Ερμηνείες α λα ελληνικά;

Σαν Τζιμινιάνο, Τοσκάνη

Εάν υπάρχει ένας τρόπος ερμηνείας του αποτελέσματος των πρόσφατων ιταλικών εκλογών που να είναι μετά βεβαιότητος πεπλανημένος, αυτός είναι ο «ελληνικός«. Αναφέρομαι στην τάση πολλών να ερμηνεύουν τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα λες κι η Ιταλία είναι ίδια ακριβώς με την Ελλάδα, οι αντίστοιχες κοινωνίες δεν έχουν καθόλου διαφορές, οι καθοριστικές παραδόσεις, το παρελθόν και η νοοτροπία είναι πράγματα πανομοιότυπα και, φυσικά, οι συσχετισμοί εξουσίας ίδιοι. Όχι λίγοι προχωρούν ακόμη παραπέρα και ταυτίζουν τους Ιταλούς πολιτικούς με τους Έλληνες ομολόγους τους. Η διαδικασία είναι απλούστατη: αντικαθιστούμε το όνομα του Ιταλού πολιτικού με αυτό του Έλληνα που εμείς  θεωρούμε ότι του ταιριάζει κι έχουμε έτοιμη την ανάλυση, αυτήν δηλαδή που κάναμε για την Ελλάδα σε περιστάσεις που εμείς κρίνουμε παρεμφερείς (για να μην πω όμοιες). Με τη λογική αυτή, ο Μόντι γίνεται Παπαδήμος κι ο Γκρίλλο μεταμφιέζεται σε Καμμένο, άμα δεν του επιφυλάξουμε τον ρόλο του Τσίπρα για να αναδείξουμε τον Καβαλιέρε σαν… νέο Καμμένο! Φαντάζομαι ότι το βλέπετε και μόνοι σας, η ανάλυση αυτή, που τόσο πολύ έπαιξε σε ΜΜΕ και Διαδίκτυο (προβαλλόμενη μάλιστα από ανθρώπους σοβαρούς) είναι για τα σκουπίδια, ή έστω για την επιθεώρηση (επιπέδου Σεφερλή και κάτω). Ας της κάνουμε, έστω, τη χάρη να την αντιμετωπίσουμε κάπως σοβαρά. Αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι το σφάλμα που ενέχει είναι διττό. Αφενός, προβάλλει κρίσεις για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα που είναι αυθαίρετες, μια κι ο καθένας βγάζει λάδι τις συμπάθειές του και καταδικάζει αυτούς που αντιπαθεί. Αφετέρου, προβάλλει τις ελληνικές αντιλήψεις σε ένα άλλο περιβάλλον. Κι όσο κι αν η Ιταλία είναι μεσογειακή χώρα, όπως η Ελλάδα, όσο κι αν η συγκυρία της κρίσης αφορά και τις δύο χώρες, οι όποιες προσπάθειες ταύτισής τους είναι εντελώς άστοχες.

Καταρχάς και σε επίπεδο εντελώς επιφανειακό, η ταύτιση των βασικών πολιτικών πρωταγωνιστών δεν περπατά. Ο Μπέππε Γκρίλλο (που είναι απείρως καλύτερος κωμικός από τον οποιονδήποτε Λαζόπουλο) απορρίπτει συλλήβδην το ιταλικό πολιτικό σύστημα ως διεφθαρμένο, αλλά νομιμοποιείται να το κάνει διότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος του (ενώ ο κάθε Καμμένος είναι παιδί του κομματικού σωλήνα που υπηρέτησε κόμμα εξουσίας σε ολόκληρη την πολιτική σταδιοδρομία του), και είναι σαφέστατα ευρωσκεπτικιστής (οπότε δεν μπορεί να είναι… «Τσίπρας»). Ο Μπερλουσκόνι είναι μεν καραγκιόζης, αλλά αυθεντικά και χαρισματικά (όπως δεν υπήρξε κανένας Έλληνας πολιτικός εξουσίας), πράγμα όπως και να το κάνουμε δύσκολο. Και βεβαίως είναι αυτόφωτα επιτυχημένος, δεν ήταν ανεπάγγελτος (όπως ο μέσος Έλληνας πολιτικός πρώτης γραμμής) ούτε γιος κάποιου. Και μιλάμε για πραγματική επιτυχία. Χυδαίος και ανήθικος, βεβαίως, αλλά επιτυχημένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης ποδοσφαιρικής ομάδας και πολιτικός: έχει να επιδείξει την πλέον μακρόχρονη πρωθυπουργική θητεία στην μεταπολεμική Ιταλία (σχεδόν 4 χρόνια) και, όταν ολόκληρη η Ιταλία συνασπίσθηκε εναντίον του, χρειάστηκε να καταμετρούν τις ψήφους για τρεις μήνες μέχρι να διαπιστωθεί ότι τελικά είχε χάσει για λίγο την επανεκλογή του. Κι όλα αυτά για να επιστρέψει δριμύτερος δυο χρόνια μετά. Δεν είναι σήμερα που καταλαβαίνουμε ότι πολιτικά είναι εφτάψυχος. Την ίδια ώρα, ο βασικός υποψήφιος για τον ρόλο του «Έλληνα Μπερλουσκόνι» έχει προλάβει να ρίξει στον γκρεμό έναν όμιλο επιχειρήσεων, έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο και μια ολόκληρη χώρα (μικρή έστω), οπότε έχει καεί πριν καν βγει στο πολιτικό σκηνικό. Κατά τα λοιπά, ό,τι και να κάνουμε, ο Μπερσάνι… ΠΑΣΟΚ δεν είναι με τίποτε. Κι όσο για τον «άνθρωπο των τραπεζών» Μόντι, εγώ θυμάμαι ότι στη Σύνοδο του Ιουνίου είχε το θάρρος να προβάλει διεκδικήσεις για μια πιο εύλογη και δίκαιη αντιμετώπιση της κρίσης. Πράγμα που κανένας Έλληνας πολιτικός δεν έκανε ποτέ, μια και οι δύο βασικοί ρόλοι του σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν είτε να κάθεται σε μια γωνιά περιμένοντας τους άλλους ν’ αποφασίσουν για τη χώρα του είτε ξεκινούσε το λογύδριο του βλαχοδήμαρχου, κάνοντας τους ομότιμούς του να αναρωτιούνται από που ξεφύτρωσε αυτό το φρούτο.

Έπειτα, ας μη γελιόμαστε. Ως μέγεθος η Ιταλία δεν συγκρίνεται με την αγαπημένη μας πατρίδα. Μιλάμε για χώρα που παράγει τα πάντα, από αυτοκίνητα και ελικόπτερα μέχρι «λαϊκή» και «υψηλή» κουλτούρα, στυλ και μόδα. Εμείς τι πουλάμε εκτός από «υπηρεσίες», κατά προτίμηση του αέρα; Η Ιταλία μπορεί να υψώσει τη φωνή της και να διεκδικήσει, χωρίς καμία υποχρέωση να παίξει τον ρόλο του «καλού» (ή του «κακού») παιδιού, γιατί ξέρει ότι δεν γίνεται να θυσιαστεί προς παραδειγματισμό των άλλων (όπως η Ελλάδα), γιατί ξέρει ότι θα επιζήσει ό,τι κι αν συμβεί, εντός ή εκτός ευρώ (για να μην πούμε ότι εκτός ευρώ μάλλον θα τα καταφέρει μια χαρά, οπότε, από μιαν άποψη, χάρη κάνει και μένει στην Ευρωζώνη).

Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζεται η εντελώς ιδιαίτερη πολιτική Ιστορία της μεταπολεμικής Ιταλίας. Την ώρα που στην Ελλάδα το σύστημα λειτούργησε με την εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων (ενός δεξιού κι ενός κεντρώου), που έχτιζαν την επιρροή τους σε τοπικό επίπεδο βασιζόμενα στις δομές και τις πελατειακές σχέσεις του βαλκανικού κοτζαμπασισμού, η Ιταλία ζούσε σε μια πολυκομματική αστάθεια που δεν επηρέαζε τις δραστηριότητες της χώρας. Οι κυβερνήσεις συνασπισμού με προσδόκιμο ζωής το τρίμηνο ήταν μάλλον ο κανόνας: είχε βρεθεί το αναγκαίο μόντους βιβέντι ώστε η δημόσια διοίκηση, η οικονομία και η κοινωνία να λειτουργούν με τη λιγότερη δυνατή εξάρτηση από τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας. Κι η λαϊκή δυσαρέσκεια μπορούσε να εκδηλώνεται με την ψήφο στο ιταλικό ΚΚ, ανανεωτικό, ανοιχτό και δίχως εξαρτήσεις από τον «υπαρκτό». Οι επιδέξιοι χειρισμοί των αστικών κομμάτων κι οι συγκυρίες (στις οποίες θα πρέπει να συνυπολογίσουμε παράγοντες τόσο ετερόκλητους όσο η αντίθεση της Καθολικής Εκκλησίας και της υπερδύναμης από τη μια μεριά και η τρομοκρατία από την άλλη) το κράτησαν εκτός εξουσίας. Και κάποτε ήρθε η ώρα της κάθαρσης του διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου με την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» και τον δικαστή Ντι Πιέτρο. Μόνο που αντί για την ηθική και τη διαφάνεια, στρώθηκε ο δρόμος για τον Σίλβιο. Τη συνέχεια τη θυμόμαστε…

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ουσιαστικότερη ίσως διαφορά. Την πολιτιστική κληρονομιά της γείτονος. Εδώ, πρέπει μάλλον να δώσουμε τον λόγο στον φίλο Έρμιππο:

» Όποιοι θέλουν να κάνουν συγκρίσεις με την Ιταλία και να μιλήσουν για την εκεί κατάσταση και ιδίως για τον λαό της ας μην βιαστούν να βουτήξουν κατευθείαν στα βαθιά πολιτικά και στα λεπτομερή οικονομικά.
Ας δούνε πρώτα το Μιλάνο δίπλα στην Αθήνα, την Μπολόνια δίπλα στην Θεσσαλονίκη, την Ραβέννα δίπλα στα Γρεβενά, το Ούρμπινο δίπλα στην Λαμία, την Ασσίζη δίπλα στα Γιαννιτσά, την Κουρμαγιέρ με την Βασιλίτσα και , και, και.
Μόλις τελειώσουν την περιήγηση ας επανέλθουν στα πιο πεζά, αν τους μείνει κουράγιο. Βέβαια αν δεν καταλάβουν θα τους μείνει και πολύ μάλιστα. Και οι περισσότεροι δεν θα καταλάβουν.
Να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω πόλεις των γειτόνων μας δεν είναι έτσι όπως είναι, κάτι σαν στολίδια της οικουμένης δηλαδή, επειδή υπήρξαν τυχαία στην χώρα αυτή κάποιοι ουρανοκατέβατοι νόμοι, αλλά επειδή οι ίδιοι οι Ιταλοί έτσι το θέλησαν. Όπως αντίστοιχα έτσι το θελήσαμε και μεις για τις δικές μας πόλεις και τα χωριά«.

Και καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά δεν υπάρχει ένα μήνυμα από τις ιταλικές εκλογές; Πώς, υπάρχει… Μόνο που δεν είναι πρωτότυπο ή απροσδόκητο. Είναι αυτό που ήδη γνωρίζαμε: υπάρχει ουσιώδης διάσταση απόψεων μεταξύ πολιτικών και οικονομικών ελίτ, αφενός, και λαού, αφετέρου. Ζητείται επειγόντως δικαιότερο σημείο κοινωνικής ισορροπίας. Κι όσο συνεχίζεται η πορεία προς τη μία κατεύθυνση, τόσο η ρήξη θα φαντάζει πιο πιθανή, αν δεν γίνουν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί. Μόνο που η ρήξη, όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ανατροπή. Για να είμαστε ειλικρινείς, σημαίνει συνήθως εδραίωση του ισχυρού και των πλέον ακραίων επιθυμιών του. Κάποιες φορές, όμως, το φύλλο αλλάζει… Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρουμε πού κατευθυνόμαστε. Οι ιταλικές εκλογές της Κυριακής και της Δευτέρας ήταν απλώς ένα επεισόδιο (που τελικά μπορεί να αποδειχθεί κι ασήμαντο). Τα αποτελέσματά τους λογικά. Η δυσαρέσκεια των εξουσιαζόμενων με τέτοιους τρόπους συνήθως εκδηλώνεται: είτε διαλέγοντας έναν «ειλικρινή» εξουσιαστή που προβάλλει το προσωπείο του φιλολαϊκού είτε ένα κομμάτι τρελό «παιδί του λαού», χωρίς απαραίτητα συγκροτημένη άποψη για το τι πρέπει και μπορεί να γίνει, αλλά με λογικοφανείς εξηγήσεις για τα δεινά της εποχής.

Και για την Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα απ’ όλη αυτήν την ιστορία; Υπάρχει ή μάλλον υπάρχουν. Το πρώτο είναι ότι ακόμη και σ’ αυτό το χάος οι Ιταλοί πολιτικοί αποδεικνύονται είτε πιο επιδέξιοι κι «αυθεντικοί» από τους Έλληνες είτε πιο σοβαροί, είτε (συνήθως) και τα δύο μαζί. Και το δεύτερο δεν είναι άλλο από το ότι καλά κάνουμε και ασχολούμαστε με τις εξελίξεις στην Ιταλία. Αν αναζητούμε πρότυπα και παραδείγματα για να βελτιώσουμε τη χώρα μας πρέπει καταρχήν να ψάξουμε σε αυτό που είναι πιο κοντά σε μας από άποψη νοοτροπίας και κοινωνικών δομών. Μέχρι την Ιταλία και τη Γαλλία, χοντρικά. Για να πετύχει η μεταμόσχευση πρέπει να υπάρχει συμβατότητα μεταξύ δότη και λήπτη. Γιατί, όταν ακούτε κάποιον να σας εξηγεί για τα προτερήματα του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος ή σας υπόσχεται να σας κάνει «Δανία του Νότου», να ξέρετε ότι παίζουν και δύο επικίνδυνα ενδεχόμενα. Είτε να είναι βαθιά νυχτωμένος είτε να σας παραμυθιάζει απλώς, διότι στην πραγματικότητα δεν θέλει να αλλάξει απολύτως τίποτε.

8 thoughts on “Ερμηνείες α λα ελληνικά;

  1. «ωφ,ωφ,ωφ..αδερφια μην ζηλευετε,μια τσιτσίλια εχουν το ολο-δικο μας αποπαιδι με μια μάφια τση προκοπης κι αυτη εισαγωμενη με πυργους νεροφαγωμενους κασιδιαρικους,με νεκρες γλωσσες κ παπες που μεχρι σημερα δεν τολμησαν να ξηλωσουν το ονομα του Βησσαριωνος,φαρδυ-πλατυ χαραγμενο βαθεια στην ραχη της καρεκλας που λενε για θρονο..τι Λωζανη τι Κοζανη αδερφια,μην ξεχνατε το πυθαρι του Διογενη,πως στην ψωροκωσταινα βγαινει ο αυγερινος γιατι εδω το σκοταδι ειναι σκοταδι..ο χειροτερος δικος μας ο καλυτερος δικος τους,στην συλλογικοτητα κ στο Δημοσιο Σημα εμεις χανομαστε κ αυτο προφανως επειδη το επιδιωκουμε

    • Καλώς όρισες! Πιστεύεις ότι αδίκησα υπερβολικά την Ελλάδα και τους Έλληνες μ’ αυτό το σχόλιό μου; Δίκιο έχεις, συμφωνώ κι εγώ! Πρόκειται, όμως, για την αντίδραση στη στάση ορισμένων εξ ημών να κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Εν πάση περιπτώσει, η αδυναμία μας να ανανεώσουμε με λογική το πολιτικό σκηνικό μας είναι μέχρι στιγμής πασιφανής, κτγμ. Το πρόβλημα οξύνεται ακριβώς επειδή η εξάρτησή μας από τους πολιτικούς είναι εκ των πραγμάτων υπερβολικά μεγάλη (εδώ είναι ένα σημείο στο οποίο η Ιταλία μπορεί να μας προσφέρει θετικά παραδείγματα).

      Πάντως, έχεις δίκιο: γλιτώσαμε την Κόζα Νόστρα, την Καμόρρα και την Ντρανγκέτα (απλώς «προσφέραμε» στην τελευταία το όνομά της). 😉

  2. Όαση απλότητας και συνέπειας στην σκέψη και τη ερμηνεία της επικαιρότητας Ρογήρε! Ποιος ξέρει, ίσως με το γράφε, γράφε να δούμε το φως μερικοί Ρωμιοί και να πάψουμε να προβάλουμε τη χαμερπή μυθολογία του μυαλού μας στην πραγματικότητα (και να θεωρούμε κι από πάνω ότι ερμηνεύσαμε το κόσμο με απαράμιλλη οξύνοια).
    Σ’ ευχαριστούμε για άλλο ένα σύντομο και σαφές κείμενο που έχει μεγαλύτερη αξία απ’ όλα τα ελληνόφωνα Gigabyte της εβδομάδας αθροισμένα μαζί. (Δημήτριος Κατσαμάκας)

  3. Δημήτρη, καλώς όρισες ως σχολιαστής στα λημέρια αυτά! 🙂 Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα τόσο καλά λόγια, αλλά υπερβάλλεις, σε κάθε περίπτωση, ή μάλλον υπερβάλλεις τρελά, διότι δεν αξίξω κάποιον από τους επαίνους σου. Ένας ακόμη Ρωμιός που γράφει για τον εαυτό του και πέντε φίλους του δεν έχει σοβαρές πιθανότητες ν’ αλλάξει το παραμικρό.
    Παρεμπ., νομίζω ότι η καλύτερη ανάλυση για το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών είναι αυτή εδώ του Rakasha. Φυσικά και δεν είναι τυχαίο που πρόκειται για κείμενο ιστολογίου κι όχι για δημοσίευμα εφημερίδας.

  4. καλημερα
    Ποιοτικη και ποσοτικη η διαφορα.Αλλο να ψαχνεις για τον Καισαρα καθε φορα, και αλλο για τον μπαρμπα απο το χωριο που γνωριζει τον αλλο μπαρμπα στην Αθηνα. Εμεις δεν γνωριζουμε ουτε καν ποιος μας εξουσιαζει.

Σχολιάστε