλλά στη χώρα της αντιπαροχής και της αρπαχτής για μνημεία θα μιλάμε τώρα;

Ερμηνείες α λα ελληνικά;

Σαν Τζιμινιάνο, Τοσκάνη

Εάν υπάρχει ένας τρόπος ερμηνείας του αποτελέσματος των πρόσφατων ιταλικών εκλογών που να είναι μετά βεβαιότητος πεπλανημένος, αυτός είναι ο «ελληνικός«. Αναφέρομαι στην τάση πολλών να ερμηνεύουν τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα λες κι η Ιταλία είναι ίδια ακριβώς με την Ελλάδα, οι αντίστοιχες κοινωνίες δεν έχουν καθόλου διαφορές, οι καθοριστικές παραδόσεις, το παρελθόν και η νοοτροπία είναι πράγματα πανομοιότυπα και, φυσικά, οι συσχετισμοί εξουσίας ίδιοι. Όχι λίγοι προχωρούν ακόμη παραπέρα και ταυτίζουν τους Ιταλούς πολιτικούς με τους Έλληνες ομολόγους τους. Η διαδικασία είναι απλούστατη: αντικαθιστούμε το όνομα του Ιταλού πολιτικού με αυτό του Έλληνα που εμείς  θεωρούμε ότι του ταιριάζει κι έχουμε έτοιμη την ανάλυση, αυτήν δηλαδή που κάναμε για την Ελλάδα σε περιστάσεις που εμείς κρίνουμε παρεμφερείς (για να μην πω όμοιες). Με τη λογική αυτή, ο Μόντι γίνεται Παπαδήμος κι ο Γκρίλλο μεταμφιέζεται σε Καμμένο, άμα δεν του επιφυλάξουμε τον ρόλο του Τσίπρα για να αναδείξουμε τον Καβαλιέρε σαν… νέο Καμμένο! Φαντάζομαι ότι το βλέπετε και μόνοι σας, η ανάλυση αυτή, που τόσο πολύ έπαιξε σε ΜΜΕ και Διαδίκτυο (προβαλλόμενη μάλιστα από ανθρώπους σοβαρούς) είναι για τα σκουπίδια, ή έστω για την επιθεώρηση (επιπέδου Σεφερλή και κάτω). Ας της κάνουμε, έστω, τη χάρη να την αντιμετωπίσουμε κάπως σοβαρά. Αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι το σφάλμα που ενέχει είναι διττό. Αφενός, προβάλλει κρίσεις για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα που είναι αυθαίρετες, μια κι ο καθένας βγάζει λάδι τις συμπάθειές του και καταδικάζει αυτούς που αντιπαθεί. Αφετέρου, προβάλλει τις ελληνικές αντιλήψεις σε ένα άλλο περιβάλλον. Κι όσο κι αν η Ιταλία είναι μεσογειακή χώρα, όπως η Ελλάδα, όσο κι αν η συγκυρία της κρίσης αφορά και τις δύο χώρες, οι όποιες προσπάθειες ταύτισής τους είναι εντελώς άστοχες.

Καταρχάς και σε επίπεδο εντελώς επιφανειακό, η ταύτιση των βασικών πολιτικών πρωταγωνιστών δεν περπατά. Ο Μπέππε Γκρίλλο (που είναι απείρως καλύτερος κωμικός από τον οποιονδήποτε Λαζόπουλο) απορρίπτει συλλήβδην το ιταλικό πολιτικό σύστημα ως διεφθαρμένο, αλλά νομιμοποιείται να το κάνει διότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος του (ενώ ο κάθε Καμμένος είναι παιδί του κομματικού σωλήνα που υπηρέτησε κόμμα εξουσίας σε ολόκληρη την πολιτική σταδιοδρομία του), και είναι σαφέστατα ευρωσκεπτικιστής (οπότε δεν μπορεί να είναι… «Τσίπρας»). Ο Μπερλουσκόνι είναι μεν καραγκιόζης, αλλά αυθεντικά και χαρισματικά (όπως δεν υπήρξε κανένας Έλληνας πολιτικός εξουσίας), πράγμα όπως και να το κάνουμε δύσκολο. Και βεβαίως είναι αυτόφωτα επιτυχημένος, δεν ήταν ανεπάγγελτος (όπως ο μέσος Έλληνας πολιτικός πρώτης γραμμής) ούτε γιος κάποιου. Και μιλάμε για πραγματική επιτυχία. Χυδαίος και ανήθικος, βεβαίως, αλλά επιτυχημένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης ποδοσφαιρικής ομάδας και πολιτικός: έχει να επιδείξει την πλέον μακρόχρονη πρωθυπουργική θητεία στην μεταπολεμική Ιταλία (σχεδόν 4 χρόνια) και, όταν ολόκληρη η Ιταλία συνασπίσθηκε εναντίον του, χρειάστηκε να καταμετρούν τις ψήφους για τρεις μήνες μέχρι να διαπιστωθεί ότι τελικά είχε χάσει για λίγο την επανεκλογή του. Κι όλα αυτά για να επιστρέψει δριμύτερος δυο χρόνια μετά. Δεν είναι σήμερα που καταλαβαίνουμε ότι πολιτικά είναι εφτάψυχος. Την ίδια ώρα, ο βασικός υποψήφιος για τον ρόλο του «Έλληνα Μπερλουσκόνι» έχει προλάβει να ρίξει στον γκρεμό έναν όμιλο επιχειρήσεων, έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο και μια ολόκληρη χώρα (μικρή έστω), οπότε έχει καεί πριν καν βγει στο πολιτικό σκηνικό. Κατά τα λοιπά, ό,τι και να κάνουμε, ο Μπερσάνι… ΠΑΣΟΚ δεν είναι με τίποτε. Κι όσο για τον «άνθρωπο των τραπεζών» Μόντι, εγώ θυμάμαι ότι στη Σύνοδο του Ιουνίου είχε το θάρρος να προβάλει διεκδικήσεις για μια πιο εύλογη και δίκαιη αντιμετώπιση της κρίσης. Πράγμα που κανένας Έλληνας πολιτικός δεν έκανε ποτέ, μια και οι δύο βασικοί ρόλοι του σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν είτε να κάθεται σε μια γωνιά περιμένοντας τους άλλους ν’ αποφασίσουν για τη χώρα του είτε ξεκινούσε το λογύδριο του βλαχοδήμαρχου, κάνοντας τους ομότιμούς του να αναρωτιούνται από που ξεφύτρωσε αυτό το φρούτο.

Έπειτα, ας μη γελιόμαστε. Ως μέγεθος η Ιταλία δεν συγκρίνεται με την αγαπημένη μας πατρίδα. Μιλάμε για χώρα που παράγει τα πάντα, από αυτοκίνητα και ελικόπτερα μέχρι «λαϊκή» και «υψηλή» κουλτούρα, στυλ και μόδα. Εμείς τι πουλάμε εκτός από «υπηρεσίες», κατά προτίμηση του αέρα; Η Ιταλία μπορεί να υψώσει τη φωνή της και να διεκδικήσει, χωρίς καμία υποχρέωση να παίξει τον ρόλο του «καλού» (ή του «κακού») παιδιού, γιατί ξέρει ότι δεν γίνεται να θυσιαστεί προς παραδειγματισμό των άλλων (όπως η Ελλάδα), γιατί ξέρει ότι θα επιζήσει ό,τι κι αν συμβεί, εντός ή εκτός ευρώ (για να μην πούμε ότι εκτός ευρώ μάλλον θα τα καταφέρει μια χαρά, οπότε, από μιαν άποψη, χάρη κάνει και μένει στην Ευρωζώνη).

Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζεται η εντελώς ιδιαίτερη πολιτική Ιστορία της μεταπολεμικής Ιταλίας. Την ώρα που στην Ελλάδα το σύστημα λειτούργησε με την εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων (ενός δεξιού κι ενός κεντρώου), που έχτιζαν την επιρροή τους σε τοπικό επίπεδο βασιζόμενα στις δομές και τις πελατειακές σχέσεις του βαλκανικού κοτζαμπασισμού, η Ιταλία ζούσε σε μια πολυκομματική αστάθεια που δεν επηρέαζε τις δραστηριότητες της χώρας. Οι κυβερνήσεις συνασπισμού με προσδόκιμο ζωής το τρίμηνο ήταν μάλλον ο κανόνας: είχε βρεθεί το αναγκαίο μόντους βιβέντι ώστε η δημόσια διοίκηση, η οικονομία και η κοινωνία να λειτουργούν με τη λιγότερη δυνατή εξάρτηση από τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας. Κι η λαϊκή δυσαρέσκεια μπορούσε να εκδηλώνεται με την ψήφο στο ιταλικό ΚΚ, ανανεωτικό, ανοιχτό και δίχως εξαρτήσεις από τον «υπαρκτό». Οι επιδέξιοι χειρισμοί των αστικών κομμάτων κι οι συγκυρίες (στις οποίες θα πρέπει να συνυπολογίσουμε παράγοντες τόσο ετερόκλητους όσο η αντίθεση της Καθολικής Εκκλησίας και της υπερδύναμης από τη μια μεριά και η τρομοκρατία από την άλλη) το κράτησαν εκτός εξουσίας. Και κάποτε ήρθε η ώρα της κάθαρσης του διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου με την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» και τον δικαστή Ντι Πιέτρο. Μόνο που αντί για την ηθική και τη διαφάνεια, στρώθηκε ο δρόμος για τον Σίλβιο. Τη συνέχεια τη θυμόμαστε…

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ουσιαστικότερη ίσως διαφορά. Την πολιτιστική κληρονομιά της γείτονος. Εδώ, πρέπει μάλλον να δώσουμε τον λόγο στον φίλο Έρμιππο:

» Όποιοι θέλουν να κάνουν συγκρίσεις με την Ιταλία και να μιλήσουν για την εκεί κατάσταση και ιδίως για τον λαό της ας μην βιαστούν να βουτήξουν κατευθείαν στα βαθιά πολιτικά και στα λεπτομερή οικονομικά.
Ας δούνε πρώτα το Μιλάνο δίπλα στην Αθήνα, την Μπολόνια δίπλα στην Θεσσαλονίκη, την Ραβέννα δίπλα στα Γρεβενά, το Ούρμπινο δίπλα στην Λαμία, την Ασσίζη δίπλα στα Γιαννιτσά, την Κουρμαγιέρ με την Βασιλίτσα και , και, και.
Μόλις τελειώσουν την περιήγηση ας επανέλθουν στα πιο πεζά, αν τους μείνει κουράγιο. Βέβαια αν δεν καταλάβουν θα τους μείνει και πολύ μάλιστα. Και οι περισσότεροι δεν θα καταλάβουν.
Να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω πόλεις των γειτόνων μας δεν είναι έτσι όπως είναι, κάτι σαν στολίδια της οικουμένης δηλαδή, επειδή υπήρξαν τυχαία στην χώρα αυτή κάποιοι ουρανοκατέβατοι νόμοι, αλλά επειδή οι ίδιοι οι Ιταλοί έτσι το θέλησαν. Όπως αντίστοιχα έτσι το θελήσαμε και μεις για τις δικές μας πόλεις και τα χωριά«.

Και καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά δεν υπάρχει ένα μήνυμα από τις ιταλικές εκλογές; Πώς, υπάρχει… Μόνο που δεν είναι πρωτότυπο ή απροσδόκητο. Είναι αυτό που ήδη γνωρίζαμε: υπάρχει ουσιώδης διάσταση απόψεων μεταξύ πολιτικών και οικονομικών ελίτ, αφενός, και λαού, αφετέρου. Ζητείται επειγόντως δικαιότερο σημείο κοινωνικής ισορροπίας. Κι όσο συνεχίζεται η πορεία προς τη μία κατεύθυνση, τόσο η ρήξη θα φαντάζει πιο πιθανή, αν δεν γίνουν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί. Μόνο που η ρήξη, όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ανατροπή. Για να είμαστε ειλικρινείς, σημαίνει συνήθως εδραίωση του ισχυρού και των πλέον ακραίων επιθυμιών του. Κάποιες φορές, όμως, το φύλλο αλλάζει… Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρουμε πού κατευθυνόμαστε. Οι ιταλικές εκλογές της Κυριακής και της Δευτέρας ήταν απλώς ένα επεισόδιο (που τελικά μπορεί να αποδειχθεί κι ασήμαντο). Τα αποτελέσματά τους λογικά. Η δυσαρέσκεια των εξουσιαζόμενων με τέτοιους τρόπους συνήθως εκδηλώνεται: είτε διαλέγοντας έναν «ειλικρινή» εξουσιαστή που προβάλλει το προσωπείο του φιλολαϊκού είτε ένα κομμάτι τρελό «παιδί του λαού», χωρίς απαραίτητα συγκροτημένη άποψη για το τι πρέπει και μπορεί να γίνει, αλλά με λογικοφανείς εξηγήσεις για τα δεινά της εποχής.

Και για την Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα απ’ όλη αυτήν την ιστορία; Υπάρχει ή μάλλον υπάρχουν. Το πρώτο είναι ότι ακόμη και σ’ αυτό το χάος οι Ιταλοί πολιτικοί αποδεικνύονται είτε πιο επιδέξιοι κι «αυθεντικοί» από τους Έλληνες είτε πιο σοβαροί, είτε (συνήθως) και τα δύο μαζί. Και το δεύτερο δεν είναι άλλο από το ότι καλά κάνουμε και ασχολούμαστε με τις εξελίξεις στην Ιταλία. Αν αναζητούμε πρότυπα και παραδείγματα για να βελτιώσουμε τη χώρα μας πρέπει καταρχήν να ψάξουμε σε αυτό που είναι πιο κοντά σε μας από άποψη νοοτροπίας και κοινωνικών δομών. Μέχρι την Ιταλία και τη Γαλλία, χοντρικά. Για να πετύχει η μεταμόσχευση πρέπει να υπάρχει συμβατότητα μεταξύ δότη και λήπτη. Γιατί, όταν ακούτε κάποιον να σας εξηγεί για τα προτερήματα του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος ή σας υπόσχεται να σας κάνει «Δανία του Νότου», να ξέρετε ότι παίζουν και δύο επικίνδυνα ενδεχόμενα. Είτε να είναι βαθιά νυχτωμένος είτε να σας παραμυθιάζει απλώς, διότι στην πραγματικότητα δεν θέλει να αλλάξει απολύτως τίποτε.

Λογοκρισία και κράτος δικαίου

Πολλές και δικαιολογημένες οι διαμαρτυρίες για το νέο απαράδεκτο κρούσμα λογοκρισίας της κρατικής τηλεόρασης. Θα επισημάνω, όμως, με λύπη, ότι είναι αδύνατο να έχει κανείς και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Όταν οι σχέσεις εξουσιαζόντων και εξουσιαζομένων επανακαθορίζονται με βάση πρότυπα του 18ου και του 19ου αιώνα, τότε μοιραία και η ηθική θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Είναι αδύνατο να έχεις ανασφάλιστους εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα και ταυτόχρονα να ευελπιστείς στη διατήρηση (έστω) του κεκτημένου της ΕΣΔΑ ή να οραματίζεσαι «ανοιχτές κοινωνίες» κατά τα λοιπά. Το κράτος δικαίου και πρόνοιας της μεταπολεμικής Ευρώπης αποτελεί (αποτελούσε;) εναίο σύστημα, όλα τα στοιχεία του οποίου είναι μεταξύ τους αναπόσπαστα συνδεδεμένα.

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 16 Οκτωβρίου 2012]

Τριπλούν

Για να τελειώνουμε με τη θλιβερή ιστορία της πρωταθλήτριας του τριπλούν, που κάποιοι φρόντισαν να μας επιβάλουν ως ζήτημα «εθνικής σημασίας».

1. Η παράβαση των κανονισμών της διοργάνωσης στην οποία επρόκειτο να συμμετάσχει η αθλήτρια είναι πρόδηλη. Το μόνο ζήτημα που εγείρεται είναι ενδεχομένως η αναλογικότητα του αποκλεισμού ως ποινής σε σχέση με το παράπτωμά της.

2. Το ηθικό της παράπτωμα είναι πολύ πιο σοβαρό από την οποιαδήποτε παράβαση κανονισμών για όλους αυτούς που πιστεύουν στην αξιοπρέπεια ΟΛΩΝ των ανθρώπων, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, ιθαγένειας ή καταγωγής.

3. Το ιδανικό κατά την ταπεινή μου γνώμη θα ήταν το εξής: η αθλήτρια να κληθεί σε απολογία και εφόσον ζητήσει συγγνώμη με τον πλέον επίσημο τρόπο α. να της επιτραπεί η συμμετοχή στους ΟΑ (έ, να μην κλαίνε κι οι διάφοροι υπερασπιστές) και β. να υποχρεωθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένες ώρες να παρέχει κοινωνική εργασία βοηθώντας δομές που στοχεύουν στην κοινωνική ένταξη μεταναστών. Μια χαρά θα ήταν αν π.χ. προπονούσε και δίδασκε τα βασικά του στίβου και του αθλήματός της ειδικά σε παιδιά μεταναστών. Ίσως κι η ίδια να είχε την ευκαιρία να αναθεωρήσει τις ρατσιστικές ιδέες της, ενώ και κανένας άλλος δεν θα έχανε.

Κατά τα λοιπά, εξακολουθεί να με εντυπωσιάζει το πόσοι συμπολίτες μας αρνούνται να αντιμετωπίσουν τους επαγγελματίες αθλητές ως αυτό που είναι (δηλ. επαγγελματίες), προτιμώντας να τους θεωρούν κάτι σαν σημαιοφόρους του ελληνισμού. Αρκετούς ντοπαρισμένους δεν κάναμε ήδη αξιωματικούς των ΕΔ ή δώσαμε το όνομά τους σε στάδια και πλοία;

[Δημοσιεύθηκε στο Facebook, στις 26 Ιουλίου 2012]