Campo de’ Fiori

Το άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο στο Κάμπο ντε’ Φιόρι (πηγή: Wikipedia, χρήστης: RuprechtN)

 

«Στη Ρώμη, στο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,                       

πλακόστρωτο με κρασί ραντισμένο

και πέταλα πατημένα λουλουδιών.

Ρόδινα θαλασσινά στους πάγκους

πλανόδιοι έμποροι ακουμπούν.

Βαριά τσαμπιά σκουρόχρωμο σταφύλι

πέφτουν στων ροδάκινων το χνούδι.

 

Σ’ αυτήν εδώ, την ίδια την πλατεία

έκαψαν τον Τζορντάνο Μπρούνο,

εδώ ο δήμιος άναψε τη φωτιά

από όχλο περίεργο περιτριγυρισμένος.

Και μόλις η φλόγα είχε σβήσει,

γεμίσαν πάλι οι ταβέρνες,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές,

στο κεφάλι οι πλανόδιοι κουβαλούσαν.

 

Θυμήθηκα το Κάμπο ντε’ Φιόρι,

στη Βαρσοβία, κοντά στο καρουζέλ,

ένα ηλιόλουστο της άνοιξης δείλι,

υπό τους ήχους εύθυμης μουσικής.

Οι πυροβολισμοί πίσω απ’ του γκέτο τα τείχη

χάνονταν μέσα στην εύθυμη μουσική,

και ανεβαίναν τα ζευγάρια

ψηλά στον γαλάζιο ουρανό.

Βαρσοβία, άνοιξη 1943: Γερμανοί στρατιώτες, πιθανώς άνδρες των Βάφφεν Ες Ες, οδηγούν Εβραίους εκτός του Γκέτο σε ευχερώς εννοούμενο προορισμό.

Κάποιες φορές ο άνεμος

απ’ τα πυρπολημένα σπίτια,

μαύρα έφερνε αποκαΐδια,

που τα έπιαναν οι άνθρωποι στον αέρα,

πηγαίνοντας στο καρουζέλ.

Των κοριτσιών σήκωνε τις φούστες

ο άνεμος αυτός, απ’ τα πυρπολημένα σπίτια.

Γελούσανε τα πλήθη ευτυχισμένα,

τούτη την όμορφη Κυριακή στη Βαρσοβία.

 

Κάποιος το δίδαγμα το ηθικό μπορεί να βρήκε,

πως οι άνθρωποι, στη Βαρσοβία ή στη Ρώμη,

κλείνουν δουλειές, παίζουν, αγαπούν,

περνώντας δίπλα απ’ των μαρτύρων τις πυρές.

Κάποιος άλλος για δίδαγμα βρήκε

την απώλεια της ανθρωπιάς,

τη λησμονιά που τη φλόγα την καλύπτει

πριν καν αυτή να σβήσει.

 

Μα εγώ σκεφτόμουν

αυτών που χάνονται τη μοναξιά,

σκεφτόμουνα πως ο Τζορντάνο,

καθώς ανέβαινε τα σκαλιά προς την πυρά,

σε γλώσσα ανθρώπινη

ούτε μια λέξη δεν βρήκε,

την ανθρωπότητα να αποχαιρετήσει,

τούτη την ανθρωπότητα που τον δρόμο της τραβά.

 

Κρασί ήδη τρέχουνε να βάλουν,

αστερίες να πουλήσουν,

καλάθια με λεμόνια κι ελιές

χαρούμενοι οι πλανόδιοι θα κουβαλήσουν.

Κι αυτός είχε ήδη φύγει μακριά,

λες και αιώνες είχανε περάσει,

μα εκείνοι λίγο μονάχα περιμέναν,

μετά την αναχώρησή του στην πυρά.

 

Και γι’ αυτούς που χάνονται μονάχοι,

λησμονημένοι ήδη απ’ τον κόσμο,

ξένη γι’ αυτούς η γλώσσα μας έχει γίνει,

σαν γλώσσα πανάρχαιου πλανήτη.

Μέχρι που όλα θρύλος θα είναι πια,

κι έπειτα από πολλά χρόνια,

στο νέο Κάμπο ντε’ Φιόρι,

σπίθα εξέγερσης θ’ ανάψουν του ποιητή τα λόγια.

 

Βαρσοβία – Πάσχα 1943».

Στο ποίημά του «Κάμπο ντε’ Φιόρι», ο Τσέσουαφ Μίουος συσχετίζει δύο δραματικά γεγονότα: την εκτέλεση, στην ομώνυμη πλατεία της Ρώμης, του Ιταλού φιλοσόφου Τζορντάνο Μπρούνο, ο οποίος κάηκε ζωντανός από την Ιερά Εξέταση λόγω των ιδεών του που χαρακτηρίσθηκαν ως αιρετικές (17 Φεβρουαρίου 1600), και την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας την άνοιξη του 1943. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ποιητής εξεικονίζει την αδιαφορία των πολλών, των ανθρώπων για τους οποίους η ζωή συνεχίζεται παρά τις τραγωδίες που εκτυλίσσονται ακριβώς δίπλα τους.

Τσέσουαφ Μίουος

* Εκ παραδρομής ο Μίουος τιτλοφόρησε το ποίημα του «Campo di Fiori», μολονότι η ακριβής ονομασία της πλατείας στα ιταλικά είναι «Campo de’ Fiori».

** Επιπλέον, άθελά του ο ποιητής υποπίπτει σε έναν αναχρονισμό. Η λαϊκή αγορά τροφίμων στο Κάμπο ντε’ Φιόρι ανάγεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν η πλατεία μεγάλωσε ύστερα από την κατεδάφιση κάποιων κτιρίων. Την εποχή της εκτέλεσης του Μπρούνο οι ταβέρνες υπήρχαν ήδη, όχι όμως η λαϊκή αγορά. Αντιθέτως, το Κάμπο ντε’ Φιόρι ήταν φημισμένο ως χώρος παζαριού αλόγων.

*** Καθόσον γνωρίζω, το ποίημα δεν περιλαμβάνεται σε κάποια από τις συλλογές ποιημάτων του Μίουος που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (Τσέσλαφ ΜΙΛΟΣ «Ποιήματα», μετάφραση Αντ. Μακρυδημήτρης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005 και «Έσχατα Ποιήματα», μετάφραση P. Krupka και Γ. Πετρόπουλος, εκδ. Momentum, 2013).

Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόχειρη και άτεχνη μετάφραση είναι δική μου. Προφανώς αναμετρήθηκα με κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις και τις ικανότητές μου. Όχι μόνο λόγω της δυσκολίας της ποίησης του Μίουος και των ανεπαρκών γνώσεών μου πολωνικής, αλλά κυρίως λόγω της πρόδηλης αδυναμίας μου να γράψω έστω και το παραμικρό σε ποιητικό λόγο.

Η επιθυμία, όμως, να αποτυπώσω το ποίημα στην ελληνική γλώσσα αποδείχθηκε ακατανίκητη.

Ας με συγχωρήσουν όσοι κάνουν τον κόπο να το διαβάσουν.

Ρογήρος (και κατά κόσμον Π. Δ. Π.)

Ο «άγιος» Γκινφόρ (παράξενες δοξασίες του Μεσαίωνα… κι όχι μόνο)

Από το Livre de Chasse (1387-1389), του Γκαστόν Φεμπύς, κόμητος της Φουά

Από το Livre de Chasse (1387-1389), του Γκαστόν Φεμπύς, κόμητος της Φουά

Όπως μας λέει ο θρύλος, ο Γκινφόρ ήταν το λαγωνικό ενός καστελλάνου της περιοχής των Ντομπ, όχι πολύ μακριά από τη Λυών (πιθανώς του καστελλάνου του Βιγιάρ-λε-Ντομπ). Μια μέρα, ο καστελλάνος φεύγει από τον πύργο του, αφήνοντας το μωρό του μαζί με τον Γκινφόρ. Επιστρέφοντας το απόγευμα βλέπει έντρομος την κούνια του μωρού άδεια κι αναποδογυρισμένη και τον σκύλο μέσα στα αίματα. Πιστεύοντας ότι ο σκύλος κατασπάραξε το βρέφος, βγάζει το ξίφος του και σκοτώνει τον δύστυχο Γκινφόρ στη στιγμή. Τότε ακούει το κλάμα του μωρού του, ανακαλύπτει δίπλα ένα νεκρό φίδι και συνειδητοποιεί ότι το σκυλί όχι μόνο δεν είχε επιχειρήσει να κάνει κακό στο μωράκι, αλλά το προστάτεψε από θανάσιμο κίνδυνο. Συντετριμμένος, ο καστελλάνος αντιλαμβάνεται το μέγεθος του σφάλματός του. Παίρνει το άψυχο σώμα του ηρωϊκού Γκινφόρ και το θάβει στο κοντινό δάσος. Έπειτα φυτεύει ένα δεντράκι πάνω απ’ το σημείο του τάφου, ώστε όλοι να θυμούνται πού ακριβώς αναπαύεται το γενναίο σκυλί. Η φήμη του Γκινφόρ εξαπλώνεται και γεννιέται ένας πραγματικός θρύλος. Οι χωρικοί των γύρω περιοχών πιστεύουν ότι έχει θαυματουργές ιδιότητες: το νεκρό σκυλί μετατρέπεται σε άγιο προστάτη των άρρωστων κι ανάπηρων βρεφών.

Ο Στέφανος του Μπουρμπών γεννήθηκε μεταξύ του 1180 και του 1190 στην Μπελλβίλ, πάντα στην περιοχή της Λυών. Το 1217, στο Παρίσι, εισέρχεται στο τάγμα των Δομινικανών. Το 1223 ονομάζεται γενικός ιεροκήρυκας κι αρχίζει να διατρέχει ολόκληρη την ανατολική Γαλλία, από τη Λυών ως τη Λωρραίνη, κι από τη Βουργουνδία μέχρι το Ρουσσιγιόν, κηρύττοντας τον Λόγο του Θεού κι αναζητώντας αιρέσεις και παρεκκλίνουσες δοξασίες. Μεταξύ άλλων, ο Στέφανος γίνεται ένας από τους πρώτους ιεροεξεταστές, σχεδόν αμέσως μετά τη συγκρότηση του σώματος (1231). Προς το τέλος της σταδιοδρομίας του, συγγράφει μια εκτεταμένη συλλογή από παραβολές και άλλες ιστορίες ηθικοπλαστικού περιεχομένου, χρήσιμες για το κήρυγμα ενός ιερωμένου. Πρόκειται για το «Tractatus de diversis materiis predicabilibus» (περ. 1250). Στο βιβλίο του, περιγράφει και την παράδοξη (και εντελώς αιρετική για εκείνον) λατρεία του «αγίου» Γκινφόρ.

Δάσος του Saint-Guignefort στη Ντομπ (φωτογραφία του χρήστη της Wikipédia Cú Faoil)

Δάσος του Saint-Guignefort στη Ντομπ (φωτογραφία του χρήστη της Wikipédia Cú Faoil)

«Πολλές γυναίκες που είχαν άρρωστα ή ανάπηρα παιδιά τα έφερναν σε εκείνο το μέρος. Σ’ ένα κάστρο καλούσαν μια μάγισσα, η οποία δίδασκε στις γυναίκες την τελετή, τις πληροφορούσε τι θα έπρεπε να προσφέρουν και τις μάθαινε τα λόγια της επίκλησης προς τους δαίμονες. Έπειτα τις οδηγούσε στο σημείο του τάφου. Όταν έφταναν εκεί έριχναν αλάτι κι έκαναν κι άλλες προσφορές στους δαίμονες. Κρεμούσαν τα ρουχαλάκια του μωρού στα κλαδιά του δέντρου που ήταν δίπλα τους και κάρφωναν από ένα καρφί στον κορμό καθενός από τα άλλα δέντρα. Ύστερα, η μάνα και η μάγισσα περνούσαν το γυμνό βρέφος μέσα από το άνοιγμα που σχηματιζόταν ανάμεσα σε δυο κορμούς δέντρων και το έδιναν η μία στην άλλη ενιά φορές. Προέβαιναν στη δαιμονική επίκληση κι ικέτευαν τα ξωτικά να δεχτούν το άρρωστο κι ασθενικό μωρό και να τους δώσουν το δικό τους, γερό, στρουμπουλό και υγιές. Έπαιρναν, τέλος, το μωρό και, κάτω από ένα δέντρο, το απέθεταν γυμνό πάνω στο στρώμα που σχημάτιζαν τα ρούχα του. Πλάι στο κεφάλι του τοποθετούσαν δύο κηροπήγια, τα οποία τα στερέωναν στον κορμό του δέντρου που βρισκόταν από πάνω τους

Καθώς η λατρεία του σκυλιού εξαπλώνεται, ο Στέφανος του Μπουρμπών φτάνει στη Ντομπ, πιθανώς το 1235. Διατάσσει την εκταφή του Γκινφόρ και καίει τα οστά του, όπως και το δεντράκι που είχε φυτρώσει πάνω από τον τάφο. Πιστεύει ότι μετά από αυτό, θα πάψει κι η λατρεία του «αγίου» Γκινφόρ. Πλανάται. Οι χωρικοί θα συνεχίσουν να ζητούν τη βοήθεια του σκυλιού για να θεραπευτούν τα άρρωστα παιδιά τους. Η παράδοση θα μείνει ζωντανή μέχρι τη δεκαετία του 1930.

"Ο Μοναχός και η Μάγισσα"

«Ο Μοναχός και η Μάγισσα»

– Η παράξενη αυτή ιστορία θα εμπνεύσει τη Γαλλίδα σκηνοθέτρια Συζάν Σιφφμάν (1929-2001), επί σειρά ετών συνεργάτιδα του Φρανσουά Τρυφφώ, η οποία θα την επιλέξει ως θέμα της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας της. Στον «Μοναχό και τη Μάγισσα» Le Moine et la Sorcière », αγγλικός τίτλος «The Sorceress»), που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1987, ο Στέφανος του Μπουρμπών (Τσεκύ Καρυό) φτάνει σ’ ένα χωριό της Ντομπ αποφασισμένος να ξεριζώσει κάθε δοξασία ή συμπεριφορά που δεν είναι σύμφωνη με το δόγμα της Εκκλησίας. Έχοντας την εντύπωση ότι ξεμπέρδεψε με τη βδελυρή λατρεία του σκυλιού, ανακαλύπτει τον ιδανικό ένοχο στο πρόσωπο της Έλντας (Κριστίν Μπουασσόν), μιας νεαρής γυναίκας που ζει στο δάσος και θεραπεύει τους χωρικούς με βότανα. Στην προσπάθειά του να καταδικάσει την Έλντα ως μάγισσα, ο Στέφανος έρχεται σε σύγκρουση με ολόκληρη την κοινωνία του χωριού, περιλαμβανομένου και του ιερέα του (Ζαν Καρμέ). Στην ουσία, πρόκειται για τη μάχη ανάμεσα στο «λόγιο» επίσημο ιδεολογικό πρότυπο που θέλει να επιβάλει η εξουσία και στις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες.

(- ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τον μύθο του αγίου Γκινφόρ απηχεί και μια σκηνή από τη γνωστή παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων «Η Λαίδη και ο Αλήτης». Στην ταινία του Γουώλτ Ντίσνευ, ο Αλήτης σώζει το μωράκι των κυρίων της Λαίδης από έναν αρουραίο. Εκεί, φυσικά, το τέλος είναι ευτυχές)

Πηγές: – Jean-Claude SCHMITT  « Le saint lévrier. Guinefort, guérisseur d’enfants depuis le XIIIe siècle », Flammarion, Παρίσι 1979, τελευταία έκδοση 2004.

– Laure VERDON « Le Moyen Âge : 10 siècles d’idées reçues », Le Cavalier Bleu, Παρίσι 2013, σελ. 95, 108.

Η αμερικανική αφίσα της ταινίας "Ο Μοναχός και η Μάγισσα"

Η αμερικανική αφίσα της ταινίας «Ο Μοναχός και η Μάγισσα»

[με ειδική αφιέρωση στον Δύτη και στον Γρηγόρη Στ. και τους Κυνοκέφαλούς του]